Κυριακὴ Η΄ Λουκᾶ (Λουκ. 10,25-37)
10 Νοεμβρίου (2024) 2006
«Πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως» (Λουκ. 10,37)
Σήμερα, ἀγαπητοί μου, ζοῦμε σὲ μιὰ «γενεὰν ἄπιστον καὶ διεστραμμένην», ὅπως λέει λόγος τοῦ Χριστοῦ (Ματθ. 17,17), καὶ διστάζω νὰ μιλήσω. Ἀλλὰ μὲ ἐνθαρρύνει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὁ ὁποῖος μοῦ λέει· Λάλησε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ· κι ἂν δὲν σ᾿ ἀκούσουν ὅλοι, θὰ σ᾿ ἀκούσουν οἱ μισοί· κι ἂν δὲν σ᾿ ἀκούσουν οἱ μισοί, θὰ σ᾿ ἀκούσουν οἱ δέκα· καὶ δέκα ἀκόμη νὰ σ᾿ ἀκούσουν, φτάνει· καὶ ἕνας νὰ σ᾿ ἀκούσῃ, φτάνει· διότι ὅσο ἀξίζει μιὰ ψυχή, δὲν ἀξίζει ὁλόκληρος ὁ ὑλικὸς κόσμος. Τὸ εἶπε ὁ Κύριος· «Τί ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐὰν κερδήσῃ τὸν κόσμον ὅλον, καὶ ζημιωθῇ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ;» (Μᾶρκ. 8,36). Τολμῶ λοιπὸν νὰ πῶ λίγα ἁπλᾶ λόγια ἐπάνω στὴν σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπή (βλ. Λουκ. 10,25-37).
* * *
Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς μᾶς
διηγεῖται στὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο μία ὡραιότατη παραβολή, τὴν παραβολὴ
τοῦ καλοῦ Σαμαρείτου. Τί λέει ἡ παραβολή;
Ἕνας ἄνθρωπος ξεκίνησε ἀπ᾿ τὰ Ἰεροσόλυμα καὶ πήγαινε στὴν
Ἰεριχώ. Στὸ δρόμο, πίσω ἀπ᾿ τὰ βράχια, ἦταν κρυμμένοι λῃσταί. Τὸν
σταμάτησαν, τὸν χτύπησαν, τὸν τραυμάτισαν, τοῦ πῆραν ὅ,τι εἶχε, τὸν
ἄφησαν «ἡμιθανῆ» (Λουκ. 10,30), κ᾿ ἔφυγαν. Μετὰ ἀπὸ λίγο νά καὶ φαίνεται
ἕνας ἱερεύς. Ὡς ἐκ τῆς ἀποστολῆς του ἔπρεπε νὰ τὸν βοηθήσῃ. Δὲν τὸν
βοήθησε· φοβήθηκε ἴσως καὶ τὸν προσπέρασε ἀδιαφορώντας γιὰ τὸ τί θ᾿
ἀπογίνῃ ὁ τραυματίας. Μετὰ περνᾷ ἕνας ἄλλος, λευΐτης αὐτός, διάκονος
δηλαδὴ τοῦ ναοῦ. Κι αὐτὸς θὰ ἔπρεπε νὰ τὸν ἐξυπηρετήσῃ. Τίποτε· ἔφυγε
κι αὐτός.
Ὁ χτυπημένος ἔμεινε μόνος. Καὶ ἐνῷ θὰ ἐξέπνεε, νά καὶ φτάνει σὲ
λίγο ἕνας ξένος, Σαμαρείτης αὐτός. Σαμαρείτης; Αὐτοὶ εἶχαν ἔχθρα μὲ
τοὺς Ἰουδαίους. Ὅπως ἐμεῖς σήμερα ἔχουμε ἔχθρα μὲ τοὺς Τούρκους καὶ
τοὺς Ἀλβανούς, ποὺ ἐπιβουλεύονται τὴν πατρίδα μας, τέτοιο μῖσος καὶ
μεγαλύτερο εἶχαν οἱ Σαμαρεῖτες μὲ τοὺς Ἰουδαίους. Ὅταν τὸν εἶδε ὁ
τραυματίας σκέφτηκε ἀπελπισμένος· Πάει, αὐτὸς τώρα θὰ μὲ ἀποτελειώσῃ…
Συνέβη ὅμως κάτι ἀπροσδόκητο· αὐτὸ ποὺ δὲν ἔκαναν ὁ ἱερεὺς καὶ ὁ
λευΐτης, τὸ ἔκανε αὐτός, ὁ Σαμαρείτης. Κατέβηκε ἀπὸ τὸ ζῷο του, τὸν
ἔπλυνε καὶ τὸν καθάρισε. Ἔσχισε τὸ πουκάμισό του, ἔκανε πρόχειρα
ἐπιδέσμους, καὶ περιποιήθηκε τὶς πληγές του. Μετὰ τὸν ἀνέβασε στὸ
ὑποζύγιό του, στὸ γαϊδουράκι του, καὶ τὸν πῆγε στὸ πανδοχεῖο, σ᾿ ἕνα
ξενοδοχεῖο. Ἔμεινε ὅλη τὴ νύχτα ἐκεῖ, κοντά του, τοῦ συμπαραστάθηκε μὲ
κάθε τρόπο, καὶ τὸ πρωὶ φεύγοντας εἶπε στὸν ξενοδόχο· Ὅ,τι ἐπὶ πλέον
δαπανήσῃς γιὰ τὴν περιποίησί του, ἐγὼ θὰ περάσω πάλι νὰ σοῦ τὰ πληρώσω.
Κι ἀφοῦ εἶπε τὴν παραβολή, ρωτᾷ ὁ Χριστός· Ποιός ἀπ᾿ αὐτοὺς
τοὺς τρεῖς ἔγινε «ὁ πλησίον» στὸ δυστυχισμένο; Οὔτε ὁ ἱερεύς, οὔτε ὁ
λευΐτης. «Πλησίον» του ἔγινε ὁ Σαμαρείτης. «Σαμαρείτην» δὲ τότε, στὴ
γλῶσσα τῶν γραμματέων καὶ φαρισαίων ποὺ μισοῦσαν τὸ Χριστὸ θανασίμως,
ἔλεγαν χλευαστικὰ τὸν Κύριό μας.
* * *
Ἐάν, ἀγαπητοί μου, ὁ Χριστὸς
ὠνομάστηκε ἀπὸ τοὺς φαρισαίους χλευαστικὰ Σαμαρείτης, γιὰ μᾶς τοὺς
Χριστιανοὺς λέγεται, ὄχι χλευαστικὰ πλέον ἀλλὰ τιμητικά, Καλὸς
Σαμαρείτης. Κι ἀφοῦ ἐμεῖς εἴμαστε δικά του παιδιά, θὰ πρέπῃ νὰ τοῦ
μοιάσουμε. Καλούμεθα νὰ τὸν μιμηθοῦμε. Διότι ἐκεῖ καταλήγει ἡ παραβολή·
«πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως», πήγαινε καὶ κάνε κ᾿ ἐσὺ τὸ ἴδιο (ἔ.ἀ.
10,37). Καλούμεθα λοιπὸν νὰ βαδίσουμε στὰ ἴχνη τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτου.
Αὐτὸς στάθηκε ὄντως «ὁ πλησίον», καὶ ἡ ἀγάπη ποὺ δίδαξε εἶνε ἡ ὑψίστη
ἀρετή. Ἡ ἄσκησι τῆς ἀγάπης διὰ τῆς μιμήσεως τοῦ Χριστοῦ εἶνε ὁ καλύτερος
στόχος ποὺ μπορεῖ νὰ θέσῃ κανεὶς στὴ ζωή του· τὰ ἄλλα εἶνε ματαιότης.
Τὸν ἄνθρωπο ὁ Θεὸς τὸν ἔπλασε κοινωνικό· δὲν τὸν ἔπλασε νὰ μένῃ
μόνος πάνω στὴ γῆ. Τὸν πλούτισε μὲ πλούσιο συναισθηματικὸ κόσμο καὶ τὸν
προίκισε μὲ πολλὰ δῶρα. Μερίμνησε νὰ ἔχῃ κοντά του πολλοὺς
συμπαραστάτες. Τοῦ ἔδωσε γυναῖκα σύντροφο τῆς ζωῆς του, κύκλο συγγενῶν
μέσα στὸν ὁποῖο γεννιέται καὶ ἀναπτύσσεται, ἀλλὰ καὶ φίλους ποὺ ἐκλέγει
κατόπιν ὁ ἴδιος μὲ δική του προτίμησι. Καὶ ὅμως –σὲ ποιά ἐποχὴ ζοῦμε!–
βλέπουμε ὅτι συχνὰ ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται μόνος κ᾿ ἔρημος. Σύζυγο πῆρες;
ἑτοιμάσου γιὰ διαζύγιο. Συγγενεῖς – γνωστοὺς ἔχεις; θὰ τοὺς δῇς ὅλοι ν᾿
ἀπομακρύνωνται, νὰ στέκωνται μακριά σου. Φίλο ἔχεις; θὰ σὲ προδώσῃ, θὰ
σ᾿ ἐγκαταλείψῃ.
Εἶνε τόσοι οἱ ἐγκαταλελειμμένοι, τόσοι ἐκεῖνοι ποὺ πεινοῦν καὶ
δυστυχοῦν κ᾿ ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ βοήθεια, καὶ καλοὶ Σαμαρεῖτες ποῦ; Εἶνε
φοβερὸ πρᾶγμα αὐτὴ ἡ ἔλλειψι· εἶνε μία πληγὴ στὸ σῶμα τῆς κοινωνίας.
Εἶδε ὁ Θεὸς τὴ θλιβερὴ αὐτὴ κατάστασι, στὴν ὁποία ἔπεσε τὸ
κορυφαῖο δημιούργημά του, καὶ ἡ ἀγάπη του τὸν ἔκανε ἀπὸ τὸ ὕψος τοῦ
οὐρανοῦ νὰ σκύψῃ ἐδῶ στὴν ταλαίπωρη γῆ μας. Γιὰ νὰ θεραπεύσῃ τὴν πληγὴ
καὶ νὰ καλύψῃ τὴν ἔλλειψι αὐτή, γεφύρωσε τὴν ἀσύλληπτη ἀπόστασι· ἔγινε
ἄνθρωπος, ἦρθε κοντὰ στὸν τραυματισμένο καὶ ἡμιθανῆ ἄνθρωπο, καὶ τοῦ
ἔδειξε μὲ ἔργα καὶ ὄχι μόνο μὲ λόγια πόσο τὸν ἀγαπᾷ. Δίδαξε καὶ μὲ λόγο
τὴν καινούργια ἐντολὴ τῆς ἀγάπης, τὸ «Ἀγαπᾶτε ἀλλήλους» (Ἰω. 13,34).
Δὲν ἀρκέσθηκε ὅμως μόνο σ᾿ αὐτό· δίδαξε καὶ μὲ τὸ παράδειγμά του τί
σημαίνει ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον, μᾶς ἔδειξε πῶς νὰ ἀγαποῦμε
συγκεκριμένα. Σπλαχνίστηκε τοὺς πεινασμένους καὶ τοὺς ἔδωσε ψωμί,
πλησίασε τοὺς πενθοῦντας, δάκρυσε μαζί τους καὶ τοὺς παρηγόρησε,
λυπήθηκε τοὺς ἀσθενεῖς καὶ τοὺς θεράπευσε, συμπόνεσε τοὺς
δαιμονιζομένους καὶ τοὺς ἐλευθέρωσε ἀπὸ τὴν καταδυναστεία τοῦ διαβόλου,
ἐνδιαφέρθηκε γιὰ κάθε παραστρατημένη ψυχὴ καὶ κοπίασε νὰ πάῃ νὰ τὴ βρῇ,
εἶδε τὴ μετάνοια τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ τοὺς συγχώρησε.
Ὅλα αὐτὰ ὁ Χριστός, ὁ ἄφθαστος διδάσκαλος, τὰ ἔκλεισε μέσα σὲ
μία θαυμάσια διήγησι, ποὺ εὔκολα μπορεῖ ὁ καθένας νὰ τὴν ἀπομνημονεύσῃ.
Τὰ ζωγράφισε μὲ τὴν παραβολὴ τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτου. Τὸ Εὐαγγέλιο δηλαδὴ
τοῦ Χριστοῦ ὄχι μόνο προσφέρει τὴν ἀλήθεια ποὺ σῴζει, ἀλλὰ μᾶς τὴν
προσφέρει καὶ μ᾿ ἕνα τρόπο εὔληπτο, κατανοητό, ὥστε νὰ τὴ
συγκρατήσουμε· ἔχει θεωρία, ἀλλὰ ἔχει καὶ πρᾶξι· εἶνε ἡ τελειότερη
διδασκαλία. Ἀπόδειξις ἡ παραβολὴ αὐτή. Ἀφοῦ προβάλλει ζωηρὰ τὸ
παράδειγμα τῆς ἐμπράκτου ἀγάπης τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ,
τελειώνει μὲ τὴν προτροπὴ «Πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως» (Λουκ. 10,37).
Θυμᾶμαι τὰ χρόνια τῆς κατοχῆς στὴν Κοζάνη. Ὑπῆρχε τότε πεῖνα
καὶ δυστυχία μεγάλη. Τότε εὕρισκε ἐκπλήρωσι ἡ προφητεία ἐκείνη τοῦ
ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, ὅτι θ᾿ ἀξίζῃ «μιὰ χούφτα ἀλεύρι – μιὰ χούφτα
χρυσάφι». Παρατηροῦσα μικρὰ χαριτωμένα παιδάκια, ποὺ ἔρχονταν νηστικὰ νὰ
βροῦν λίγο φαγητό. Τὰ ἔβλεπες· σάλιωναν τὸ δάχτυλό τους καὶ μάζευαν τὰ
ψίχουλα ἀπὸ τὰ τραπέζια· τόσο πεινοῦσαν. Τότε λοιπὸν ὁ λαός μας ἔδειξε
μεγαλεῖο· ἔγινε «ὁ πλησίον», μιμήθηκε τὸν καλὸ Σαμαρείτη. Στὸ κήρυγμα
ποὺ ἔκανα τὶς ἡμέρες ἐκεῖνες στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Νικολάου Κοζάνης
προέτρεψα τοὺς Χριστιανοὺς καὶ εἶπα· «Ἀπόψε θὰ πᾶτε στὰ σπίτια σας καί,
ἀπ᾿ ὅ,τι ἔχετε, τὰ μισὰ θὰ τὰ δώσετε γιὰ τὸ συσσίτιο». Τὴν ἑπόμενη μέρα
ἔγινε κάτι ποὺ ποτέ δὲν θὰ τὸ λησμονήσω· ὅλοι ἔφεραν τὰ μισὰ ἀπὸ τὰ
ἀγαθὰ ποὺ εἶχαν! Ἔτσι δημιουργήθηκε μιὰ μεγάλη ἑστία συσσιτίου (8.000
πιάτα ἡμερησίως), ἡ μεγαλύτερη στὴ Μακεδονία μας.
* * *
Νὰ προσέξουμε πολύ, ἀδελφοί μου,
νὰ μὴν εἴμαστε τυπικοὶ Χριστιανοί· νὰ γίνουμε οὐσιαστικοὶ Χριστιανοί. Ὁ
ἱερὸς Χρυσόστομος συμβουλεύει· Στὸ σπίτι νὰ ὑπάρχῃ ἕνα κουτί (ἕνας
κουμπαρᾶς), καὶ κάθε βράδυ νὰ ῥίχνετε κάτι μέσα, μὲ προορισμὸ νὰ δοθῇ
ἐλεημοσύνη (βλ. ὁμ. μγ΄,δ΄ εἰς Α΄ Κορ.· P.G. 61,372-3). Διότι, ὅπως λέει
καὶ ὁ Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, «ὅ,τι περισσεύει δὲν εἶνε δικό σας», κι ὁ
ποιητὴς συμπληρώνει· «Εἶναι τῆς χήρας, τ᾿ ὀρφανοῦ, καὶ μὴν τὸ
σπαταλᾶτε» (Ἀχ. Παράσχος, Ἀναγν. Δ΄, σ. 100). Φαντάζεστε, ἂν ἀκούγαμε
τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο καὶ ὑπῆρχαν σὲ ὅλα τὰ σπίτια τέτοιοι κουμπαρᾶδες,
τί βοήθεια μποροῦσαν νὰ βροῦν οἱ φτωχοὶ ποὺ ζοῦν δίπλα μας;
Ἂς ζήσουμε, ἀδέρφια μου, κατὰ τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ ὄχι μὲ
λόγια ἀλλὰ ἐμπράκτως. Νὰ ζήσουμε μὲ ἀγάπη καὶ λιτότητα. Ν᾿ ἀποφεύγουμε
κάθε τι τὸ ἁμαρτωλό, φίλαυτο καὶ ἰδιοτελές, ἰδιαιτέρως στὰ πονηρὰ αὐτὰ
χρόνια, γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ ἐλεοῦμε. Ἔτσι θὰ τηρήσουμε κ᾿ ἐμεῖς τὴν
ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ «Πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως»· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγίων Κων/νου & Ἑλένης Κοζάνης τὴν 13-11-1994 μὲ ἄλλο τίτλο. Καταγραφή, σύντμησις καὶ ἀνάπτυξις 12-11-2006, ἐπανέκδοσις 9-9-2024.