«Ἐν ἐκκλησίαις εὐλογεῖτε τὸν Θεόν. Ἡ αἴνεσις Αὐτοῦ ἐν ἐκκλησίᾳ ὁσίων».
Ἡ ἐκκλησία εἶναι ὁ Τόπος λατρείας μας. Εἶναι, ἔλεγε κάποιος πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, τὸ μοναδικὸ φυτώριο τῶν κοινωνικῶν ἀρετῶν. Ἐκεῖ μέσα πλούσιοι καὶ πτωχοί, μεγάλοι καὶ μικροί, ἀξιωματοῦχοι καὶ μή, φίλοι καὶ ἐχθροὶ βρισκόμαστε στὴν ἴδια γραμμή. Κοινωνοῦμε ἀπὸ τὸ αὐτὸ Ἅγιο Ποτήριο. Νοιώθουμε στὸν ἱερὸ ναὸ ὅτι εἴμαστε ὅλοι ἀδέλφια, ὅλοι παιδιὰ τοῦ ἰδίου Πατέρα μὲ κοινὴ κληρονομιά, τὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.
Ἐκεῖ μέσα μαλακώνει ἡ καρδιὰ καὶ βγαίνει κανεὶς ἡμερώτερος καὶ ἠρεμώτερος. «Καθάπερ λιμένα ἔπηξεν ὁ Θεὸς τὰς ἐκκλησίας, ἵνα ἀπὸ τῆς ζάλης τῶν βιοτικῶν θορύβων, ἐνταῦθα καταφεύγοντες, γαλήνης μεγίστης ἀπολαύωμεν», μᾶς λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος.
Σήμερα ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἀναγκαιότερη ὅσο ποτὲ ἄλλοτε. Εἶναι τὸ μοναδικὸ μέσο ποὺ θὰ μποροῦμε νὰ προστατευθοῦμε ἐμεῖς καὶ τὰ παιδιά μας ἀπὸ κάθε ἐπικίνδυνες καὶ σκοτεινὲς δυνάμεις, ποὺ ἐπιζητοῦν τὴν καταστροφή μας· παγίδες, προκλήσεις, ναρκωτικὰ κ.λπ.
Ὅμως ἔχουμε ὑποχρέωση νὰ σεβώμαστε τὴν Ἐκκλησία καὶ νὰ πειθαρχοῦμε στὶς ἐντολές της. Νὰ στεκώμαστε στὴν θέση μας μὲ φόβο Θεοῦ καὶ νὰ μὴ περιφερώμεθα ὄχι μόνο τὴν ὥρα τῶν Ἀκολουθιῶν, ἀλλὰ καὶ συνεχῶς, ἄσκοπα μέσα στὴν Ἐκκλησία καὶ ἰδιαιτέρως μέσα στὸ ἱερό. Μόνο οἱ κληρικοὶ ἐπιτρέπεται νὰ μπαίνουν καὶ ὅσοι ἔχουν ἄδεια. Δηλαδὴ εἶναι διαβασμένοι ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη.
Κάποτε ὁ Αὐτοκράτορας Θεοδόσιος βρέθηκε στὴν πόλη τῶν Μεδιολάνων.
«Ἐπειδὴ ἦταν ἡ ὥρα τῆς θείας Κοινωνίας, σηκώθηκε μὲ δάκρυα, μπῆκε στὸ Ἅγιο Βῆμα, στάθηκε κοντὰ στὴν Ἁγία Τράπεζα, γιὰ νὰ κοινωνήση, ὅπως ἔκανε στὴν Κωνσταντινούπολη.
Ἀλλὰ ὁ Ἅγιος Ἀμβρόσιος θέλοντας νὰ τοῦ φανερώση τὴν διαφορά τοῦ τόπου τῶν ἱερωμένων καὶ τῶν λαϊκῶν, τὸν ἐρώτησε, ἐὰν θέλη τίποτε. Ὁ βασιλιὰς εἶπε ὅτι περίμενε νὰ κοινωνήση τὰ θεῖα Μυστήρια. Τότε ὁ Ἅγιος τοῦ ἐμήνυσε μὲ τὸν Ἀρχιδιάκονο:
«Εἰς τὰ ἔνδοθεν τοῦ θυσιαστηρίου, μόνον οἱ ἱερεῖς πρέπει νὰ εἰσέρχωνται, οἱ δὲ κοσμικοὶ οὐδαμῶς. Ἔξελθε, λοιπόν, ἔξω καὶ στάσου στὴν τάξη τῶν λαϊκῶν, διότι ἡ ἀλουργίς, δὲν χρίει ἱερεῖς, ἀλλὰ βασιλεῖς».
Ὁ πιστότατος Θεοδόσιος δέχθηκε τότε μὲ χαρὰ καὶ αὐτὴ τὴν νουθεσία καὶ ἀποκρίθηκε ὅτι δὲν μπῆκε ἀπὸ ὑπερηφάνεια, ἀλλὰ διότι ἔτσι συνηθίζουν στὸ Βυζάντιο.
Μὲ τέτοια καὶ μὲ τόση ἀρετή, λοιπόν, λαμποκοποῦσαν καὶ οἱ δύο, βασιλιὰς καὶ Ἀρχιερέας. Καλότυχοι! Εἶναι ἀξιοθαύμαστα καὶ τῶν δύο τὰ κατορθώματα: Ἡ τόλμη καὶ ὁ θεῖος ζῆλος τοῦ Ἁγίου, ἀλλὰ καὶ ἡ πειθαρχία καὶ καθαρότητα τοῦ Θεοδοσίου.
Ὅσα, λοιπόν, διδάχθηκε στὰ Μεδιόλανα ὁ Θεοδόσιος, τὰ ἐτήρησε μὲ ὅλη του τὴν ψυχή καὶ στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἔτσι ὅταν σὲ κάποια Δεσποτικὴ ἑορτὴ τὸν προσεκάλεσεν ὁ Πατὴρ Νεκτάριος στὸ Ἅγιο Βῆμα νὰ κοινωνήση, ὁ εὐλαβὴς Θεοδόσιος ἀπήντησε. «Δὲν δύναμαι νὰ εἰσέλθω, διότι διδάχθηκα ἀπὸ τὸν θεῖο Ἀμβρόσιο, πόσο διαφέρει ὁ ἱερεὺς ἀπὸ τὸν Βασιλιά».
- Στὸ βιβλίο «Ἐμπειρίες κατὰ τὴν θεία Λειτουργία» ὁ π. Στέφανος Ἀναγνωστόπουλος παρουσιάζει ἕνα συνταρακτικὸ γεγονός, ὅπως τοῦ τὸ διηγήθηκε κάποιος ἱερεύς:
«Κάποιο βράδυ ἕνας ἱερεὺς πῆγε κάπως ἀργὰ στὴν Ἐκκλησία, γιατὶ εἶχε ξεχάσει κάτι, ποὺ ἔπρεπε ὁπωσδήποτε νὰ τὸ πάρη. Ξεκλείδωσε τὴν πόρτα καὶ μπῆκε μέσα. Ἦταν σκοτεινά. Ἀπὸ τὴν Ὡραία Πύλη, τὴν ὁποία εἶχε ξεχάσει ἀνοικτή, βλέπει ἕναν ἀστραφτερὸ Ἄγγελο μὲ ξίφος πύρινο στὸ χέρι, νὰ στέκεται δίπλα στὴν Ἁγία Τράπεζα! Τρόμαξε τόσο πολύ, ποὺ τράπηκε σὲ φυγή! Φοβήθηκε! Φτάνοντας στὸν Νάρθηκα (ὁ Ναὸς ἦταν μεγάλος), ἀκούστηκε μία φωνή:
“Στάσου!” Στάθηκε, λοιπόν, κοκκάλωσε, μαρμάρωσε!
“Μὴ φοβᾶσαι, τοῦ εἶπε πολὺ γλυκὰ ἡ φωνή. Εἶμαι ὁ Ἄγγελος – φύλακας τοῦ Ναοῦ. Ὅταν μία Τράπεζα σὲ ἕνα Ναὸ καθαγιάζεται καὶ γίνεται Ἁγία, ὁ Κύριος, ὁ Παντοκράτωρ, ὁ Βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ Κύριος τῶν κυριευόντων, τοποθετεῖ ἕνα ἀκοίμητο Ἄγγελο – φύλακα δίπλα στὴν Ἁγία Τράπεζα”.
Ἐνῶ ἔλεγε ὁ Ἄγγελος αὐτὰ στὸν ἱερέα, αὐτὸς ἦταν ἀκίνητος στὸν Νάρθηκα καὶ ἄκουγε ἔντρομος, μὲ τὴν πλάτη πρὸς τὸ Ἱερό.
Καὶ συνέχισε μὲ ἀκόμη πιὸ γλυκιὰ φωνὴ ὁ Ἄγγελος:
“Ἔλα, γύρισε, κλεῖσε σὲ παρακαλῶ τὴν Ὡραία Πύλη, ποὺ ξέχασες ἀνοικτή”. (Ὁ Ἄγγελος εἶπε στὸν ἱερέα “σὲ παρακαλῶ”. Πόσοι ἀπὸ ἐμᾶς λέμε στὸν συνάνθρωπό μας “σὲ παρακαλῶ;” Πόσοι;).
Γύρισε ὁ ἱερέας, (τοῦ εἶχε φύγει ὁ φόβος καὶ ὁ τρόμος, μέσα του βασίλευε γαλήνη) καὶ δὲν εἶδε πλέον τὸν Ἄγγελο. Προχώρησε διστακτικά, ἀλλὰ τώρα χωρὶς φόβο· μὲ σεβασμό. Μὲ συστολὴ καὶ δέος ἔπιασε τὴν κουρτίνα τῆς Ὡραίας Πύλης καὶ σιγὰ – σιγὰ τὴν ἔκλεισε.
Μέσα του ὅμως ἄρχισε νὰ ἀναρωτιέται: “Μὴ ἦταν φαντασία μου; Μήπως ὀνειρευόμουν; Μήπως ἔχω παραισθήσεις;”.
Ὡς ἀπάντηση, ὅμως, ἄκουσε μυριάδες Ἀγγελικὲς φωνὲς νὰ ψάλλουν τὸ “Ἄξιόν ἐστι”. (Ὁ Ναὸς ἦταν ἀφιερωμένος στὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο). Δὲν ἄντεξε στὸ ἄκουσμα τῆς γλυκιᾶς αὐτῆς ἀγγελικῆς ψαλμωδίας καὶ λιποθύμησε! Ἔπεσε κάτω!
Ὅταν ὕστερα ἀπὸ λίγο συνῆλθε, πῆγε σπίτι του καὶ δὲν μίλησε σὲ κανένα. Μετὰ ἀπὸ 15 χρόνια μοῦ τὸ διηγήθηκε, λίγο πρὶν τὸν θάνατό του».