Ἅγιος Ἰωσήφ ὁ Ἡσυχαστής
Λοιπὸν
βιάσου. Λέγε διαρκῶς τὴν εὐχή. Νὰ μὴ σταματᾶ καθόλου τὸ στόμα. Ἔτσι θὰ
τὴν συνηθίσεις μέσα σου καὶ κατόπιν θὰ τὴν παραλάβει ὁ νοῦς. Μὴ
ξεθαρρεύεις στοὺς λογισμούς, διότι γίνεσαι μαλθακὸς καὶ μολύνεσαι.
«Εὐχή, βία φύσεως διηνεκής», καὶ θὰ δεῖς πόση Χάρη θὰ λάβεις.
Ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου, παιδί μου, εἶναι θλίψη, διότι εἶναι στὴν ἐξορία. Μὴ ζητεῖς τελεία ἀνάπαυση. Ὁ Χριστὸς μας σήκωσε τὸ σταυρό, καὶ μεῖς θὰ σηκώσουμε. Ὅλες τὶς θλίψεις ἐὰν τὶς ἀπομένουμε, βρίσκομε Χάρη παρὰ Κυρίου. Γι’ αὐτὸ μᾶς ἀφήνει ὁ Κύριος νὰ πειραζόμαστε, γιὰ νὰ δοκιμάζει τὸ ζῆλο καὶ τὴν ἀγάπη ποὺ ἔχουμε πρὸς αὐτόν. Γι’ αὐτὸ χρειάζεται ὑπομονή. Χωρὶς ὑπομονὴ δὲν γίνεται ὁ ἄνθρωπος πρακτικός, δὲν μαθαίνει τὰ πνευματικά, δὲν φθάνει σὲ μέτρα ἀρετῆς καὶ τελειώσεως.
Ἀγάπα τὸν Ἰησοῦ καὶ λέγε ἀδιάλειπτα τὴν εὐχὴ καὶ αὐτὴ θὰ σὲ φωτίζει στὸ δρόμο του.
Πρόσεχε νὰ μὴν κατακρίνεις. Διότι ἀπὸ αὐτὸ παραχωρεῖ ὁ Θεὸς καὶ φεύγει ἡ Χάρη καὶ σὲ ἀφήνει ὁ Κύριος νὰ πέφτεις, νὰ ταπεινώνεσαι, νὰ βλέπεις τὰ δικά σου σφάλματα. Ἀλλ’ ὅταν ὑποχωρεῖ ἡ Χάρη γιὰ νὰ δοκιμαστεῖ ὁ ἄνθρωπος, τότε γίνονται ὅλα σαρκικὰ καὶ πέφτει ἡ ψυχή. Σὺ ὅμως τότε μὴ χάνεις τὴν προθυμία σου, ἄλλα φώναζε διαρκῶς τὴν εὐχὴ μὲ βία, μὲ τὸ ζόρι, μὲ πόνο πολύ. «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με». Καὶ πάλι καὶ πολλὲς φορές, τὸ ἴδιο συνεχῶς. Καὶ σὰν νὰ ἀτενίζεις νοερὰ τὸν Χριστὸ νὰ τοῦ λέγεις· «…Δόξα σοι, δόξα σοι, ὁ Θεός μου». Καὶ ὑπομένοντας, πάλι θὰ ἔλθει ἡ Χάρη, πάλι ἡ χαρά. Ὅμως καὶ πάλι ὁ πειρασμὸς καὶ ἡ λύπη, ἡ ταραχὴ καὶ τὰ νεῦρα. Ἀλλὰ καὶ πάλιν ἀγώνας, νίκη, εὐχαριστία. Καὶ αὐτὸ γίνεται μέχρις ὅτου σιγὰ-σιγὰ καθαρίζεσαι ἀπὸ τὰ πάθη καὶ γίνεσαι πνευματικός…
Ἡ ἄσκηση, παιδί μου, θέλει στερήσεις. Θέλει ἀγώνα καὶ κόπο πολύ. Θέλει νὰ φωνάζεις μέρα καὶ νύκτα στὸν Χριστό. Θέλει ὑπομονὴ σὲ ὅλους τοὺς πειρασμοὺς καὶ τὶς θλίψεις. Θέλει νὰ πνίξεις θυμὸ καὶ ἐπιθυμία.
Θὰ κουρασθεῖς πολύ, μέχρι νὰ καταλάβεις ὅτι προσευχὴ χωρὶς προσοχὴ καὶ νήψη εἶναι χάσιμο χρόνου· κόπος χωρὶς πληρωμή. Πρέπει σὲ ὅλες τὶς αἰσθήσεις μέσα ἔξω νὰ βάλεις ἄγρυπνο φύλακα τὴν προσοχὴ διότι χωρὶς αὐτὴν ὁ νοῦς καὶ οἱ δυνάμεις τῆς ψυχῆς διαχέονται στὰ μάταια καὶ συνήθη, σὰν τὸ ἄχρηστο νερὸ ποὺ τρέχει στοὺς δρόμους. Ποτὲ κανένας δὲν βρῆκε προσευχὴ χωρὶς προσοχὴ καὶ νήψη. Κανένας ποτὲ δὲν ἀξιώθηκε νὰ ἀνεβεῖ πρὸς τὰ ἄνω χωρὶς πρῶτα νὰ καταφρονήσει τὰ κάτω.
Ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου, παιδί μου, εἶναι θλίψη, διότι εἶναι στὴν ἐξορία. Μὴ ζητεῖς τελεία ἀνάπαυση. Ὁ Χριστὸς μας σήκωσε τὸ σταυρό, καὶ μεῖς θὰ σηκώσουμε. Ὅλες τὶς θλίψεις ἐὰν τὶς ἀπομένουμε, βρίσκομε Χάρη παρὰ Κυρίου. Γι’ αὐτὸ μᾶς ἀφήνει ὁ Κύριος νὰ πειραζόμαστε, γιὰ νὰ δοκιμάζει τὸ ζῆλο καὶ τὴν ἀγάπη ποὺ ἔχουμε πρὸς αὐτόν. Γι’ αὐτὸ χρειάζεται ὑπομονή. Χωρὶς ὑπομονὴ δὲν γίνεται ὁ ἄνθρωπος πρακτικός, δὲν μαθαίνει τὰ πνευματικά, δὲν φθάνει σὲ μέτρα ἀρετῆς καὶ τελειώσεως.
Ἀγάπα τὸν Ἰησοῦ καὶ λέγε ἀδιάλειπτα τὴν εὐχὴ καὶ αὐτὴ θὰ σὲ φωτίζει στὸ δρόμο του.
Πρόσεχε νὰ μὴν κατακρίνεις. Διότι ἀπὸ αὐτὸ παραχωρεῖ ὁ Θεὸς καὶ φεύγει ἡ Χάρη καὶ σὲ ἀφήνει ὁ Κύριος νὰ πέφτεις, νὰ ταπεινώνεσαι, νὰ βλέπεις τὰ δικά σου σφάλματα. Ἀλλ’ ὅταν ὑποχωρεῖ ἡ Χάρη γιὰ νὰ δοκιμαστεῖ ὁ ἄνθρωπος, τότε γίνονται ὅλα σαρκικὰ καὶ πέφτει ἡ ψυχή. Σὺ ὅμως τότε μὴ χάνεις τὴν προθυμία σου, ἄλλα φώναζε διαρκῶς τὴν εὐχὴ μὲ βία, μὲ τὸ ζόρι, μὲ πόνο πολύ. «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με». Καὶ πάλι καὶ πολλὲς φορές, τὸ ἴδιο συνεχῶς. Καὶ σὰν νὰ ἀτενίζεις νοερὰ τὸν Χριστὸ νὰ τοῦ λέγεις· «…Δόξα σοι, δόξα σοι, ὁ Θεός μου». Καὶ ὑπομένοντας, πάλι θὰ ἔλθει ἡ Χάρη, πάλι ἡ χαρά. Ὅμως καὶ πάλι ὁ πειρασμὸς καὶ ἡ λύπη, ἡ ταραχὴ καὶ τὰ νεῦρα. Ἀλλὰ καὶ πάλιν ἀγώνας, νίκη, εὐχαριστία. Καὶ αὐτὸ γίνεται μέχρις ὅτου σιγὰ-σιγὰ καθαρίζεσαι ἀπὸ τὰ πάθη καὶ γίνεσαι πνευματικός…
Ἡ ἄσκηση, παιδί μου, θέλει στερήσεις. Θέλει ἀγώνα καὶ κόπο πολύ. Θέλει νὰ φωνάζεις μέρα καὶ νύκτα στὸν Χριστό. Θέλει ὑπομονὴ σὲ ὅλους τοὺς πειρασμοὺς καὶ τὶς θλίψεις. Θέλει νὰ πνίξεις θυμὸ καὶ ἐπιθυμία.
Θὰ κουρασθεῖς πολύ, μέχρι νὰ καταλάβεις ὅτι προσευχὴ χωρὶς προσοχὴ καὶ νήψη εἶναι χάσιμο χρόνου· κόπος χωρὶς πληρωμή. Πρέπει σὲ ὅλες τὶς αἰσθήσεις μέσα ἔξω νὰ βάλεις ἄγρυπνο φύλακα τὴν προσοχὴ διότι χωρὶς αὐτὴν ὁ νοῦς καὶ οἱ δυνάμεις τῆς ψυχῆς διαχέονται στὰ μάταια καὶ συνήθη, σὰν τὸ ἄχρηστο νερὸ ποὺ τρέχει στοὺς δρόμους. Ποτὲ κανένας δὲν βρῆκε προσευχὴ χωρὶς προσοχὴ καὶ νήψη. Κανένας ποτὲ δὲν ἀξιώθηκε νὰ ἀνεβεῖ πρὸς τὰ ἄνω χωρὶς πρῶτα νὰ καταφρονήσει τὰ κάτω.