Πέμπτη 12 Σεπτεμβρίου 2024

ΘΥΣΙΑ ΧΩΡΙΣ ΙΔΙΟΤΕΛΕΙΑ

 

Πατερικά

ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ

    Έτσι ας δοξάσωμεν αυτόν και εμείς, μάλλον δε και περισ­σότερον από εκείνους, διότι μπορούμεν, αν θέλωμεν. Ο ουρανός και η ημέρα και η νύκτα δεν δοξάζουν τόσον τον Θεόν όσον μία αγία ψυχή. Όπως ακριβώς δηλαδή, όταν κάποιος βλέπη το κάλ­λος του ουρανού, λέγει, «Δόξα εις σε, Θεέ μου, τι θαυμάσιον έργον εδημιούργησες», έτσι ακριβώς, και όταν βλέπη την αρετήν ενός χριστιανού ανδρός, τότε δοξάζει τον Θεόν πολύ περισσότερον. Πρά­γματι, από εκείνα τα κτίσματα όλοι δεν τον δοξάζουν, αλλά πολ­λοί λέγουν ότι τα όντα εδημιουργήθησαν μόνα των, άλλοι ακόμη και εις τους δαίμονας αποδίδουν την δημιουργίαν και την πρόνοιαν του κόσμου, και αυτοί αμαρτάνουν κατά τρόπον ασυγχώρητον.

Ό­ταν όμως πρόκειται δι’ αρετήν ανθρώπου, κανείς δεν θα μπορέση να εκφρασθή κατά τέτοιον αναίσχυντο τρόπο, αλλ’ οπωσδήποτε θα δοξάση τον Θεόν, όταν βλέπη τον ζώντα άνθρωπον να υπηρετή αυτόν με την αρετήν του.

V CHECKΠοιος, αλήθεια, δεν θα εκπλαγή, όταν κάποιος, ενώ είναι άνθρωπος και έχει την ιδίαν φύσιν και συν­αναστρέφεται ανθρώπους, ως αδάμας δεν κάμπτεται από το πλή­θος των παθών;

V CHECKΌταν, ενώ ευρίσκεται μεταξύ πυρός και σιδήρου και θηρίων, είναι ισχυρότερος από τον αδάμαντα και σώζεται από όλα χάρις εις την ευσέβειάν του;

V CHECKΌταν υβρίζεται, και όμως ευλογεί; Όταν συκοφαντήται, και όμως εγκωμιάζει;

V CHECKΌταν βλάπτεται, και όμως εύχεται υπέρ των αδικούντων;

V CHECKΌταν τον επιβουλεύονται, και όμως αυτός ευεργετεί όσους τον πολεμούν και τον επιβουλεύονται ;

Αυτά λοιπόν και αυτού του είδους τα έργα θα δοξάσουν τον Θεόν πολύ περισσότερον από τους ουρανούς. Πράγματι οι Εθνικοί, ενώ βλέπουν τον ουρανό, δεν ντρέπονται, όταν όμως ιδούν ένα άγιον άνδρα να ζη την φιλοσοφίαν με συνέπειαν, αφοπλίζονται και επιρρίπτουν την ευθύνην εις τον εαυτόν των διότι, όταν κάποιος που είναι της ιδίας με αυτούς φύσεως είναι τόσον ανώτερός των, πολύ περισσότερον από όσον ο ουρανός από την γην, τότε και χωρίς να το θέλουν αντιλαμβάνονται ότι κάποια θεία δύναμις πραγματοποιεί αυτά. Δια τούτο λέγει «και δια να δοξάσουν τον ουράνιον Πατέρα σας».

Θέλεις να μάθης και από άλλου πως δοξάζεται ο Θεός από τον βίον των δούλων του και πως δοξάζεται από τα θαύματα; Κά­ποτε ο Ναβουχοδονόσορ έρριψε τους τρεις παίδας εις την κάμινον.

Κατόπιν, επειδή είδεν ότι το πυρ δεν τους κατέκαυσε, λέγει «Εί­ναι ευλογητός ο Θεός, ο οποίος απέστειλε τον άγγελόν του και έ­σωσε τα παιδιά του από την κάμινον, διότι είχον εμπιστοσύνην εις αυτόν και κατεπάτησαν την διαταγήν του βασιλέως». Τι λέγεις; κατεφρονήθης, και όμως τιμάς αυτούς που σε κατεφρόνησαν ; Ναι, λέγει, και δι’ αυτόν ακριβώς τον λόγον, δια το ότι κατεφρονήθημεν και δίδει τούτο ως αιτίαν της τιμής, που αποδίδει.

Ώστε τό­τε προσεφέρθη δόξα εις τον Θεόν όχι μόνον δια το θαύμα, αλλά και δια την διάθεσιν των ριφθέντων εις το πυρ. Εάν δε κάποιος εξετάση χωριστά τούτο και εκείνο, τούτο δεν θα φανή κατώτερον εκείνου, το να πείση δηλαδή κανείς ψυχάς να περιφρονήσουν την κάμινον δεν είναι ολιγότερων άξιον θαυμασμού από το να τας σώση από την κάμινον.

Πράγματι, πως δεν είναι άξιον εκπλήξεως, όταν ο βασιλεύς της οικουμένης, που έχει γύρω του τόσα πολλά όπλα και στρα­τούς και στρατηγούς και τοπάρχας και υπάτους, και τόσην γην και θάλασσαν υπό την εξουσίαν του, καταφρονήται από αιχμάλωτα παιδιά, και όταν οι δεμένοι νικούν αυτόν που τους έδεσε, και τέλος νικούν όλην εκείνην την στρατιάν;

Δεν ενίκησαν λοιπόν, όπως ήθελον, οι άνθρωποι του βασιλέως, ενώ είχον και όλην αυτήν την δύναμιν και την συμμαχίαν της καμίνου, αλλ’ ενίκησαν οι γυμνοί και δούλοι και ξένοι και ολίγοι, διότι τι είναι ολιγώτερον από τρεις; Δεμένοι αυτοί κατενίκησαν άπειρον στρατιάν. Κατεφρονείτο λοιπόν πλέον ο θάνατος, επειδή επρόκειτο εν συνεχεία να έλθη ο Χριστός. Και όπως, όταν πρόκειται να ανατείλη ο ήλιος και προ­ του φανούν αι ακτίνες, γίνεται λαμπρόν το φως της ημέρας, έτσι και, όταν επρόκειτο να έλθη ο ήλιος της δικαιοσύνης, ο θάνατος ήρχισε να υποχωρή. Τι λαμπρότερον από το θέατρον εκείνο θα ημπορούσε να υπάρξη; Τι περιφανέστερο από εκείνην την νίκην; Τι επισημότερον από τα νέα τρόπαια;

Τούτο ισχύει και δι’ εμάς. Και τώρα υπάρχει ο βασιλεύς της βαβυλωνιακής καμίνου, και τώρα ανάπτει φλόγα φοβερωτέραν από εκείνην. Και τώρα υπάρχει αυτός που μας παρακινεί να τιμώμεν εικόνα τέτοιου είδους. Πλησίον του ευρίσκονται και σατράπαι και στρατιώται και γοητεύουσα μουσική και πολλοί τιμούν αυτήν την εικόνα, την στολισμένην, την μεγάλην.

Κάτι τέτοιο δηλαδή είναι η πλεονεξία, όπως εκείνη η εικών, δεν περιφρονεί ούτε τον σίδη­ρον, και, ενώ αποτελείται από ανόμοια πράγματα, παρακινεί όλα να τα τιμώμεν, και χαλκόν και σίδηρον και όσα είναι ακόμη πολύ ευτελέστερα από αυτά. Αλλ’ όπως υπάρχουν αυτά, έτσι υπάρχουν και τώρα οι ζηλωταί εκείνων των παίδων οι οποίοι λέγουν: «Δεν λατρεύομεν τους θεούς σου και δεν προσκυνούμεν την εικόνα σου», αλλ’ υπομένομεν και την κάμινον της πενίας και όλην την άλλην ταλαιπωρίαν χάριν της τηρήσεως των νόμων του Θεού. Και όσοι μεν κατέχουν πολλά, όπως εκείνοι τότε, και αυτήν την εικόνα πολλάκις την προσκυνούν, και όμως κατακαίονται, αυτοί, δε, ενώ δεν έχουν τίποτε, και αυτήν την καταφρονούν, ενώ δε ζουν εις πενίαν, ευρίσκονται εις δρόσον μεγαλυτέραν από εκείνους που ζουν εις ευπορίαν, όπως ακριβώς και τότε, εκείνοι μεν που έρριψαν εις το πυρ τους τρεις παίδας κατεκάησαν, ενώ αυτοί, αν και ήσαν μέσα εις τας φλόγας, ησθάνοντο δρόσον ωσάν να ήσαν μέσα εις το ύδωρ.

Εκείνος δε ο τύραννος εκαίετο μάλλον από την φλόγα, διότι ο θυμός τον ήναπτε σφοδρότερον, παρά εκείνοι οι παίιδες διότι εκείνων μεν ούτε τα άκρα των τριχών των ημπόρεσε να εγγίση το πυρ, τούτου δε η οργή κατέκαυσε την διάνοιάν του σφοδρότερον.

Σκέψου δε πόσον μειωτικόν ήτο ενώπιον τόσων ανθρώπων να περιφρονήται από αιχμαλώτους παίδας. Απεδείχθη δηλαδή ότι, αν και κατέλαβε την πόλιν αυτών, δεν την κατέλαβε με την ιδικήν του δύναμιν, αλλ’ εξ αιτίας της αμαρτίας των πολλών εφ’ όσον δηλαδή δεν ημπόρεσε να νικήση τους δεμένους, οι οποίοι μάλιστα είχον ριφθή εις κάμινον, πως θα ημπορούσε να τους νικήση με πόλεμον, την στιγμήν που όλοι τους ήσαν τόσον γενναίοι;  Επομένως είναι φανερόν ότι αι αμαρτίαι των πολλών παρέδωκαν την πόλιν.

Πρόσεξε δε και την έλλειψιν κενοδοξίας των παίδων, δεν ώρμησαν μέσα εις την κάμινον, αλλά διεφύλαττον την παραγγελί­αν του Χριστού, που τους έλεγεν από τον ουρανόν: «Να εύχεσθε να μη αντιμετωπίσητε πειρασμόν». Ούτε έφυγον, επειδή εδυσανασχέτησαν, αλλ’ εστάθησαν με γενναιότητα εις το μέσον, και έτσι ούτε ηγωνίζοντο χωρίς να κληθούν ούτε, όταν εκλήθησαν, εδειλίαζον, αλλά ήσαν δι’ όλα έτοιμοι και γενναίοι και γεμάτοι με παρρησίαν.

   Ας ακούσωμεν δε και τι λέγουν, δια να μάθωμεν και από τούτο το φιλόθεον φρόνημά των. «Υπάρχει Θεός εις τον ουρανόν, ο οποίος ημπορεί να μας σώση». Δεν φροντίζουν δηλαδή δια τους εαυτούς των, αλλά, ενώ πρόκειται να καούν, μεριμνούν δια την δόξαν του Θεού. Δια να μη κατηγορήσης, λέγει, ποτέ τον Θεόν δια αδυναμίαν, αν εμείς κατακαώμεν, εκ των προτέρων σού ανακοινώνομεν με ακρίβειαν την πλήρη πίστιν μας: «Υπάρχει Θεός εις τον ουρανόν», όχι τέτοιος όπως είναι αυτή η γήινη εικών, η άψυχος και ά­φωνος, αλλά που είναι ικανός να μας αρπάση και από το μέσον ακόμη της καμίνου. Μη λοιπόν τον κατηγορής δια αδυναμίαν, διότι μας αφήνει να πέσωμεν μέσα εις την κάμινον. Είναι τόσον δυνατός, ώστε και αφού πέσωμεν μέσα να ημπορή να μας αρπάση πάλιν από την φλόγα.

«Και εάν δεν μας σώση, να γνωρίζης, βασιλεύ, ότι δεν λα­τρεύομε τους θεούς σου και την χρυσήν είκόνα, την οποίαν ίστησες, δεν προσκυνούμε». Πρόσεξε ότι από θεία οικονομίαν ηγνόουν το μέλλον. Εάν δηλαδή το εγνώριζον εκ των προτέρων, δεν θα ήσαν αξιοθαύμαστοι δια ό,τι έκαμαν τι το αξιοθαύμαστον, αν περιεφρόνουν τα δεινά έχοντες εγγυήσεις δια την σωτηρίαν των; Αλλά ο μεν Θεός εδοξάζετο, διότι ηδυνήθη να τους εκβάλη από την κάμινον, εκείνοι δε δεν θα εθαυμάζοντο, διότι δεν θα είχον ρίψει τους εαυτούς των εις κινδύνους.

Δια τούτο τους άφησε να αγνοούν το μέλλον, δια να τους δοξάση περισσότερον. Και όπως αυτοί εξησφάλιζον ο βασιλεύς να μη κατηγορήση τον Θεόν δια αδυναμίαν, εάν κατεκαίοντο, έτσι και ο Θεός επέτυχε και τα δύο, και την δύναμίν του έδειξε και την προθυμίαν των παίδων την έ­καμε να φανή λαμπροτέρα.

Από που λοιπόν προήρχετο η αμφιβολία των και η αβεβαιότης των ότι οπωσδήποτε θα εσώζοντο; Από την γνώμην των ότι ήσαν οι ευτελέστεροι πάντων και ανάξιοι τέτοιας ευεργεσίας. Και απόδειξις του ότι δεν το λέγω αυτό από την φαντασίαν μου είναι ότι αφού έπεσαν εις την κάμινον, εθρήνουν ως εξής λέγοντες: «Ημαρτήσαμεν, ηνομήσαμεν, δεν ημπορούμεν να ανοίξωμεν το στόμα μας». Δια ταύτα έλεγον, «Και εάν δεν μας σώση». Μη απορήσης δε, επειδή δεν είπαν με σαφήνειαν τούτο, ότι δηλαδή ο Θεός είναι μεν δυνατός να μας σώση, εάν όμως δεν μας σώση, θα οφείλεται εις τας αμαρτίας μας διότι θα εφαίνοντο εις τους βαρβάρους ότι με πρόφασιν τα ιδικά των αμαρτήματα προσπαθούν να συγκαλύψουν την αδυναμίαν του Θεού. Δια τούτο, αφού ωμίλησαν μόνον δια την δυνατότητα, δεν ανέφεραν την αιτίαν. Άλλωστε ήσαν καλώς κατηρτισμένοι να μη πολυασχολούνται με τας κρίσεις του Θεού.

   Αφού λοιπόν είπαν αυτά, εισήλθαν εις το πυρ, και ούτε εφέρθησαν με περιφρόνησιν εις τον βασιλέα ούτε κατέστρεψαν την εικόνα διότι ο ανδρείος πρέπει να είναι σώφρων και ήπιος, και μά­λιστα εις τους κινδύνους, δια να μη φανή ότι πηγαίνει εις τους αγώνας αυτούς από θυμόν και κενοδοξίαν αλλά από ανδρείαν και σωφροσύνην, διότι όποιος φέρεται με περιφρόνησιν προς τους άλ­λους, καθίσταται ύποπτος ότι δικαίως κατηγορείται δι’ όσα κατηγορείται, εκείνος όμως ο οποίος υπομένει και όταν ακόμη σύρεται με σκαιότητα και ο οποίος αγωνίζεται με πραότητα, δεν θαυμάζε­ται μόνον ως ανδρείος, αλλά εξ ίσου επευφημείται και δια την σω­φροσύνην και δια την πραότητα του πράγμα το οποίον έκαναν τό­τε και αυτοί δεικνύοντες όλην την ανδρείαν και την πραότητά των και ότι ενήργουν όπως ενήργουν όχι δια μισθόν ούτε δια ανταπόδοσιν και αμοιβήν.

Και αν ο Θεός δεν θελήση να μας σώση, λέγουν, πάντως δεν λατρεύομεν τους θεούς σου, διότι έχομεν ήδη τας αμοιβάς μας, αφού ηξιώθημεν να απαλλαγώμεν της ασεβείας και να κατακαούν τα σώματά μας δι’ αυτήν.

Και ημείς λοιπόν, εφ’ όσον έχομεν την ανταπόδοσιν —και την έχομεν, διότι ηξιώθημεν να τον γνωρίσωμεν, διότι ηξιώθημεν να γίνωμεν μέλη Χριστού— ας μη τα κάμωμεν μέλη πόρνης. Με αυτήν την φρικωδεστάτην εικόνα πρέπει να περατώσωμεν τον λό­γον, δια να έχωμεν ζωντανόν τον φόβον της απειλής και έτσι με τον φόβον αυτόν μέσα μας να μένωμεν καθαρώτεροι από τον χρυσόν, διότι έτσι θα ημπορέσωμεν, αφού απαλλαγώμεν από την πορ­νείαν, να ίδωμεν τον Χριστόν, τον οποίον μακάρι να κατορθώσωμεν όλοι ημείς να τον ίδωμεν με παρρησίαν κατά την ημέραν εκείνην με την χάριν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, του οποίου η δόξα είναι αιωνία. Αμήν.

 

 

ΕΙΣ ΤΗΝ A’ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ ΟΜΙΛΙΑ ΙΗ’ 509-517

ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ : Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ

https://www.entaksis.gr/30909/