Δευτέρα 2 Σεπτεμβρίου 2024

Ο Θεός. Ο λαός. Η Αγία Γραφή

Ταξιδεύω σε βαγόνι μετρό. Δίπλα μου κάθισε ένας νεαρός. Κρατάει στα χέρια του Βίβλο, μια φθαρμένη, πολυδιαβασμένη Βίβλο με μια βεντάλια από πολύχρωμους σελιδοδείκτες. Μάλλον, ο Θεός μου έστειλε έναν προτεστάντη: οι ορθόδοξοι χριστιανοί δεν κυκλοφορούν με τέτοιες Βίβλους. Τολμώ να του μιλήσω. Τι να τον ρωτήσω; Θυμήθηκα ότι έχω μαζί μου την Ελληνική Καινή Διαθήκη (επιστρέφω από διάλεξη). Τολμώ να πειραματιστώ: βγάζω την έκδοση Nestlé-Aland και την ανοίγω σε μια τυχαία σελίδα. Είμαι περίεργος – θα καταλάβει ο συνταξιδιώτης μου ότι μελετάμε το ίδιο βιβλίο; Αν είναι μορφωμένος, πρέπει να το καταλάβει. Και αν το καταλάβει, είναι βέβαιο ότι θα με ρωτήσει κάτι, και μπορεί να γίνει μια συζήτηση.

Ρίχνει μια ματιά στο ελληνικό κείμενο. Τα μάτια του στρογγυλεύουν. Άρα κατάλαβε. Κοιτάζει έκπληκτος μια εμένα και μια το βιβλίο. Και τελικά ρωτάει:

– Αδελφέ, διαβάζεις τη Βίβλο στα Ελληνικά;

– Ναι.

– Από ποια εκκλησία είσαι;

– Από την Ορθόδοξη.

Στο σημείο αυτό εκπλήσσεται πιο πολύ ακόμα και από ό,τι με το ελληνικό κείμενο. Μαζί με την έκπληξη στο πρόσωπό του εμφανίζεται και η απογοήτευση. Εντάξει, έχει σοκαριστεί. Εξάλλου, κατά την προτεσταντική άποψη, οι Ορθόδοξοι είναι άγριοι ειδωλολάτρες που δεν έχουν διαβάσει ποτέ τη Βίβλο. Για να καλύψω την αμήχανη παύση και να συνεχίσω τη συζήτηση, ρωτάω:

– Και εσύ από ποια κοινότητα είσαι;

– Από την «εκκλησία Σμαράγδι».

Προσπαθώ να συνεχίσω τη συζήτηση, αλλά δεν τα καταφέρνω: κατέβαινε στην επόμενη στάση. Συνεχίζω το δρόμο μου και σκέπτομαι τη Βίβλο και τους προτεστάντες. Και εμάς, τους Ορθόδοξους.

* * *

Γιατί, όταν βλέπεις σε μετρό έναν άνθρωπο με την Αγία Γραφή, θα είναι οπωσδήποτε προτεστάντης; Γιατί είναι οι μόνοι που έχουν τέτοιες φθαρμένες, χιλιοδιαβασμένες Βίβλους τσέπης; Πώς έγινε και οι προτεστάντες ξοδεύουν κάθε ελεύθερο λεπτό μελετώντας το βιβλίο μας – το δικό μας βιβλίο, γιατί η Βίβλος είναι το βιβλίο της Εκκλησίας, γραμμένο για την Εκκλησία – και εμείς, άνθρωποι της Εκκλησίας, να το θεωρούμε ως επί το πλείστον περιττό;

Παρεμπιπτόντως, πολλοί πιστοί θεωρούν ότι το να διαβάζουμε τη Βίβλο στα μέσα μεταφοράς είναι ασέβεια. Είμαι έτοιμος να διαφωνήσω με αυτό. Τι είναι καλύτερο – να κάθεσαι για 30-40 λεπτά στο βαγόνι, κοιτάζοντας άσκοπα γύρω σου, ή να αφιερώσεις αυτόν τον χρόνο στη μελέτη των Γραφών, σύμφωνα με την εντολή του Χριστού (βλ. Ιω. 5:39); Αν γνωρίζουμε καλά τη διαδρομή, ξέρουμε να αποτραβιόμαστε από το θόρυβο και να συγκεντρωνόμαστε γρήγορα – γιατί να μην στριμωχτούμε σε μια γωνιά του βαγονιού και να μελετήσουμε το λόγο του Θεού;

Παρεμπιπτόντως, η ίδια η Αγία Γραφή μας δίνει παράδειγμα μελέτης της Αγίας Γραφής σε μέσο μεταφοράς. Το βιβλίο των Πράξεων των Αποστόλων διηγείται πώς ένας μεγάλος αξιωματούχος, «ἀνὴρ Αἰθίοψ εὐνοῦχος δυνάστης Κανδάκης τῆς βασιλίσσης Αἰθιόπων, ὃς ἦν ἐπὶ πάσης τῆς γάζης αὐτῆς» (Πράξ. 8:27), επέστρεφε στην Αιθιοπία από την Ιερουσαλήμ, όπου είχε πάει για προσκύνημα. Προφανώς, ο Αιθίοπας ήταν ένας «σεβόμενος προσήλυτος», δηλαδή ένας άνθρωπος που είχε ασπαστεί τον Ιουδαϊσμό εν μέρει, όχι στο σύνολό του – λόγω του ευνουχισμού του. Για αυτόν τον ευνούχο λέγεται ότι ήταν «καθήμενος ἐπὶ τοῦ ἅρματος αὐτοῦ, καὶ ἀνεγίνωσκε τὸν προφήτην ῾Ησαΐαν» (Πράξ. 8:28). Η μελέτη των Γραφών μέσα στο όχημα αποδείχθηκε σωτήρια για αυτόν. Ο διάκονος Φίλιππος, ο οποίος άκουσε την ανάγνωση (εκείνη την εποχή διάβαζαν κυρίως φωναχτά), ξεκίνησε μια συζήτηση με τον ευγενή, με αποτέλεσμα εκείνος να ασπαστεί τον χριστιανισμό.

Θα διαπιστώσουμε ότι ο συγγραφέας των Πράξεων δεν κατακρίνει με κάποιον τρόπο τον ευνούχο για τη μελέτη του Προφήτη Ησαΐα σε όχημα. Ο Ιερός Χρυσόστομος, ερμηνεύοντας αυτό το σημείο, επαινεί τον Αιθίοπα με κάθε δυνατό τρόπο – μεταξύ άλλων και για την επιμέλεια που επέδειξε στη μελέτη των Γραφών ακόμη και μέσα σε άρμα. «Η μεγάλη του επιμέλεια (διαφαίνεται) και από το γεγονός ότι, καθισμένος στο άρμα, διάβαζε» – λέει ο οικουμενικός διδάσκαλος.

Κάτι περίεργο προκύπτει. Οι αιρετικοί της «εκκλησίας Σμαράγδι» και άλλων κοινοτήτων μελετούν επιμελώς στο σπίτι και στο μετρό τη Βίβλο – τη δική μας Βίβλο, το βιβλίο της Εκκλησίας, γραμμένο από την Εκκλησία και για την Εκκλησία. Εμείς, όμως, άνθρωποι της Εκκλησίας, ως επί το πλείστον, δεν διαβάζουμε τη Βίβλο ούτε στο σπίτι ούτε στο μετρό, και έχουμε επινοήσει αναρίθμητες δικαιολογίες για να παραβιάζουμε ευθέως την εντολή του Σωτήρα να μελετάμε τις Γραφές. Όπως: «δεν έχω χρόνο», «δεν είναι αυτό το κυριότερο», «χωρίς ταπείνωση δε γίνεται», «μπορεί να πέσει κανείς σε πλάνη», «πρώτα πρέπει να διαβάσει κανείς τους βίους των αγίων», «πρέπει να σωζόμαστε μέσα στην απλότητα», «αυτό είναι για τους ιερείς», «ο Όσιος Σέργιος δεν ασχολούταν με βιβλικές μελέτες, αλλά προσευχόταν και έκανε μετάνοιες», «καλύτερα να ρωτήσω τον παππούλη» – και ούτω καθεξής.

Δυστυχώς, μέσα σε σχεδόν τρεις δεκαετίες εκκλησιαστικής αναγέννησης, ο ορθόδοξος λαός δεν έχει αρχίσει να μελετά τον λόγο του Θεού. Όλες οι εκκλήσεις που κάνουν οι σύγχρονοι ιεροκήρυκες για να αγαπηθεί η Αγία Γραφή, ως επί το πλείστον, από το ένα αυτί μπαίνουν και από το άλλο βγαίνουν.

* * *

Κατά κανόνα, από την καθημερινή έκφραση της ευσέβειάς μας απουσιάζει η υποχρεωτική και καθημερινή ανάγνωση της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης. Οι πρωινές και βραδινές προσευχές, για παράδειγμα, υπάρχουν στην ατζέντα μας. Ο εβδομαδιαίος εκκλησιασμός, ας πούμε, υπάρχει. Η τακτική συμμετοχή στα μυστήρια της Εξομολόγησης και της Θείας Κοινωνίας λίγο-πολύ υπάρχουν. Και αυτό είναι πολύ καλό! Αλλά η τακτική μελέτη των Γραφών ούτε υπήρχε ούτε υπάρχει. Και αυτό είναι πολύ κακό.

Όταν επισκέπτομαι τη Ρωσία, ακούω συχνά στα κηρύγματα ότι η μετάνοια και η προσευχή θα σώσουν τη Ρωσία. Ζώντας στην Ουκρανία, ακούω επίσης ότι η μετάνοια και η προσευχή θα σώσουν την Ουκρανία. Φυσικά, αυτό είναι σωστό, δεν υπάρχει θέμα για να διαφωνεί κανείς. Δεν μπορούμε, όμως, να προσθέσουμε ένα ακόμη σημείο; Ποιο είναι αυτό; Το ίδιο – την Αγία Γραφή. Ο Θεός δεν θα μας εγκαταλείψει ποτέ, αν είμαστε αληθινοί χριστιανοί. Και αυτό είναι αδύνατο χωρίς τη μελέτη της Βίβλου. Πώς μπορείς να ζεις σωστά, αν δεν ξέρεις πώς πρέπει να ζεις; Και πώς θα ξέρεις, αν δεν διαβάζεις τον λόγο του Θεού;

Πρόσφατα κλήθηκα να μιλήσω σε μια ομάδα ανθρώπων της Εκκλησίας για τα οφέλη της μελέτης της Αγίας Γραφής. Μετά από λίγο, ένας από τους συμμετέχοντες μού έστειλε μια επιστολή με ευχαριστίες, επειδή μετά την ομιλία «αποφάσισε επιτέλους να διαβάσει το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο». Του άρεσε το βιβλίο και σκοπεύει να συνεχίσει να μελετά την Καινή Διαθήκη. Ωστόσο, του προέκυψαν κάποιες ερωτήσεις: «Τι τελικά είναι ο Χριστός; Θεός ή άνθρωπος;»

Κάποιος μπορεί να αντικρούσει: «Και τι έγινε». Όλοι ξεκινούν κάποια στιγμή «από το μηδέν». Ναι, αυτό είναι αλήθεια. Αλλά το πρόβλημα είναι ότι δεν μιλάμε για κατηχούμενο ή για έναν άνθρωπο που μόλις πέρασε το κατώφλι του ναού. Είναι μέλος της Εκκλησίας εδώ και αρκετά χρόνια, εξομολογείται και κοινωνεί τακτικά. Ένας κάτοικος της πόλης με πανεπιστημιακή μόρφωση εκκλησιάζεται για χρόνια χωρίς να έχει διαβάσει το Ευαγγέλιο! Ούτε ενδιαφέρθηκε ποτέ για το Ποιος είναι ο Χριστός! Και δεν άκουσε ποτέ από κανέναν ότι είναι απαραίτητο να αλλάξει αυτή η κατάσταση. Και όμως, προσευχόταν και μετανοούσε για κάτι – όλα όπως πρέπει... Και σκέφτομαι: Όχι, δεν είναι μόνο η προσευχή και η μετάνοια που χρειαζόμαστε. Ε, όχι μόνο...

Παρεμπιπτόντως, ποιον αποκαλούμε ορθόδοξο άνθρωπο; Κάποιον που εκκλησιάζεται, εξομολογείται και κοινωνεί. Αυτά είναι τα κύρια, γενικώς αποδεκτά χαρακτηριστικά ορθόδοξης ομολογίας. Όμως, κύριοι, τι γίνεται με την κοσμοθεωρία; Αφού αυτή μπορεί να είναι εντελώς παγανιστική. Σε τι πιστεύει ο άνθρωπος, πώς θεμελιώνει το νόημα της ζωής, με ποιες αρχές ζει – για κάποιο λόγο αυτά τα κριτήρια παραλείπονται. Και αν δεν αφιερώνουμε χρόνο στη Βίβλο, από πού να προκύψει η χριστιανική κοσμοθεωρία;

* * *

Η σκέψη μου ξαναγυρίζει στους προτεστάντες. Αυτοί θέτουν ως κανόνα τους την καθημερινή ανάγνωση των ιερών βιβλίων και η παράλειψη αυτού του κανόνα θεωρείται προσωπική αμαρτία, για την οποία μετανοούν ενώπιον του Θεού. Πράγματι, μελετούν τη Βίβλο παντού – στις συναντήσεις τους, στο σπίτι, στο δρόμο, στα μέσα μεταφοράς. Σε πολλές κοινότητες υπάρχει σύστημα κατ' οίκον βιβλικών ομάδων – μία φορά την εβδομάδα για τους απλούς ενορίτες και δύο φορές την εβδομάδα για τους λειτουργούς. Αυτό γίνεται εκτός και πέρα από την ανάλυση του λόγου του Θεού στις ακολουθίες και την καθημερινή ατομική εργασία πάνω στις Γραφές στο σπίτι. Όμως, έχουν τις ίδιες οικογένειες με εμάς, την ίδια εργασία, την ίδια καθημερινότητα. Ωστόσο, αυτοί βρίσκουν τον χρόνο και εμείς όχι.

Δεν επαινώ τους προτεστάντες γενικά, ούτε εμάς μέμφομαι γενικά. Τους επαινώ γι' αυτό για το οποίο αξίζουν σεβασμό, και μας επικρίνω μόνο γι' αυτό για το οποίο αξίζουμε κριτική. Είναι πολύ θλιβερό, αλλά είναι γεγονός ότι λόγω της αμέλειάς μας συνέβη ώστε ο Κύριος να επιτρέψει στους προτεστάντες να μας πάρουν την πιο σημαντική πτυχή της χριστιανικής ζωής – την αγάπη για την Αγία Γραφή. Και δυστυχώς, συχνά αποδεικνύεται ότι είναι σε πολλά σημεία πιο βιβλικοί άνθρωποι από εμάς. Τουλάχιστον από την άποψη της γνώσης της Βίβλου και των ειλικρινών προσπαθειών να ζουν αυστηρά σύμφωνα με όσα είναι γραμμένα.

Ναι, συχνά διαβάζουν χωρίς να καταλαβαίνουν τι διαβάζουν. Πετάνε στη συζήτηση ασυνάρτητα βιβλικά αποσπάσματα, δεν καταλαβαίνουν τα συμφραζόμενα, αγνοούν την ύπαρξη ερμηνευτικής επιστήμης που έχει δύο χιλιάδες χρόνια ζωής. Οι ερμηνείες τους είναι απλοϊκές, επίπεδες. Όμως, οι προτεστάντες τουλάχιστον γνωρίζουν το κείμενο. Με έναν άνθρωπο που προσανατολίζεται εύκολα στα βιβλία της Βίβλου, μπορείς να βρεις κοινό έδαφος και να κινηθείς κάπου. Θα σε καταλαβαίνει πριν προλάβεις να ολοκληρώσεις τα λεγόμενα, θα μαντεύει το απόσπασμα, θα συνεχίζει την πρόταση που ξεκίνησες κ.λπ. Είναι, όπως λένε, μέσα στο θέμα. Αλλά ο μέσος Ορθόδοξος, με σπάνιες εξαιρέσεις, δεν έχει καμία γνώση του κειμένου. Και όταν πρόκειται για τις Γραφές, δεν έχεις τι να συζητήσεις μαζί του.

Ένας γνωστός παππούλης μού διηγήθηκε μια ιστορία. Έρχονται, λέει, άνθρωποι στην εξομολόγηση και φέρνουν διάφορα προβλήματα. Θέλεις ειλικρινά να βοηθήσεις τον άνθρωπο. Από πού αντλούν οι ορθόδοξοι χριστιανοί παραδείγματα για συμβουλές; Από την Ιερά Ιστορία, φυσικά. Ας πούμε ότι κάποιος έχει πρόβλημα με τη ζήλια και την καχυποψία. Αρχίζεις να του λες:

– Έλα, αδελφέ, να θυμηθούμε την ιστορία του Σαούλ.

– Σαούλ; Δεν ξέρω κανένα Σαούλ.

– Α, ωραία. Έλα τότε να μιλήσουμε για τον Ιωσήφ και τα αδέρφια του.

– Α, αυτά είναι μάλλον από τη Βίβλο; Συγχωρέστε με, δεν την ξέρω καλά.

– Εντάξει, τουλάχιστον για τον Ιούδα ξέρεις;

– Ναι, κάποτε είχα δει ένα παιδικό για αυτόν. Είναι αυτός που σκότωσε αυτόν… πώς τον λέγανε… Άβελ, μου φαίνεται.

Και τι μπορώ να του πω, αν δεν έχει διαβάσει τίποτα και δεν ξέρει τίποτα; – Ήταν το παράπονο του παππούλη. – Αφού στο μυαλό του δεν υπάρχει τίποτα, από όπου θα μπορούσα να πιαστώ!

* * *

Στο βιβλίο του Νεεμία υπάρχει ένα λαμπρό σημείο. Γενικώς είναι χαρούμενο, αλλά εγώ πάντα το διαβάζω με θλίψη. Όταν περιγράφει την ιστορία της επιστροφής των Εβραίων από τη βαβυλωνιακή αιχμαλωσία, ο Νεεμίας δημιουργεί μια πολύ συγκινητική εικόνα. Το φθινόπωρο, την εποχή των βροχών, οι Εβραίοι συγκεντρώθηκαν στην Ιερουσαλήμ, η οποία ήταν ακόμη ερείπια. Ο αρχιερέας έφερε το βιβλίο του νόμου. Όταν ανέβηκε στο ξύλινο βάθρο και άνοιξε το βιβλίο, όλος ο λαός σηκώθηκε όρθιος. Ο αρχιερέας ευλόγησε τον Θεό – ο λαός απάντησε με ένα ομόφωνο «Αμήν» και έπεσε στο έδαφος. Στη συνέχεια, οι ιερείς και οι Λευίτες άρχισαν να διαβάζουν τις Γραφές και να τις ερμηνεύουν. Οι Εβραίοι στέκονταν αδιαμαρτύρητα μέσα στη φθινοπωρινή νεροποντή, ακούγοντας το νόμο – και έκλαιγαν. Οι ιερείς τους παρηγορούσαν: «ἡμέρα ἁγία ἐστὶ τῷ Κυρίῳ Θεῷ ἡμῶν, μὴ πενθεῖτε μηδὲ κλαίετε» (Νεεμ. 8:9). Επί οκτώ ημέρες, ο λαός άκουγε την εξήγηση των ιερών βιβλίων από το στόμα του ιερέα και έκλαιγε, και τα βράδια γιόρταζε με μεγάλη χαρά «ὅτι συνῆκαν ἐν τοῖς λόγοις οἷς ἐγνώρισεν αὐτοῖς» (Νεεμ. 8:12). Έτσι, άρχισε η αναβίωση της θρησκευτικής συνείδησης του εβραϊκού λαού.

Γυρίζω τις σελίδες του βιβλίου του Νεεμία και πλέον θέλω να κλάψω εγώ. Ω, μακάρι να μπορούσε να συμβεί αυτό και σε εμάς! Μακάρι, μετά από εβδομήντα χρόνια αιχμαλωσίας από την αθεΐα, όλος ο ρωσικός λαός να ερχόταν, σαν ένας άνθρωπος, στις κεντρικές πλατείες των πόλεών μας, να άκουγε τις Γραφές με την ερμηνεία των ιερέων και να έκλαιγε! Μακάρι, οι άνθρωποι να είχαν συγκεντρωθεί στο Μαϊντάν του Κιέβου όχι για «επανάσταση», αλλά για να ακούσουν το λόγο του Θεού! Μακάρι να έβγαινε ο Μακαριώτατος και να διάβαζε το Ευαγγέλιο στο μικρόφωνο, και εκατομμύρια άνθρωποι να έκλαιγαν και να μετανοούσαν για τις ανομίες τους. Μακάρι, να γέμιζε την Κόκκινη Πλατεία στη Μόσχα από πλήθος πιστών, και να ερχόταν ο Πατριάρχης και να διάβαζε το ίδιο Ευαγγέλιο, και οι Ρώσοι να γονάτιζαν και να απαντούσαν: «Αμήν»! Ω, μακάρι να συνέβαινε αυτό! Τότε, θα ζούσαμε πολύ διαφορετικά, και θα είχε λυθεί από μόνο του το ζήτημα της εθνικής ιδέας, της εθνικής ενότητας, της ιστορικής διαδρομής κ.λπ. Αλλά, δυστυχώς, αυτό δεν θα συμβεί ποτέ.

Εντάξει, δεν θα συμβεί ακριβώς έτσι. Ωστόσο, όλα τα πρόσωπα της ιστορίας παραμένουν: Ο Θεός, ο λαός, η Αγία Γραφή. Υπάρχει μεγάλος αριθμός ορθόδοξων ανθρώπων, και η Αγία Γραφή είναι ανοιχτή σε όλους, και ο «᾿Ιησοῦς Χριστὸς χθὲς καὶ σήμερον ὁ αὐτὸς καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας» (Εβρ. 13:18). Εξακολουθεί να ισχύει και τούτο: «πάντα γὰρ δυνατά ἐστι παρὰ τῷ Θεῷ» (Μαρκ. 10,27). Τότε, μήπως ήρθε η ώρα να αρχίσουμε να μελετάμε το Βιβλίο των Βιβλίων και να έχουμε την ανάγνωση της Βίβλου καθημερινή αναγκαία δραστηριότητα; Ας μην είναι στις πλατείες, αλλά τουλάχιστον στο σπίτι, ή ακόμα και στο μετρό, αν δεν έχουμε χρόνο στο σπίτι.

Τότε θα μπορέσουμε να μιλάμε για πνευματική αναγέννηση με διαφορετική εντελώς ποιότητα και πολλά πράγματα θα αλλάξουν – είμαι απολύτως βέβαιος γι' αυτό. Το πώς ακριβώς θα αλλάξει, θα το δούμε. Και αυτό οπωσδήποτε θα συμβεί, αν αρχίσουμε να μελετάμε τις Γραφές, όπως μας προστάζει ο Χριστός.

Σεργκέι Κομαρόφ
Μετάφραση για την πύλη gr.pravoslavie.ru: Αναστασία Νταβίντοβα

Радонеж

https://gr.pravoslavie.ru/163149.html