«Καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ Πέτρος· Αἰνέα, ἰᾶταί σε Ἰησοῦς ὁ Χριστός· ἀνάστηθι καὶ στρῶσον σεαυτῷ. Καὶ εὐθέως ἀνέστη» (Πράξ. θ, 34). (Δηλ.: Καὶ εἶπεν εἰς αὐτὸν ὁ Πέτρος· Αἰνέα, ὁ Ἰησοῦς, ποὺ εἶναι χρισµένος ἀπὸ τὸν Θεὸν Μεσσίας, σὲ ἰατρεύει ἀπὸ τὸ νόσηµά σου. Σήκω καὶ στρῶσε µόνος σου τὸ κρεββάτι σου. Καὶ ἀµέσως ἐσηκώθη).
Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ἐπισημαίνει:
Δὲν ὑπάρχει ἅγιος ποὺ νὰ μὴ θαυματουργῆ.
- Ὁ μακαριστὸς π. Ἀμβρόσιος Λάζαρης διηγήθηκε σὲ ἕνα εἰσαγγελέα πῶς θεραπεύθηκε θαυματουργικὰ ἀπὸ τὸν Ἅγ. Νεκτάριο.
«Εἰσαγγελέα τὸ βλέπεις αὐτό; δείχνοντάς μου παράλληλα ἕνα ἰδιόμορφο πέτρωμα, ὅσο ἕνα μανταρίνι σὲ μέγεθος, μέσα σ’ ἕνα μικρὸ γυάλινο βαζάκι, πάνω στὸ κομοδίνο.
Κούνησα καταφατικὰ τὸ κεφάλι μου καὶ ὁ Γέροντας συνέχισε.
Ἄκου ποὺ λὲς εἰσαγγελέα μου… Πρὶν καιρὸ πέρασε, ἀπὸ δῶ ἕνας Ἑλβετὸς γιατρός, φίλος τοῦ Δεσπότη τῆς Λαμίας τοῦ Δαμασκηνοῦ. Ἤλθανε μαζί. Ἐγὼ ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ὑπέφερα, ἀπὸ κάτι πόνους στὴ μέση καὶ ὁ Δεσπότης τὸ ἤξερε. Λέει τοῦ γιατροῦ τὸ πρόβλημα καὶ ἐκεῖνος, ἀφοῦ μὲ ἐξέτασε, εἶπε ὅτι πρέπει νὰ χειρουργηθῶ ἄμεσα. Εἶναι πρόβλημα νεφροῦ αὐτὸ καὶ ἡ ἐγχείρηση, θὰ φρόντιζε αὐτός, νὰ γίνῃ στὴ Βιέννη, στὸ καλύτερο νοσοκομεῖο. Ἔκαμα ὑπακοὴ στὸ Δεσπότη καὶ πῆγα ποὺ λές, στὴν Ἑλβετία. Μπῆκα στὸ νοσοκομεῖο γίνανε οἱ ἐξετάσεις καὶ προγραμματίστηκε ἡ ἐγχείρηση… Ὅλοι συμφωνοῦσαν μὲ τὴ διάγνωση καὶ ἔλεγαν ὅτι εἶναι σοβαρὴ ἐγχείρηση! Μοῦ ἔλεγαν νὰ μὴ ἀνησυχῶ καὶ τέτοια… Ἐγὼ πάλι, μία ἀπορία τὴν εἶχα, ἀλλὰ δὲν ἀνησυχοῦσα, γιατί εἶχα ζήσει πολλὰ θαύματα… ὅ,τι θέλει ὁ Θεός…!
Τὴν παραμονὴ τῆς ἐγχείρησης ἀπόγευμα, κατέβηκα στὸν κῆπο τοῦ νοσοκομείου νὰ προσευχηθῶ καὶ νὰ περπατήσω… Μεγάλο νοσοκομεῖο!… Ὅπως περιπάταγα, βλέπω ποὺ λές, εἰσαγγελέα μου, κι’ ἕνα ἄλλο παπά, πολὺ- πολὺ γνωστό, μέτριο ἀνάστημα νὰ ’ρχεται πρὸς τὸ μέρος μου, ἀπὸ τὴν ἀντίθετη μεριά, ἀπὸ ἄλλη πόρτα τοῦ νοσοκομείου. Ἔφθασε κοντά μου… χαιρετηθήκαμε…
Τί κάνεις πάπα-Ἀμβρόσιε, πόσο χαίρομαι ποὺ σὲ βλέπω!!!
Πολὺ καλὰ πάτερ μου, ἀλλὰ νά, σκέπτομαι τὸν κόσμο μας, τὰ λάθη μας, τὶς ἁμαρτίες μας, πονάω κιόλας, ἀλλὰ Δόξα τῷ Θεῷ…!
Πιάσαμε πολλὴ κουβέντα, ποὺ λές, ἀλλὰ ντρεπόμουνα νὰ τὸν ρωτήσω τ’ ὄνομά του ποὺ δὲν μποροῦσα νὰ τὸ θυμηθῶ μὲ τίποτα. Μοῦ ἦταν ὅμως πολὺ γνωστός… Εἴπαμε γιὰ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο, τὸν Σεραφείμ, γιὰ Δεσποτάδες γιὰ πολλά… Τὸν θαύμασα! Ἀλλὰ πῶς τὸν ρωτᾶς «πῶς σὲ λένε πάτερ;», μεγάλη ντροπὴ τὸ ’νοιωθα κάτι τέτοιο…. Περπατήσαμε ὥρα. Σουρούπωσε καὶ ἔπρεπε νὰ γυρίσω στὸ θάλαμο, νὰ περάσουν οἱ νοσοκόμες, νὰ ἑτοιμασθῶ γιὰ τὴν ἐγχείρηση. Καθὼς τὸ σκεπτόμουνα μοῦ λέει: Ἄντε πᾶμε μέχρι τὸ θάλαμο Ἀμβρόσιε καὶ θὰ φύγω καὶ γώ. Δὲν μποροῦσα νὰ τοῦ φέρω ἀντίρρηση καὶ παρακαλοῦσα τὴ χάρη Της νὰ θυμηθῶ τὸ ὄνομά του….
Μπήκαμε κι ἔκατσε δίπλα μου στὸ κρεβάτι. Κουβεντιάσαμε ἀκόμα λίγο καὶ κάποια στιγμή, βάζει τὸ χέρι του στὰ πλευρά μου καὶ μοῦ λέει: Ἐδῶ θὰ ἐγχειρισθῆς;
Ναὶ ἀδερφέ μου τοῦ λέω….
Ἀμέσως ἔνοιωσα ἕνα πόνο, ὅπως μὲ ἀκούμπησε καὶ ἔντονη ἐπιθυμία νὰ πάω στὴν τουαλέτα…
Πῆγα καὶ «Μέγας εἶ Κύριε καὶ θαυμαστὰ τὰ ἔργα σου»!!!
Μὲ ἔντονους πόνους, σὰν τοὺς πόνους τῆς γέννας λένε εἶναι τοῦτοι, ἔβγαλα αὐτὴ τὴν πέτρα ποὺ βλέπεις. Γύρισα ἐξαντλημένος στὸ κρεβάτι καὶ λέω στὸν παπὰ ποὺ ἦταν ἀκόμα ἐκεῖ.
Πάτερ μου, μοῦ εἶσαι τόσο γνωστός, μὰ τόσο γνωστός, ἀλλὰ δὲν θυμᾶμαι τὸ ὄνομά σου. Συγχώρα με!!! Ἀλλὰ πῶς σὲ λένε καὶ πῶς βρέθηκες ἐδῶ; Σηκώνεται καὶ τί μοῦ λέει:
Μ’ ἀγαπᾶς τόσο πολὺ κι’ ἐγὼ σ’ ἀγαπῶ καὶ δὲν μὲ θυμᾶσαι Ἀμβρόσιε; Ἄκου νὰ δῆς, ἐδῶ βρέθηκα, γιατί πάω ὅπου θέλω…! Συκοφαντήθηκα καὶ κατηγορήθηκα ὅσο κανένας ἄλλος… καὶ ἡ ἀμοιβή μου εἶναι νὰ πηγαίνω, ὅπου θέλω καὶ ὅποτε θέλω, γιὰ νὰ βοηθάω τοὺς ἀνθρώπους…! Εἶμαι ὁ Πενταπόλεως ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ!!! κι’ ἐπειδὴ σ’ ἀγαπῶ, ἦλθα καὶ σὲ χειρούργησα…! Αὐτὸ νὰ τὸ δείξεις αὔριο στοὺς γιατρούς, γιατί αὐτοὶ δὲν πιστεύουν, εἶναι ἀσταύρωτοι καὶ ἀμύρωτοι… Ὅταν τὸ δοῦν καὶ σὲ ἐξετάσουν πές τους ὅτι σὲ χειρούργησα ἐγώ… Θὰ τὸ καταλάβουν… Σ’ ἀφήνω τώρα καὶ καλὴ ἀντάμωση καλὴ ἐπιστροφή… καὶ βγῆκε ἀπὸ τὸ θάλαμο…
Αὐτὴ ποὺ λὲς εἰσαγγελέα μου εἶναι ἡ ἱστορία αὐτοῦ τοῦ μανταρινιοῦ ποὺ βλέπεις.
Τό ’χω ἐδῶ γιὰ νὰ μὴ ξεχάσω ποτὲ τὴ συνάντηση αὐτή…!