Τῆς κας Μαρίας Ἐλευθερίας Γ. Γιατράκου,
Δρ. Ἱστ.Φιλ. Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
2ον
Στὴν ἑπομένη συνεδρίασή της (05. 04 .1928) ἡ Σύγκλητος ἀποφάσισε μεταξὺ ἄλλων, νὰ φιλοτεχνηθεῖ ἡ προσωπογραφία τοῦ Παλαμᾶ καὶ νὰ ἀναρτηθεῖ στὸ Γραφεῖο τοῦ Γενικοῦ Γραμματέα10.
Τὸ ποιητικὸ ἔργο τοῦ Παλαμᾶ γιγάντιo, γι᾽ αὐτὸ τιμήθηκε μὲ πλῆθος Ἀριστείων καὶ τιμητικῶν διακρίσεων καὶ ὁ Ρομαὶν Ρολλάν δήλωσε ὅτι ὁ Παλαμᾶς «εἶναι ὁ μεγαλύτερος σύγχρονος ποιητὴς τῆς Εὐρώπης».
Γόνιμος καὶ πολύπλευρος ὁ Παλαμᾶς ἀνησυχεῖ γιὰ ὅλα τὰ προβλήματα ποὺ βασανίζουν τὴν ἀνθρώπινη σκέψη. Καμιὰ «σχολὴ» καὶ καμία τεχνοτροπία δὲν θὰ μποροῦσε νὰ τὸν διεκδικήσει. Θὰ μποροῦσε σεμνυνόμενος νὰ πεῖ: «Ἡ ποίησή μου εἶμαι ἐγώ».
Ξεκίνησε μὲ ἄμετρο θαυμασμὸ γιὰ τοὺς Παράσχους, τοὺς Σούτσους καὶ τοὺς ἄλλους ρομαντικοὺς τῆς καθαρεύουσας, γιὰ νὰ στραφεῖ στὴν ποίησή του, ἀπ᾽ τὰ πρῶτα κιόλας βήματα, πρὸς τὴ δημοτικὴ καὶ τὰ διδάγματα τοῦ Νικόλαου Πολίτη, νὰ δεχτεῖ ἀργότερα τὸ κήρυγμα τοῦ Ψυχάρη καὶ ν᾽ ἀναπτυχθεῖ μὲ πλῆθος παραποτάμους σὲ προσωπικότητα πρώτου μεγέθους, συνδυάζοντας τὴ λόγια φαναριωτικὴ μὲ τὴν δημοτικὴ παράδοση, κι ἀντλώντας ἀπ᾽ τοὺς Ἀρχαίους καὶ τὸ Βυζάντιο, ἀπ᾽ τὸ δημοτικὸ τραγούδι καὶ τὸ Βαλαωρίτη καὶ ταυτόχρονα ἀπ᾽ τὴν ξένη λογοτεχνία καὶ τὴν διανόηση, ἰδίως ἀπὸ τὴν γαλλικὴ ποίηση, ἀπ᾽ τὸν παρνασσισμὸ καὶ τὸ ρομαντισμὸ ὥς τὸ συμβολισμὸ τῆς πρώτης περιόδου. Καὶ κατάφερε νὰ τ᾽ ἀφομοιώσει ὅλα καὶ νὰ δημιουργήσει πολύτιμο ἔργο, μὲ χαρακτήρα ἔντονα προσωπικὸ καὶ ἐθνικό, ἀπ᾽ ὅπου περνάει μὲ ἀρραγῆ συνοχὴ καὶ συνέχεια ὁλόκληρος ὁ ἑλληνισμός, ὁ ἀρχαῖος, ὁ βυζαvτινὸς καὶ ὁ νεώτερος, ἐνῶ ἀπ᾽ τὴν ἄλλη μεριὰ ἀκούγονται νὰ σαλεύουν τὰ ρεύματα καὶ τὰ μηνύματα τῆς Εὐρώπης11.
Ἡ ποίηση τοῦ Παλαμᾶ εἶναι ἕνας ποταμός, ποὺ ἄλλοτε κατεβαίνει ὁρμητικὸς κι ἄλλοτε ἥμερος καὶ κουρασμένος, ἀφήνοντας νὰ διαφανεῖ ἡ λογοτεχνικὴ καὶ ποιητική του μεγαλογραφία. Μέσα σ᾽ ὅλη του αὐτὴν τὴ στιχοπλημμύρα θαυμάζει κανεὶς τὴν παρατακτικὴ ἀπαρίθμηση ἐννοιῶν καὶ πραγμάτων, αἰσθημάτων κι᾽ ἐντυπώσεων12.
Ἡ ἐπιβολὴ τοῦ Παλαμᾶ καὶ στοὺς διεθνεῖς πνευματικοὺς κύκλους ὑπῆρξε τέτοιας εὐρύτητας, ὥστε τὸ 1934 ὁ Παλαμᾶς ὑπῆρξε σοβαρότατος διεκδικητὴς τοῦ Βραβείου Νόμπελ.
Τὸ Πανεπιστήμιον Ἀθηνῶν ὅταν ἀποχώρησε ἀπὸ τὴν ὑπηρεσία, τοῦ ἔδωσε «χάριν τιμῆς» σύνταξη ἴση μὲ τὸν τελευταῖο μισθό του. Ἀργότερα ἐνέκρινε τιμητικὴ ἰσόβια σύνταξη στὸν ποιητὴ τοῦ «Δωδεκάλογου» καὶ ὁ Δῆμος Ἀθηναίων13.
Ἡ ἀγάπη εἶναι τὸ συγκλονιστικό συναίσθημα, ποὺ κυριάρχησε στὸ ἔργο τοῦ Παλαμᾶ, μία ἀγάπη ἀπέραντη σὰν τὴ θάλασσα, μία ἀγάπη γιὰ ὅλα, μὰ κυρίως γιὰ τὴν ζωή.
Στὴ συλλογή του «Τὰ ματιὰ τῆς ψυχῆς μου» (1892) καταχωρίσθηκε τὸ ποίημά του «Ὕμνος τῆς ζωῆς»14. «… Ζωὴ δὲν εἶναι τίποτε / γλυκύτερο στὸν κόσμο / ἀπ᾽ τὴν πεντάμορφη ζωὴ / τὴν ἡλιοφωτισμένη!».
Τὸ 1900 συνθέτει καὶ δημοσιεύει ἕνα ἐκτεταμένο ποίημα σὲ δώδεκα μέρη μὲ τίτλο «Χαιρετισμοὺς τῆς Ἡλιογέννητης» καὶ τὸ 1904 ἀκολουθεῖ ἡ ποιητικὴ συλλογὴ «Ἀσάλευτη ζωή».
Τὸ 1907 τυπώνει τὸ πιὸ πρωτότυπο ἔργο του, τὸ «Δωδεκάλογο τοῦ Γύφτου» καὶ τὸ 1910 τὴ «Φλογέρα τοῦ βασιλιᾶ». Καὶ τὰ δύο ποιήματα ἐπικολυρικὰ, στὰ ὁποῖα κυριαρχεῖ ἡ μεγάλη του ἀγάπη γιὰ τὴν πατρίδα καὶ τὸ ὅραμα τοῦ μέλλοντος καὶ τοῦ πεπρωμένου τῆς φυλῆς γιὰ τὴ «Μεγάλη Ἰδέα».
Τὸ 1912 δημοσιεύει τὴν ποιητικὴ συλλογὴ «Καημοὶ τῆς λιμνοθάλασσας», ποὺ προέρχεται ἀπα τὰ νεανικὰ βιώματά του, ὅταν ζοῦσε στὴν Ἱερὴ Πολιτεία.
ΜΙΑ ΠΙΚΡΑ
Τὰ πρῶτα μου χρόνια τ᾽ ἀξέχαστα τά ᾽ζησα
κοντὰ στ᾽ ἀκρογιάλι,
στὴ θάλασσα ἐκεῖ τὴ ρηχὴ καὶ τὴν ἥμερη,
στὴ θάλασσα ἐκεῖ τὴν πλατειά, τὴ μεγάλη.
Καὶ κάθε φορὰ ποὺ μπροστά μου ἡ πρωτάνθιστη
ζωούλα προβάλλει,
Καὶ βλέπω τὰ ὀνείρατα κι ἀκούω τὰ μιλήματα
Τῶν πρώτων μου χρόνων κοντὰ στ᾽ ἀκρογιάλι,
στενάζεις, καρδιά μου, τὸ ἴδιο ἀναστέναγμα:
Νὰ ζοῦσα καὶ πάλι
Στὴ θάλασσα ἐκεῖ τὴ ρηχὴ καὶ τὴν ἥμερη,
στὴν θάλασσα ἐκεῖ τὴν πλατειά, τὴ μεγάλη.
Μιὰ μάνα εἶν᾽ ἡ μοίρα μου, μιὰ μάνα εἶν᾽ ἡ χάρη μου,
δὲ γνώρισα κι ἄλλη:
Μιά θάλασσα μέσα μου σὰ λίμνη γλυκόστρωτη
καὶ σὰν ὠκεανὸς ἀνοιχτὴ καὶ μεγάλη.
Καὶ νά! μὲς τον ὕπνο μου τὴν ἔφερε τό ᾽νειρο
κοντά μου καὶ πάλι
τὴ θάλασσα ἐκεῖ τὴ ρηχὴ καὶ τὴν ἥμερη,
τὴ θάλασσα ἐκεῖ τὴν πλατειά, τὴ μεγάλη.
Κι ἐμέ, τρισαλίμονο, μιά πίκρα μὲ πίκρανε,
μιά πίκρα μεγάλη,
καὶ δὲ μοῦ τὴ γλύκαινες, πανώριο ξαγνάντεμα
τῆς πρώτης λαχτάρας μου, καλό μου ἀκρογιάλι.
Ποιά τάχα φουρτούνα φουρτούνιαζε μέσα μου
καὶ ποιά ἀνεμοζάλη,
ποὺ δὲν μοῦ τὴν κοίμιζες καὶ δὲν τὴν ἀνάπαυες,
πανώριο ξαγνάντεμα κοντὰ στ᾽ ἀκρογιάλι,
Μιά πίκρα εἶν᾽ ἀμίλητη, μιά πίκρα εἶν᾽ ἀνεξήγητη,
μιά πίκρα μεγάλη,
ἡ πίκρα ποὺ εἶν᾽ ἄσβηστη καὶ μὲς τὸν παράδεισο
τῶν πρώτων μας χρόνων κοντὰ στ᾽ ἀκρογιάλι.
(Καημοὶ τῆς Λιμνοθάλασσας)
Τὸν ἴδιο χρόνο τυπώνει τὴ συλλογή του «Ἡ Πολιτεία καὶ ἡ μοναξιά» καὶ τὴν ἑπομένη συλλογή του «Βωμοὶ» δημοσιεύει τὸ 1915 καὶ τὸ 1928 παρουσιάζεται μὲ τὴ συλλογή του «Δειλοὶ καὶ σκληροὶ στίχοι». Ἀκολουθοῦν πολλὲς ἄλλες συλλογές, ὅπως «Περάσματα καὶ χαιρετισμοί», «Οἱ νύκτες τοῦ Φημίου» καὶ «Ξανατονισμένη μουσική». Τὸ τελευταῖο εἶναι στιχουργικὴ μετάφραση ποιημάτων Εὐρωπαίων ποιητῶν. Ἐκτὸς τῆς ὅλης ποιητικῆς καὶ φιλολογικῆς του ἐργασίας, ὁ Κωστὴς Παλαμᾶς ἄφησε δύο θεατρικὰ ἀριστουργήματα. Τὸ δρᾶμα «Τρισεύγενη» (1903) καὶ τὴ νουβέλα «Θάνατος τοῦ παλληκαριοῦ» τὸ 190115.
Στὸ «κελλὶ τῆς Ἀσκληπιοῦ» (ἀποσπασματικά) εἶναι καταπληκτικὰ ὅσα μᾶς διασώζει στὴν αὐτοβιογραφία του γιὰ τὸν Κωστὴ Παλαμᾶ, ὁ Κων /νος Τσάτσος16.
«Κατὰ τὸ 1922, ἔβαλα τὴ μάνα μου νὰ δακτυλογραφήσει τὰ ποιήματά μου, ὅσα τότε φανταζόμoυν παρουσιάσιμα, μὲ τὴ σκέψη νὰ τὰ ὑποβάλω στὸν Παλαμᾶ. Ἔτσι, ἕνα πρωί, μὲ τὸν θησαυρό μου ὑπὸ μάλης πῆγα στὸ γραφεῖο τοῦ Γενικοῦ Γραμματέως τοῦ Πανεπιστημίου, στὸ Κεντρικὸ Κτίριο. Δειλὰ καὶ μὲ τὴν ψυχὴ τρεμάμενη χτύπησα τὴν πόρτα καὶ ἄκουσα ἕνα βραχνὸ “ἐμπρός”. Κάτω ἀπὸ τὰ πυκνὰ φρύδια μὲ κοίταζαν ἀνιχνευτικὰ δύο βαθιὰ μάτια. Εἶπα τὸ ὄνομά μου, τὴν ἰδιότητά μου καὶ τὸν σκοπὸ τῆς ἐπίσκεψής μου. Ὁ ἄνθρωπος, συνηθισμένος ἀπὸ τέτοιες εἰσβολές, παρέλαβε τὰ χαρτιὰ ποὺ εἶχε φροντίσει νὰ συρράψει ἡ μάνα μου καὶ μοῦ εἶπε μὲ μία ἐξαιρετικὴ προσήνεια νὰ περάσω μετὰ μία ἑβδομάδα νὰ μοῦ πεῖ. Μετὰ μία ἑβδομάδα παρουσιάσθηκα μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, στὸ ἴδιο γραφεῖο. Ὁ Παλαμᾶς μοῦ ζήτησε συγγνώμην, διότι δὲν πρόφτασε νὰ μὲ διαβάσει. Ἀλλάξαμε μερικὲς φιλοφρονήσεις καὶ ἔφυγα. Πάλι μετὰ μία ἑβδομάδα πῆγα, ἀλλὰ καὶ πάλι μὲ παρακάλεσε νὰ ξαναπάω σὲ μία ἑβδομάδα. Ἀρκετὰ ἀπογοητευμένος ξανάφυγα ἀλλὰ καὶ ἀποφασισμένος νὰ ἐπιμείνω. Πραγματικὰ ξαναπῆγα καὶ τότε ὁ Παλαμᾶς μὲ δέχθηκε ἀλλοιώτικα.
Μοῦ εἶπε ἕνα σωρὸ καλὰ λόγια. Ἰδίως καὶ αὐτὸ εἶχε γιὰ μένα τότε σημασία νὰ ἐξακολουθήσω νὰ γράφω. Μιλήσαμε ἐκείνη τὴ φορὰ γιὰ ξένη ποίηση, γιὰ τὶς προτιμήσεις μου δόθηκε στὸν Παλαμᾶ ἡ εὐκαιρία νὰ καταλάβει ὅτι εἶχα πολλὰ διαβάσει. Τότε μὲ κάλεσε νὰ πάω μία ὁρισμένη μέρα στὸ σπίτι του, Ἀσκληπιοῦ 3, νὰ κουβεντιάσουμε. Ἔτσι, ἄρχισα νὰ εἶμαι τακτικὸς ἐπισκέπτης τοῦ “κελλιοῦ”. Ἦταν γιὰ μένα τὸ μεγάλο σχολεῖο. Εἶναι ἀδύνατο νὰ πῶ τώρα τί διδάχτηκα ἀπὸ τὸν Παλαμᾶ. Ἀλλὰ εἶναι βέβαιο πὼς ἄντλησα πολλὰ ἀπὸ τὴ σοφία του, ἀπὸ τὶς ἐκλάμψεις τοῦ πνεύματός του. Ἤμουνα συνεπαρμένος ἀπὸ αὐτὸν τὸν βαθυστόχαστο ποιητὴ μὲ τὴν πλατειὰ σκέψη, μὲ τὴν ἱκανότητα νὰ καταλαβαίνει κάθε εἴδους μορφὲς ποιητικοῦ λόγου καὶ νὰ τὶς κρίνει μὲ μία ὑπέροχη δικαιοσύνη.
Σημειώσεις:
10. ὅ.π., σ. 5. 11. Βλ. Κωστὴς Στεργιόπουλος, Ὁ Παλαμᾶς χτὲς καὶ σήμερα, Περιοδικὸν «Διαβάζω», τεῦχ. ἀρ. 334, 27 Ἀπριλίου 1994, σελ. 104. 12. Βλ. ὅ.π., σ, 104, 105. 13. Βλ. Μιχ. Περάνθη, ὅ.π., σ. 95-96. 14. Βλ. Παναγιώτας Ἰ. Δασκαλάκη, ὅ.π. 15. Παναγιώτας Ἰ. Δασκαλάκη, ὅ.π. 16. Κων/νου Τσάτσου, «Στὸ κελλὶ τῆς Ἀσκληπιοῦ», Περιοδικὸν «Καθημερινῆς» «Ἑπτὰ Ἡμέρες», Κυριακὴ 30-3-2003, σ. 18-19.