Πέμπτη 12 Σεπτεμβρίου 2024

ΕΛΕΗΜΟΣΥΝΗ; ΑΣ ΔΩΣΕΙ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ…

 

Πατερικά

ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ

     Τι όφελος, όταν, ενώ είσαι πλούσιος, δίδης τόσον ολίγα όπως θα έδιδε κάποιος ένα κύπελλον νερού, ενώ είχε πέλαγος, και ούτε να ζηλεύης την μεγαλοψυχίαν της χήρας γυναικός; Και πως θα ειπής, «Κύριε, ελέησέ με σύμφωνα με το μέγα έλεός σου, και σύμφωνα με την απέραντον ευπλαγχνίαν σου εξάλειψε το ανόμημά μου», ενώ συ ο ίδιος δεν ελεείς κατά το μέγα έλεός σου, ίσως δε ούτε κα­τά το μικρόν;

Πράγματι, πολύ εντρέπομαι, όταν ιδώ πολλούς πλου­σίους να κινούνται επάνω εις χρυσοχαλίνους ίππους και να ακολουθούν υπηρέται με χρυσά ενδύματα και να έχουν αργυράς κλίνας και αλλά περισσότερον φανταστικά αγαθά, και όμως να γίνωνται πτω­χότεροι από τους πτωχοτέρους, όταν πρόκειται να δώσουν εις πτωχόν.

Αλλά τι συνήθως λέγουν αυτοί; Υπάρχει το κοινόν ταμείον της Εκκλησίας, θα έλεγε κάποιος. Και αυτό ποίαν σχέσιν έ­χει με εσένα; Διότι, εάν εγώ δώσω, συ δεν σώζεσαι, ούτε, αν δώση η Εκκλησία, εξαλείφεις τα ιδικά σου αμαρτήματα.

Εάν δηλα­δή δεν δίδης δια τούτο, επειδή η Εκκλησία οφείλει να δώση εις όσους έχουν ανάγκην, επομένως επειδή προσεύχονται οι Ιερείς, συ δεν θα προσευχηθής ποτέ; Και επειδή νηστεύουν άλλοι, συ συνε­χώς θα μεθάς; Δεν γνωρίζεις ότι ο Θεός δεν ενομοθέτησεν δια τους πτωχούς τα σχετικά με την ελεημοσύνην έτσι όπως δια τους ίδιους που δίδουν;

Αλλά βλέπεις με καχυποψίαν τον Ιερέα; Και τούτο εί­ναι πολύ βαρεία αμαρτίαι, αλλά δεν το εξετάζω με λεπτομέρειαν κάμνε τα πάντα με τον εαυτόν σου, και έτσι θα καρπωθής διπλόν τον μισθόν σου. Όσα λέγομεν εμείς υπέρ της ελεημοσύνης, δεν τα λέγομεν δια να προσφέρης εις ημάς, αλλά δια να διακονής συ ο ίδιος τον εαυτόν σου. Διότι, αν προσφέρης εις εμένα, ίσως θα κυριευθής και από κενοδοξίαν, πολλάκις δε θα φύγης σκανδαλισμέ­νος, διότι υποπτεύεσαι πονηρά αν όμως κάμνετε όλα δια τον εαυτόν σας, θα απαλλαγήτε και από σκάνδαλα και από αδικαιολόγητον υποψίαν, και ο μισθός σας θα είναι μεγαλύτερος.

Δεν τα λέγω λοιπόν αυτά προσπαθών να σας αναγκάσω να φέρετε εδώ χρήματα, ούτε διότι αγανακτώ δια τας συκοφαντίας εις βάρος των Ιερέων. Εάν πρέπει να αγανακτώ και να πονώ, πρέ­πει να πονώ δια σας που συκοφαντείτε, διότι εκείνοι που συκοφαντούνται χωρίς λόγον και αδίκως θα έχουν μεγαλύτερον μισθόν, οι συκοφάνται όμως θα έχουν βαρυτέραν τιμωρίαν.

Δεν τα λέγω λοι­πόν αυτά προς υπεράσπισιν αυτών, αλλά από ενδιαφέρον και φρον­τίδα δια σας. Τι το παράξενον, αν εις την εποχήν μας μερικοί υποπτεύονται, εφ’ όσον εις την εποχήν των αγίων εκείνων που εμιμήθησαν τους αγγέλους και δεν είχον τίποτε ιδικόν των, εννοώ τους αποστόλους, υπήρχε γογγυσμός εις την διακονίαν των χηρών, ότι παρεθεωρούντο οι πένητες, την στιγμήν κατά την οποίαν κανείς, τίποτε από την περιουσίαν του δεν έλεγεν ότι είναι ιδικόν του, αλλά όλα τα είχον αυτοί κοινά;

Ας μη προβάλλωμεν λοιπόν αυτάς τας προφάσεις, ούτε να νομίζωμεν ότι είναι απολογία μας το ότι η Εκκλησία έχει πολλήν περιουσίαν.

Διότι, όταν ίδης το μέγεθος αυτής της περιουσίας, σκέψου και τα πλήθη των πτωχών που είναι γραμμένοι εις τους κατα­λόγους της, τα πλήθη των αρρώστων, τας περιπτώσεις των μυρίων βοηθημάτων. Εξέτασε με περιέργειαν, ερεύνησε όλα τα σημεία, κα­νείς δεν θα σε εμποδίση, αλλά είμεθα και έτοιμοι να δώσωμεν λό­γον εις εσάς.

Θέλω όμως να ομιλήσω κάπως υπερβολικά. Όταν δη­λαδή δώσωμεν λόγον των πράξεών μας και αποδείξωμεν ότι αι δαπάναι δεν είναι μικρότεραι από τα έσοδα αλλ’ εις μερικάς περι­πτώσεις και μεγαλύτεραι, με ευχαρίστησίν μου θα σας υπέβαλλα την εξής ερώτησιν: Όταν απέλθωμεν, εκεί και ακούσωμεν τον Χρι­στόν να λέγη, «Με είδατε πεινασμένον και δεν με εθρέψατε, με είδατε γυμνόν και δεν με ενδύσατε», τι θα είπωμεν; Τι θα απολογηθώμεν; Θα φέρωμεν εις το μέσον τον τάδε και τον τάδε, που παρήκουσεν αυτά, και μερικούς από τους υπόπτους Ιερείς; Και τού­το εις τι σε ωφελεί;

Εγώ κατηγορώ εσένα, λέγει, δι’ όσα αμαρτήματα συ ο ίδιος έκαμες, απολογία δι’ αυτά θα ήτο το να απαλλαγής από τα αμαρτήματά σου, όχι το να δείξης άλλους που έχουν κάμει τα ίδια με εσέ πλημμελήματα.

Πράγματι, η Εκκλησία εξ αιτίας της ιδικής σας φιλαργυρίας αναγκάζεται να έχη όσα έχει τώρα, διότι, εάν έπραττον τα πάντα κατά τους αποστολικούς νόμους, επόμενον θα ή­το έσοδά της να είναι η ψυχή σας, πράγμα το οποίον θα ήτο ασφαλές θησαυροφυλάκιον και ανεξάντλητος θησαυρός. Τώρα όμως, όταν σεις μεν θησαυρίζετε επί της γης και κλείετε όλα τα θησαυροφυ­λάκιά σας, αυτή δε αναγκάζεται να δαπανά δια τα πλήθη των χη­ρών και των παρθένων, δια την φιλοξενίαν των ξένων, δια τας ταλαιπωρίας των αποδήμων, δια τας συμφοράς των φυλακισμένων, δια άλλας τέτοιας αιτίας, τι πρέπει να κάμνη;

Να αποστρέφεται όλους αυτούς και να φράξη τόσους λιμένας; Και ποιος θα ήτο δυνα­τόν να επαρκέση δια τα ναυάγια που θα συνέβαινον; Τους οδυρμούς, τους θρήνους, τας κραυγάς απελπισίας που ακούγονται από παντού;

Ας μη λέγωμεν λοιπόν με ευκολίαν ό,τι μας έρχεται εις το στόμα. Τώρα μεν —πράγμα το οποίον είπον και προηγουμένως— είμεθα έτοιμοι να σας δώσωμεν λογαριασμόν, εάν δε συνέβαινε το αντίθετον, και είχατε διδασκάλους διεφθαρμένους και άρπαγας και πλεονέκτας, ούτε τότε η πονηριά εκείνων θα ήτο δικαιολογία σας, διότι ο φιλάνθρωπος και πάνσοφος, ο μονογενής Υιος του Θεού, ο οποίος βλέπει τα πάντα και γνωρίζει ότι μέσα εις τον μακρόν χρόνον και εις την τόσην οικουμένην συμβαίνει πολλοί διεφθαρμένοι να γίνουν Ιερείς, δια να μη επιτείνεται η ραθυμία των πιστών από την αδιαφορίαν εκείνων, ανατρέπων πάσαν δικαιολογίαν ραθυμίας λέγει: «ΟΙ γραμματείς και οι Φαρισαίοι εκάθισαν εις την έδραν του Μωυσέως, όλα λοιπόν όσα σας λέγουν να κάμνετε, να τα κάμνετε, να μη ενεργήτε όμως σύμφωνα με τα έργα των», δεικνύων έτσι ότι, και αν ακόμη έχης διδάσκαλον κακόν, τούτο καθόλου δεν θα μπορέση να σε ωφελήση αν δεν προσέχης εις τους λόγους του, διότι ο Θεός θα σε κρίνη όχι από ό,τι έπραξεν ο διδάσκαλός σου, αλλά από ό,τι ήκουσες και όμως παρήκουσες.

Ώστε, αν μεν εκτελής τας εντολάς, θα σταθής τότε με παρ­ρησίαν αν όμως παρακούσης εις τους λόγους, ακόμη και αν δείξης μυρίους διεφθαρμένους Ιερείς, τούτο καθόλου δεν θα σε βοηθήση. Διότι και ο Ιούδας ήτο απόστολος, αλλ’ όμως τούτο καθόλου δεν ημπορεί να χρησιμοποιηθή ως δικαιολογία των ιεροσύλων και φιλαργύρων, ούτε κανείς κατηγορούμενος θα ημπορέση να λέγη ότι, και ο απόστολος ήτο κλέπτης και ιερόσυλος και προδότης αλλά όμως αυτό ακριβώς θα επιτείνη την τιμωρίαν μας και την κατάκρισίν μας, ότι δεν εσωφρονίσθημεν ούτε με τας τιμωρίας άλλων.

Δια τούτο ακριβώς έχουν γραφή εκείνα, δια να αποφύγωμεν να μιμηθώμεν αυτούς. Δια τούτο, αφού αφήσωμεν τον τάδε και τον τά­ δε, ημείς ας προσέχωμεν εις τους εαυτούς μας, διότι κάθε ένας από μας θα δώση λόγον δια τον εαυτόν του εις τον Θεόν.

Δια να δώσωμεν λοιπόν αυτόν τον λόγον με καλήν απολογίαν, ας βάλωμεν τάξιν εις τον βίον μας και ας απλώσωμεν γενναιόδωρον το χέρι μας εις όσους έχουν ανάγκην, γνωρίζοντες ότι αυτή είναι η μόνη απολογία μας και καμμία άλλη, ότι ημείς έχομεν κατορθώ­σει να εκτελέσωμεν τας εντολάς. Και αν ημπορέσωμεν να δώσωμεν αυτήν την απολογίαν, θα αποφύγωμεν τας αφορήτους εκείνας οδύνας της κολάσεως και θα επιτύχωμεν τα μέλλοντα αγαθά, τα οποία εύχομαι να τα επιτύχωμεν όλοι μας, με την χάριν και φιλαν­θρωπίαν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, δια του οποίου και μα­ζί με τον οποίον ανήκει δόξα, τιμή και δύναμις εις τον Πατέρα και εις το άγιον και ζωοποιόν Πνεύμα τώρα και πάντοτε και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

 

ΕΙΣ ΤΗΝ A’ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ ΟΜΙΛΙΑ ΚΑ’ -ΕΠΕ σελ. 619-625  – ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ : Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ

https://www.entaksis.gr