Τετάρτη 4 Σεπτεμβρίου 2024

ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΗ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΤΟΥΣ

 

π. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ

ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑ

ΣΤΗ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΤΟΥΣ

Η ένωση του Ελληνισμού με τον Χριστιανισμό

     Η ένωση του Ελληνισμού, στα πρόσωπα των γνήσιων αναζητητών της Αλήθειας, με τον Χριστιανισμό, ως ενσάρκωση της Παναλήθειας στον Θεάνθρωπο Ιησού Χριστό, άρχισε με τους Ελληνιστές στην Παλαιστίνη (ελληνιστές ήσαν και οι «επτά» – διάκονοι – πρβλ. τα ελληνικά ονόματα τους: Στέφανος, Νικόλαος, Τίμων, Παρμενάς, Φίλιππος, Πρόχορος, Νικάνωρ) ο σημαντικότερος από τους οποίους, από πλευράς κυρίως ελληνικής παιδείας, ήταν ο Απ. Παύλος. Η μεγάλη συμβολή του εντοπίζεται στο γεγονός, ότι – μέσω κυρίως αυτού – ο Χριστιανισμός απέφυγε τον κίνδυνο να γίνει μια «Ιουδαϊκή αίρεση», αναδεικνυόμενος σε παγκόσμια υπόθεση, ο ίδιος δε δίκαια θα ονομασθεί «απόστολος των εθνών», ο κατεξοχήν δηλαδή απόστολος του εθνικού (ελληνικού) κόσμου.

Από το 70 μ.Χ. (καταστροφή της Ιερουσαλήμ από τον ρωμαίο αυτοκράτορα Τίτο) θα συντελεσθεί η «ελληνοποίηση» της Εκκλησίας, αφού το ελληνικό στοιχείο θα πάρει κυριολεκτικά στα χέρια του τη διοίκηση και ευθύνη των χριστιανικών κοινοτήτων, η ελληνική δε γλώσσα θα αποβεί το κύριο όργανο του εκκλησιαστικού κηρύγματος, σε σημείο, πού έκτοτε, να είναι αχώριστα πια μεγέθη Ελληνισμός καί Χριστιανισμός (αργότερα: Ορθοδοξία).

Ο ορός Έλληνορθοδοξία ή καλύτερα ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ, σημαίνει στους αιώνες αυτή την ακατάλυτη πια ένωση. Διότι, ό,τι εκλεκτό και διαχρονικό στοιχείο διέθετε ο Ελληνισμός, σώθηκε μέσα στην ένωση του με τον Χριστιανισμό, ώστε να μην υπάρχει πια Ελληνισμός έξω από τον Χριστιανισμό, παρά ως πτώση καί αποτυχία (αυτό εκφράζει η αίρεση), η αρχαιοπληξία.

Οι εκφράσεις της Ελληνικότητας, πού καταξιώνονται μέσα στην εν Χριστώ ύπαρξη

Η αυθεντική Ελληνικότητα ενσαρκώνει στοιχεία υπαρκτικά, που συνιστούν το θεμέλιο του παγκοσμίου πολιτισμού, κάθε κοινωνίας, πού θέλει να λέγεται αληθινά ανθρώπινη, δηλαδή πολιτισμένη. Αυτά τα στοιχεία προσέλαβε ο Χριστιανισμός, αφού ο Χριστός δεν «ήλθε καταλύσαι, αλλά πληρώσαι» (Ματθ. 5,17), τα ενσωμάτωσε στη δική του ύπαρξη, μεταβάλλοντας τα σε θεία ζωή. Διότι σ’ αυτό ακριβώς έγκειται η υπεροχή του Χριστιανισμού έναντι του ελληνικού ανθρωπισμού. Μέσα στην άκτιστη θεία Χάρη οι πνευματικές ανατάσεις της Ελληνικότητας, πού έφθαναν ως τον πόθο της «θεώσεως» («ομοιωθήναι Θεώ»), λαμβάνουν το αληθινό νόημα τους και γίνονται πραγματικότητα στην ένωση του ανθρώπου με τον Θεάνθρωπο Χριστό.

Έτσι, από τον «καλόν κάγαθόν» ή «σοφόν» άνθρωπο της ελληνικής φιλοσοφίας ανέρχεται εν Χριστώ η Έλληνικότητα στον «άγιον άνθρωπο», τον κατά χάριν θεούμενο, πού γίνεται δηλαδή κατά χάριν ό,τι ό Θεός είναι από τη φύση Του (άχτιστος, αθάνατος, αιώνιος).
Αυτό, άλλωστε, είναι ως σήμερα το ουσιαστικό γνώρισμα του Έλληνα Ορθοδόξου Χριστιανού, αλλά και γενικά κάθε Ορθοδόξου πιστού, η ζήτηση Χάρης καί η δυνατότητα ένωσης με την άκτιστη Θεία Χάρη. Αυτό, σε τελευταία ανάλυση, είναι η Ορθοδοξία. Όπου απουσιάζει αυτή η κίνηση προς το Άκτιστο, τη Θεία Χάρη, εκεί χάνεται και η Ορθοδοξία.

Ποιες είναι λοιπόν, οι εκφράσεις της Ελληνικότητας, πού καταξιώνονται μέσα στην εν Χριστώ ύπαρξη και συνιστούν όδηγητικά φώτα της παγκόσμιας κοινωνίας;

α) Η θρησκευτικότητα ως θεοκεντρικότητα:
Ο Έλληνας, όσο είναι γνωστά τα ίχνη του στην Ιστορία, έχει θεοκεντρική ύπαρξη. Αθεΐα στον αρχαίο Ελληνισμό είναι άγνωστη (θα μας εισαχθεί στους τελευταίους αιώνες από τη δ. Ευρώπη). Τα αρχαιότερα ελληνικά γραπτά κείμενα, τα ομηρικά έπη, είναι θριαμβευτική καταξίωση του διαλόγου Θεού- ανθρώπου, κάτι πού μέσα στη διεργασία της φιλοσοφικής σκέψης θα αναχθεί σε λυτρωτική ζήτηση, ανεξάρτητα από το περιεχόμενο της.

Γι’ αυτό ο Απ. Παύλος θα ονομάσει τους Αθηναίους-Έλληνες της εποχής του «δεισιδαιμονεστάτους» (Πράξ. 17, 22), δηλαδή «ευσεβέστατους», διότι τα πάντα στην Αθήνα μαρτυρούσαν την απεγνωσμένη ζήτηση του Αληθινού Θεού (του «αγνώστου Θεού»),πού ως Χριστός Ιησούς θα τους γίνει γνωστός από τον Απ. Παύλο.

β) Η ηθικότητα ως ανθρωπισμός:
Η αρχαία ελληνική λογοτεχνία, και μάλιστα η τραγωδία, είναι η προβολή των ανθρωπιστικών αξιών, πού κάνουν τον άνθρωπο αυθεντικό και γνήσιο (πρβλ. το λόγο του Μενάνδρου : «η χαρήεν άνθρωπος, όταν άνθρωπος η»).

«Πάσα η ποίησις Όμηρου αρετής εστίν έπαινος» – θα παρατηρήσει ο Χριστιανός – Έλληνας Μέγας Βασίλειος (379) . Οι αρχαιοελληνικές αξίες θα λάβουν πανανθρώπινη εμβέλεια και θα «παιδεύουν» ως σήμερα τον κόσμο. Ο Χριστιανικός Ελληνισμός θα διδάξει την ανθρωπότητα, πώς οι αξίες γίνονται ζωή μέσα στην ακατανίκητη δύναμη της θείας χάρης, σε σημείο, πού η σχετικά απαισιόδοξη εκείνη αρχαιοελληνική ρήση: «ου ράδιον φύσιν πονηράν μεταβαλεϊν» να ξεπερασθεί στη χριστιανική ομολογία: «πάντα Ισχύω εν τω ένδυναμούντί με Χριστώ» (Φιλ. 4 , 13).

γ) Η συνείδηση της ενότητας και καθολικότητας της
Ο αρχαίος Έλληνας καταφάσκει όλες τις όψεις του βίου, θέλοντας να μορφώσει τον «καθολικό» και «ενιαίο» άνθρωπο, κάτι πού μεγαλειωδώς αποκαλύπτεται στο επισημότερο κέντρο της ελληνικότητας, τους Δελφούς. Στο πρώτο επίπεδο είναι τα ιερά, η αναφορά του ανθρώπου στο «Θειο», ως πηγή δύναμης και ζωής. Στο δεύτερο βρίσκεται το θέατρο, ο χώρος της ψυχικής παιδείας του ανθρώπου, και στο τρίτο το στάδιο, ο χώρος διάπλασης του σώματος, για να συμπράττει και αυτό στην πραγμάτωση του όλου ανθρώπου ως ανθρώπου. Η θεοκίνητη όμως αύτη ελληνική συνείδηση βρίσκει στον Χριστιανισμό τη λειτουργική έκφραση της: «Εαυτούς και αλλήλους, και πάσαν την ζωήν ημών Χριστώ τω Θεώ παραθώμεθα». Η θέωση αναφέρεται σ’ όλο τον άνθρωπο (σώμα καί ψυχή) και σ’ όλη την ύπαρξη του.

δ) Ουσιαστικό γνώρισμα της ελληνικής σκέψης είναι η «ζήτησις της αληθείας». Σ’ αυτή τη φράση συγκεφαλαιώνει όλη την Ελληνική Φιλοσοφία ο Αθηναίος(;) Κλήμης ο Αλεξανδρεύς (215 μ .Χ.). Για να συμπληρώσει, ότι «Αλήθεια» είναι Αυτός, πού είπε για τον εαυτό Του ότι είναι η αλήθεια (Ιω. 14,6), ο Χριστός ως «Αυτοαλήθεια». Η παράσταση Ελλήνων αρχαίων φιλοσόφων (Ηρακλείτου, Θαλή, Πλάτωνος κ.λπ.) στους νάρθηκες των χριστιανικών εκκλησιών στο Βυζάντιο/ Ρωμανία είναι η χριστιανική καταξίωση αυτής της αναζήτησης («ως προειπόντες την έλευσιν Χριστού»). Δίκαια ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ συνήθιζε να λέγει, ότι «δεν μπορούμε να γίνουμε χριστιανοί, αν δεν γίνουμε πρώτα Έλληνες», υπογραμμίζοντας έτσι αυτή την αρετή του Ελληνισμού (πρβλ. Α’ Κορ. 1,22), τη ζήτηση της Αλήθειας. Είναι δε λόγος του Χριστού, ότι «ο ζητών ευρίσκει» (Ματθ. 7,8).

ε) Βασικό γνώρισμα της αυθεντικής Ελληνικότητας είναι η κατανόηση των ορίων του λόγου:
Ποτέ ο Ελληνισμός δεν γνώρισε τη δυτικοευρωπαϊκή νοησιαρχία (αρχίζει με τον Αυγουστίνο: Credo ut intelligam – πιστεύω για να κατανοήσω, και ολοκληρώνεται στον Καρτέσιο: Cogito ergo sum – σκέπτομαι άρα υπάρχω = ταύτιση της ύπαρξης με τη σκέψη, διάνοια). Γι’ αυτό και στον Ελληνισμό δεν αυτοθεοποιήθηκε η ανθρώπινη διάνοια (η λογική/ raison θα θεοποιηθεί στη Γαλλική επανάσταση). Ο Έλληνας γνωρίζει τα όρια του ανθρωπίνου λόγου και γι’ αυτό καταδικάζει την ανθρώπινη απολυτότητα ως «ύβριν» (Τραγωδία). Έτσι, θα προχωρήσει ο Ελληνισμός, με μια υπέροχη αυθυπέρβαση, στην αυθυπόταξή του στον Άκτιστο Τριαδικό Θεό και τη διάκριση της «Θείας γνώσης» (του ‘Άκτιστου) – από τη γνώση του κτιστού (ανθρώπινη γνώση- σοφία). Έτσι διαφοροποιείται ριζικά η θεία γνώση από την ανθρώπινη – κτιστή γνώση (επιστήμη) και αποσαφηνίζεται η ουσία του χριστιανισμού ως ζήτησης, κατά πρώτο και κύριο λόγο, της θείας σοφίας – της άκτιστης χάρης (θεώσεως) ως αιώνιου προορισμού του ανθρώπου.

ζ)Η κοινωνική αντίληψη της αλήθειας:
Ο Έλληνας, παρά τις ατομοκρατικές του τάσεις, δεν χάνει τον κοινωνικό του χαρακτήρα, όχι μόνο ως θέληση κοινωνίας (επικοινωνίας) με τον συνάνθρωπο (πρβλ. το ελληνικότατο «συμπόσιο» ή το χριστιανικό πανηγύρι), αλλά και ως ανάγκη εμπειρικής «μετοχής» στην πραγματικότητα. Έτσι από τον σοφό Ηράκλειτο, πού διακήρυττε, ότι «όταν μοιραζόμαστε τα πράγματα με τους άλλους, τότε ζούμε αληθινά», μπόρεσε ο Έλληνας ως χριστιανός να βιώσει την ανάγκη «κοινωνίας» – κοινής μετοχής στα αγαθά (υπέρβαση του ατομισμού). Ποτέ ο Ελληνισμός δεν θα έφθανε στην παραδοχή κοινωνικών συστημάτων, πού πηγάζουν από το υλοκρατικό φρόνημα (καπιταλισμός, σοσιαλισμός, μαρξιστικός κομμουνισμός), αν δεν εισάγονταν στανικά στη ζωή του. Η νόθα αστικοποίηση (καθ. Βασ. Φίλιας) καί η «νόθα σοσιαλιστικοποίηση» της ελληνικής πραγματικότητας βεβαιώνει το αμετάβλητο της ελληνικής συνείδησης στην «κοινωνικότητα» της.

ζ) Η προσληπτική καί μετασκευαστική δύναμη:
Ο Έλληνας και ως αρχαίος και ως Χριστιανός, καταφάσκει την ετερότητα του αλλού, δεν απορρίπτει κανένα. Παραλαμβάνει γι’ αυτό από κάθε λαό ό,τι μπορεί να αυξήσει τη δική του πνευματική περιουσία. Τα οποιαδήποτε όμως δάνεια τα επιλέγει ανάλογα με το δικό του, αναζητώντας ομοούσια στοιχεία της ταυτότητας του, πού γι’ αυτό δεν την αλλοιώνουν.

Γι’ αυτό πιστεύουμε, ότι ο Έλληνας στο βάθος δεν αλλάζει και γι’ αυτό δεν χάνεται. Ό ,τι προσλάβει ο Έλληνας από τους άλλους, το «μετασκευάζει», το προσαρμόζει στο δικό του και το μεταμορφώνει σύμφωνα με το δικό του. Είναι γνωστή η σχετική διατύπωση του Πλάτωνος στην Επινομίδα του: «ό,τιπερ Έλληνες βαρβάρων (των μη Ελλήνων) λάβωσι, κάλλιον τούτο εις τέλος απεργάζονται». Αυτός είναι ο δυναμισμός της ελληνικότητας σ’ όλους τους αιώνες. Η αναγνώριση όμως της αξίας του αλλού είναι το θεμέλιο της ακόλουθης ελληνοχριστιανικής αρετής.

η) Η Οικουμενικότητα:
Ποτέ ο Ελληνισμός, ήδη από τις αρχαίες αποικίες του, δεν κλείσθηκε σε κάποιο γκέττο. Ούτε απλώθηκε στον κόσμο με κατακτητικές διαθέσεις, όπως οι «κογκιστατόρες» (κατακτητές) της ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας. (Οι χώρες – μπανανιές στενάζουν ακόμη κάτω από την τυραννία κάποιων ευρωπαϊκών χωρών). Ό Ελληνισμός δεν υποδουλώνει, αλλά ελευθερώνει καί συνδοξάζεται μαζί με τους άλλους.

Η ελληνική οικουμενικότητα, με βάση τον πολιτισμό (Μ. Αλέξανδρος), μεταμορφώνεται σε Χριστιανική Οικουμενικότητα με τη μεταλλαγή της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας σε χριστιανική (Μ. Κωνσταντίνος). Μ. Αλέξανδρος και Μ. Κωνσταντίνος είναι οι δύο όντως μεγάλοι ηγέτες της Ελληνικότητας στους αιώνες. Και οι δύο καταφάσκουν την ετερότητα και ιδιαιτερότητα των άλλων λαών και τους ενοποιούν, ο πρώτος με τον πολιτισμό, ο δεύτερος μέσα στην Ορθόδοξη πίστη. Ποτέ ο αυθεντικός Έλληνας δεν θα φθάσει σε φυλετικές – ρατσιστικές διακρίσεις. Γνωρίζοντας τον εαυτόν του, αναγνωρίζει και τους μη Έλληνες εκ καταγωγής, κάνοντας και αυτούς συνέλληνες και πνευματικούς αδελφούς του. Αν ο Έλληνας Ισοκράτης θα διακηρύξει, ότι κύριο στοιχείο της Ελληνικότητας είναι η «ελληνική παίδευσις», έτσι και ο ελληνοποιημένος πολιτιστικά Απ. Πέτρος θα διακηρύξει, ότι «εν παντί έθνει ο φοβούμενος τον θεόν και εργαζόμενος δικαιοσύνην δεκτός αύτω εστίν» (Πράξ. 10,35). Η χάρη της Πεντηκοστής, στην οποία βαπτίσθηκε και ο Ελληνισμός, ενώνει όλο τον κόσμο («εις ενότητα πάντας εκάλεσεν»),καταργώντας κάθε διαφορά – καρπό της ανθρώπινης αμαρτίας. Ο Ελληνισμός μέσα στο σώμα του Χριστού, την Εκκλησία, συναδελφώνεται και αδελφοποιείται με κάθε λαό («ουκ ενι Έλλην καί Ιουδαίος», Κολ. 3,11) σε μία ποίμνη (Ίω. 10, 16), με Ποιμένα τον Χριστό.

Ο Χριστιανός Έλληνας

Αυτά είναι βασικά στοιχεία της αυθεντικής Ελληνικότητας (η μη αυθεντική είναι ο γραικυλισμός), πού ολοκληρώθηκε μέσα στην Χριστιανικότητα ως Ορθοδοξία. Και αυτά είναι τα πανανθρώπινα λυτρωτικά μηνύματα στον σημερινό κόσμο από την Χριστιανική – Ορθόδοξη Ελληνικότητα, είναι η προσφορά του Ελληνισμού στην ανθρωπότητα, πού ολοκληρώνεται εν Χριστώ ως «καινός» (νέος, αναγεννημένος) άνθρωπος και «καινή» ανθρώπινη κοινωνία. Ως άνθρωπος της Χάρης, πού μπορεί να συμπήξει και κοινωνία αγιότητας, δηλαδή ανιδιοτέλειας, ισότητας -αδελφικότητας – δικαιοσύνης.

Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο αποκαλύπτεται η πλάνη δυο τάσεων, πού εντάθηκαν στην εποχή μας. Είναι πρώτα η γραικυλική «οικουμενικότητα», πού ζητεί την ισοπέδωση των εθνών (άρνηση των ιδιαιτεροτήτων τους) για τη δημιουργία της νεοεποχικής παγκόσμιας κοινωνίας, πού δεν θα είναι παρά η κατίσχυση του Δυτικού συστήματος ζωής ως νεοαποικιοκρατική πλημμυρίδα, στα όρια μιας δολοφονικής για την ανθρωπότητα ισοπεδωτικής ομοιομορφίας. Ο ορθόδοξος Ελληνισμός όμως έχει το δικό του νόημα ζωής, ως ορθόδοξη νοηματοδότηση της ζωής, πού σώζει την αυθεντική σχέση ανθρωπίνου προσώπου και κοινωνικής ομάδας, κάτι πού οραματίσθηκε ο Πλάτων στον «Παρμενίδη» του και γνώρισε ως Χριστιανός ο Έλληνας στο σώμα του Χριστού, την Εκκλησία.

Το πρόσωπο πραγματώνεται και ολοκληρώνεται (ως πρόσωπο) μέσα στην εκκλησία των Αγίων, και η ομάδα (Εκκλησία) υπάρχει ως κοινωνία Θεουμένων – Προσώπων, δηλαδή προσωπικοτήτων.
Άλλη αναίρεση του Ελληνισμού σήμερα είναι η μανική αρχαιολατρία ή καλύτερα αρχαιοπληξία, αναβίωση της προσπάθειας του αυτοκράτορα Ιουλιανού (361). Πρακτικά εκφράζεται ως προσπάθεια αποσύνδεσης του Ελληνισμού από την Ορθοδοξία, πού θεωρείται εσφαλμένα ως «εβραϊκή αίρεση», ενώ, όπως είδαμε, ήδη ο Απ. Παύλος απελευθέρωσε τον Χριστιανισμό από κάθε κίνδυνο επιρροής του φαρισαϊκού Ιουδαϊσμού, συνδέοντας τον με την Ελληνικότητα. Αρχαίος Ελληνισμός, όπως τον νοούν οι αρχαιολάτρες μας, δεν μπορεί πια να υπάρξει, χωρίς αυτοκτονία του Ελληνισμού, πού δοξάσθηκε και δοξάζεται μέσα στην Ορθοδοξία. Ο Ορθόδοξος Ελληνισμός, ταυτισμένος με την εν Χριστώ ένσαρκη Αλήθεια, συνεχίζει να φωτίζει λυτρωτικά τον κόσμο, νοηματοδώντας τον κόσμο και την Ιστορία με τον δικό του τρόπο, και γι’ αυτό έχοντας τη δική του πρόταση ζωής και σωτηρίας.

 

π. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ
(Ελληνισμός και Ορθοδοξία, 2000)
Ελληνορθόδοξη Παράδοση: Ρίζωμα και προοπτική