Συμπληρωματική μαρτυρία της Θεοδώρας Καλαΐδη για τον πατέρα της Ιερέα Ιωάννη Καλαΐδη
Μαρτυρία 1η
Ήμασταν στην Σουρωτή για το μνημόσυνο του πατρός Παισίου (2007;). γύρω στις 11:00 το βράδυ ο ουρανός γέμισε σύννεφα και άρχισε να βρέχει. Ήρθε κάποια προσκυνήτρια από τις Σέρρες και μου είπε: «Πάρε τηλέφωνο τον παπά-Γιάννη. Η αυλή είναι γεμάτη προσκυνητές. Τι θα γίνουν αυτοί οι άνθρωποι;» Πήρα και του λέω: «Πατέρα μου τι κάνεις;» «Μαζί σας είμαι παιδάκι μου» απαντάει. «Πατέρα βρέχει, τι θα γίνουν αυτοί οι άνθρωποι που παρακολουθούν την αγρυπνία;» τον ρώτησα. «Μην φοβάσαι παιδί μου» μου απάντησε. «Σε λίγο θα σταματήσει η βροχή». Ζήτησα την ευχή του και έκλεισα το τηλέφωνο. Σε λίγα δευτερόλεπτα άρχισαν να τρέχουν τα σύννεφα, καθάρισε ο ουρανός και βγήκαν τα αστέρια. Μέχρι και το τέλος της αγρυπνίας δεν έβρεξε.
Μαρτυρία 2η
Έξι μήνες πριν φύγει ο πατέρας, ένα βράδυ γύρω στις 2 με 2:30 μετά τα μεσάνυχτα, ξύπνησα από μια αγωνιώδη φωνή που έβγαινε από τον πατέρα μου, σαν να πετούσε. Δεν ένιωθα ότι έπρεπε να πάω κοντά του, αλλά περίμενα στην πόρτα του δωματίου μου. Σε λίγο η φωνή του μετατράπηκε σε γλυκύτατη και δυνατή ψαλμωδία που σε συγκλόνιζε. Πήγα μέσα στο δωμάτιο του και ήταν όρθιος, ντυμένος με το αντερί, φορούσε το σκουφάκι του και έψαλε συνεπαρμένος τόσο πολύ που δεν μας κατάλαβε ότι ήμασταν γύρω του, η μητέρα μου και εγώ. Κάθισε στην πολυθρόνα του στο σαλόνι και προσευχόταν μιλώντας στην Παναγία μας και στον Κύριο, σαν να ήταν παρόντες. Κάθισα δίπλα του και παρατήρησα ότι το πρόσωπο του είχε ιδρώσει. Περίμενα και μετά από λίγη ώρα με πρόσεξε και μου είπε: «Εδώ είσαι παιδί μου;» «Ναι πατέρα μου, τι σου συνέβη;» του είπα. «Τίποτα παιδί μου, πήγαμε να κάνουμε κάτι καλό κάπου που έπρεπε». Τότε τον ξαναρώτησα «Πήγατε; Μα αφού είσαι μόνος σου εδώ;» «Ήρθαν και με πήραν παιδί μου» μου απάντησε με αγάπη.
Μαρτυρία 1η
Ήμασταν στην Σουρωτή για το μνημόσυνο του πατρός Παισίου (2007;). γύρω στις 11:00 το βράδυ ο ουρανός γέμισε σύννεφα και άρχισε να βρέχει. Ήρθε κάποια προσκυνήτρια από τις Σέρρες και μου είπε: «Πάρε τηλέφωνο τον παπά-Γιάννη. Η αυλή είναι γεμάτη προσκυνητές. Τι θα γίνουν αυτοί οι άνθρωποι;» Πήρα και του λέω: «Πατέρα μου τι κάνεις;» «Μαζί σας είμαι παιδάκι μου» απαντάει. «Πατέρα βρέχει, τι θα γίνουν αυτοί οι άνθρωποι που παρακολουθούν την αγρυπνία;» τον ρώτησα. «Μην φοβάσαι παιδί μου» μου απάντησε. «Σε λίγο θα σταματήσει η βροχή». Ζήτησα την ευχή του και έκλεισα το τηλέφωνο. Σε λίγα δευτερόλεπτα άρχισαν να τρέχουν τα σύννεφα, καθάρισε ο ουρανός και βγήκαν τα αστέρια. Μέχρι και το τέλος της αγρυπνίας δεν έβρεξε.
Μαρτυρία 2η
Έξι μήνες πριν φύγει ο πατέρας, ένα βράδυ γύρω στις 2 με 2:30 μετά τα μεσάνυχτα, ξύπνησα από μια αγωνιώδη φωνή που έβγαινε από τον πατέρα μου, σαν να πετούσε. Δεν ένιωθα ότι έπρεπε να πάω κοντά του, αλλά περίμενα στην πόρτα του δωματίου μου. Σε λίγο η φωνή του μετατράπηκε σε γλυκύτατη και δυνατή ψαλμωδία που σε συγκλόνιζε. Πήγα μέσα στο δωμάτιο του και ήταν όρθιος, ντυμένος με το αντερί, φορούσε το σκουφάκι του και έψαλε συνεπαρμένος τόσο πολύ που δεν μας κατάλαβε ότι ήμασταν γύρω του, η μητέρα μου και εγώ. Κάθισε στην πολυθρόνα του στο σαλόνι και προσευχόταν μιλώντας στην Παναγία μας και στον Κύριο, σαν να ήταν παρόντες. Κάθισα δίπλα του και παρατήρησα ότι το πρόσωπο του είχε ιδρώσει. Περίμενα και μετά από λίγη ώρα με πρόσεξε και μου είπε: «Εδώ είσαι παιδί μου;» «Ναι πατέρα μου, τι σου συνέβη;» του είπα. «Τίποτα παιδί μου, πήγαμε να κάνουμε κάτι καλό κάπου που έπρεπε». Τότε τον ξαναρώτησα «Πήγατε; Μα αφού είσαι μόνος σου εδώ;» «Ήρθαν και με πήραν παιδί μου» μου απάντησε με αγάπη.
Μαρτυρία 3η
Όταν τον ρωτούσα συχνά για τις εμπειρίες του, μου έλεγε: «Δε λέγονται όλα παιδί μου». Κάποιος Μοναχός μου είπε ότι κάθε φορά που τον επικαλούνταν πριν και μετά την κοίμηση του, πήγαινε και τον βοηθούσε. Είχε γίνει μοναχός με την ευχή του πατέρα. Μέσα στο μοναχικό του σχήμα, είχε τη φωτογραφία του.
Μαρτυρία 4η
Ομολογία του συζύγου μου
Ονομάζομαι Βαγγέλης Μπουμπλέκας και είμαι γαμπρός του πατρός Ιωάννη. Έζησα πολλά κοντά στον πεθερό μου, αλλά πολύ με συγκίνησε που ενώ περνούσε τόσα πολλά και υπέφερε, μέχρι το τέλος του ήταν με το χαμόγελο. Αν τον ρωτούσες πως είναι, ποτέ δεν γόγγυζε αλλά πάντοτε έλεγε με χαμόγελο: «Δόξα τω Θεώ, καλά είμαι παιδί μου». Θυμάμαι ένα Πάσχα μετά το 1989, πρώτο Πάσχα στο Νεοχώρι που έψησα αρνί στην αυλή και με το που τελείωσε η δεύτερη Ανάσταση, κουρασμένος και ιδρωμένος, τον έβαλα σε ένα πιάτο να φάει λίγο αρνί. Με ευχαρίστησε, αλλά είπε: «Δε μπορώ παιδί μου να φάω, θα φάω από το δικό μου. Φέρε πρεσβυτέρα να φάω». (το νηστήσιμο καθημερινό χυλό του) πριν προλάβει να φάει καλά-καλά, ήρθε ένας κύριος από το προηγούμενο χωριό που ήταν εφημέριος, κλαίγοντας και του είπε: «Σε παρακαλώ παπά-Γιάννη, εσύ είσαι άγιος άνθρωπος, έλα να θάψεις τον πατέρα μου γιατί ο ιερέας του χωριού μου είπε να μη του χαλάσω το Πάσχα και ότι δεν μπορεί να θάψει τον πατέρα μου». Σηκώθηκε αμέσως και πήγε να κάνει την κηδεία.
Όταν τον ρωτούσα συχνά για τις εμπειρίες του, μου έλεγε: «Δε λέγονται όλα παιδί μου». Κάποιος Μοναχός μου είπε ότι κάθε φορά που τον επικαλούνταν πριν και μετά την κοίμηση του, πήγαινε και τον βοηθούσε. Είχε γίνει μοναχός με την ευχή του πατέρα. Μέσα στο μοναχικό του σχήμα, είχε τη φωτογραφία του.
Μαρτυρία 4η
Ομολογία του συζύγου μου
Ονομάζομαι Βαγγέλης Μπουμπλέκας και είμαι γαμπρός του πατρός Ιωάννη. Έζησα πολλά κοντά στον πεθερό μου, αλλά πολύ με συγκίνησε που ενώ περνούσε τόσα πολλά και υπέφερε, μέχρι το τέλος του ήταν με το χαμόγελο. Αν τον ρωτούσες πως είναι, ποτέ δεν γόγγυζε αλλά πάντοτε έλεγε με χαμόγελο: «Δόξα τω Θεώ, καλά είμαι παιδί μου». Θυμάμαι ένα Πάσχα μετά το 1989, πρώτο Πάσχα στο Νεοχώρι που έψησα αρνί στην αυλή και με το που τελείωσε η δεύτερη Ανάσταση, κουρασμένος και ιδρωμένος, τον έβαλα σε ένα πιάτο να φάει λίγο αρνί. Με ευχαρίστησε, αλλά είπε: «Δε μπορώ παιδί μου να φάω, θα φάω από το δικό μου. Φέρε πρεσβυτέρα να φάω». (το νηστήσιμο καθημερινό χυλό του) πριν προλάβει να φάει καλά-καλά, ήρθε ένας κύριος από το προηγούμενο χωριό που ήταν εφημέριος, κλαίγοντας και του είπε: «Σε παρακαλώ παπά-Γιάννη, εσύ είσαι άγιος άνθρωπος, έλα να θάψεις τον πατέρα μου γιατί ο ιερέας του χωριού μου είπε να μη του χαλάσω το Πάσχα και ότι δεν μπορεί να θάψει τον πατέρα μου». Σηκώθηκε αμέσως και πήγε να κάνει την κηδεία.