Τον
καιρό της Σφαγής, εφημέριος στο χωριό της Κυδιάντας ήταν ο παπά
Κωνσταντίνος Κούνουπας. Όταν άρχισαν τα γιουρουσια των Τούρκων προς την
ύπαιθρο ο ιερέας αιχμαλωτίστηκε, οι Τούρκοι του πέρασαν χαλινάρι σα να ήταν υποζυγιο και γονατιστό τον οδήγησαν προς τη Χώρα. Εκεί στην Βρύση του Πασά, ο παπά Κουνουπας κατέρρευσε από την βασανιστική πορεία και κάτω από τους πλατανους της Δασκαλοπετρας του αφαίρεσαν τα χαλιναρια και τον αποκεφάλισαν.
Αυτά μας διασώζει, μαζί με πλήθος παρόμοιων μαρτυριών, ο ιστοριοδηφης της Σφαγης, παπα-Μάρκος Αγ. Βασιλάκης. Σύμφωνα με άλλες μαρτυρίες η αποτομή του έλαβε χώρα στο Κάστρο και το σώμα του πετάχτηκε στα Ταμπάκικα απ όπου το περισυνελλεξαν χωριανοί και το έθαψαν πλάι στο ναό Αγ. Ιωάννου Κυδιάντας.
Το
ετος 1960 κατα τη διάρκεια εργασιών στον αυλόγυρο του ναού,
αποκαλύφθηκε ο ταφος του και όλοι εξεπλάγησαν με το μέγεθος των οστών
του που δήλωνε άνθρωπο μεγαλόσωμο. Η ταυτότητα του πιστοποιηθηκε από ένα
κεραμίδι που βρέθηκε μαζί με το λείψανο, πάνω στο οποίο ήταν χαραγμένα
τα γράμματα Κ.Κ. (Κωνσταντίνος Κουνουπας).
Δυστυχώς, σήμερα είναι άγνωστο πού βρίσκονται.
Ο μικρός γιος του ιερομαρτυρα ακολούθησε τα κοπάδια των αιχμαλώτων που οδηγουνταν για πούλημα στη Χώρα, αγοράστηκε από κάποιον Πασά ο οποίος τον ανέθρεψε σαν δικό του παιδί στην Κωνσταντινούπολη. Στην ηλικία των είκοσι ετών το παιδί βρέθηκε σαν φοροεισπρακτορας στην Χίο και μάλιστα στο χωριό του την Κυδιάντα.
Ο μικρός γιος του ιερομαρτυρα ακολούθησε τα κοπάδια των αιχμαλώτων που οδηγουνταν για πούλημα στη Χώρα, αγοράστηκε από κάποιον Πασά ο οποίος τον ανέθρεψε σαν δικό του παιδί στην Κωνσταντινούπολη. Στην ηλικία των είκοσι ετών το παιδί βρέθηκε σαν φοροεισπρακτορας στην Χίο και μάλιστα στο χωριό του την Κυδιάντα.
Ποιος ξέρει τι είδε, τι οσμίστηκε, τι άγγιξε και στην ψυχή του ξύπνησαν θολές εικόνες και μνήμες. Τα γκρίζα, αποκρημνα βουνά, οι δύο εκκλησίες του χωριού ένθεν και ένθεν της βαθειάς ρεματιας, τα σπίτια. Ένα όνομα πέρασε σαν σαΐτα από το μυαλό του, αυτό μόνο είχε γραφτεί κάπου βαθειά μέσα του και πότε πότε οι τρεις συλλαβές του ηχουσαν στο νου του. Ελένη....Ελένη. Το όνομα της αδερφής του που ήταν σχεδόν συνομήλική του.
Ζαλισμένος, με τη γλώσσα δεμένη, δε γνώριζε ελληνικά, πρόφερε το όνομά της στους εντρομους συγχωριανους και με νοήματα ζήτησε να τη φέρουν μπροστά του. Αναζήτησαν την κοπέλα και άσπρη σαν το πανί απο τον τρόμο της την οδήγησαν στον φοροεισπρακτορα.
Φώναξαν και άνθρωπο που γνώριζε τούρκικα για να βοηθήσει στη συνεννόηση. Το μόνο που τον ρώτησε πως μεταφράζεται στα ελληνικά η λέξη kardes (αδελφός).
Πήρε την αδερφή του παραμερα και ψιθύρισε στ' αυτί της: αντερφός.
Για τα υπόλοιπα δούλεψαν τα μάτια, τα τρεμαμενα χείλη, οι θάλασσες των δακρύων, τα πισωπατήματα της αμφιβολίας, το ζόρισμα του νου να θυμηθεί πράγματα. Κι Ελένη θυμήθηκε πως σαν ήταν μικρός, ο αδερφός της είχε πέσει απ το γαϊδουρακι τους και ειχε κάμει ενα σημάδι στο καλάμι του ποδιού του.
Ζήτησε από τον αδερφό της να της το δείξει......
Κι
άλλα δάκρυα, τώρα κι αγκαλιάσματα και σφιξιματα και χτυποκαρδια και
φιλήματα.....ήταν ο μικρός της αδερφός, το σκλαβί που το πήραν στη Σφαή.
Ορκισε την αδελφή του να μην μιλήσει σε κανένα κι έφυγε από το χωριό με σχέδιο.
Επιστρεφοντας στην Πόλη βρήκε τον θετό του πατέρα νεκρό κι έκαμε υπομονή μέχρι να κλείσει και τα μάτια της θετης μητέρας του.
Ύστερα, ελεύθερος πια, επέστρεψε στην Κυδιαντα την ημέρα που γιόρταζε η Παναγιά η Περασιά (δεκαπενταυγουστο).
Ορκισε την αδελφή του να μην μιλήσει σε κανένα κι έφυγε από το χωριό με σχέδιο.
Επιστρεφοντας στην Πόλη βρήκε τον θετό του πατέρα νεκρό κι έκαμε υπομονή μέχρι να κλείσει και τα μάτια της θετης μητέρας του.
Ύστερα, ελεύθερος πια, επέστρεψε στην Κυδιαντα την ημέρα που γιόρταζε η Παναγιά η Περασιά (δεκαπενταυγουστο).
Στο πανηγύρι είδε μια κοπέλα από το Βροντάδο που πολύ γρήγορα την παντρεύτηκε και απόκτησε μαζί της τρία αγόρια και επτά κορίτσια. Το όνομά του πλέον Σταμάτιος Κωνσταντίνου Παππάς (όχι Κουνουπας αλλά Παπάς για να θυμάται τον μαρτυρα πατέρα του). Άνθρωπος αψύς, απότομος αλλά καλοκαρδος, όσο περνούσαν τα χρόνια μια έγνοια του έτρωγε την καρδιά. Αν θα τον συγχωρέσει ο Θεός που έγινε Τούρκος και πρόδωσε την πίστη του. Μα υπάρχει τίποτα που να μην σχωράει ο Θεός σαν μετανοιωνεις αληθινά;
Σαν πέθανε, ύστερα από κάποια χρόνια, τα παιδιά του κάμανε την ανακομιδή του. Ένας βασιλικός είχε φυτρώσει στο μνήμα του και η ρίζα του έφθανε ως την καρδιά του.Στάθηκε ο γενάρχης της οικογένειας των Παπάδων.