Ὁ Ἀπόστολος Τιμόθεος τονίζει: «εἰς τοῦτο γὰρ καὶ κοπιῶµεν καὶ ὀνειδιζόµεθα, ὅτι ἠλπίκαµεν ἐπὶ Θεῷ ζῶντι, ὅς ἐστι σωτὴρ πάντων ἀνθρώπων, µάλιστα πιστῶν» (Α΄ Τιμ. δ΄, 10). (Δηλ.: Διότι δὲ εἶναι ἀξιόπιστος ὁ λόγος οὗτος, δι’ αὐτὸ ἀκριβῶς καὶ ἡµεῖς κοπιάζοµεν καὶ περιπαιζόµεθα ὡς βλάκες δῆθεν καὶ ἀνόητοι, ἐπειδὴ ἔχοµεν στηρίξει τὰς ἐλπίδας µας εἰς τὸν ζῶντα Θεόν, ποὺ εἶναι σωτὴρ ὅλων τῶν ἀνθρώπων, τοὺς ὁποίους συντηρεῖ µὲ τὴν πρόνοιάν του, πρὸ παντὸς δὲ εἶναι σωτὴρ τῶν πιστῶν, τοὺς ὁποίους σώζει ἀπὸ τὸν αἰώνιον θάνατον).
Ἡ ἐλπίδα στὸν Θεὸ εἶναι ἀπαραίτητη καὶ πρέπει νὰ εἶναι ἀπόλυτη.
«Νὰ ἐλπίζης στὴν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ προσδοκᾶς τὴν ἐνίσχυσή Του, γνωρίζοντας ὅτι, ἄν ἐπιστρέψουμε σ’ Αὐτὸν καλὰ καὶ εἰλικρινά, ὄχι μόνο δὲν θὰ μᾶς ἀπορρίψη τελείως, ἀλλὰ θὰ μᾶς πῆ, ἐν ὅσῳ ἀκόμη ἐμεῖς προφέρουμε τὰ λόγια τῆς προσευχῆς, «ἰδού, εἶμαι παρών».
- ΝΑ ΤΙ συμβουλεύει τοὺς μοναχοὺς ὁ μεγάλος τους διδάσκαλος, ὁ Ὅσιος Ἐφραὶμ ὁ Σύρος:
«Ἀδελφέ, ἄν συμβῆ ν’ ἀρρωστήσης, μὴ γράφης ποτὲ στοὺς συγγενεῖς ἤ στοὺς γνωστοὺς καὶ φίλους σου νὰ σοῦ στείλουν φάρμακα ἢ τρόφιμα. Γιατί μαθαίνεις ἔτσι νὰ καταφεύγης στὴν ἀνθρώπινη προστασία, σὲ νεκρὴ μὲ ἄλλα λόγια βοήθεια. Στήριξε στὸν Θεὸ τὶς ἐλπίδες σου. Ὑπόμενε περιμένοντας τὸ ἔλεός Του νὰ σὲ κυβερνήση σὲ ὅλα. Ἐκεῖνος ποὺ ἐπέτρεψε, γιὰ ψυχική σου ὠφέλεια, νὰ ἀρρωστήσης, νὰ εἶσαι βέβαιος πὼς θὰ προνοήση γιὰ σένα. Δὲν θὰ ἐπιτρέψη ποτέ, τὸ λέει ἡ Γραφή, νὰ δοκιμάσης πιὸ μεγάλο πειρασμὸ ἀπὸ ὅσο ἔχεις δύναμη νὰ σηκώσης. Φρόντισε λοιπὸν ν’ ἀρέσης σ’ Αὐτὸν ποὺ μεριμνᾶ γιὰ σένα».
- «Κάποτε ὑπῆρχε μιὰ πτωχὴ γυναίκα, ἡ ὁποία ὅλη τὴν ὥρα, ὅ,τι καλὸ καὶ νὰ τῆς συνέβαινε, κοίταζε τὸν οὐρανὸ καὶ ἔλεγε: «Δόξα τῷ Θεῷ!…». Καὶ αἰσθανόταν πολὺ εὐγνώμων γιὰ τὸ ὁ,τιδήποτε.
Κάπου ἐκεῖ κοντά της ἔμενε ἕνας πλούσιος ἄνθρωπος. Κάθε φορὰ λοιπὸν περνοῦσε μπροστὰ ἀπὸ τὸ σπίτι τῆς γυναίκας τὴν ἄκουγε νὰ λέει: «Δόξα τῷ Θεῷ!… Εὐχαριστῶ, Κύριε!…».
Στὴν ἀρχὴ δὲν ἔδινε σημασία, ἀλλὰ κάποια στιγμή, αὐτὸ ἄρχισε νὰ τὸν ἐκνευρίζη. «Πῶς μπορεῖ αὐτὴ ἡ γυναίκα, τόσο πτωχή, νὰ εὐχαριστῆ συνέχεια τὸν Θεό;…», σκεπτόταν.
Μιὰ μέρα λοιπόν, ἀφοῦ ξαναπέρασε μπροστὰ ἀπὸ τὸ σπίτι της καὶ τὴν ἄκουσε νὰ λέη πάλι «Δόξα τῷ Θεῷ», νευρίασε τόσο πολύ, ποὺ εἶπε στὸν ὑπηρέτη του: «Πήγαινε στὴν ἀγορὰ καὶ γέμισε δύο σακιὰ τρόφιμα. Πήγαινέ τα σ᾿ αὐτὴ τὴν γυναίκα καὶ ὅταν σὲ ρωτήση ποιὸς τὰ ἔφερε θὰ τῆς πῆς, ὅτι ὁ διάβολος τὰ ἔφερε».
Ἔτσι λοιπὸν καὶ ἔκανε ὁ ὑπηρέτης. Τὴν ἑπόμενη ἡμέρα πῆγε στὴν «ἀγορὰ» γέμισε δύο σακιὰ μὲ τρόφιμα, τόσο ποὺ ξεχείλιζαν, καὶ πῆγε στὴν γυναίκα.
Ὅταν ἔφτασε, τῆς κτύπησε τὴν πόρτα. «Ἄ, δόξα τῷ Θεῷ, εὐχαριστῶ Κύριε!…», εἶπε ἐκείνη μόλις βγῆκε ἔξω καὶ ἀντίκρυσε τὰ δύο σακιά.
«Δὲν θέλετε νὰ μάθετε ποιός σᾶς ἔστειλε τὰ τρόφιμα; …», τὴν ἐρώτησε ἀνυπόμονα ὁ ὑπηρέτης.
«Ὄχι παιδί μου, δὲν ἔχει σημασία. Ὅταν θέλη ὁ Θεός, τότε καὶ ὁ διάβολος Τὸν ὑπηρετεῖ…», καὶ παίρνοντας τὰ δύο σακιὰ μπῆκε μέσα εὐτυχισμένη…».
- Στὸν κατεστραμμένο ἔμπορο, ποὺ ὅλοι ἐγκατέλειψαν, ὁ Ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς ἔγραψε:
«Γράφεις ὅτι καταστράφηκες. Οἱ φίλοι σὲ ἐγκατέλειψαν. Μόνο ἡ πίστη στὸν Θεὸ σὲ κρατᾶ, γιὰ νὰ μὴ τρελλαθῆς ἢ νὰ μὴ κάνης κακὸ στὸν ἑαυτό σου.
Καταστράφηκε ἡ περιουσία σου, δὲν καταστράφηκες ἐσύ. Κατεστραμμένος ἔμπορος δὲν σημαίνει καὶ κατεστραμμένος ἄνθρωπος. Ὁ πλοῦτος δὲν γεννήθηκε μαζί σου· στὸ δρόμο τῆς ζωῆς τὸν ἀπέκτησες καὶ στὸ τέλος τῆς ζωῆς πρέπει νὰ ἀποκολληθῆς ἀπ’ αὐτόν.
Ἀλλὰ ἐπειδὴ ὁ πλοῦτος ἀποκολλήθηκε ἀπὸ σένα πρὶν ἀπὸ τὸ τέλος τῆς ζωῆς σου, αὐτὸ σὲ πικραίνει. Ὅμως ἀκριβῶς αὐτὸ τοὺς πολλοὺς ἐξυπηρέτησε ὡς μέγιστη τύχη. Ἀφοῦ ξεκολλώντας ἀπὸ τὸν σάπιο πλοῦτο τοῦ χώματος, ἐκεῖνοι εἶχαν ἀκόμα ἀρκετὸ χρόνο νὰ πλουτίσουν τὶς ψυχές τους μὲ τὸ Θεό. Γιὰ ἐκείνους ὅμως ποὺ πετοῦν ἀπὸ πάνω τους τὸ σαμάρι τοῦ πλούτου ταυτόχρονα μὲ τὸ σαμάρι τοῦ σώματος, μπορεῖ νὰ εἶναι ἀργὰ γιὰ ὅλα καὶ ὅλα νὰ ἔχουν χαθῆ.
Τίμια δούλεψα, γράφεις. Ὅμως στὴν τιμιότητα ἔχει ὑποσχεθῆ αἰώνιο βραβεῖο καὶ ὄχι ἐφήμερο. Ἀπὸ τὴν τίμια ἐργασία ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ πλουτίση, μπορεῖ καὶ νὰ πτωχύνη.
Τὸ ὅτι σὲ ἐγκατέλειψαν οἱ φίλοι στὴν ἀνάγκη καὶ τώρα ἢ ἀποστρέφουν τὴν κεφαλή τους ἀπὸ σένα ἢ σὲ κοροϊδεύουν ἀνοικτά, αὐτὸ σὲ πονᾶ ὄντως, ὅμως εἶναι μόνο μία νέα μαρτυρία τῆς παμπάλαιης ἀνθρώπινης ἐμπειρίας. Ὅταν σταύρωσαν τὸν Κύριο Χριστό, ποῦ ἦταν ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι πρὶν ἀπὸ αὐτὸ ἤθελαν νὰ Τὸν κάνουν βασιλιὰ καὶ Τοῦ φώναζαν «Ὡσαννά»;
Εἶναι καλὸ ποὺ κρατᾶς τὴν πίστη στὸν Θεό. Κι ἐκείνη θὰ κρατᾶ ἐσένα σ’ αὐτὲς τὶς δύσκολες μέρες, οἱ ὁποῖες θὰ περάσουν σὰν ὁμίχλη.
Φοβᾶσαι νὰ μὴ τρελλαθῆς, γράφεις. Μὴ φοβᾶσαι, εἶναι ἐλάχιστοι ἐκεῖνοι ποὺ τρελλάθηκαν ἀπὸ τὴν πτώχεια, ἀλλὰ πάρα πολλοὶ ἐκεῖνοι ποὺ τρελλάθηκαν ἀπὸ τὸν πλοῦτο.
Φοβᾶσαι νὰ μὴ κάνης κακὸ στὸν ἑαυτό σου, λές. Αὐτοκτονία σκέφτεσαι; Μὰ αὐτὸ εἶναι τὸ τέλειο συμπόσιο τῶν διαβόλων.
Οἱ ἄπιστοι κατεβαίνουν μὲ τὸν Ἰούδα στὸ ποτάμι, γιὰ νὰ κρεμασθοῦν, ἐνῷ οἱ ψυχὲς μὲ ἡρωικὴ πίστη ἀνεβαίνουν στὸ Γολγοθᾶ, γιὰ νὰ πιοῦν τὸ ποτήρι τῆς πίκρας καὶ ν’ ἀναστηθοῦν.
Ὁ Θεὸς ἄς σοῦ δίνη βοήθεια».
Ἡ ἐλπίδα στὸν Θεὸ σώζει.