Τῆς κας Μαρίας Ἐλευθερίας Γ. Γιατράκου,
Δρ. Ἱστ.Φιλ. Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
1ον
Ἐφέτος, συμπληρώνονται 71 χρόνια ἀπὸ τὸν θάνατο τοῦ Κωστῆ Παλαμᾶ (27-2-1943), ποὺ σφράγισε μὲ τὸ ποιητικὸ καὶ πεζογραφικό του ἔργο τὴ νεώτερη λογοτεχνία μας, δημιουργώντας νέες προοπτικὲς γιὰ τὰ ἑλληνικὰ γράμματα1.
Ἂν ὁ λυράρης αὐτὸς τῆς πατρίδας, τῆς φύσης, τῆς θρησκείας, ὁ σονετογλύπτης, ὅπως ἀποκαλοῦσε τὸν ἑαυτό του, ὁ στοχαστὴς ποιητής, τῆς «Ἀσάλευτης ζωῆς», ὁ συνθέτης τῆς «Φλογέρας τοῦ βασιλιᾶ», τοῦ «Δωδεκάλογου τοῦ Γύφτου», τοῦ «Τάφου», τῆς «Τρισεύγενης» καὶ πλείστων ἄλλων παραμένει πάντοτε ἐπίκαιρος, τὸ ἔργο του σφράγισε μὲ τὸν «Ὀλυμπιακὸ Ὕμνο» του, ποὺ παιανίστηκε στοὺς Ὀλυμπιακοὺς Ἀγῶνες τό 2004.
Ὁ Κωστὴς Παλαμᾶς, ὁ νεώτερος ἐθνικός μας βάρδος γεννήθηκε στὶς 13 Ἰανουαρίου 1859 στὴν Πάτρα, ἀπὸ γονεῖς Μεσολογγίτες, ἀπὸ οἰκογένεια ποὺ ἔχει νὰ ἐπιδείξει πολλοὺς ἀγωνιστές, κληρικοὺς καὶ διδασκάλους τοῦ Γένους, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ τὸν Γρηγόριο Παλαμᾶ. Προπάππος του ἦταν ὁ Παναγιώτης Παλαμᾶς, ἱδρυτὴς τῆς ὀνομαστῆς Παλαμαίας Σχολῆς στὸ Μεσολόγγι, στὴν ὁποία δίδασκε2. Σὲ ἡλικία 15-16 ἐτῶν εἶχε ἤδη χάσει καὶ τοὺς δικούς του γονεῖς καὶ φιλοξενήθηκε ἀπὸ τότε στὴ γενέθλια πόλη τοῦ πατέρα του, τὸ Μεσολόγγι, μὲ τὴν πληγωμένη εὐαισθησία του ποὺ τὸν ἔκανε κλειστὸ καὶ αὐτοσυγκεντρωμένο, βρίσκοντας παρηγόρια στὸ γράψιμο στίχων καὶ μάλιστα σὲ μία πρώιμη ἐπίδοση ἀπὸ τὴν ἡλικία τῶν ἐννέα ἐτῶν3.
Στὴν ποιητική του συλλογὴ μὲ τὸν τίτλο «Τὰ τραγούδια τῆς πατρίδας μου» καταχωρίσθηκε ἕνα μικρὸ ποίημα ποὺ ἀναφέρεται στὸ ἀντίκρυσμα τῆς νεκρῆς μητέρας του, ἐνῶ αὐτὸς ἦταν σὲ ἡλικία 5 ἐτῶν, καὶ ἔχει τὸν τίτλο «Ἡ ὑστερνὴ ματιά της» «Ὅταν ἡ δόλια μάνα μου / τὸν κόσμο παρατοῦσε, / μὲ πῆγαν κι ἐγονάτισα / μικρό, πουλί, μπροστά της, τὴν τελευταία της πνοὴ / ὁ Χάρος ἐρροφοῦσε…».
Ἕνα ἄλλο θλιβερὸ γεγονὸς ποὺ βύθισε σὲ βαθιὰ θλίψη τὸν Παλαμᾶ ἦταν ὁ θάνατος τοῦ πολύκλαυστου ἀγαπημένου του ἀγοριοῦ, τοῦ Ἄλκη. Ὅσες ἡμέρες βρισκόταν κοντὰ στὸ ἄρρωστο παιδί του στὸν «Εὐαγγελισμό», ποὺ λέγεται ὅτι εἶχε ὄγκο στὸ κεφάλι, τόση ἦταν ἡ ὀδύνη του, ποὺ ὁ Χίος ποιητὴς Λάμπρος Πορφύρας, φιλολογικὸ ψευδώνυμο τοῦ Δημητρίου Συψώμου, ἔγραφε σὲ ἐπιστολές του στὸν Κώστα Χατζόπουλο ποὺ βρισκόταν στὴ Φινλανδία: «Σπεῦσον, χάνομεν τὸν Παλαμᾶν».
Ἡ βαθιά του ὀδύνη γιὰ τὸ θάνατο τοῦ Ἄλκη ὑπῆρξεν ἴσως ἡ αἰτία ποὺ ἔγραψε τὸ ἀριστούργημά του, «Ὁ τάφος…» (1898), τὸ ὁποῖο θὰ ἔχει ἀπαγγείλει ὁ ἴδιος ὁ Παλαμᾶς.
Ὁ Παλαμᾶς συνέθεσε τὸ δικό του θρῆνο ἀπὸ τὶς 24 Φεβρουαρίου ὣς τὶς 9 Μαρτίου 1898, «ἕναν σταλακτίτη μὲ τὰ δάκρυα τῆς ψυχῆς του τὰ κρυφoσταλάζoντα μέσα του… Ἡ φιλοσοφία τῆς λύπης ἐκράτησε τὰ δάκρυα, γιὰ νὰ τὰ χύση εἰς λάμποντας στίχους». Ἦταν τόση ἡ ἀπήχηση ἀπὸ τὸ μουσικὸ ἄλγος τοῦ θρήνου, ὥστε τὸ βιβλίο ξανατυπώθηκε ἄλλες τρεῖς φορὲς καὶ μεταφράστηκε στὰ ἀγγλικά, γαλλικὰ καὶ ἰταλικά4.
Ὁ Κωστὴς Παλαμᾶς τελείωσε τὸ Δημοτικὸ καὶ Γυμνάσιο στὸ Μεσολόγγι καὶ τὸ 1875 γράφτηκε στὴ Νομικὴ Σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, ἀλλὰ ἡ δίψα του στὰ Γράμματα καὶ στὴν ποίηση δὲν τὸν ἄφησαν νὰ τελειώσει τὶς σπουδές του. Ἐγκατέλειψε τελικῶς τὴ Θέμιδα, γιὰ νὰ ὑπηρετήσει τὶς Μοῦσες.
Συνεργάστηκε μὲ ἐφημερίδες καὶ περιοδικὰ καὶ ἀπὸ τὸ 1886 ἄρχισε νὰ ἐκδίδει τοὺς στίχους του σὲ βιβλία. Στὶς 27 Δεκεμβρίου 1887 ὁ Παλαμᾶς παντρεύτηκε τὴ Μαρία Βάλβη, γόνο πολιτικῆς οἰκογένειας τοῦ Μεσολογγίου, ποὺ ἔχει ἐπίσης νὰ ἐπιδείξει πολλοὺς ἀγωνιστὲς (Γιάννης Βάλβης κλπ)5. Ἀπέκτησαν τρία παιδιά: τὸ Λέανδρο, τὴ Ναυσικᾶ καὶ τὸν Ἄλκη.
Στὶς 15 Ὀκτωβρίου 1897 ὁ Παλαμᾶς διορίστηκε ἀπὸ τὸν τότε Ὑπουργὸ Παιδείας Ἀνδρέα Παναγιωτόπουλο Γραμματεὺς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν. Ὁ διορισμός του ὑπαγορεύτηκε ἀπὸ διάθεση τιμητικὴ πρὸς ἕνα ποιητὴ ποὺ ὁλοένα κέρδιζε καὶ μεγαλύτερη θέση στὸν ἑλληνικὸ Παρνασσό. Γι᾽ αὐτὸ καὶ οἱ ἐφημερίδες τοῦ καιροῦ («Ἑστία», «Ἄστυ», «Ἀκρόπολις»), ἐπήνεσαν ζωηρότατα τὴν ὑπουργικὴ ἀπόφαση, βρίσκovτας τὴν εὐκαιρία νὰ ἐγκωμιάσουν τὸν ποιητή6.
Λέγεται ὅτι ὅταν ὁ Παλαμᾶς παρουσιάστηκε νὰ ἀναλάβει ὑπηρεσία, ὁ τότε Πρύτανης τοῦ Πανεπιστημίου, Ἀλ. Κρασᾶς τοῦ εἶπε: «Ἐλπίζω, κύριε Παλαμᾶ, τώρα ποὺ ἔχετε μία ἀξιοπρεπῆ θέση, ὅτι θὰ παύσετε … νὰ γράφετε ποιήματα». Εὐτυχῶς ὅτι ἡ ἐλπίδα διαψεύστηκε καὶ ἡ ἑλληνικὴ τέχνη κέρδισε μία κορυφαία ποιητικὴ φυσιογνωμία7.
Ἀργότερα, τὸ 1911, ἡ Σύγκλητος, ἐξαίροντας τὸ ἔργο τοῦ Κωστῆ Παλαμᾶ καὶ τὶς πολύτιμες ὑπηρεσίες του στὸ Πανεπιστημιο Ἀθηνῶν ἀποφάσισε νὰ ἀνανεώσει τὴ θητεία του καὶ στὸ σημεῖο αὐτὸ σημειώνουμε ὅτι ἀναφέρεται πλέον ὡς Γενικὸς Γραμματεύς. Τὸ 1923, προάγεται ὁμόφωνα ἀπὸ τὴ Σύγκλητο «εἰς τὸν βαθμὸν Ὑπουργικοῦ Διευθυντοῦ πρώτης τάξεως»8. Πάμπολλα εἶναι τὰ ἔγγραφα ποὺ συνέταξεν ὁ Παλαμᾶς κατὰ τὴν τριαντάχρονη θητεία του στὸ Ἐθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν. Ὁρισμένα ἀπὸ αὐτὰ σώζονται στὸ ἱστορικὸ Ἀρχεῖο τοῦ ἱδρύματος, σὲ χειρόγραφη ἢ δακτυλόγραφη μορφὴ καὶ ἀποτελοῦν δεῖγμα τῆς ὑπαλληλικῆς του εὐσυνειδησίας.
Τὸ 1926 ὁ Παλαμᾶς ὑποβάλλει αἴτηση γιὰ ἀποχώρηση ἀπὸ τὴ θέση τοῦ Γενικοῦ Γραμματέα τοῦ Πανεπιστημίου, χωρὶς ὅμως αὐτὴ νὰ γίνει ἀποδεκτὴ ἀπὸ τὴ Σύγκλητο. Τὸ 1928 ὁ ποιητὴς κουρασμένος ἀπό τὰ χρόνια καὶ τὸ τιτάνιο συγγραφικὸ ἔργο του, ἀλλὰ καὶ τὴν κοπιώδη ἐπιστασία τῆς διοίκησης τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν ἐπανέρχεται στὸ αἴτημά του.
Τότε στὴ συνεδρίαση τῆς Συγκλήτου τῆς 1/3/1928, ὁ Πρύτανης Νικόλαος Ἀλιβιζάτος ἀνακοίνωσε τὴν ἀποδοχὴ τῆς παραίτησης τοῦ Κωστῆ Παλαμᾶ ἀπὸ τὴ θέση τοῦ Γενικοῦ Γραμματέως καὶ διάβασε τὴν ἐπιστολὴ, μὲ τὴν ὁποία ὁ ποιητὴς εὐχαριστοῦσε τὸ Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν, γιατί τὸν βοήθησε νὰ ἀντεπεξέλθει στὶς βιοτικὲς μέριμνες καὶ νὰ ἐπιδοθεῖ παράλληλα στὸ λογοτεχνικὸ ἔργο του.
«Συναισθάνομαι», ἔγραψε ὁ Παλαμᾶς, «τὴν ὑποχρέωσιν νὰ εἰπῶ τὰ πλέον ἐγκάρδια εὐχαριστήριά μου πρὸς ὑμᾶς κ. Πρύτανη καὶ δι᾽ ὑμῶν πρὸς τὰ ἔγκριτα μέλη τῆς Συγκλήτου, τὴν εὐγνωμοσύνη μου καὶ τὴν συγκίνησίν μου διὰ τὴν ἐπιδειχθεῖσαν ἀνέκαθεν πρὸς ἐμέ, ἀφ᾽ ὅτου ἀνέλαβον ὑπηρεσίαν εἰς τὸ Πανεπιστήμιον, συμπάθειαν καὶ ἐκτίμησιν ἐκ μέρους τῶν Πανεπιστημιακῶν Ἀρχῶν, τῶν Καθηγητῶν καὶ λοιπῶν συναδέλφων μου. Ἰδιαιτέρως μὲ συγκινεῖ ἡ ἀναγνώρισις τὴν ὁποίαν εἰς ὡρισμένας περιπτώσεις καὶ προσφάτως ἔτι ἐξεδήλωσεν τὸ Πανεπιστήμιον πρὸς ἐμέ, ἕναν ἐργάτην τῶν νεοελληνικῶν γραμμάτων καὶ δὲν δυσκολεύομαι νὰ ὁμολογήσω ὅτι ἂν κατέχω μικράν τινὰ θέσιν εἰς τὰ γράμματα, μέγα μέρος ταύτης ὀφείλω εἰς τὸ Πανεπιστήμιον, ὅπερ παρέσχεν εἰς ἐμὲ καθ᾽ ὅλον τὸ διαρρεῦσαν τοῦτο διάστημα χρόνον, ἄνεσιν πρὸς ἀντίστασιν ἐν μέσῳ τῆς δυσβαστάκτου δι᾽ ἕνα ἁπλοῦν ποιητὴν βιοπάλης.
Μὲ εἰλικρινέστατα αἰσθήματα τιμῆς καὶ ἀγάπης Κ. Παλαμᾶς».9
Ἡ Σύγκλητος «ἀκούσασα ἀσμένως τὴν ἐπιστολὴν ταύτην τοῦ Κ. Παλαμᾶ ἀποφασίζει ὅπως ἐκφρασθῆ αὐτῷ ἡ λύπη της ἐπὶ τῇ ἀποχωρήσει του ἐκ τῆς ὑπηρεσίας τοῦ Γεν. Γραμματέως, τὴν ὁποίαν μετὰ τόσης ἀφοσιώσεως, εὐσυνειδησίας, ἱκανότητος ἤσκησεν ἐπὶ ὁλόκληρον τριακoνταετίαν».
Σημειώσεις:
1. Βλ. Ἐφημερίδα “Τὸ Καποδιστριακὸ” ἀρ. φύλλου 24, 15 Ἀπριλίου 2003, (Δεκαπενθήμερη Ἔκδοση τοῦ Ἐθνικοῦ καὶ Καποδιστριακοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, σ. 4-5. 2. Παναγιώτης Δασκαλάκης, Ὁ Μεσολογγίτης ἐθνικός μας ποιητής, “Ὀρθοδοξία Ἑλληνισμός”, 1-62003, σ. 14-15. 3. Βλ. Κωστὴς Παλαμᾶς , Ἀνθολόγιο Μιχ. Περάνθη, τ. Β´, σ. 95. 4. Βλ. Ἀνθολόγιο Μιχ. Περάνθη, ὅ.π., σὲ ὑποσημείωση, σελ. 11. 5. ὅ.π., σ. 96. 6. ὅ.π. 7. Βλ. Ἀνθολόγιο Μιχ. Περάνθη, ὅ.π., σ. 96. 8. Βλ. Ἐφημερὶς “Τὸ Καποδιστριακόν», ὅ.π., σ. 4. 9. «Καποδιστριακόν», ὅ.π.