Τετάρτη 11 Σεπτεμβρίου 2024

Ὁ Ὅσιος Χριστοφόρος, ὁ Παπουλάκος

Γράφει ὁ κ. Χαράλαμπος Μπούσιας, Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας

  Ὁ Ὅσιος Χριστοφόρος, ὁ πλανώμενος κήρυκας τῆς εὐσεβείας,  ὑπῆρξε ἕνας σύχρονος ἱεραπόστολος, ἕνας κήρυκας τοῦ Εὐαγγελίου τῆς ἀγάπης μὲ ἀδούλωτο φρόνημα, ποὺ ἀγωνίσθηκε μέχρι θανάτου ὑπὲρ τῆς ἀληθείας, ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας, ὑπὲρ τῶν πατρικῶν παραδόσεων. Ἦταν ἕνας πνευματικὸς ἐπαναστάτης, ποὺ συμμετεῖχε στὴ μεγάλη προετοιμασία τοῦ γένους γιὰ τὴν ἀποτίναξη τῆς μακρόχρονης Ὀθωμανικῆς τυραννίας καὶ στὴ συνέχεια ἀντέδρασε ἔντονα τόσο στὶς ἐπιδράσεις τῆς βαυαροκρατίας στὸ ἑλληνορθόδοξο πνεῦμα καὶ στὸν πατροπαράδοτο τρόπο ζωῆς, ὅσο  καὶ ἐνάντια στὸν ἀγνωστικισμὸ καὶ στὴν ἐκκοσμίκευση, μάστιγες οἱ ὁποῖες μέχρι καὶ σήμερα ἀπειλοῦν νὰ ἀλλοιώσουν τὸ πνεῦ­μα τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεώς μας.

  Ὁ ἐνάρετος, λαοσέβαστος ἱεροκήρυκας, ἀσκητικώτατος, ἀγαθός, προφητόφθεγγτος, θαυματουργὸς ἐρημίτης Χριστοφόρος, ὁ γνωστὸς σὲ ὅλους Παπουλάκος, ὅπως καὶ ἄλλα θεοφώτιστα πνεύματα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ὁ Κωνσταντῖνος Οἰκονόμος ὁ ἐξ Οἰκονόμων, ὁ Κοσμᾶς Φλαμιᾶτος καὶ ὁ Μεγαλοσπηλαιώτης Ἰγνάτιος Λαμπρόπουλος, μὲ τοὺς ὁποίους ἵδρυσε στὴν Πάτρα τὴ Φιλορθόδοξη Ἑταιρεία, ἀλλὰ καὶ οἱ στερεοὶ στὴν παράδοση Κολλυβάδες Πατέρες, διέγνωσαν τὸν ἄμεσο κίνδυνο ποὺ διέτρεχε τὸ Ὀρθόδοξο Γένος τῶν Ἑλλήνων ἀπὸ τοὺς κρατοῦντες νεωτεριστὲς καὶ τὸν ὕπουλο ἐχθρὸ τῆς ἀγνωσίας τῆς εὐαγγελικῆς ἀλήθειας. Διέγνωσε τὴν καλπάζουσα ἀσθένεια καὶ πρότεινε πνευματικὰ φάρμακα κατάλληλα γιὰ τὴν ἀνάνηψη καὶ θεραπεία τοῦ χειμαζόμενου Ὀρθοδόξου Ἑλληνισμοῦ τῆς Πελοποννήσου, τῆς Ἀττικῆς καὶ τῶν νησιῶν, στὰ ὁποῖα εἴτε δίδαξε τὸ λόγο τῆς σωτηρίας εἴτε παρέμεινε ἐξόριστος, μετὰ τὴ δίωξή του γιὰ τὸ αὐστηρὸ ἐλεγκτικό του κήρυγμα ποὺ στιγμάτιζε τοὺς «δοκοῦντες ἄρχειν τῶν ἐθνῶν»  [1], τοὺς ἐνδόξους τῆς γῆς.

  Σήμερα, στὴ σύγχυση ποὺ ἔχει ἐπιφέρει ἡ παγκοσμιοποίηση, τὸ ὑποκατάστατο τῆς τότε Βαυαροκρατίας, ἡ χαλάρωση τῶν ἠθῶν καὶ τὸ κοσμικὸ φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἀνάδειξη τῆς προσωπικότητος τοῦ Ὁσίου Χριστοφόρου κρίνεται, καθὼς ἤδη ἀναφέραμε, ἐπιβεβλημένη καὶ πράξη ἀναγκαία, γιὰ τὴ συγκράτηση τοῦ συγχυσμένου Ὀρθοδόξου ποιμνίου. Ἡ προσφορὰ τοῦ Παπουλάκου στὴν Ὀρθόδοξη κοινωνία εἶναι διαχρονικὴ καὶ πάντα ἐπίκαιρη· πάντα ἀξιομίμητη.

  Ὁ Ὅσιος Χριστοφόρος, ὁ ἐπονομαζόμενος Παναγιωτόπουλος, ὁ γνωστὸς σὲ ὅλους μας Παπουλάκος, γεννήθηκε τὸ ἔτος 1770 στὸ χωριὸ τῶν Ἀρμπούνων, μέσα στοὺς ὀρεινοὺς ὄγκους καὶ τοὺς ὁλόδροσους δρυμοὺς τῆς ἐπαρχίας τῶν Καλαβρύτων. Ἦταν ἄνδρας φιλήσυχος, δίκαιος, ἀνιδιοτελής, ἀκτήμων, ἁπλούστατος στοὺς τρόπους καὶ πολὺ ἐλεήμων. Ἀσκοῦσε τὸ ἐπάγγελμα τοῦ κρεοπώλου μέχρι τὰ ἑβδομῆντα χρόνια του. Τότε τὸν ἐπισκίασε ὁλοκληρωτικὰ ἡ χάρη τοῦ Παναγίου Πνεύματος καὶ τοῦ ἐπέφερε τὴν καλὴ ἀλλοίωση. Τότε ἀξιώθηκε νὰ ζήσει τὴν προσωπική του Πεντηκοστὴ καὶ ἀπὸ ἀγράμματος νὰ γίνει «σκεῦος ἐκλογῆς»  [2], καὶ ὁμότροπος τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων.  Ὑπακούοντας σὲ κάποιο θεϊκὸ κέλευσμα ἀφιέρωσε τὸν ἑαυτό του ὁλοσχερῶς στὸν Κύριο καί, ἀφοῦ ἐντάχθηκε στὶς τάξεις τῶν μοναχῶν τοῦ Μεγάλου Σπηλαίου, μὲ προσωπικὸ μόχθο καὶ ἔξοδα ἔκτισε τὴ Σκήτη τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, λίγο πάνω ἀπὸ τὸ χωριό του, τὰ Ἄρμπουνα. Διαπνεόμενος ἀπὸ γνήσιο Ὀρθόδοξο φρόνημα καὶ σταθερότητα  στὴν ἀκαινοτόμητη πίστη μας ἄρχισε νὰ κηρύττει τὴν εὐσέβεια καὶ νὰ περιοδεύει τὶς πόλεις καὶ τὰ χωριὰ τῆς Πελοποννήσου διδάσκοντας καὶ νουθετώντας τὸ λαὸ ποὺ βρισκόταν στὴ σκιὰ τοῦ ἀγνωστικισμοῦ. Ὡς περιπλανώμενος ἱεροκήρυκας ὁ Παπουλάκος  δὲν εἶχε «ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνῃ»  [3], ὅπως ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς καὶ δίδασκε καὶ ἐνέπνεε τὰ πλήθη μὲ ἁπλὰ λόγια, πού, ὅμως, ἀποδείκνυαν τὸ βάθος τοῦ πνευματικοῦ του φρέατος. Οἱ διδαχές του ἔρριχναν βάλσαμο στὶς τραυματισμένες ψυχὲς τῶν Χριστιανῶν, ἔγιναν ἐλπίδα στοὺς ἀπελπισμένους καὶ ταλαιπωρημένους Ἕλληνες τῶν νότιων περιοχῶν τῆς πατρίδος μας, ἔγιναν ἐπαναστατικὸ φλάμπουρο κατὰ τῆς ἀδικίας, τῆς κλοπῆς, τῆς παραμονῆς στὴν ἐφάμαρτη ζωή, στὸ βοῦρκο τῆς ἀγνωσίας καὶ τῆς ὑπονομεύσεως τῶν ἀρχῶν τῆς παραδόσεώς μας. Μὲ τὰ κηρύγματά του μεταμόρφωσε τὶς ἄμορφες μᾶζες σὲ εἰκόνες Θεοῦ, μὲ ἐπικράτηση τῆς ἀγάπης, τῆς δικαιοσύνης, τῆς συγχωρητικότητος, καὶ τῆς ἀνιδιοτελοῦς προσ­φορᾶς πρὸς κάθε χειμαζόμενο καὶ πάσχοντα. Ὑπῆρξε φιλάνθρωπος καὶ γνήσιος τηρητὴς τῶν εὐαγγελικῶν ἐνταλμάτων. Ἔχοντας μοναδική του περιουσία τὸ ραβδί του καὶ τὸ εὐτελέστατο ράσο του περιόδευε τὴν ὕπαιθρο χώρα, αὐτὴ ποὺ στὸ ἄκουσμα τῆς ἐλεύσεώς του ξεσηκωνόταν ἀπὸ ἐνθουσιασμὸ  καὶ τοῦ ἑτοίμαζε πρωτοφανῆ ὑποδοχὴ. Τὸ πλῆθος τὸν ἀποθέωνε, ψάλλοντας τὸ «Τῇ ὑπερμάχῳ» καὶ ἀγγόγυστα παρέμενε κοντά του ὧρες πολλὲς ἀκούγοντας τὰ λόγια του, ποὺ σὰν λόγια Σειρήνων τὸν μαγνήτιζαν στὶς εὐαγγελικὲς ἀλήθειες. Ἡ Καλαμάτα δονήθηκε ἀπὸ ἐνθουσιασμό. Εἴκοσι χιλιάδες πιστῶν βγῆκαν στὸ δρόμο νὰ τὸν ὑποδεχθοῦν καὶ παρέμειναν μαζί του ἀκούγοντας τὶς ἁπλὲς μὲν ἀλλὰ πρακτικὲς διδαχὲς καὶ νουθεσίες του ὅλη τὴν ἡμέρα, μὲ μιὰ μικρὴ διακοπή, ποὺ ὁ ἴδιος ἐπέβαλε τὶς μεσημβρινὲς ὧρες, γιὰ κάποιο μικρὸ γεῦμα μὲ τὴν ξηρὰ τροφὴ ποὺ κάθε ἕνας εἶχε στὸ ντουρβά τους.  Ἡ Μάνη τὸν ἀγκάλιασε καὶ τὸν προστάτευσε ἀπὸ τὶς διώξεις τῶν ἰσχυρῶν καὶ τὴν προδοσία τῶν νέων Ἰσκαριωτῶν. Τὸ κίνημα τοῦ Παπουλάκου ἔμεινε στὴν ἱστορία σὰν κίνημα καρδιᾶς, σὰν κίνημα λαϊκὸ γιὰ πνευματικὴ ἀνακαίνιση, γιὰ προσδοκία ὄχι γηΐνων ἀπολαύσεων, ἀλλὰ αἰωνίων. Καὶ ὅπως ὁ Χριστός μας δὲν μποροῦσε καὶ αὐτὸς  παρὰ νὰ φυλακισθεῖ καὶ νὰ ὑποφέρει βαδίζοντας τὰ βήματά του. Οἱ ὑγρὲς καὶ ἀνήλιες φυλακὲς τοῦ Ρίου κράτησαν ἔνοικό τους γιὰ ἀρκετοὺς μῆνες τὸν Ὅσιο Χριστοφόρο μὲ τὴν κατηγορία τοῦ  ἀγύρτη καὶ λαοπλάνου. Ἡ μεταφορά του ὕστερα στὴν Ἀθήνα γιὰ δίκη ἔγινε προσκύνημα. Κλῆρος καὶ λαὸς ὑποκλίνονταν στὸν νέο ἰσαπόστολο καὶ ἀπ’ ὅπου περνοῦσε τὸν ὑποδέχονταν μὲ κλάματα καὶ δεήσεις. Ἡ λαϊκὴ αὐτὴ ὑποστήριξη τοῦ Παπουλάκου ἐξανάγκασε τὸ κράτος νὰ ἀποφύγει τὴ δίκη. Τὸν ἐξόρισαν στὸ Μοναστήρι τοῦ Προφήτη Ἠλία στὴ Σαντορίνη, ὅπου συνδέθηκε μὲ τὸν ἐπίσης ἐξόριστο Κολλυβὰ Σκιαθίτη Ἅγιο, Διονύσιο τὸν Ἐπιφανιάδη. Καὶ ἐδῶ ὅμως δὲν ἔπαυσε τὴν κηρυκτική του δράση. Συνέχισε νὰ ὁμιλεῖ «περὶ ψυχικῆς ὠφελείας»  [4] μὲ ἀποτέλεσμα τὰ μέτρα τοῦ περιορισμοῦ του νὰ γίνουν πιὸ αὐστηρὰ καὶ τέλος νὰ σταλεῖ ἀλλοῦ ἐξορία καὶ μάλιστα στὸ πιό ἀπόμερο Μοναστήρι τῆς Παναχράντου, στὴν Ἄνδρο. Ὁ λαὸς τὸ ἔμαθε καὶ ἡ Ἄνδρος ἔγινε προσκύνημα πανορθόδοξο. Τὸ σιδερόφρακτο κελλί του ἀναδείχθηκε τόπος ἐνισχύσεως καὶ ἁγιασμοῦ τῶν ἀγωνιστῶν προσκυνητῶν, ποὺ ζητοῦσαν γιὰ εὐλογία ἀποτμήματα ἀπὸ τὸ ράσο του.  Στὸ κελλὶ αὐτὸ κοιμήθηκε στὶς 18 Ἰανουαρίου τοῦ 1861, γιὰ νὰ μεταδημοτεύσει στὴν ἄνω πόλη, στὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Λίγο πρὶν κοιμηθεῖ ὁ φρουρός του ἔσπευσε νὰ ζητήσει συγγνώμη ἀπὸ τὸν Ὅσιο καὶ τὴν εὐλογία του, γιὰ νὰ ντυθεῖ τὸ μοναχικὸ σχῆμα, ἀφοῦ πίστευε ὅτι κάτω ἀπὸ τὴν κατάλευκη γενειάδα του ξεπηδοῦσε τὸ φῶς τῆς πραγματικῆς πίστεως, τὸ φῶς τῆς ἀληθείας, ποὺ φώτιζε κάθε ἄνθρωπο τῆς δυσχείμερης γιὰ τὸ ἔθνος μας  ἐποχῆς του. Τὸν συνόδευε τὸ στεφάνι τοῦ ὁμολογητοῦ, ποὺ ἐπάξια τοῦ δόθηκε ἀπὸ τὸν ἀγωνοθέτη καὶ στεφοδότη Ἰησοῦ μας, Αὐτὸν ποὺ τὸν ἀξίωσε νὰ θαυματουργεῖ τόσο ὅσο ζοῦσε, ὅσο καὶ μετὰ τὴν ὁσιακή του κοίμηση.

  Ἀδελφοί μου, σήμερα ἡ κοινωνία περνάει μιὰ οἰκονομικὴ κρίση. Κρίση τὴν ὁποία ἐπιβάλλουν τὰ διεθνῆ κεφάλαια, ἡ παγκοσμιοποίηση, ἡ διεθνὴς ἰσοπέδωση. Ὅλοι ἀσχολοῦνται μὲ τὴν κρίση καὶ προτείνουν μέτρα καταστολῆς της, μέτρα ταχείας ἐπουλώσεως τῶν πληγῶν ποὺ ἐπιφέρει στὰ κοινωνικὰ καὶ ἰδίως στὰ κατώτερα στρώματα. Ἡ κρίση τῶν πνευματικῶν ἀξιῶν κανένα δὲν μᾶς ἀπασχολεῖ, κανένα μας δὲν ἐγγίζει. Μόνο ὅταν τὸ πρόβλημα κτυπήσει τὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ μας μὲ ἐξαρτημένα ἄτομα, μὲ ἀσθένειες ποὺ ἀπορρέουν ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, ἀφοῦ, «τὰ ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας θάνατος»  [5], τότε μόνον ξυπνᾶμε καὶ τρέχουμε στὴ μεγάλη μητέρα μας, στὴν Ἐκκλησία, γιὰ νὰ γιατρευτοῦμε. Ἂς ἐπαγρυπνοῦμε συνεχῶς, ἂς ἀκοῦμε διαρκῶς τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ μας «γρηγορεῖτε καὶ προσεύχεσθε»  [6], ἂς ξεσηκωθοῦμε ὅπως ὁ Παπουλάκος, ἔστω καὶ θεωρητικὰ μόνοι μας ἐναντίον τῶν δυνάμεων τοῦ σκότους καὶ νὰ εἴμαστε βέβαιοι ὅτι δὲν θὰ εἴμαστε μόνοι. Ὁ Χριστὸς θὰ πολεμᾶ πλάϊ μας, ὅπως φωνάζει ὁ Δαβίδ: «Ἰσχύς μου ὁ Κύριος»  [7] καὶ ὅπως λέει κι’ ἕνα θρησκευτικὸ ποίημα τῶν κατηχητικῶν μας χρόνων: «Θὰ νικήσουμε ἀσφαλῶς, γιατὶ στρατηγὸς εἶν’ ὁ Χριστός».

Σημειώσεις:

[1]  Μάρκ. ι΄ 42. [2]  Πράξ. θ΄ 15. [3]  Ματθ. η΄ 20. [4] Κωνσταντῖνος Γαρίτσης, Μονὴ Προφήτου Ἠλιού, Θήρας, σελίδα 32, Ἐκδόσεις Θεσβίτης. [5]  Ῥωμ. στ΄ 23. [6]  Ματθ. κστ΄ 41. [7]  Ψαλμ. 117, 14.

https://orthodoxostypos.gr