«Μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται» (Μτ. 5: 8) Η αληθινή καθαρότητα της καρδιάς πάντα και παντού – είτε σε σκήτη της Αιγύπτου του 3ου - 4ου αιώνα, είτε στο Άγιο Όρος του 13ου - 14ου αιώνα, είτε στο δάσος του Σάρωφ του 19ου αιώνα – εκδηλώνει την ίδια Θεία αγάπη, μαρτυρεί τον ίδιο Θεό που αγάπησε τον άνθρωπο μέχρι το σταυρικό μαρτύριο του ενανθρωπήσαντος Υιού του Θεού. Γιατί το αρνείται αυτό ο υλιστής; Τώρα, αφού έχει διευκρινιστεί η ουσία του «πειράματος», οι συνθήκες διεξαγωγής του και τα αποτελέσματα, τα οποία έχουν επαναληφθεί πολλές φορές και επαναλαμβάνονται εδώ και δύο χιλιετίες, η άρνηση όλων αυτών δεν φαίνεται μόνο αβάσιμη, αλλά δείχνει μια προφανή προκατάληψη, μια προφανή θεληματική στάση άρνησης όλων αυτών.
Στο έργο του «Πνεύμα, Ψυχή και Σώμα», ο άγιος Λουκάς αναφέρει μαρτυρίες των αγίων πατέρων για τις ευεργετικές επιδράσεις του Πνεύματος του Θεού στην ανθρώπινη καρδιά. Όλοι τους, γράφει ο Άγιος, αισθάνονταν, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, αυτό που ένιωθε ο Άγιος προφήτης Ιερεμίας: «καὶ ἐγένετο ὡς πῦρ καιόμενον φλέγον ἐν τοῖς ὀστέοις μου» (Ιερ. 20:9). Παραθέτουμε τη μαρτυρία του Οσίου Εφραίμ του Σύρου: «Ο Ακατάληπτος για κάθε νου μπαίνει στην καρδιά και κατοικεί σ’ αυτήν... Η καθαρή καρδιά Τον φέρει μέσα της... Τον βλέπει χωρίς μάτια, σύμφωνα με τον λόγο του Χριστού: Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία ότι αυτοί τον Θεόν όψονται». Ο Άγιος Μακάριος ο Μέγας γράφει: «Η καρδιά κυβερνά όλα τα όργανα του σώματος. Εκεί πρέπει να κοιτάξουμε αν είναι γραμμένη η χάρη του νόμου του πνεύματος». Παραθέτοντας σειρά αγιοπατερικών αποσπασμάτων, ο άγιος Λουκάς διερωτάται: «Πού εκεί;» και απαντά: «Στο κύριο όργανο, όπου βρίσκεται ο θρόνος της χάριτος και όπου βρίσκεται ο νους και όλες οι σκέψεις της ψυχής, δηλαδή στην καρδιά»[1].
Ο Άγιος Λουκάς αγγίζει σε αυτό το σημείο τα εσώτερα βάθη της χριστιανικής ασκητικής. Ας αναφέρουμε και άλλο ένα απόσπασμα από τον Όσιο Εφραίμ τον Σύρο. Αυτός ο μέγας μύστης της Θείας χάριτος γράφει: «Η Βασιλεία του Θεού είναι εντός σου. Αφού ο Υιός του Θεού είναι εντός σου, τότε και η βασιλεία Του είναι εντός σου. Ιδού, ο θησαυρός των ουρανών είναι εντός σου, αν τον επιθυμείς. Ιδού, η Βασιλεία του Θεού είναι εντός σου, αμαρτωλέ. Μπες μέσα σου, ψάξε με περισσότερη επιμέλεια… και θα την βρεις χωρίς κόπο… Εκτός σου είναι ο θάνατος και η πόρτα προς αυτόν είναι η αμαρτία… Μπες μέσα σου και μείνε στην καρδιά σου αφού εκεί είναι ο Θεός»[2].
Ο χριστιανισμός διδάσκει ότι η καρδιά είναι τόπος συνάντησης του ανθρώπου με τον Θεό. «Αναζητάτε τον Κύριο;» – ρωτάει ο Άγιος Θεοφάνης σε μια από τις επιστολές του. – «Αναζητήστε Τον, αλλά μόνο μέσα σας. Δεν είναι μακριά από κανέναν. Εγγύς είναι ο Κύριος για όλους αυτούς που Τον καλούν ειλικρινά. Βρείτε μέρος στην καρδιά σας και μιλήστε εκεί με τον Κύριο. Αυτή είναι η αίθουσα υποδοχής του Κυρίου! Όποιος συναντά τον Κύριο, εκεί Τον συναντά. Και δεν έχει ορίσει κανένα άλλο μέρος για τις συναντήσεις με τις ψυχές»[3].
Από την αγιοπατερική διδασκαλία περί ανθρώπινης καρδιάς μπορούμε να επισημάνουμε τα ακόλουθα σημαντικά σημεία:
- Η καρδιά (με την πνευματική έννοια) είναι το κεντρικό σημείο όλης της ανθρώπινης φύσης.
- Αυτή συνδέεται απευθείας με την καρδιά, που είναι το εσωτερικό όργανο του ανθρώπινου σώματος.
- Εντός της και μόνο εντός της, τελείται η συνάντηση του ανθρώπου με τον Θεό. Η καρδιά είναι το δοχείο της Θείας χάριτος.
Αυτά είναι συμπεράσματα της χριστιανικής ασκητικής, τα οποία διαθλούνται με μεγάλη επιτυχία στα έργα του Αγίου Λουκά προς όφελος του αποστασιοποιημένου από την Εκκλησία αναγνώστη, με τον οποίο δεν έχει νόημα να μιλάμε σε ασκητική γλώσσα. Ο Άγιος Λουκάς κάνει 112(!) αναφορές στην Αγία Γραφή της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης και πείθει ότι:
- «η καρδιά όχι μόνο καθορίζει τη σκέψη μας», αλλά είναι και «αυτή που σκέφτεται, συλλογίζεται και γνωρίζει, σύμφωνα με την Αγία Γραφή»[4],
- η καρδιά είναι το κέντρο της πνευματικής μας ζωής, την οποία ο Θεός διορθώνει και τελειοποιεί· προσευχόμαστε με την καρδιά μας· η καρδιά μπορεί να μας κατακρίνει, με άλλα λόγια είναι η «καθέδρα της συνείδησης»[5],
- η καρδιά είναι το κεντρικό όργανο των αισθήσεων και το σημαντικότερο όργανο της νόησης, το όργανο της επικοινωνίας του ανθρώπου με τον Θεό[6].
Όλοι αυτοί οι σημαντικοί συλλογισμοί περιλαμβάνονται στο έργο «Πνεύμα, Ψυχή και Σώμα» (στο Α’ μέρος). Το μέρος Β’ του έργου, με την πρώτη κιόλας ανάγνωση, επισύρει την προσοχή στο ότι είναι ελλιπές. Μπορεί να υποστηριχθεί ότι αυτό το Β’ μέρος του έργου είναι ένα προσχέδιο με ανεπεξέργαστα απολογητικά αποσπάσματα που ο ίδιος ο Άγιος δεν σκόπευε να το δημοσιεύσει σε αυτή την εκδοχή.
Όταν ξεκινούσε το έργο «Πνεύμα, Ψυχή και Σώμα», ο Άγιος Λουκάς ήλπιζε να δημοσιεύσει το απολογητικό αυτό έργο (χάρη στο γεγονός ότι βραβεύτηκε με το βραβείο Στάλιν), αλλά στη συνέχεια, για διάφορους λόγους, η δημοσίευση ήταν αδύνατη, όπως και η ολοκλήρωσή του. Το έργο «Πνεύμα, Ψυχή και Σώμα» παρέμεινε ημιτελές και έφτασε σε εμάς σε αυτή τη μορφή. Για αυτό το λόγο, προκύπτουν παρερμηνείες αναφορικά με τις λεγόμενες «προσωπικές απόψεις» του Αγίου Λουκά.
Στη βιβλιογραφία για τον Άγιο Λουκά είναι διαδεδομένη η άποψη ότι ο άγιος δεν είχε θεολογική μόρφωση, και ως εκ τούτου είχε σφάλματα – «προσωπικές θεολογικές απόψεις». Μια τέτοια άποψη για τον Άγιο Λουκά είναι λανθασμένη. Φυσικά, δεν είχε πτυχίο «θεολόγου» για τους γνωστούς λόγους. Αλλά είναι αδύνατον να σκεφτεί κανείς ότι ο άνθρωπος που είχε λαμπρή κοσμική μόρφωση, διδάκτωρ ιατρικών επιστημών, καθηγητής, υπερασπιστής της χριστιανικής πίστης, που διάβαζε ασταμάτητα το Ευαγγέλιο και τους Αγίους Πατέρες, επίσκοπος της Ορθόδοξης Εκκλησίας, δε θυμάται το «Σύμβολο της Πίστεως» («Προσδοκώ Ανάστασιν νεκρών και ζωήν του μέλλοντος αιώνος»). Είναι παράλογο να πιστεύει κανείς ότι ο ίδιος ο Άγιος έχει διαστρεβλωμένη πίστη, προκαλώντας σύγχυση ακόμη και στον απλό πιστό. Και μάλιστα ότι διαδίδει τις πρωτότυπες απόψεις του με το βιβλίο του και τα κηρύγματά του.
Αρκεί να το δείξουμε αυτό με ένα, το πιο λαμπρό παράδειγμα, όπου, όπως μπορεί να φανεί με την πρώτη ματιά, ο άγιος Λουκάς αποκλίνει πολύ όχι μόνο από την ορθόδοξη θεολογία, αλλά και από τον χριστιανισμό γενικότερα. Πρόκειται για ολόκληρο το κεφάλαιο «Περί του εσωτερικού ανθρώπου», το οποίο είναι σαν να είναι γραμμένο στο πνεύμα του προχριστιανικού πνευματισμού. Αξιοσημείωτο είναι και το απόσπασμα από τον Πλωτίνο, το οποίο παρατίθεται χωρίς σχόλια. Σε αυτό η ψυχή συνδέεται με το σώμα με τρόπο που πυκνώνει, φράζεται και σκοτεινιάζει. Υπάρχει το «ανώτερο μέρος της ψυχής μας» (λόγια του Πλωτίνου)[7], το οποίο, μετά την απελευθέρωση από το σώμα, αντιλαμβάνεται πλήρως τον πνευματικό κόσμο. Και θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί ότι ο Άγιος Λουκάς θεωρεί αυτή την απελευθέρωση ως τον τελικό στόχο του ανθρώπου. Αν για λόγους σύγκρισης πάρουμε το κήρυγμα του Αγίου «Περί αθανασίας», που εκφωνήθηκε στις 7 Μαΐου 1945, τότε μετά τους συλλογισμούς για τη διάκριση μεταξύ ψυχής και πνεύματος εκεί διαβάζουμε ακριβώς τα εξής: «...το πνεύμα μας, αφού απελευθερωθεί από τα δεσμά του σώματος, θα συνεχίσει την αιώνια και ατελείωτη ζωή και θα τελειοποιείται προς την κατεύθυνση που είχε επιλέξει ο άνθρωπος στη διάρκεια της ζωής του. Το καλό, άγιο πνεύμα θα τελειοποιείται στη Βασιλεία των Ουρανών, ενώ το κακό, σκοτεινό πνεύμα θα βασανίζεται αιώνια με συντροφιά το διάβολο, τον πατέρα κάθε κακού και κάθε σκότους»[8].
Η απορία επιτείνεται όταν παρατηρούμε περαιτέρω (στο έργο «Πνεύμα, Ψυχή και Σώμα») τον τρόπο με τον οποίο ο Άγιος Λουκάς αρχίζει να συσχετίζει τα λόγια του Αποστόλου Παύλου για τον εξωτερικό και τον εσωτερικό άνθρωπο από τη μία και για τον παλαιό και τον νέο άνθρωπο από την άλλη. Τα αποσπάσματα διαδέχονται το ένα το άλλο και τίθενται σε αντιστοιχία μεταξύ τους, έτσι ώστε ο αναγνώστης να καταλήξει στο συμπέρασμα: ο εξωτερικός άνθρωπος, δηλαδή η σωματική μας οργάνωση, είναι ο παλαιός άνθρωπος και ο εσωτερικός άνθρωπος, το πνεύμα μας, είναι ο νέος άνθρωπος[9]. Τα λόγια του αποστόλου Παύλου: «μὴ ψεύδεσθε εἰς ἀλλήλους, ἀπεκδυσάμενοι τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον σὺν ταῖς πράξεσιν αὐτοῦ καὶ ἐνδυσάμενοι τὸν νέον τὸν ἀνακαινούμενον εἰς επίγνωσιν κατ' εἰκόνα τοῦ κτίσαντος αὐτόν» (Κολ. 3:9-10) κατανοούνται ως ένδειξη του διαχωρισμού της ψυχής από το σώμα.
Ο Άγιος Λουκάς γράφει: «Ο εσωτερικός, υπερβατικός μας άνθρωπος, απελευθερωμένος από τα δεσμά της σάρκας, μπορεί να φτάσει στην ύψιστη γνώση όλων των όντων...»[10]. Έτσι τελειώνει το κεφάλαιο «Περί του εσωτερικού ανθρώπου». Ωστόσο, θα ήταν εντελώς λάθος να βγάλουμε συμπεράσματα από αυτό αναφορικά με τον πνευματισμό του Αγίου Λουκά, δηλαδή τη διδασκαλία της οριστικότητας της ασώματης μεταθανάτιας ύπαρξης του ανθρώπου. Τόσο στο προαναφερθέν κήρυγμα της 7ης Μαΐου 1945 όσο και στο έργο «Πνεύμα, Ψυχή και Σώμα», αμέσως μετά τους ισχυρισμούς για την αιώνια ζωή του πνεύματος, που απελευθερώνεται από τα σωματικά δεσμά, ακολουθεί σαφής διδασκαλία για την επερχόμενη ανάσταση, όπως την αντιλαμβάνεται η ορθόδοξη θεολογία.
Ο Άγιος λέει στο κήρυγμά του: «Την πίστη μας στην ανάσταση την θεωρούν αβάσιμη. Εμείς, όμως, πιστεύουμε, πιστεύουμε άνευ όρων και είμαστε απόλυτα πεπεισμένοι ότι θα αναστηθούμε...». Στο βιβλίο «Πνεύμα, Ψυχή και Σώμα», μετά το κεφάλαιο «Περί του εσωτερικού ανθρώπου», ακολουθεί το κεφάλαιο «Αθανασία», και με αυτό κλείνει. Σε αυτό και πάλι διαβάζουμε: «Η αιώνια μακαριότητα των δικαίων και το αιώνιο μαρτύριο των αμαρτωλών πρέπει να κατανοηθούν ως εξής: το αθάνατο πνεύμα των νεκρών, φωτισμένο και ισχυρά ενισχυμένο, μετά την απελευθέρωσή του από το σώμα, θα έχει την ευκαιρία για απεριόριστη ανάπτυξη προς την κατεύθυνση του καλού και της Θείας αγάπης, όντας σε συνεχή επικοινωνία με τον Θεό και με όλες τις ασώματες δυνάμεις. Ενώ το σκοτεινό πνεύμα των κακοποιών και των θεομάχων σε συνεχή επικοινωνία με τον διάβολο και τους αγγέλους του θα βασανίζεται αιώνια από την αποξένωσή του από τον Θεό...»[11]. Έτσι, και πάλι μιλάμε για την αιώνια μακαριότητα και το αιώνιο μαρτύριο του ασώματου ανθρώπινου πνεύματος. Αυτό, όπως και στο κήρυγμα, δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια αβλεψία, την οποία ο Άγιος σίγουρα θα είχε εξαλείψει στην τελική εκδοχή του κειμένου. Η σκέψη του Αγίου είναι ορθόδοξη, και αυτό αποδεικνύεται από την ακόλουθη δήλωση στην αμέσως επόμενη σελίδα: «Μέχρι τώρα μιλήσαμε μόνο για την αθανασία του πνεύματος. Αλλά, σύμφωνα με τη σαφή μαρτυρία της Αποκάλυψης, και τα σώματά μας θα αναστηθούν στην αιώνια ζωή και θα συμμετάσχουν στην μακαριότητα των δικαίων ή στο ατέλειωτο μαρτύριο των αμαρτωλών»[12]. Και αλλού: «Όμως, αν κατά τη διάρκεια της ζωής του σώματος το πνεύμα ήταν στενά συνδεδεμένο με αυτό ... γιατί αυτή η σύνδεση θα πρέπει να εξαλειφθεί για πάντα μετά το θάνατο του σώματος; Γιατί είναι αδιανόητο ότι αυτή η σύνδεση μετά το θάνατο θα διατηρηθεί για πάντα, και ότι τη στιγμή της γενικής ανάστασης με τη φωνή της σάλπιγγας του αρχάγγελου θα αποκατασταθεί η σύνδεση του αθάνατου πνεύματος με όλα τα φυσικά και χημικά στοιχεία του φθαρμένου σώματος...;»[13]. Στη μεθεπόμενη σελίδα διαβάζουμε την τελική διατύπωση των όσων ο Άγιος Πατέρας ήθελε να μεταφέρει στους αποστασιοποιημένους και αποξενωμένους από τον Χριστιανισμό ανθρώπους:
«Η αιώνια ζωή δεν θα είναι μόνο η ζωή του απελευθερωμένου από το σώμα και την ψυχή πνεύματος, αλλά η ζωή στη Νέα Ιερουσαλήμ, την οποία περιέγραψε με τόση σαφήνεια ο Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος στην Αποκάλυψή του»[14]. Ο μονοσήμαντος και ο οριστικός χαρακτήρας αυτού του συμπεράσματος δείχνει ότι οι προηγούμενες αντιφατικές δηλώσεις είναι απλώς προσπάθειες διαφορετικής προσέγγισης στη συνομιλία με τον αναγνώστη.
Οι σημειώσεις με τους συλλογισμούς του Αγίου σχετικά με αυτή την «αθάνατη ύπαρξη του πνεύματος» δεν είναι προφανώς τίποτα άλλο παρά προκαταρκτικές απολογητικές προσεγγίσεις. Ο Άγιος αναζητούσε επιχειρήματα, τα κατέγραφε αρχικά όλα, με σκοπό να προβεί αργότερα σε πιο ενδελεχή έλεγχο και διόρθωσή τους. Το μεταγενέστερο απολογητικό έργο του Αγίου Λουκά, «Επιστήμη και Θρησκεία», το οποίο δεν παρουσιάζει τα αρνητικά χαρακτηριστικά του βιβλίου «Πνεύμα, Ψυχή και Σώμα» που αναφέρθηκαν παραπάνω, μας δίνει τη βάση για να καταλήξουμε σε ένα τέτοιο συμπέρασμα. Έχει αναμφίβολα υποστεί μια τέτοια αναθεώρηση και αποτελεί υπόδειγμα ευταξίας της ιδέας και της σαφούς συνέπειας στην υλοποίησή της. Δυστυχώς, το έργο «Επιστήμη και Θρησκεία» εκδόθηκε μόνο μία φορά και, βεβαίως, χρειάζονται νέες εκδόσεις. Και το έργο «Πνεύμα, Ψυχή και Σώμα» πρέπει να εκδίδεται με επεξηγηματικά σχόλια.
«Για μας είναι πιο κατανοητή η αθανασία του πνεύματος που απελευθερώθηκε από τα δεσμά του σώματος»[15]: αυτό είναι το σχόλιο που κάνει ο Άγιος Λουκάς σε ένα σημείο του έργου του «Πνεύμα, Ψυχή και Σώμα», και καταλαβαίνουμε ότι αναζητά διάφορες παραλλαγές για να εξηγήσει την αλήθεια της αθανασίας σε έναν άθεο. Αλλά στο τέλος δεν ξεχνά να επισημάνει πώς συνειδητοποιείται αυτή η αλήθεια στον χριστιανισμό: η αληθινή, πλήρης αθανασία περιμένει τον άνθρωπο μόνο ως ολοκληρωμένο ον, αποτελούμενο από πνεύμα, ψυχή και μεταμορφωμένο σώμα. Και είναι αυτή η πληρότητα που διακρίνει επί της αρχής τον άνθρωπο από τους ασώματους αγγέλους, έτσι που να μην είναι δυνατή «καμιά μετάβαση» μεταξύ τους. Έτσι, ένας άγιος άνθρωπος μπορεί να αποκαλείται «άγγελος» μόνο με μεταφορική έννοια.
Με παρόμοιο τρόπο μπορούν να εξεταστούν και όλα τα άλλα παραδείγματα των λεγόμενων «προσωπικών απόψεων», που είναι λιγότερο σημαντικά ως προς το περιεχόμενό τους. Έχοντας ξεκαθαρίσει με τις παρερμηνείες σχετικά με αυτά, μπορούμε να βγάλουμε ένα σημαντικό συμπέρασμα: δεν υπάρχει τίποτα στην κληρονομιά του Αγίου Λουκά που να μειώνει τη σημασία του ως ορθόδοξου στοχαστή.
Ο Άγιος Λουκάς οδηγεί τους ανθρώπους στον Χριστό τόσο με τη ζωή του όσο και με τα έργα του. Η απολογητική του έχει τόσο αρνητικό όσο και θετικό χαρακτήρα. Αυτή αντικατοπτρίζει και τις υπάρχουσες απειλές και όσες σχεδιάζονται προκειμένου να επιτεθούν στη χριστιανική πίστη. Στον ωμό υλισμό αντιπαραθέτει τη διδασκαλία περί πνεύματος, αλλά ταυτόχρονα φαίνεται να προβλέπει ότι, με την εξάπλωση του αποκρυφισμού, μια τόσο απλή αντιπαράθεση δεν θα μπορεί να έχει απολογητική σημασία. Ο Άγιος Λουκάς εξουδετερώνει στην πραγματικότητα αυτόν τον κίνδυνο με μια απλή και σαφή αποκάλυψη του ηθικού και πνευματικού ύψους του χριστιανισμού, κάτι που είναι ανέφικτο για τους νεοπαγανιστές. Χωρίς να εμπλέκει φιλοσοφικές και θεολογικές έννοιες, με τη ζωντανή γλώσσα της άμεσης, απευθείας επικοινωνίας με τον αναγνώστη, δίνει απαντήσεις σε όλα τα ερωτήματα σχετικά με την αληθινή θρησκεία: αν η αληθινή θρησκεία είναι η ένωση του ανθρώπου με τον Θεό, τότε δεν μπορεί να υπάρξει τέτοια θρησκεία χωρίς τον Χριστό – Θεάνθρωπο. Αν ο Θεός είναι αγάπη, τότε δεν χρειάζεται να αναζητούμε τον Θεό κάπου μακριά στο διάστημα ή στις κρυφές δυνάμεις της φύσης. Βρίσκεται στον Σταυρό, αποκαλύπτεται στον άνθρωπο μόνο μέσω του Σταυρού.
Όποιος θέλει να αποκτήσει πραγματικά την αγάπη και την ταπεινότητα και να μην εξαπατηθεί από κάθε είδους υποκατάστατα ψεύτικης «αγάπης» και επιδεικτικής «ταπεινότητας», ας μελετήσει τον χριστιανισμό μέσα από το Ευαγγέλιο και τους Αγίους Πατέρες. Αλλά χρειάζεται να μελετάει όχι μόνο με το βιβλίο στα χέρια του, αλλά και με την ίδια του τη ζωή, καθώς για αυτόν τον λόγο, στην ουσία, έχει δοθεί η επίγεια ζωή στον άνθρωπο.
Στο σημείο αυτό, ένα μέρος της απολογητικής του Αγίου Λουκά, που θα μπορούσε να το ονομάσει κανείς «θεωρητικό», ενώνεται με το «πρακτικό», τότε που ο άγιος μαρτυρεί τον χαρισματικό χαρακτήρα του χριστιανισμού. Η χριστιανική πίστη δεν είναι τυφλή και δεν μπορεί να είναι τυφλή. Κάθε πιστός χριστιανός μπορεί και πρέπει να έχει την πνευματική εμπειρία της βίωσης της χάρης του Θεού. Αυτή η εμπειρία μαρτυρεί στον άνθρωπο ότι μένει εν τη Αληθεία. Η παρουσία στην Εκκλησία χριστιανών με τέτοια πνευματική εμπειρία καθιστά την Εκκλησία ακατανίκητη από τις πύλες του Άδου. Με αυτόν τον τρόπο ο Χριστός προστατεύει την Εκκλησία Του ενάντια σε όλους τους πιο περίτεχνους πειρασμούς.
11/12/2024
[1] Лука (Войно-Ясенецкий), архиепископ. «Дух, душа и тело». Киев, 2005, с.18, 19
[2] Цит. по: Сергий Страгородский, Архиеп. Православное учение о спасении. Казань, 1898. Репринтное изд., 1981. С. 129.
[3] Собрание писем свт.Φеофана. Вып.5. М., 1994. с.762.
[4] Лука (Войно-Ясенецкий), архиепископ. «Дух, душа и тело». Киев, 2005, с.28
[5] Ο.π.
[6] Ο.π.
[7] Лука (Войно-Ясенецкий), архиепископ. «Дух, душа и тело». Киев, 2005, с.132
[8] Лука (Войно-Ясенецкий), архиепископ. «Сила моя в немощи совершается». М, 2001, с.410-411
[9] Лука (Войно-Ясенецкий), архиепископ. «Дух, душа и тело». Киев, 2005, с.134-135
[10] Ο.π.
[11] Ο.π.
[12] Ο.π.
[13] Ο.π.
[14] Ο.π.
[15] Ο.π.