Κυριακή 15 Σεπτεμβρίου 2024

Ἅγιος Νεῖλος ὁ Ἀσκητής: Γιὰ τὸν Πάχωνα ὁ ὁποῖος ὑπέστη πόλεμο πορνικὸ καὶ νίκησε

ΔΙΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΕΙΛΟΥ, ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΑΧΩΝΑ, Ὁ ΟΠΟΙΟΣ ΥΠΕΣΤΗ ΠΟΛΕΜΟ ΠΟΡΝΙΚΟ ΚΑΙ ΝΙΚΗΣΕ
Συνέβη κάποτε νὰ ἐνοχληθῶ μὲ τὴν ἐπιθυμία γυναίκας καὶ νὰ δυσφορῶ στοὺς λογισμοὺς καὶ στὶς νυχτερινὲς φαντασίες, καὶ ὅταν ἔφτασα στὸ σημεῖο νὰ φύγω ἀπὸ τὴν ἔρημο πιεζόμενος ἀπὸ τὸ πάθος, χωρὶς νὰ ἀναφέρω τὸ θέμα στοὺς γείτονές μου, οὔτε στὸν δάσκαλο Εὐλόγιο, φεύγοντας κρυφὰ στὴν Πανέρημο, συναντοῦσα ἐπὶ δεκαπέντε μέρες τοὺς Πατέρες ποὺ γέρασαν στὴν Σκήτη ποὺ βρίσκεται στὴν ἔρημο, μεταξὺ τῶν ὁποίων ἦταν καὶ κάποιος ποὺ ὀνομαζόταν Πάχων, ὁ ὁποῖος εἶχε περάσει ἑβδομῆντα χρόνια ζῶντας στὴν Σκήτη. Βρίσκοντάς τον λοιπὸν πιὸ ἀσκητικὸ καὶ πιὸ ἀκέραιο, πῆρα τὸ θάρρος νὰ τοῦ ἐμπιστευθῶ αὐτὰ ποὺ εἶχα στὸ μυαλό μου. Καὶ ἐκεῖνος μοῦ εἶπε·
Νὰ μὴ σὲ ἐκπλήσσει τὸ γεγονός. Δὲν τὸ ὑφίστασαι αὐτὸ ἀπὸ ἐπιπολαιότητα, τὸ ἐπιβεβαιώνει ἄλλωστε καὶ ὁ τόπος, ὁ ὁποῖος ἔχει καὶ ἔλλειψη τῶν ἀναγκαίων, καὶ δὲν ὑπάρχει σ’ αὐτὸν συνάντηση μὲ γυναῖκες, ἀλλὰ μᾶλλον ὀφείλεται στὸν ζῆλο σου. Γιατί ὁ πόλεμος τῆς πορνείας εἶναι τριῶν εἰδῶν. Ἄλλοτε μᾶς ἐπιτίθεται ἡ σάρκα, ὅταν εἶναι εὔρωστη, ἄλλοτε πάλι μᾶς ἐπιτίθενται τὰ πάθη μὲ τοὺς λογισμούς, καὶ ἄλλοτε μᾶς ἐπιτίθεται ὁ ἴδιος δαίμονας μὲ τὸν φθόνο του. Αὐτὸ τὸ διαπίστωσα ὁ ἴδιος ὕστερα ἀπὸ παρατήρηση.

Νά, ὅπως βλέπεις, εἶμαι γέρος ἄνθρωπος, ποὺ ἔχω σαράντα χρόνια σ’ αὐτὸ τὸ κελλί, φροντίζοντας τὴν σωτηρία μου, καὶ παρ' ὅλο ποὺ ἔχω αὐτὴν τὴν ἡλικία, πειράζομαι ἀκόμα καὶ τώρα. Καὶ ἔλεγε μὲ ὅρκο, ὅτι ἐπὶ δώδεκα χρόνια μετὰ τὸ πεντηκοστὸ ἔτος τῆς ἡλικίας του δὲν ἔπαψαν οὔτε νύχτα οὔτε μέρα νὰ μοῦ ἐπιτίθενται.

Σκεφτόμενος λοιπὸν ὅτι ‘‘μὲ ἐγκατέλειψε ὁ Θεός, γι’ αὐτὸ καὶ καταδυναστεύομαι ἀπὸ τὸν δαίμονα’’, προτίμησα νὰ πεθάνω παράλογα, παρὰ νὰ ἀσχημονήσω μὲ πάθος σωματικό. Ἔτσι βγῆκα ἔξω καὶ καθὼς τριγύριζα στὴν ἔρημο βρῆκα μιὰ σπηλιὰ ὕαινας, στὴν ὁποία τοποθέτησα τὴν ἡμέρα τὸν ἑαυτό μου γυμνό, ὥστε βγαίνοντας τὰ θηρία νὰ μὲ φᾶνε.

Ὅταν λοιπὸν βράδυασε, ὅπως εἶναι γραμμένο, «Ὅρισες νὰ πέφτει σκοτάδι καὶ νὰ γίνεται νύχτα, καὶ κατὰ τὴ διάρκεια τῆς νὰ περιφέρονται ἐλεύθερα τὰ θηρία τοῦ δάσους» (Ψαλμ. 103, 20), βγαίνοντας τὰ θηρία, καὶ τὸ ἀρσενικὸ καὶ τὸ θηλυκό, μὲ μύρισαν ἀπὸ τὸ κεφάλι μέχρι τὰ πόδια γλείφοντάς με, καὶ ἐνῷ περίμενα νὰ μὲ καταβροχθίσουν, ἔφυγαν ἀπὸ κοντά μου, καὶ ἐνῷ ἔμεινα πεσμένος ὅλη τὴν νύχτα, δὲν φαγώθηκα.

Σκέφτηκα λοιπὸν ὅτι μὲ λυπήθηκε ὁ Θεός, καὶ γύρισα πίσω στὸ κελλί. Ὁ δαίμονας τότε, κάνοντας ὑπομονὴ λίγες μέρες, μοῦ ἐπιτέθηκε πιὸ δυνατὰ ἀπὸ τὴν πρώτη φορά, ὥστε παρὰ λίγο νὰ βλασφημήσω. Ἀφοῦ λοιπὸν μεταμορφώθηκε σὲ Αἰθιόπισσα κόρη (τὴν ὁποία εἶχα δεῖ κάποτε, ὅταν ἤμουν νέος, τὸ θέρος νὰ κόβει καλάμια), κάθισε στὰ γόνατά μου καὶ μὲ ἐρέθισε τόσο πολύ, ὥστε νὰ νομίσω ὅτι θὰ ἔρθω σὲ ἐπαφὴ μαζί της. Ὀργισμένος τῆς ἔδωσα ἕνα χαστούκι, καὶ ἔγινε ὁ δαίμονας ἄφαντος. Ἐπὶ δύο λοιπὸν χρόνια δὲν μποροῦσα νὰ ὑποφέρω τὴν δυσωδία τοῦ χεριοῦ μου.

Ἀπὸ δειλία τότε καὶ ἀπογοήτευση βγῆκα στὴν Πανέρημο περιφερόμενος, καὶ βρίσκοντας μικρὴ ἀσπίδα* τὴν ἔπιασα καὶ τὴν ἔβαλα στὰ γεννητικά μου μόρια, μὲ σκοπὸ νὰ δαγκωθῶ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν καὶ νὰ πεθάνω, καὶ στρέφοντας τὸ κεφάλι τοῦ θηρίου στὰ μόρια τοῦ σώματος, ποὺ ἦταν τὰ αἴτια τοῦ πειρασμοῦ, δὲν δαγκώθηκα.

[σημ. μας: ἀσπίδα· δηλητηριῶδες φίδι].

Ἄκουσα τότε φωνὴ ποὺ ἦρθε στὴν σκέψη μου νὰ μοῦ λέει· ‘‘Πήγαινε, Πάχωνα, ἀγωνίσου, γιατί γι’ αὐτὸ σὲ ἄφησα νὰ κατατυραννηθεῖς, γιὰ νὰ μὴν ὑπερηφανευτεῖς ὅτι τάχα ἔχεις δύναμη, ἀλλά, ἀναγνωρίζοντας τὴν ἀδυναμία σου, νὰ μὴν βασιστεῖς στὸν τρόπο ζωῆς σου, ἀλλὰ νὰ τρέξεις στὴν δύναμη τοῦ Θεοῦ’’.

Ἀφοῦ βεβαιώθηκα μὲ τὸν τρόπο αὐτόν, ξαναγύρισα. Κάθισα τότε μὲ θάρρος, χωρὶς νὰ φροντίζω πιὰ γιὰ τὸν πόλεμο, καὶ ἡσύχασα τὶς ὑπόλοιπες μέρες, καὶ ἐκεῖνος (ὁ δαίμονας), βλέποντας τὴν περιφρόνηση μου, δὲν μὲ πλησίασε πιά.


(ΕΠΕ) Ἕλληνες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας.
Φιλοκαλία τῶν Νηπτικῶν καὶ ἀσκητικῶν, 11 Γ.
Νείλου τοῦ Μοναχοῦ, Ἅπαντα τὰ ἔργα.
ἐκδ. Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, Θεσσαλονίκη 1998.