Μια ζεστή κι όμορφη μέρα το λιοντάρι, ο αρχηγός του δάσους, κοιμόταν σε μια δροσερή σπηλιά. Ήταν πολύ κουρασμένο κι έτσι απολάμβανε την ησυχία και την ξεκούραση αμέριμνο. Σίγουρα όποιος το ενοχλούσε και του διέκοπτε τον ύπνο δε θα είχε καλά ξεμπερδέματα… Κι αλήθεια, ποιος θα τολμούσε κάτι τέτοιο στον δυνατό βασιλιά των ζώων; Μα τι βλέπω; Ένα μικρό ποντικάκι έχει χάσει το δρόμο του και χώθηκε στην άκρη της σπηλιάς. Τρέχει αλαφιασμένο ψάχνοντας την τρύπα της φωλιάς του από τη μια άκρη της σπηλιάς στην άλλη ώσπου… το λιοντάρι ξυπνάει θυμωμένο από το θόρυβο του μικρού επισκέπτη και χραααπ!!! Μεμιάς το ποντικάκι σφηνώθηκε ανάμεσα στα μυτερά νύχια του βασιλιά, καθώς η σπηλιά αντήχησε από τον οργισμένο βρυχηθμό του.
-Σε παρακαλώ, λιοντάρι μου και βασιλιά μου, μουρμούρισε κλαίγοντας το ποντικάκι, άφησέ με να πάω στη μανούλα μου, που με ψάχνει… Δεν ήθελα να σε ξυπνήσω, συγχώρα με, έχασα το δρόμο μου…
Το λιοντάρι έσφιξε πιο πολύ τα μυτερά του νύχια και το ποντικάκι μας κοντανάσαινε καθώς η καρδούλα του χτυπούσε σαν ταμπούρλο σε παρέλαση.
-Σε παρακαλώ, βασιλιά μου, κατόρθωσε να ψελλίσει, κι εγώ θα δεις θα σου ανταποδώσω το καλό μια μέρα, θα σ΄ το ξεπληρώσω…
Το λιοντάρι δεν κρατήθηκε· γέλασε τόσο δυνατά με τα ανόητα λόγια και τις υποσχέσεις του μικρού ποντικού και μονολογούσε σηκώνοντας τα πόδια του …
-Θα μου το ξεπληρώσει, χα, χα, χαααα…. Αυτός τρέμει σαν το φύλλο κι έχει εξαφανιστεί μέσα στα νύχια μου… χα, χααααα!!!
Πραγματικά το ποντικάκι μας είχε εξαφανιστεί, γλιστρώντας μέσα από τα νύχια του λιονταριού καθώς αυτό κρατούσε την κοιλιά του από τα γέλια. Και δε θα το πιστέψετε, αλλά δεν πέρασε πολύς καιρός και «ξεπλήρωσε» την υπόσχεσή του…
Το λιοντάρι λοιπόν, μετά από μέρες, πεινασμένο τριγυρνούσε μέσα στο δάσος όταν φραααπ… πιάστηκε στην παγίδα των κυνηγών. Απελπισμένο λυσσομανούσε μέσα στο δίχτυ και βρυχιόταν μ΄ όλη του τη δύναμη, καθώς ο κυνηγός ικανοποιημένος έδεσε το δίχτυ-παγίδα σ΄ ένα δέντρο και έφυγε να φέρει την καρότσα του, για να μεταφέρει το φυλακισμένο λιοντάρι ζωντανό, μαζί με τους άλλους κυνηγούς.
Και τότε, μπροστά στα έκπληκτα και πονεμένα μάτια του βασιλιά της ζούγκλας εμφανίστηκε το ποντικάκι κι άρχισε να ροκανίζει με μανία τα σχοινιά της παγίδας.
Χρατς, χρουτς , τα κοφτερά του δοντάκια πηγαινοέρχονταν σαν πριονάκια και… ξεπλήρωσε το χρέος του….
-Βασιλιά μου, κι οι πιο μικροί μπορεί να αποδειχθούν οι καλύτεροι και δυνατότεροι φίλοι… Όλοι έχουμε τη δύναμή μας, σπουδαίοι κι ασήμαντοι.
Το λιοντάρι, ελεύθερο πια, το κοιτούσε μ’ ευγνωμοσύνη και γελώντας το έσφιξε στα νύχια του, απ’ αγάπη πια. Είχε καταλάβει πως η δύναμη της φιλίας και της ευγνωμοσύνης δε μετριόταν με τη δύναμη του σώματος, αλλά με τη δύναμη της καρδιάς. Όχι μόνο οι μεγάλοι και οι δυνατοί αλλά και οι πιο μικροί κι αδύναμοι έχουν την αξία τους, που μπορεί να τη φανερώσουν και να τη δείξουν σε κάποια στιγμή που δεν την περιμένουμε.