Κυριακή 17 Νοεμβρίου 2024

Άγιος Λουκάς ο Ιατρός για την επιστήμη και τη θρησκεία. Μέρος Α

 

Ιερέας Αλέξιος Μπατανόγκοβ, καθηγητής του Ορθόδοξου Πανεπιστημίου του Αγίου Τύχωνα

Ο Άγιος Λουκάς (Βόϊνο-Γιασενέτσκιϊ) είναι γνωστός όχι μόνο στους ορθόδοξους πιστούς, αλλά και σε ανθρώπους που είναι εκτός Εκκλησίας. Τιμάται όλο και περισσότερο. Όποιος έχει έρθει σε επαφή με την προσωπικότητά του δεν μπορεί να μείνει αδιάφορος για τη ζωή του και τον αγώνα του ως ομολογητή. Πολλά συνταρακτικά γεγονότα της βιογραφίας του είναι γνωστά σε ένα ευρύ φάσμα ανθρώπων. Δεν είναι σκόπιμο να τα επαναλάβουμε στην παρούσα εισήγηση, αλλά θα θέλαμε να προσέξουμε ιδιαίτερα ορισμένα από αυτά.

Ο Βαλεντίν Βοϊνο-Γιασενέτσκι, ο μελλοντικός Άγιος Λουκάς, από πολύ νεαρή ηλικία είχε μια πραγματικά χριστιανική καρδιά. Χαρακτηριστική είναι η ανάμνηση του ίδιου του Αγίου Λουκά: «Είχα τόσο έντονη έλξη προς τη ζωγραφική που, όταν αποφοίτησα από το Γυμνάσιο, αποφάσισα να σπουδάσω στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Αγίας Πετρούπολης. Όμως, κατά τη διάρκεια των εισαγωγικών εξετάσεων με κυρίευσε η αμφιβολία αν ήταν σωστός ο δρόμος ζωής που επιλέγω. Μετά από σύντομες αμφιταλαντεύσεις κατέληξα στο ότι δεν έχω το δικαίωμα να ασχολούμαι με αυτό που μου αρέσει αλλά ότι είμαι υποχρεωμένος να ασχοληθώ με αυτό που είναι χρήσιμο για τους ανθρώπους που δεινοπαθούν»[1]. Μετά από αυτό, ξεπερνώντας τη «μεγάλη του αντιπάθεια», «σχεδόν αηδία» για τις φυσικές επιστήμες, ο Βαλεντίν μπήκε στο Πανεπιστήμιο του Κιέβου, στην Ιατρική Σχολή, για να γίνει γιατρός.

Ο μελλοντικός Άγιος Λουκάς είχε μεγάλο ταλέντο και εξαιρετικές επιδόσεις στις σπουδές του, οι οποίες του άνοιγαν σοβαρές επιστημονικές προοπτικές. Ωστόσο, αποφασίζει να γίνει δημογιατρός. Με την επιστήμη ασχολείται με μοναδικό σκοπό να εφευρίσκει νέες δυνατότητες προκειμένου να βοηθάει ασθενείς που δεν είχαν ελπίδα ίασης. Το 1915 υποστηρίζει τη διδακτορική του διατριβή.

Πρέπει να πούμε ότι στην αρχή ο Βαλεντίν Φέλιξοβιτς υποδέχτηκε με συμπάθεια τα γεγονότα του Οκτωβρίου του 1917 (όπως και πολλοί άλλοι διανοούμενοι). Όταν όμως είδε τη στάση των Μπολσεβίκων απέναντι στην Εκκλησία, απέναντι στον Χριστό, υπερασπίζεται τον Χριστό. Όπως έγραφε ο ίδιος ο Άγιος, η καρδιά του φώναζε δυνατά: «Δεν μπορούσα να σιωπώ όταν έβλεπα καρναβάλια να χλευάζουν τον Κύριό μας Ιησού Χριστό. Ένιωθα ότι ήταν καθήκον μου να προστατεύω με το κήρυγμά μου τον Σωτήρα μας που προσβάλλονταν και να υμνώ το απέραντο έλεός Του για το ανθρώπινο γένος»[2] («Αυτοβιογραφία»).

Αρχικά, ο μελλοντικός Άγιος συμμετέχει σε αντιθρησκευτικές διαλέξεις, όπου υπερασπίζεται με επιτυχία την Εκκλησία, την πίστη, τον Χριστό, καταφερόμενος εναντίον των ειδικά εκπαιδευμένων κηρύκων-αθεϊστών. Στη συνέχεια, έτοιμος να εκπληρώσει το θέλημα του Θεού, αποδέχεται το ιερατικό σχήμα. Και πάλι η επιλογή! Από τη μια μεριά λαμπρή καριέρα επιστήμονα, γιατρού, χειρουργού και εργασία στις καλύτερες κλινικές, όχι μόνο στην ΕΣΣΔ, αλλά σε ολόκληρο τον κόσμο, και από την άλλη η σταυρική πορεία ομολογίας πίστεως με το ιερατικό σχήμα και τα βάσανα για το Χριστό (σχεδόν 20 χρόνια φυλακών και εξοριών).

Μια τέτοια επιλογή μπορεί να κάνει μόνο ένας άνθρωπος που δεν αναζητά και διψά απλώς για την αλήθεια, αλλά που γνωρίζει την Αλήθεια, που είναι ο Χριστός.

Από μόνη της, αυτή η μεταστροφή, αυτή η αλλαγή, όταν ένας επιστήμονας γίνεται ορθόδοξος επίσκοπος, είναι ένα ισχυρό απολογητικό επιχείρημα. Αλλά αυτό δεν είναι το κύριο, αυτό το γεγονός είναι προφανές, είναι ορατό σε όλους. Δυστυχώς, έως και σήμερα παραμένει ανεξερεύνητη η κληρονομιά του Αγίου Λουκά, τα βιβλία του «Πνεύμα, Ψυχή και Σώμα» και «Επιστήμη και Θρησκεία», τα κηρύγματά του.

Επιπλέον, έχει διαμορφωθεί η εσφαλμένη αντίληψη ότι ο Άγιος Λουκάς είχε προσωπικές θεολογικές απόψεις που έρχονται σε αντίθεση με την ορθόδοξη θεολογία. Στην πραγματικότητα, η σημασία των απολογητικών έργων του αγίου είναι μεγάλη. Και αυτό επιβάλλει την αναγκαιότητα εις βάθος μελέτης τους.

Ο ίδιος ο Άγιος Λουκάς, σε επιστολή του προς τον Μητροπολίτη Νικόλαο Γιαρουσέβιτς[3], είχε διατυπώσει την ανάγκη «δημιουργίας μιας νέας απολογητικής, που θα στρέφεται, πρώτα απ’ όλα, κατά της υλιστικής αθεΐας». Άλλωστε, εκείνα τα χρόνια ήταν ωμός ο αθεϊστικός υλισμός που μάστιζε την κοινωνία. Αλλά το ζήτημα στο οποίο έδωσε λύση ο Άγιος αποδείχθηκε πολύ ευρύτερο: αν στο έργο «Πνεύμα, Ψυχή και Σώμα» προτείνει κυρίως θεμελιωμένα επιχειρήματα υπέρ της ύπαρξης πνευματικού κόσμου γενικά, στο άλλο του έργο – «Επιστήμη και Θρησκεία» – δέκα από τα δεκατρία κεφάλαια είναι αφιερωμένα στη θετική ανάλυση του χριστιανισμού. Σε γενικές γραμμές, η απολογητική του Αγίου Λουκά μπορεί να χωριστεί σε τρία λογικά μέρη ή στάδια.

Πρώτον: αποδεικνύει ότι η επιστήμη δεν αντιτίθεται προς τη θρησκεία.

Δεύτερον: η επιστήμη μπορεί να οδηγήσει στον Θεό. Ο άγιος Λουκάς εκφράζει αυτή την ιδέα με τον ακόλουθο τρόπο: «Η ευρεία μόρφωση και η βαθιά ενασχόληση με την επιστήμη, η συνεχής ατομική ενασχόληση με το επιστημονικό πεδίο όχι μόνο δεν απομακρύνει από τον Θεό, αλλά, αντίθετα, οδηγεί σ’ Αυτόν όλους εκείνους τους επιστήμονες, στους οποίους είναι οικεία τα βαθιά ζητήματα του πνεύματος»[4]. Και αυτό καθορίζει τη θέση της επιστήμης στη χριστιανική κοσμοθεωρία.

Η επιστημονική μέθοδος εμφανίστηκε ακριβώς στον χριστιανικό πολιτισμό, η οποία ανακάλυψε ότι ο κόσμος δεν κυβερνάται από το χάος, αλλά από τον νόμο που θέσπισε ο Θεός. Και ο άνθρωπος, που δημιουργήθηκε κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση του Θεού, μπορεί και πρέπει να γνωρίζει αυτόν τον νόμο.

Στις απαρχές της η Επιστήμη κλήθηκε να προστατεύσει τον Χριστιανισμό από την αίρεση και τον ψευδομυστικισμό. Τώρα ο Χριστιανισμός μπορεί (και πρέπει) να προστατεύσει την Επιστήμη από τις ψευδοεπιστημονικές αποκρυφιστικές επιρροές.

Και επομένως, τρίτον: ο πειρασμός του αποκρυφισμού ξεπερνιέται με την αυθεντική επιστημονική γνώση και τον Χριστιανικό διαφωτισμό. Στην ίδια επιστολή ο Άγιος γράφει ότι για τον σκοπό αυτού του διαφωτισμού είναι απαραίτητο να οργανωθεί μια ανώτατη θεολογική σχολή (να σημειώσουμε ότι η επιστολή γράφτηκε στις 15 Ιουλίου 1944).

Ο Άγιος διατύπωσε την ακόλουθη σκέψη: «για να θεραπεύουμε τους ασθενείς, πρέπει να γνωρίζουμε την κατάσταση ολόκληρου του οργανισμού τους και η θεραπεία να αρχίζει με τη μελέτη του. Για να ξεκινήσουμε την πνευματική θεραπεία είναι απαραίτητο να κατανοήσουμε και τη θρησκευτική κατάσταση των διαφόρων ομάδων του λαού μας». Ο Άγιος Λουκάς ξεχώριζε διάφορες ομάδες ανθρώπων (επέστησε την προσοχή σε τρεις: τους αγρότες, τη νεολαία, τους διανοούμενους), καθεμία από τις οποίες απαιτεί ιδιαίτερη προσέγγιση.

Μια άλλη σημαντική πτυχή της μεθοδολογίας του Αγίου είναι η προσέγγισή του στις τελευταίες επιστημονικές ανακαλύψεις. Ξεκινά το έργο του «Πνεύμα, Ψυχή και Σώμα» με μια επισκόπηση των ανακαλύψεων της σύγχρονης φυσικής επιστήμης, στην διάρκεια των οποίων οι νέες μορφές ενέργειας (μια ειδική μορφή ύπαρξης της ύλης) αποκαλύπτουν την όλο και πιο λεπτή υλική οργάνωσή τους. Ο κόσμος είναι απείρως ποικιλόμορφος, και καθώς οι συσκευές μας βελτιώνονται, η ύλη θα αποκαλύπτει και τα τελευταία μυστικά της. Ο άγιος Λουκάς καταλήγει στο ότι η επιστήμη δεν έχει κανένα λόγο «να αρνηθεί τη νομιμότητα της πίστης μας και της βεβαιότητας ότι υπάρχει μια καθαρά πνευματική ενέργεια», την οποία, σύμφωνα με τα λόγια του Αγίου, «θεωρούμε πρωταρχική και αρχέγονη για όλες τις φυσικές μορφές ενέργειας και μέσω αυτών μάλιστα της ίδιας της ύλης»[5]. Για τον πιστό, η πνευματική αυτή ενέργεια είναι «η παντοδύναμη αγάπη του Θεού». «Η ενέργεια της αγάπης, η οποία εκχύθηκε από την πανάγαθη θέληση του Θεού, και ο Λόγος του Θεού αποτέλεσαν την αρχή για όλες τις άλλες μορφές ενέργειας, οι οποίες με τη σειρά τους γέννησαν πρώτα τα σωματίδια της ύλης και στη συνέχεια μέσω αυτών ολόκληρο τον υλικό κόσμο»[6].

Με αυτόν τον τρόπο, ευθύς εξ αρχής ο άγιος Λουκάς ξεκαθαρίζει ότι δεν σκοπεύει να αποδείξει τίποτα επιστημονικά. Επισημαίνει τα φαινομενικά προφανή για όλους κενά στη «γνώση της ζωής του κόσμου»[7], αλλά για να απαντήσει στην πίστη των υλιστών στο ότι με τη διεύρυνση της γνώσης ο άνθρωπος δεν θα αντιμετωπίσει ποτέ άλλη πραγματικότητα εκτός από την ύλη στις διάφορες μορφές της, αντιπαραθέτει την πίστη στην πνευματική βάση της ύλης. Ο υλισμός δεν είναι επιστημονική γνώση, αλλά πίστη, και πίστη, που, σε αντίθεση με τη θρησκευτική πίστη, δεν θεμελιώνεται σε τίποτα.

«Είναι αλήθεια, άραγε, ότι έχουμε μόνο πέντε αισθητήρια όργανα και δεν υπάρχουν άλλα όργανα και τρόποι άμεσης αντίληψης;»[8] – διερωτάται ο Άγιος. Ο τρόπος με τον οποίο απάντησε σε αυτό το ερώτημα, κατά τη γνώμη μας, αποτελεί την κύρια αξία του έργου «Πνεύμα, Ψυχή και Σώμα» όχι μόνο για την εποχή του, αλλά για όλες τις εποχές.

Με βάση την Αγία Γραφή, τις μαρτυρίες των αγίων πατέρων, τα δεδομένα της φιλοσοφίας και της επιστήμης (επιστρατεύονται οι απόψεις του Ανρί Μπεργκσόν, εκπροσώπου του φιλοσοφικού ρεύματος της λεγόμενης «φιλοσοφίας της ζωής», και οι έρευνες του φυσιολόγου Ι. Πάβλοφ), ο Άγιος Λουκάς αποδεικνύει ότι υπάρχει στον άνθρωπο ένα ιδιαίτερο όργανο νόησης, το οποίο δεν έχει ακόμη ληφθεί υπόψη στη γνωσιολογία. Και αυτό είναι η καρδιά.

Ίσως το πιο αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό της απολογητικής του Αγίου Λουκά είναι ότι επίμονα φανερώνει το χαρισματικό χαρακτήρα του χριστιανισμού και της χριστιανικής πνευματικής ζωής. Πρώτα από όλα, είναι σημαντικό εδώ να σημειώσουμε ότι, παρ’ όλη την επιμονή του, το παραπάνω δεν φαίνεται να έχει ρητό χαρακτήρα, ούτε επιβάλλεται και ούτε ασκεί κάποια πίεση προς τον αναγνώστη. Πρόκειται απλώς για μια έκκληση που γίνεται προς μια κοινωνία που είναι αποστασιοποιημένη από την Εκκλησία και απορροφημένη από ωμό υλισμό: κοιτάξτε, ιδού, οι επιστήμονές σας εφευρίσκουν όλο και περισσότερες συσκευές και μηχανήματα για καταγραφή άγνωστων τύπων ενέργειας· είστε πλέον πεπεισμένοι ότι ο κόσμος είναι εξαιρετικά ποικιλόμορφος και εν πολλοίς ακόμη άγνωστος. Και εμείς λέμε ότι στον ίδιο τον άνθρωπο υπάρχει μια «συσκευή» που μπορεί να «ρυθμιστεί» έτσι ώστε να δέχεται Ενέργεια που βγαίνει πέρα από την ύλη. Εμείς έχουμε την εμπειρία μιας τέτοιας «υποδοχής» και με τη βοήθεια της καθοδήγησης που μας δόθηκε – της Αγίας Γραφής και των έργων των Αγίων Πατέρων – αναγνωρίζουμε αυτή την Ενέργεια ως την Θεία Αγάπη, η οποία δημιούργησε τον κόσμο και η οποία είναι το θεμέλιο για όλες τις φυσικές (υλικές) μορφές ζωής. Αυτό δεν μπορεί να συναχθεί από κάποιες φυσικές επιστημονικές προϋποθέσεις και η μετάβαση από τις λεπτές μορφές φυσικής ενέργειας στην καθαρά πνευματική ενέργεια ίσως φανεί ως ένα από τα πιο αδύναμα σημεία της απολογητικής του Αγίου. Υποστηρίζει απλώς ότι δεν υπάρχει κανένας λόγος να αρνηθούμε την ύπαρξη της καθαρά πνευματικής Ενέργειας. Και εδώ, κατά τη γνώμη μας, το πιο αδύναμο σημείο μετατρέπεται σε ένα από τα πιο δυνατά. Ο Άγιος Λουκάς στην πραγματικότητα σε όλους εκείνους που απαιτούν από τους Χριστιανούς «δείξτε μας τον Θεό σας»: απαντά: «Ελάτε να δείτε».

Πράγματι, κάνετε πειράματα για να ελέγξετε τις επιστημονικές σας υποθέσεις. Γιατί δεν προσπαθείτε να πειραματιστείτε με την εμπειρία, την οποία ο Χριστιανισμός μαρτυρεί εδώ και δύο χιλιάδες χρόνια; Έχετε αποδεχτεί στο επιστημονικό σας περιβάλλον ότι αν κάποιος συνάγει ένα πειραματικό αποτέλεσμα, προσπαθείτε να το επαναλάβετε πολλές φορές με διαφορετικούς ερευνητές και κάτω από διαφορετικές συνθήκες. Και αν το αποτέλεσμα επιβεβαιωθεί, το αποδέχεστε ως τεκμηριωμένο γεγονός. Να, στην Ορθόδοξη Εκκλησία υπάρχει ένα πλήθος αγίων, οι οποίοι σε διαφορετικές εποχές και μάλιστα σε πολύ διαφορετικές συνθήκες μαρτυρούσαν την ίδια πνευματική εμπειρία, η οποία έχει συμπεριληφθεί στη χριστιανική εκκλησιαστική παράδοση. Κάντε το πείραμα: αρχίστε να καθαρίζετε την καρδιά σας με τον τρόπο που υποδεικνύεται στα θεολογικά εγχειρίδια των αγίων. Συντονίστε αυτή τη «συσκευή», ο καθένας μέσα στον εαυτό του, με όλες τις απαραίτητες προφυλάξεις για την καθαρότητα του «πειράματος», δηλαδή συνοδεύοντας την διαδικασία με πίστη και προσευχή, η οποία προστατεύει από αυτό που οι Άγιοι Πατέρες ονομάζουν «πλάνη».

Είστε επιστήμονας και δεν μπορείτε να δέχεστε τίποτα με βάση την πίστη; Δεν πιστεύετε όμως σε κάποια υπόθεση; Από την αρχή, άραγε, δεν πιστεύετε ότι κάποιος συνάδελφός σας έκανε ευσυνείδητα ένα πείραμα και είχε ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα; Αφού θέλετε να ελέγξετε αυτό το αποτέλεσμα, αυτό σημαίνει ήδη ότι έστω κατ’ ελάχιστο πιστεύετε σε αυτό.

Δεν πιστεύετε καθόλου στο αποτέλεσμα και το επιχειρείτε μόνο να το διαψεύσετε; Εντάξει, αλλά και πάλι κάνετε το πείραμα για επαλήθευση, και αυτό είναι πολύ σημαντικό. Στην επιστήμη είστε ενεργός, ενεργείτε σε κάθε περίπτωση, είτε πιστεύετε στην προτεινόμενη υπόθεση είτε όχι. Σε κάθε περίπτωση, κάνετε το πείραμα για την επαλήθευση των γεγονότων στα οποία βασίζεται. Γιατί τότε, όταν πρόκειται για το αποτέλεσμα του πνευματικού πειράματος, με γεγονότα πνευματικής τάξης, δεν επαληθεύετε τίποτα και τα απορρίπτετε όλα εκ των προτέρων; Εδώ βρίσκεται ο απολογητικός θησαυρός, τον οποίο ο άγιος Λουκάς ανοίγει και χρησιμοποιεί με μεγάλη επιδεξιότητα.

Δεν προκύπτει από πουθενά ότι πρέπει κανείς, βασιζόμενος στο γεγονός της σταδιακής λέπτυνσης των ανακαλυπτόμενων φυσικών ενεργειών, να είναι βέβαιος για την ύπαρξη μιας εντελώς άυλης, αμιγώς πνευματικής ενέργειας. Όμως, όσοι πιστεύουν στην ύλη ως τη μόνη πραγματικότητα πρέπει να δώσουν απάντηση στην προτεινόμενη από τον Άγιο Λουκά άποψη για την ανθρώπινη καρδιά, η οποία υπό ορισμένες συνθήκες μπορεί να είναι «δέκτης» πνευματικής ενέργειας. Η άποψη αυτή βασίζεται σε πνευματικό πείραμα, το οποίο είναι προσβάσιμο σε κάθε άνθρωπο και το οποίο, παρ’ όλη την ατομικότητά του, έχει την ίδια γενική βάση, που αναπαράγεται κάθε φορά που είναι σωστά «συντονισμένος» ο «δέκτης», δηλαδή όταν η καρδιά είναι πραγματικά καθαρισμένη με τη χριστιανική ασκητική έννοια.

Ιερέας Αλέξιος Μπατανόγκοφ

Εισήγηση στο 16ο Ετήσιο Θεολογικό Συνέδριο, 2006
Μετάφραση για την πύλη gr.pravoslavie.ru: Αναστασία Νταβίντοβα

[1] Лука (Войно-Ясенецкий), архиепископ. «Я полюбил страдание». Автобиография. М., 1999, с.10

[2] Ο.π.

[3] Ίσως, η επιστολή είχε αποδέκτη τον μελλοντικό Πατριάρχη Σέργιο (Σιμάνσκι)

[4] Ο.π.

[5] Лука (Войно-Ясенецкий), архиепископ. «Дух, душа и тело». Киев, 2005, с.12

[6] Ο.π.

[7] Ο.π.

[8] Ο.π.

https://gr.pravoslavie.ru/164537.html