Γράφει ὁ κ. Λέων Μπράνγκ, θεολόγος
Α΄ Μέρος
Θὰ ἤθελα ὅμως νὰ ἀναφερθῶ σὲ ἕνα ἀκόμα κείμενο, πρὶν ἐκθέσω τοὺς προβληματισμούς μου. Ἡ Ι΄ Σύναξη τῆς Ἱεραρχίας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, ἀπὸ 1ης ἕως 3ης Σεπτεμβρίου 2024, ἄρχισε μὲ τὴ συνηθισμένη εἰσαγωγικὴ ὁμιλία τοῦ Παναγιωτάτου καὶ ἀκολούθησε ἡ ἀντιφώνηση τοῦ πρώτου τῇ τάξει ἐκ τῶν Ἱεραρχῶν τοῦ Θρόνου Σεβ. Μητροπολίτου Γέροντος Χαλκηδόνος κ. Ἐμμανουήλ. Μένει ὄντως ἔκπληκτος κανεὶς μὲ τὰ λόγια τοῦ Σεβασμιωτάτου, τὰ ὁποῖα ὁ Παναγιώτατος ἀποδέχθηκε ὡς ἀπόλυτα φυσικὰ χωρὶς καμία ἀντίρρηση. Δὲν προτίθεμαι νὰ παραθέσω ὅλο τὸ κείμενο (ὁ ἐνδιαφερόμενος μπορεῖ νὰ τὸ ἀναζητήσει στὸν Ὀρθόδοξο Τύπο, φ. 2508 τῆς 6ης Σεπτεμβρίου 2024, σ. 8), μεταφέρω ἁπλῶς κάποια κεντρικὰ νοήματα: Ὁ Πατριάρχης χαρακτηρίζεται ὡς «ὁρατὴ κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας», ἡ ὁποία συμβολίζει «τὴν ἑνότητα τοῦ σώματος». «Ἡ Ἐκκλησία ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ Πατριάρχου τὴν ἑνότητα τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς ἐμφανίζει». Στὸν Πατριάρχη ἐνεργεῖται «τὸ μυστήριον τῆς κενώσεως τοῦ Χριστοῦ», ἐπειδὴ «τὴν ὑψίστην τιμὴν κατέχων ταπεινοῦται ἵνα πάντας σώση». Στὸ πρόσωπό του «τὴν πολυμέρειαν τῆς Ἐκκλησίας εἰς ἑνότητα συνάγει». Εἶναι «ζῶσα εἰκὼν τῆς ἐν Τριάδι ἑνότητος ἐν —ᾗ τὸ ἓν καὶ τὰ πολλὰ οὐκ ἀντίκεινται ἀλλήλοις, ἀλλ’ ἀλλήλοις περιχωροῦσι». «Ὥσπερ ὁ Χριστὸς ἐν τῇ θεανδρικῇ αὐτοῦ ὑποστάσει τὸ κτιστὸν καὶ τὸ ἄκτιστον συνέδεσεν, οὕτω καὶ ὁ Πατριάρχης ἐν τῇ διακονίᾳ αὐτοῦ τὸ οὐράνιον καὶ τὸ ἐπίγειον συνάπτει». Ἐν Αὐτῷ γὰρ ὁρῶμεν τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ μετὰ τῆς ἀνθρωπίνης προαιρέσεως συνεργοῦσαν τὴν θείαν σοφίαν μετὰ τῆς ἀνθρωπίνης φρονήσεως συμπορευομένη. Ἀλλὰ καὶ στὴ δύσκολη ἐποχὴ μας «ἵσταται ὡς φάρος τῆς ἀληθείας καὶ τῆς ἀγάπης».
Τὸ ὕψος τῆς Παναγίας καὶ τὸ “ὕψος” κάποιων τελευταίων Πατριαρχῶν Κωνσταντινουπόλεως
Ὁμολογῶ, ὅτι ἰδίως μετὰ τὴν ἀνάγνωση τῆς ἀντιφώνησης τοῦ Σεβασμιωτάτου Χαλκηδόνος μοῦ πέρασε ἀπὸ τὸ νοῦ ὁ στίχος τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου «Χαῖρε ὕψος δυσανάβατον ἀνθρωπίνοις λογισμοῖς». Ὄχι ὅτι ἐπιθυμῶ νὰ ἀνυψώσω τὸν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως στὸ ὕψος τῆς Παναγίας Θεοτόκου. Μᾶλλον τὸ ἀκριβῶς ἀντίθετο ἰσχύει. Τὸ ἀληθινὸ ὕψος, τὸ ἀνθρωπίνως ἀνυπέρβλητο Ὕψος τῆς ἀνύμφευτης Παρθένου στὴν περίπτωση ἐδῶ ἀντικαθίσταται μὲ τὴν κορύφωση τῆς ἔπαρσης, στὴν ὁποία ἔχουν ἀνυψωθεῖ σημερινοὶ καθήμενοι ἐπὶ τοῦ θρόνου τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Σκοπὸς ἐδῶ δὲν εἶναι νὰ διασυρθεῖ τὸ Πατριαρχεῖο, στὸ ὁποῖο τρέφουμε πραγματικὸ σεβασμό, ἀλλὰ νὰ στιγματιστεῖ μία στάση ποὺ ζημιώνει τὴν ἀληθινὴ δόξα αὐτοῦ τοῦ ἡρωικοῦ Πατριαρχείου λόγῳ τῶν πολλῶν Ἁγίων ποὺ τὸ κόσμησαν.
Ὄντως εἶναι δυσανάβατον ἀνθρωπίνοις λογισμοῖς τὸ ὕψος τῆς οἴησης, μὲ τὴν ὁποία ἰδίως τὶς τελευταῖες δεκαετίες προβάλλονται οἱ διεκδικήσεις τῶν προσώπων ποὺ ἐκπροσωποῦν τὸ Πατριαρχεῖο. Κυριολεκτικὰ ἀνταγωνίζεται πλέον τὴν δυτικὴ ὀφρὺ τοῦ Πάπα Ρώμης. Καὶ φυσικὰ δὲν ταιριάζει μὲ κανένα τρόπο ἡ λέξη ποὺ βοᾶ ὁ Πρωτοστάτης Ἄγγελος πρὸς τὴν Μητέρα τοῦ Θεοῦ, «τὸ χαῖρε». Πρέπει νὰ ἀντικατασταθεῖ μὲ πρόσκληση γιὰ θρῆνο. Δὲν ἁρμόζει βαθύτατος θρῆνος γιὰ τὴν ἀπόπειρα ἱεράρχησης τῶν τριῶν Προσώπων τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ; Στὸ Δωδεκάθεο τῶν Ἀρχαίων Ἑλλήνων, ναί! κυριαρχεῖ ὁ Δίας ὡς Πατέρας τῶν Θεῶν καὶ ὑπάρχει ἱεράρχηση. Θὰ γίνουμε, ὅμως, τόσο παράτολμοι, ὥστε νὰ θέλουμε νὰ διεισδύσουμε στὸ Ἀπόλυτο Μυστήριο τῆς ἐνδοτριαδικῆς ζωῆς τῶν τριῶν Προσώπων καὶ νὰ χαρακτηρίζουμε τὸ ἕνα Πρόσωπο ἱεραρχικὰ ἀνώτερο τῶν ἄλλων δύο Προσώπων, ὅπως τὸ ἔχουν ἤδη πράξει οἱ λεγόμενοι μεταπατερικοὶ θεολόγοι μὲ πρωτοστάτη τὸν μακαριστὸ Μητροπολίτη Περγάμου Ἰωάννη Ζηζιούλα; Παρομοιάζοντας στὴ συνέχεια τὴν ἱεράρχηση τῶν Προσώπων στὴν Ἁγία Τριάδα μὲ τοὺς ἐπισκόπους τῆς Ἐκκλησίας μας, θεωροῦν ἀπόλυτα δικαιολογημένη καὶ μάλιστα ἐπιβεβλημένη τὴν ἱεραρχικὴ ὑπεροχὴ τοῦ ἑνός, προκειμένου νὰ τοποθετήσουμε κεφαλὴ πέραν τῆς μίας καὶ μόνης Κεφαλῆς τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ὑπάρχει τάξη. Ἡ ἀναφορά μας στὸν Τριαδικό μας Θεὸ γίνεται μὲ τάξη. Καὶ στοὺς Πατριάρχες καὶ ἐπισκόπους ὑπάρχει μία τάξη. Ἄλλο ὅμως εἶναι ἡ τάξη καὶ ἄλλο ἡ ὑπεροχὴ λόγω ἱεράρχησης. Εἶναι ἀνάγκη νὰ μιμηθοῦμε τοὺς Παπικούς, οἱ ὁποῖοι τοποθέτησαν τὸν Πάπα ὡς vicarius Christi, κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας, ἐκδιώκοντας τὸν Χριστὸ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία Του καὶ ἐξορίζοντάς Τον στοὺς οὐρανούς; Ὁ Πατήρ, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα εἶναι ὁμοούσιοι (τῆς αὐτῆς οὐσίας), ἄρα εἶναι ὑποστάσεις μὲ ἀπόλυτη πληρότητα. Δὲν ὁμολογοῦμε Θεὸν Ἀληθινὸν ἐκ Θεοῦ Ἀληθινοῦ; Ἀκόμα καὶ ὅταν γίνεται λόγος γιὰ μοναρχία στὴν Ἁγία Τριάδα, αὐτὸ δὲν σημαίνει κατὰ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο τὸν Θεολόγο τὴν ἐξουσία μόνο ἑνὸς προσώπου, ἀλλὰ αὐτὴ ἡ μοναρχία χαρακτηρίζεται ἀπὸ «τὴν ὁμοτιμία τῆς φύσης, ἀπὸ τὴ σύμπνοια τῆς γνώμης, ἀπὸ τὴν ταυτότητα τῆς κίνησης καὶ ἀπὸ τὴν συναίνεση τῶν δύο πρὸς τὸ ἕνα, ἀπὸ τὸ ὁποῖο προῆλθαν…». (περισσότερο βλ. Νομομαθής, Ἡ Ἁγία Τριάδα δὲν εἶναι εἰκόνα Ἱεραρχίας!, «Ἐνοριακὴ Εὐλογία» 204-205[2019]330-334).
Κένωσις καὶ δόξα
Τόσο στὴν ὁμιλία τοῦ Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίου ὅσο καὶ στὴν ἀντιφώνηση τοῦ Σεβασμιωτάτου κ. Ἐμμανουὴλ ἡ “κένωση” κατέχει κεντρικὴ θέση στὸν προσδιορισμὸ τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως καὶ ἀπὸ πλευρᾶς τοῦ δευτέρου ἐπίσης γιὰ τὴ θεώρηση τοῦ Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίου. Στὸ μυστήριο τῆς σωτηρίας μας ὁ ὅρος “κένωση” γίνεται ἀπόλυτα κατανοητός, ἐπειδὴ ὁ Λόγος καὶ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἐνανθρωπίζεται, ἑνώνει στὸ πρόσωπό του τὴν ἄκτιστη θεία φύση μὲ τὴν κτιστὴ ἀνθρώπινη φύση καὶ ζεῖ τὴν ζωή μας μέχρι καὶ τὸ σταυρικὸ θάνατο. Ταυτόχρονα παραμένει, βέβαια, ὅπως μᾶς διαβεβαιώνει ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος, στὸ θρόνο τῆς Θεότητας: «Ὅλως ἦν ἐν τοῖς κάτω, καὶ τῶν ἄνω οὐδόλως ἀπὴν ὁ ἀπερίγραπτος Λόγος, συγκατάβασις γὰρ θεϊκή, οὐ μετάβασις δὲ τοπικὴ γέγονεν…». Μπροστὰ στὸ μέγιστο αὐτὸ μυστήριο πῶς μπορεῖ νὰ ἀξιολογηθεῖ ἡ “κένωση” πού ἐπικαλεῖται ὁ Παναγιώτατος, μιλώντας γιὰ τὴν παροχὴ αὐτοκεφαλίας; Στὴν οὐσία συμπίπτει μὲ τὴν καλύτερη ὀργάνωση τῆς Οἰκουμενικῆς Μίας Ἐκκλησίας Τοῦ Χριστοῦ ἀνάλογα μὲ τὰ ἱστορικά, γεωγραφικὰ καὶ πολιτειακὰ δεδομένα τῆς κάθε ἐποχῆς. Μία ἄλλη θεώρηση τῶν πραγμάτων, πιὸ κοντὰ στὸ ἀρχικὸ περιεχόμενο τῆς λέξης σχετικὰ μὲ τὸν Θεὸ καὶ τὴν σωτηρία μας, θὰ μποροῦσε ἴσως νὰ δικαιολογηθεῖ, ἐὰν ὡς μόνο κριτήριο ἀξιολόγησης χρησίμευαν ἀποκλειστικὰ ἐξωτερικὰ δεδομένα, ὅπως ἡ ἀριθμητικὴ ἢ οἰκονομικὴ ἰσχύ, ἢ τὸ μέγεθος τῆς γεωγραφικῆς ἔκτασης ἑνὸς Πατριαρχείου κ.ἄ. Αὐτὰ ὅμως εἶναι τὰ κριτήρια τῆς λαμπρότητας καὶ ἀκμῆς μίας τοπικῆς Ἐκκλησίας; Αὐτὰ τὴν φέρουν κοντὰ στὸ ἦθος τοῦ Χριστοῦ; Βέβαια, ἀκούγεται ὡραῖο, μεστὸ θυσίας καὶ πνευματικότητας, ὅταν ὁ ὅρος “κένωση” βρίσκει ἐφαρμογὴ στὴν περιγραφὴ δράσης ἑνὸς Πατριαρχείου καὶ ἐκκλησιαστικῶν προσώπων, ἀλλὰ θὰ πρέπει νὰ ἔχει ὄντως περιεχόμενο καὶ ἔστω κατὰ προσέγγιση νὰ θυμίζει τὴ θυσιαστικὴ πορεία τοῦ Θεανθρώπου. Διαφορετικὰ ἡ χρήση τοῦ ὅρου μοιάζει καταχρηστική. Στὴν περίπτωση τοῦ Σεβασμιωτάτου Χαλκηδόνος, ὁ ὁποῖος χρησιμοποιεῖ τὴ λέξη “κένωση”, γιὰ νὰ χαρακτηρίζει τὸ ἴδιο τὸ πρόσωπο τοῦ Πατριάρχη ἐπιβάλλεται στὸ νοῦ ἡ εἰκόνα ἑνὸς ἀνθρώπου ποὺ ἐκστατικὰ ἀτενίζει πρὸς τὸ μεγαλεῖο ἑνὸς συνανθρώπου του. Ἡ χρήση τῆς λέξης ξεφεύγει ἀπὸ κάθε λογικὸ πλαίσιο καὶ προφανῶς εἶναι καθαρὰ φιλοφρονητική.