Τῆς κας Μαρίας Ἐλευθερίας Γ. Γιατράκου,
Δρ. Ἱστ.Φιλ. Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
3ον
Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ εἶχε φύγει ὁ Ἀλέξανδρος Ἐμπειρῖκος γιὰ τὸ ἐξωτερικὸ καὶ ὁ Παλαμᾶς εἶχε γίνει τὸ μόνο μου καταφύγιο, τὸ παράθυρά μου πρὸς τὸν ἀνοικτὸ ὁρίζοντα.
Τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1922 μοῦ διάβασε τὸ ποίημά του γιὰ τὴ μικρασιατικὴ συμφορά. “Τοὺς Λύκους”. Διάβαζε πολὺ ὡραῖα. Κοντεύουν 60 χρόνια ἀπὸ τότε καὶ ἀκόμη θυμᾶμαι τὴ συγκίνησή μου. Μοῦ ἔκανε ἐντύπωση ὅτι ἐνῶ δὲν ἤξερε παρὰ μόνο γαλλικά, ἀπὸ πολὺ μέτριες μεταφράσεις, ἡ γαλλικὴ γλῶσσα δέν μπορεῖ νὰ ἀποδώσει ξενόγλωσσα κείμενα, κατόρθωσε νὰ καταλάβει Ἄγγλους, Γερμανοὺς καὶ Ἰταλοὺς ποιητές, χάρις στὸ διεισδυτικό του αἰσθητήριο.
Ὥσπου νὰ φύγω γιὰ τὴ Γερμανία, ἡ ἐπικοινωνία αὐτὴ συνεχίσθηκε χωρὶς διακοπή. Ἀλλὰ καὶ ὅταν μετὰ τρία χρόνια γύρισα, ἴσως ὄχι τόσο τακτικά, ὅμως πολὺ συχνὰ περνοῦσα μερικὲς ὧρες στὸ “κελλί”, πάντα γόνιμες ἀλλὰ καὶ εὐχάριστες, διότι ὁ Παλαμᾶς, ἐκτὸς ἀπὸ τόσα ἄλλα πού μοῦ πρόσφερε, εἶχε χιοῦμορ, ποὺ τὸ ἀσκοῦσε συνήθως εἰς βάρος του. Τοῦ ἄρεσε τὸ ἀστεῖο καὶ ὅταν τοῦ ἔλεγα κάτι ποὺ ἄξιζε νὰ τὸ διασκεδάσεις, ξεκαρδιζόταν στὰ γέλια.
Τακτικοὶ ἐπισκέπτες στὸ “κελλί” ἦταν τὰ ἴδια χρόνια μ᾽ ἐμένα καὶ ὁ Κατσίμπαλης, κάποτε ὁ Δ. Ἀντωνίου (ὁ Καπετάνιος ὅπως τὸν λέγαμε, διότι ἐκτὸς ἀπὸ ποιητὴς ἦταν καὶ πλοίαρχος τοῦ ἐμπορικοῦ ναυτικοῦ), ὁ Σεφέρης, ὁ Καραντώνης.
Τὸν ἴδιο καιρὸ στὴν ὁδὸ Ἀσκληπιοῦ ἐρχόταν καὶ ὁ Σικελιανός.
Τὸ 1930 τοῦ ἀνήγγειλα ὅτι σχεδιάζω νὰ γράψω μία μελέτη γιὰ τὸ ἔργο του. Τὸ χάρηκε. Λίγο ὅμως ἀργότερα ἔπαθε ἕνα ἐγκεφαλικὸ ἐπεισόδιο ἀπὸ τὸ ὁποῖο συνῆλθε, χωρὶς ὅμως νὰ ξαναγίνει ὁ παλιὸς Παλαμᾶς. Συγχρόνως μὲ τὸν Παλαμᾶ γκρεμίσθηκε καὶ τὸ “κελλί” του, ὅταν οἱ ἰδιοκτῆτες του ἀποφάσισαν νὰ τὸ κάνουν πολυκατοικία.
Ἀκολούθησε ἡ ἀναγκαστικὴ μετακόμιση ἀπὸ τὴν ὁδὸ Ἀσκληπιοῦ στὴν ὁδὸ Περιάνδρου 5 στὴν Πλάκα, ἕνα πιὸ ἄνετο σπίτι, πιὸ εὐρύχωρο ἀλλὰ ποὺ δὲν ἀπέκτησε ποτὲ τὴν ὑποβλητικότητα καὶ τὴ ζεστασιὰ τοῦ “κελλιοῦ”, ὅπου εἶχε ζήσει γύρω στὰ 50 χρόνια».
Ὁ Παλαμᾶς ταξίδεψε σ᾽ ὅλο τὸν κόσμο μὲ τὴ μελέτη καὶ τὴ φαντασία του, βιώνοντας στὴν κυριολεξία τὴν «Ἀσάλευτη ζωή», στὸ κελλί του, στὸ ἱστορικὸ σπίτι τῆς ὁδοῦ Ἀσκληπιοῦ 3, στὸ ἀσκητήριό του στὴν «Πολιτεία καὶ μοναξιά», μέχρις ὅτου ἀναγκάσθηκε στὰ τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς του νὰ μετακομίσει σ᾽ ἕνα κάθετο δρόμο τῆς Φιλελλήνων, στὴν Περιάνδρου 5. Στὸ ἱστορικό σπίτι τῆς Ἀσκληπιοῦ 3 συγκεντρώνονταν ἐπὶ χρόνια οἱ ἐκπρόσωποι τῆς φιλολογικῆς Ἀθήνας, στὸ ὀνομαστὸ «σαλόνι» του καὶ τὰ τελευταῖα χρόνια του στὴν ὁδὸ Περιάνδρου 5.
Ὁ Παλαμᾶς, γράφει ὁ Κώστας Στεργιόπουλος18, ἀνήκει κατὰ μέγα μέρος στὴν Ἱστορία. Φτάνει ὅμως νὰ ἐπιχειρήσουμε γιὰ μιά στιγμὴ νὰ τὸν ἀφαιρέσουμε, γιὰ νὰ δοῦμε πόσο μεγάλο κενὸ ἀνοίγεται καὶ πόσο ἀλλάζει μονομιᾶς ἡ ὄψη τῆς συνέχειας. Θὰ μπορούσαμε ν᾽ ἀναρωτηθοῦμε κι ἐμεῖς μαζὶ μὲ τὸν Ἄγρα: «Εἶναι λοιπὸν ἀδίσταχτα μεγάλος ὁ Παλαμᾶς; Δὲν ξέρω μὰ τρέμω νὰ φανταστῶ τί θἆταν ἡ νεοελληνικὴ ποίηση» -ἂς προσθέσουμε καὶ γενικότερα τὰ Γράμματά μας«χωρὶς τὸ ἀνάστημά του. Ἕνα παραμύθι δίχως γίγαντα· μιὰ χώρα δίχως βουνά. Μία θρησκεία δίχως προφήτη. Μία ἱστορία δίχως ἥρωα».
Ὁ Ἄγγελος Σικελιανὸς στὴν ὁμιλία του στὸν «Παρνασσὸ» τὸ 1936 μὲ θέμα: «Ὁ Παλαμᾶς ἀσκητὴς καὶ μύστης», θέλοντας νὰ τοποθετήσει τὴν τελικὴ εἰκόνα τοῦ Παλαμᾶ μπροστὰ στοὺς ἀκροατές του, «ἁπλὰ καὶ καθαρὰ» ὅπως λέει, τὸν ὀνομάζει, ἅγιο. «Ὁ Παλαμᾶς», γράφει, «ἐμόχθησε, ἔλπισε, ἀγάπησε, αἱμάτωσε, ἀγωνίστηκε, ἐνίκησε, γιὰ μᾶς. Ὁ Παλαμᾶς λοιπόν, εἶναι ἕνας ἅγιος»19.
Ὁ Παλαμᾶς ὄντως ἐμόχθησε σκληρὰ σμιλεύοντας στίχους καὶ πεζὰ σὰν τὸν χρυσικὸ στὸ ἐργαστήρι του. Δὲν χάρηκε τὴν ἄνετη ζωή, οὔτε τὴ φύση. Ἀποτυπώνει αὐτὸν τὸν πιὸ τρανὸ καημό του σὲ στίχους, στὴ συλλογή του «Ἡ Πολιτεία καὶ Μοναξιά».
Ο ΠΙΟ ΤΡΑΝΟΣ ΚΑΗΜΟΣ ΜΟΥ
Τὴν ὥρα τὴν ὑπέρτατη ποὺ θὰ τὸ σβῆ τὸ φῶς μου
ἀγάλια ἀγάλια ὁ θάνατος, ἕνας θὰ νὰ εἶν᾽ ἐμένα
ὁ πιὸ τρανὸς καημός μου.
Δὲ θὰ νὰ εἶν᾽ οἱ κούφιοι λογισμοί, τὰ χρόνια τὰ χαμένα,
τῆς φτώχειας ἡ ἔγνοια, τοῦ ἔρωτα ἡ ἀκοίμητη λαχτάρα,
μιὰ δίψα μέσ᾽ στὸ αἷμα μου, προγονικὴ κατάρα,
μήτε ἡ ζωή μου ἡ ἀδειανὴ συρμένη ἀπ᾽ τὸ μαγνήτη
πάντα τῆς Μούσας, μήτ᾽ ἐσύ, χιλιάκριβό μου σπίτι.
Ὁ πιὸ τρανὸς καημός μου
θὰ εἶναι πὼς δὲ δυνήθηκα μ᾽ ἐσὲ νὰ ζήσω, ὢ πλάση,
πράσινη ἀπάνου στὰ βουνά, στὰ πέλαγα, στὰ δάση,
θὰ εἶναι πὼς δὲ χάρηκα σκυφτὸς μέσ᾽ τὰ βιβλία,
ὢ φύση, ὁλάκερη ζωή, κι ὁλάκερη σοφία!
Ὁ Κωστὴς Παλαμᾶς τρεῖς μέρες μετὰ τὴν κήρυξη τοῦ πολέμου (1η Νοεμβρίου 1940) ἀπευθύνεται στὰ νιάτα τῆς Ἑλλάδας μὲ ἕνα τετράστιχό του ποὺ ἐπιγράφεται «Στὴ νεολαία μας».
«Αὐτὸ κρατάει ἀνάλαφρo μέσ᾽ τὴν ἀνεμοζάλη
τὸ ἀπὸ τοῦ κόσμου τὴ βοὴ πρεσβυτικὸ κεφάλι,
αὐτὸ τὸ λόγο θὰ σᾶς πῶ
δὲν ἔχω ἄλλο κανένα
Μεθύστε μὲ τ᾽ ἀθάνατο Κρασὶ τοῦ Εἰκοσιένα!».
Σημειώσεις:
17. Μιχ. Περάνθη, ὅ.π., σ. 96. 18. Βλ. Κ. Στεργιόπουλος, Ὁ Παλαμᾶς χτὲς καὶ σήμερα, Περιοδικὸν «Διαβάζω», τεῦχ. ἀρ. 334, 27 Ἀπριλίου 1994, σελ. 108. 19. Βλ. Ἑλένη Μαρμαρινοῦ Πολίτου, Ὁ Παλαμᾶς εἶναι ἕνας ἅγιος, Περιοδικὸν «Ἑπτὰ Ἡμέρες», ὅ.π., σ. 9.