Τοῦ Ἀρχιμανδρίτου Νεκταρίου Ζιόμπολα
2ον
Περὶ ἐκκλησιαστικῶν – δογματικῶν θεμάτων καὶ Οἰκουμενικῶν Συνόδων
Κατὰ τὴ μακραίωνη διακυβέρνηση τοῦ βυζαντινοῦ Κράτους ἀπὸ τὴν Πουλχερία, ἀνέκυψαν καὶ θέματα αἱρέσεως στοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖες ἔφεραν μακροχρόνιο σάλο. Θὰ γίνει σύντομος λόγος, ἀφοῦ ἕνα πρῶτο λόγο εἶχε καὶ ἡ Πουλχερία σὲ συνεννόηση μὲ ἐκκλησιαστικοὺς παράγοντες.
Μετὰ τὶς δύο Συνόδους Νικαίας καὶ Κωνσταντινουπόλεως, ὅπου ὁλοκληρώθηκε τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως, ὁ ἀρειανισμὸς ὑποχώρησε.
«…Ἡ ἐν Χριστῷ οὐσιαστικὴ ἀδιάρρηκτος καὶ ἀδιάλυτος ἕνωσις τῆς θείας καὶ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως (στὸ Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ), ἦτο τὸ ἐπικρατοῦν ἐν ἀρχῇ τῆς ε΄ ἑκατονταετηρίδος δόγμα. Τότε, ὁ πατριάρχης Κων/πόλεως Νεστόριος ἐπιχειρήσας νὰ φέρη εἰς μέσον νέας ἑρμηνείας, παρήγαγε νέα σκάνδαλα. Οὕτως ἐνόμισεν ἀπὸ τὴν θείαν φύσιν τοῦ Χριστοῦ· καὶ ηὐλαβεῖτο μέν τήν Παναγίαν ὡς Μητέρα τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά δέν ἀπεδέχετο αὐτήν ὡς Θεοτόκον, διότι ὑπελάμβανε να διακρίνωμεν τήν ἀνθρωπίνην τοῦ Χριστοῦ φύσιν ὡς τό ἔνδυμα, τό ὄργανον καί τόν ναόν οὕτως εἰπεῖν τῆς θείας φύσεως. Ἡ δοξασία αὕτη ἔτεινεν ὁπωσδήποτε εἰς τό νά παραστήσῃ τόν Σωτῆρα ὡς ἄνθρωπον μετέχοντα μέν ὑπερφυοῦς τινός δυνάμεως, ἀλλ ̓ οὐδέν ἧττον ἄνθρωπον ὄντα καί οὐχί ὁμοούσιον τῷ Πατρί»2.
Ἡ συγκρότησις τῆς Γ ́ Οἰκουμενικῆς Συνόδου
Κατόπιν αὐτῶν μεγάλος σάλος κατά τοῦ αἱρετικοῦ ἐκείνου δόγματος. Κύριος ἀντίπαλος τοῦ αἱρετικοῦ Νεστορίου ἦταν ὁ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Κύριλλος. Ὅμως ὁ κλῆρος τῆς Ἀνατολῆς μετά τοῦ Πατριάρχου Ἀντιοχείας συντάχθηκαν μετά τοῦ Νεστορίου. Ἡ αὐτοκράτειρα Πουλχερία ἀναφανδόν τάχθηκε μετά τοῦ Κυρίλλου, μαζί καί ὁ εὐρωπαϊκός κλῆρος. Μάλιστα ὁ Κύριλλος τῆς ἀπηύθυνε μία πραγματεία καὶ δύο ἐπιστολές (τό 430) πού ἅπτοντο τῆς αἱρέσεως τοῦ Νεστορίου. Ἀφοῦ πέρασαν περί τά δύο χρόνια μέ ἀντιφάσεις καί συγχύσεις ἡ δυναμική Πουλχερία κατώρθωσε νά συγκροτηθεῖ ἡ Γ ́ Οἰκουμενική Σύνοδος στήν Ἔφεσο, γιά νά λύσει τό τολμηρό αὐτό ζήτημα. Μεγάλη ἡ προσφορά τῆς Πουλχερίας στή φάση αὐτή ὡς πρός τήν αἵρεση τοῦ Νεστορίου. Τό ἐπικίνδυνο ἦταν ὅτι «καί ὁ ἀδελφός της Θεοδόσιος προστάτευε τόν Νεστόριον, ὑπακούων στίς εἰσηγήσεις Χρυσαφίου, ὁ ὁποῖος κατέχων θέσιν εὑρίσκετο εἰς ἀντιπαράθεσιν μέ τήν Πουλχερίαν, ἡ ὁποία ἐπί τοῦ ἀσθενοῦς πνεύματος τοῦ ἀδελφοῦ πολιτευομένη πιστότερον ἀκολουθοῦσα τά διαβήματα τοῦ πάππου αὐτῆς Μ. Θεοδοσίου, ἐστήριζε τόν Ἀλεξανδρείας Κύριλλον, σύν τόν εὐρωπαϊκόν κλῆρον».
Ἡ Σύνοδος συνῆλθε τὸ 431 καί προήδρευσε ὁ Κύριλλος, μέ παρουσία μέ τό μέρος του περί τούς διακοσίους ἐπισκόπους. Τά τοῦ Νεστορίου καταδικάστηκαν ὑπό τῆς Συνόδου. Ὅμως ὁ Νεστόριος ὑποστηριζόμενος ἀπό τόν Πατριάρχη Ἀντιοχείας καί ἄλλους ἐπισκόπους καθώς καί ἀπό κάποιους αὐλικούς, παρά τήν καταδίκη ἐπέμενε στίς πλάνες του. Ὁ σάλος συνεχίσθηκε καί σέ βάρος τοῦ κράτους καί τῶν κοινωνιῶν. Διά προτροπῶν τῆς Πουλχερίας ὁ Νεστόριος ἐξωρίσθη.
Παρέμεινε ἡ ἔντονη φράση τοῦ ἁγίου Κυρίλλου, «Ὅτι ἡ Παρθένος ἔτεκε Θεόν σεσαρκωμένον». Πλέον ἡ Παρθένος Μαρία καί συνοδικῶς ὡς ὅρον δογματικόν ὀνομάσθηκε Θεοτόκος. «Πρῶτον γάρ ὁ Ὠριγένης Θεοτόκον ἐκάλεσεν τήν Παρθένον».
Ἔτσι πως τελείωσε ἡ Γ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος. Ὡστόσο ὑπῆρξε μία ἄλλη αἱρετική συνέχεια.
Σημειώσεις:
2. Κων/νου Παπαρρηγοπούλου, «Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους», ἔκδοσις Ν.Δ. Νίκας Α.Ε., τ. 3ος, σσ. 615-620.