Γράφει ὁ κ. Παναγιώτης Κατραμάδος, θεολόγος
Μέχρι σήμερον οἱ Οἰκουμενισταὶ προκειμένου νὰ δικαιολογήσουν πλήρως ὅσα ἀντορθόδοξα πράττουν, ἔχουν προβῆ εἰς κάθε εἴδους ἰσχυρισμόν: ὅτι οἱ Ἅγιοι Πατέρες ἦσαν ὑπὲρ τῶν διαλόγων, ὅτι ὁ παπισμὸς εἶναι ἀδελφὴ Ἐκκλησία, ὅτι δίδουν τὴν μαρτυρίαν τῆς Ὀρθοδοξίας κ.ἄ. Ἐκεῖνο, ὅμως, τὸ ὁποῖον δὲν ἀνεμένομεν οὐδέποτε νὰ ἀκούσωμεν εἶναι ὅτι ὁ μέγας πολέμιος τοῦ οἰκουμενισμοῦ, ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς, ἦτο οἰκουμενιστής! Ἰδού, ὅμως, ὅπου ἔφθασαν εἰς τοιοῦτον σημεῖον ἀναισχυντίας, νὰ διαστρέφουν καὶ τὸ ὀφθαλμοφανές.
Τὸ περιοδικὸν «Σύναξη» (τ. 170, Ἀπρίλιος-Ἰούνιος 2024) ἀφιερώνει τὸ τρέχον τεῦχος του εἰς τὸ βίον καὶ τὴν δρᾶσιν τοῦ Ἁγίου Ἰουστίνου, ἰδιαιτέρως δὲ εἰς τὴν θεολογίαν αὐτοῦ. Τὰ συμπεράσματα ἀναμενόμενα… (σ. 25): «Ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος γνώριζε λεπτομερῶς τὶς οἰκουμενιστικὲς δραστηριότητες τῶν παραπάνω προσωπικοτήτων καὶ δὲν εὕρισκε τίποτε μεμπτὸ σὲ αὐτές… ὑποστήριζε ὅλες τὶς οἰκουμενιστικές τους δραστηριότητες… ἐνεργοῦσε ὑπὲρ ἑνὸς ὀρθοδόξου Θεανθρωπίνου προσωποποιημένου οἰκουμενισμοῦ» καὶ (σ. 71): «…εἶναι προφανὲς ὅτι τὸ κοινὸ καὶ γιὰ τοὺς δύο (Λούθηρο καὶ Ἰουστῖνο) εἶναι μία εἰλικρινὴς ἀγαπητικὴ μέριμνα γιὰ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους. Αὐτὸ εἶναι ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος, τόσο γιὰ τὸν Λούθηρο, ὅσο καὶ γιὰ τὸν Ἅγιο Ἰουστῖνο. Πρόκειται γιὰ τὴν ἴδια τὴν ψυχὴ τοῦ Χριστιανοῦ… καὶ οἱ δύο τόνισαν τὴ σημασία τῆς Χριστολογίας: Solus Christus καὶ Θεάνθρωπος».
Τί πλέον νὰ εἴπη τις, ὅταν ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος ἀφ’ ἑνὸς παρουσιάζεται ὡς ὑποστηρικτὴς τοῦ οἰκουμενισμοῦ καὶ ἀφ’ ἑτέρου ὡς ἐφάμιλλος τοῦ ἀρχιαιρεσιάρχου τοῦ Προτεσταντισμοῦ Λουθήρου;!
Προεστῶτες τῆς Ὀρθοδοξίας «συνειδητοὶ Ἰοῦδες»!
Τὰ ἄρθρα ὑπογράφουν γνωστοὶ οἰκουμενισταί. Εἷς ἐξ αὐτῶν ὁ Ἐπίσκοπος Μπρανιτσέβου κ. Ἰγνάτιος (Μίντιτς). Δυστυχῶς, διὰ τὸν ἴδιον, ὑποπίπτει εἰς τρία θεμελιώδη σφάλματα κατὰ τὴν ἀποτίμησιν τῆς στάσεως τοῦ Ἁγίου Ἰουστίνου ἔναντι τοῦ οἰκουμενισμοῦ.
Τὸ πρῶτον εἶναι ὅτι θέτει ὡς βάσιν ὄχι τὰ βιβλία, ἀλλὰ τὰς ἐπιστολὰς τοῦ Ἁγίου, «διότι αὐτὲς συνιστοῦν ἀντιπροσωπευτικὲς ἐνδείξεις τῶν βαθύτερων καὶ εἰλικρινέστερων ἀπόψεών του», ὡς γράφει. Ἡ ἄποψις αὐτὴ εἶναι ἐντελῶς παραπλανητική, διότι ἀφ’ ἑνὸς ἕνα βιβλίον σημαίνει ἀποτύπωσιν συγκροτημένων τοποθετήσεων μετὰ ἀπὸ πολὺ βάσανον ἐπὶ συγκεκριμένης θεματικῆς, τὴν ὁποίαν ἀναπτύσσει κανεὶς ἀναλυτικά, ἐνῶ ἀπεναντίας αἱ ἐπιστολαὶ χαρακτηρίζονται ἀπὸ καταγραφὴ ποικίλων σκέψεων καὶ ζητημάτων. Ἀφ’ ἑτέρου ἡ συγγραφὴ ἑνὸς βιβλίου σημαίνει συνειδητὴν ἐπιδίωξιν δημοσίας παρεμβάσεως, ἐνῶ αἱ ἐπιστολαί, ἀνήκουσαι εἰς τὴν ἰδιωτικὴν σφαῖραν, ἀσκοῦν προσωπικὴν ποιμαντικήν, ἡ ὁποία κυμαίνεται ἀναλόγως τοῦ παραλήπτου. Ἑπομένως, ὅλα τὰ συγγράμματα τοῦ Ἁγίου πρέπει βεβαίως νὰ συνεξετάζωνται, ἀλλὰ νὰ δίδεται τὸ βάρος εἰς τὰς μονογραφίας του. Συγκεκριμένως, μάλιστα, πρέπει νὰ ἀναφερθῆ ὅτι τὸ βιβλίον «Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καὶ Οἰκουμενισμός», διότι κυρίως ἐπιχειροῦν νὰ ἀνασκευάσουν τὴν ἀντιοικουμενιστικὴν θέσιν τοῦ Ἁγίου, εἶναι ὥριμος καρπὸς τοῦ 1974 καὶ μεταγενέστερος πλειόνων ἐκ τῶν ἐπιστολῶν (π.χ. ὅλαι αἱ ἐπιστολαί, τὰς ὁποίας τουλάχιστον δημοσιεύει ἡ «Σύναξη» φθάνουν μόνον ἕως τὸ 1971).
Μήπως ὅμως ἀκόμα καὶ αἱ ἐπιστολαί, τὰς ὁποίας ἐπικαλεῖται ὁ Σεβ. Μπρανιτσέβου φανερώνουν ἕνα μετριοπαθέστερον Ἰουστῖνον; Εἰς ἐπιστολὴν πρὸς τὸν Ἀθανάσιον (Γιέφτιτς) ἀναφέρει (σ. 83):
«Ἡ θέση σου περὶ τοῦ οἰκουμενισμοῦ εἶναι ὀρθή, ἐπειδὴ εἶναι ὀρθόδοξη. Ἂν ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι ἤμασταν ἁγιοπατερικὰ ὀρθόδοξοι, τότε δὲν θὰ φοβόμασταν κανένα ἀπὸ τοὺς «οἰκουμενισμούς». Τώρα ὅμως ὁ κίνδυνος εἶναι καταστροφικός, διότι ἀνάμεσα σὲ προεστῶτες τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ὑπάρχουν πολλοὶ ἀστοιχείωτοι, πολλοὶ ἀσυλλόγιστοι, πολλοὶ λακέδες ἐπιπόλαιοι σὰν τὸν Ἰούδα, ἀλλὰ καὶ συνειδητοὶ Ἰοῦδες»!
Ἂν αὐτὰ περὶ «συνειδητῶν Ἰούδων» τὰ γράφει τὸ 1966, τί ἆραγε θὰ ἔγραφε σήμερον, διὰ τοὺς συγχρόνους οἰκουμενιστὰς καὶ τοὺς προεστῶτας;
Ὁ παπισμὸς κατέστρεψε τὴν Δύσιν
Τὸ δεύτερον σφάλμα τοῦ Σεβασμιωτάτου εἶναι ἡ ἄποψις ὅτι ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος δίδει τὴν προτεραιότητα εἰς τὸν οὑμανισμὸν ἔναντι τοῦ παπισμοῦ, δεχόμενος ὅτι ὁ δεύτερος προῆλθεν ἀπὸ τὸν πρῶτον. Χαρακτηριστικαὶ αἱ φράσεις τοῦ ἄρθρου (σ. 18-19): «Σὲ αὐτὴ τὴ δίνη βρέθηκε καὶ ὁ δυτικὸς Χριστιανισμός, ὁ ὁποῖος σταδιακὰ μεταλλάχθηκε σὲ ἀνθρωπισμὸ – γιὰ τὴν ἀκρίβεια, σὲ οὑμανιστικὴ θρησκεία… ἔτσι ὁ οὑμανισμὸς μετατρέπεται σὲ παπισμό, σὲ παποκεντρικὸ ἀδιέξοδο».
Ὡστόσο, εἰς τὸ βιβλίον «Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καὶ Οἰκουμενισμὸς» διατυπώνεται ἡ ἀντίστροφος πορεία, δηλ. ἡ προέλευσις τοῦ οὑμανισμοῦ ἐξαιτίας τοῦ παπισμοῦ π.χ. (σ. 175): «ἡ ἀστικὴ κοινωνία καὶ ὁ οὑμανιστικὸς κοινωνισμὸς ἔχουν θρησκευτικὰς ρίζας», (σ. 194): «ὁ Βατικανισμὸς εἶχε ἀπομυζήσει ἀπὸ τὸν Εὐρωπαῖον ἄνθρωπον τὰς δημιουργικὰς ζωτικὰς δυνάμεις του. Κατόπιν τούτου ἐθεωρήθη ὡς πρωτίστη ἀνάγκη ἡ ἀνακαίνισις τοῦ Εὐρωπαίου ἀνθρώπου μὲ τὸ ἀνθρωπιστικὸν πνεῦμα τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδος» κ.λπ. Ὁ παπισμὸς ὡδήγησεν εἰς τὸν οὑμανισμὸν καὶ ἔπειτα ἀφωμοιώθη εἰς αὐτόν, ἀλληλοεπηρεαζόμενοι. Ἑπομένως, τὴν αἵρεσιν οὐσιαστικῶς ἐντοπίζει ὁ Ἅγιος ὡς τὴν ρίζαν τοῦ κακοῦ, ἡ ὁποία ἐπειδὴ φέρει τὸ ἔνδυμα τοῦ οὑμανισμοῦ λανθάνει τῆς προσοχῆς τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὸν ὁδηγεῖ εἰς τὸν θάνατον, διὰ τοῦτο καὶ γράφει (σ. 210):
«τὸ δόγμα περὶ τοῦ ἀλαθήτου τοῦ πάπα τοῦ 20οῦ αἰῶνος, δὲν εἶναι ἄλλο παρὰ ἡ ἀναγέννησις τῆς εἰδωλολατρίας καὶ τοῦ πολυθεϊσμοῦ… διὰ τοῦ δόγματος περὶ τοῦ ἀλαθήτου τοῦ πάπα ἀνήχθη εἰς δόγμα ὁ εἰδωλολατρικὸς οὑμανισμός, κατὰ πρῶτον λόγον ὁ ἑλληνικός».
Ποία ἡ ἀλήθεια περὶ τοῦ Περγάμου Ἰ. Ζηζιούλα;
Τὸ τρίτον σφάλμα τοῦ Σεβασμιωτάτου εἶναι ἡ μονομερὴς παρουσίασις τῆς σχέσεως τοῦ Ἁγίου Ἰουστίνου μὲ τὸν κυρὸ Περγάμου Ἰ. Ζηζιούλα, γράφων (σ. 23): «Ἐκεῖνα ἀκριβῶς τὰ χρόνια ποὺ ὁ Ἰουστῖνος δηλώνει ὅτι «δὲν ἔχει γνωρίσει βαθύτερο καὶ εὐφυέστερο ὀρθόδοξο θεολόγο ἀπὸ τὸν Ζηζιούλα»… ὁ π. Ἰουστῖνος ἀπευθύνει τοὺς τιμητικοὺς αὐτοὺς ἐπαίνους πρὸς τὸν «κύριο» καὶ «καθηγητὴ» (ὅπως τὸν ἀποκαλοῦσε) Ζηζιούλα «ἀκριβῶς τὴν περίοδο ποὺ ὁ νεαρὸς τότε θεολόγος ἤδη ἀναγνωριζόταν ὡς βασικὸς πρωταγωνιστὴς τοῦ οἰκουμενισμοῦ».
Κατ’ ἀρχάς, ἡ φράσις «δὲν ἔχει γνωρίσει…» δὲν εἶναι μὲ βεβαιότητα τοῦ Ἁγίου Ἰουστίνου, καθὼς παραπέμπει δι’ αὐτὴν εἰς ἄρθρον τοῦ ἀρχιδιακόνου Ζλάτκο Ματὶτς (ὁ ὁποῖος συνυπογράφει τὸ ἄρθρο τοῦ Σεβ. Μπρανιτσέβου), εἰς τὸ ὁποῖον ἀναφέρει ὅτι τὴν φράσιν αὐτὴν μετέφερεν εἰς τὸν συγγραφέα ὁ π. Ἀθανάσιος Γιέβτιτς. Ὡστόσον, εἰς τὴν «Σύναξη» (σ. 83, ὑποσ. 25) τὸ ζήτημα καθίσταται πλέον περίπλοκον καὶ ἡ ἀλήθεια δυσδιάκριτος, ὅταν γράφη: «ὅπως σημείωσε ὁ ἐπισκ. Ἀθανάσιος Γιέβτιτς σὲ ἐπιστολὴ ποὺ τοῦ ἔστειλε ὁ Ζηζιούλας (5-5-1972), ἔπειτα ἀπὸ αὐτὴ τὴ συνάντηση ὁ π. Ἰουστῖνος εἶπε…».
Τὰ μόνα γραπτὰ καὶ διὰ τοῦτο γνήσια λόγια φιλοφρονήσεως τοῦ Ἁγίου Ἰουστίνου διὰ τὸν Ζηζιούλα διατυπώνονται εἰς τὴν ἐπιστολὴν ὑπ. ἀρ. 101 τοῦ 1967, σχετικῶς μὲ τὴν διατριβήν του. Ὡστόσον, ἡ ἀπολυτοποίησις αὐτῶν τῶν λόγων θὰ ἦτο κατὰ πολὺ χειροτέρα παραποίησις τῆς ἀληθείας, ἀπὸ ἐκείνην τὴν ὁποίαν διαπράττουν οἱ ἴδιοι, ὅταν παρακάμπτουν ὁλόκληρον τὴν σφοδρὰν κριτικὴν τοῦ Ἁγίου κατὰ τοῦ οἰκουμενισμοῦ, διότι τὰ λόγια αὐτὰ διατυπώνονται ἅπαξ καὶ εἰς πρώιμον στάδιον τῆς θεολογικῆς πορείας τοῦ Περγάμου.
Μνημονεύεται ἀκόμη μία συνάντησις τοῦ Ἁγίου μὲ τὸν Ζηζιούλαν τὸ 1971 εἰς τὴν Ἱ. Μονὴν Τσέλιε καὶ ἔπειτα παντελὴς σιωπή… Μετὰ ἀπὸ ἐκείνην τὴν ἡμερομηνίαν δὲν προσάγεται καμία ἀπολύτως μαρτυρία, ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὸν Μάτιτς, ὁ ὁποῖος ἐδημοσίευσε σχετικὸν ἄρθρον τὸ 2023 (δηλαδὴ μετὰ τὴν ἔκδοσιν τῶν ἁπάντων τοῦ Ἁγ. Ἰουστίνου) μὲ θέμα «Ὁ Ἰωάννης Ζηζιούλας στὶς ἐπιστολὲς τοῦ Ἁγίου Πατρὸς Ἰουστίνου Πόποβιτς», ὅπου πάλιν ἀναφέρεται μόνον εἰς τὸ διάστημα 1966-1971, ἀναμασῶν τὰ ἴδια ἐπιχειρήματα. Διατί τοιαύτη σιωπὴ τοῦ Ἁγίου περὶ τοῦ Ζηζιούλα;
Τὰ περισσότερα μελετήματα τοῦ κυροῦ Περγάμου εἶναι μετὰ τὸ 1971 καὶ ἀκόμη μεταγενέστερα. Δεδομένου ὅτι ὁ Ἅγιος ἐκοιμήθη τὸ 1979 καὶ ἐν τῷ μεταξὺ ἐκδίδει τὸν καταπέλτην κατὰ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ τὸ 1974, εἶναι ἀσφαλὲς νὰ καταλήξη κανεὶς εἰς τὸ εὔλογον συμπέρασμα: ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος διέκρινεν, ὅπως καὶ εἰς πολλοὺς ἄλλους, χαρίσματα, τὰ ὁποῖα ἠδύναντο –ἐὰν ἐλάμβανον σωστὴν κατεύθυνσιν- νὰ ἀξιοποιήσουν διὰ τὴν προβολὴν τῆς Ὀρθοδόξου Πατερικῆς Θεολογίας πρὸς τοὺς θύραθεν καὶ διὰ τοῦτο ἐνεθάρρυνεν ὅλους πρὸς αὐτό. Δὲν σημαίνει ὅτι ἐνέκρινε τὸν οἰκουμενισμόν, πολὺ περισσότερον ὅπως μάλιστα ἔχει ἐξελιχθῆ σήμερα, μὴ ἔχων καμίαν σχέσιν μὲ τὰς ἀρχικὰς ρομαντικὰς ἀντιλήψεις, ἀλλὰ καὶ τὰς ἀπαιτήσεις τῆς τότε ἐποχῆς, εἰς τὴν ὁποίαν ἔζησεν ὁ Ἅγιος (μεταπολεμικὴ ἐποχὴ διακρινομένη ἀπὸ τὴν αἰσιοδοξίαν ἑνὸς ὁράματος ἑνότητος). Αἱ προθέσεις τοῦ Ἁγίου Ἰουστίνου εἶναι σαφὲς ὅτι δὲν ἔπαψαν ποτὲ νὰ στοχεύουν εἰς τὸν εὐαγγελισμὸν τῶν αἱρετικῶν, ὅταν π.χ. ἀπαντᾶ εἰς αἴτημα τοῦ Σεβ. Μπάτσκας Εἰρηναίου νὰ μεταβῆ εἰς οἰκουμενιστικὸν συνέδριον τὸ 1970 («Σύναξη», σ. 92) γράφει χαρακτηριστικά:
«Ἂν ἔχεις δυνατότητα νὰ πεῖς καμιὰ κουβέντα, αὐτὸ ἂς εἶναι Ἱλαριωνο-ἁγιοπατερικὸς Ὀρθόδοξος καὶ ἀποστολικὸς εὐαγγελισμός»!
Ὅπως δὲν δυνάμεθα νὰ προσάψωμεν σπίλον εἰς τὸν Ἀπ. Παῦλον ἐπειδὴ εἶχε συνεργάτην τὸν Δημά, ὁ ὁποῖος τὸν ἐπρόδωσε καὶ κατὰ μίαν παράδοσιν ἔγινεν ἱερεὺς τῶν εἰδώλων, τοιουτοτρόπως εἶναι ἀδιανόητον νὰ συνάγωμεν ὅτι ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος ἐθεώρει κορυφαῖον θεολόγον τὸν Ζηζιούλαν, ἐπειδὴ τὸν ἐπῂνεσε διὰ τὴν διατριβήν του.
Δέν εἶναι ὁ οἰκουμενισμὸς «Παναίρεσις»;
Εἰς τὸ αὐτὸ ἀφιερωματικὸν πλαίσιον τοῦ περιοδικοῦ «Σύναξη» δημοσιεύεται καὶ μικρὴ παρέμβασις τοῦ μακαριστοῦ Ἀθανασίου Γιέβτιτς κατὰ τὰς συνεδριάσεις τοῦ Κολυμβαρίου, ὅπου μεταξὺ ἄλλων ἀναφέρει (σ. 27-28): «Ἐκεῖνο τὸ βιβλίο, ποὺ ἐκδόθηκε τὸ 1974 στὰ Σερβικά, τὰ Ἑλληνικὰ καὶ τὰ Ρωσικά, τὸν ἀδικεῖ. Ἐρευνώντας τὰ ἀρχεῖα του βρῆκα γύρω στὶς σαράντα χειρόγραφες σημειώσεις τοῦ ἴδιου τοῦ π. Ἰουστίνου Περὶ τοῦ Ὀρθοδόξου Οἰκουμενισμοῦ – τὶς ἐκδώσαμε ὡς ξεχωριστὸ βιβλίο στὰ Σερβικὰ καὶ τὰ Ἀγγλικά… Παραπέμπει ἐπίσης, στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μνημονεύοντας τὸν ἅγιο Μάρκο Ἐφέσου, τὸν ἅγιο Μάξιμο τὸν Ὁμολογητή, ἀλλὰ καὶ τὸν Πατριάρχη Γερμανὸ Β΄ (13ος αἰ.), ἀπὸ τὸν ὁποῖο καὶ δανείστηκε τὴν ἔκφραση «παν-αἵρεση» γιὰ τοὺς Ρωμαιοκαθολικούς, ἐξαιτίας τῶν ὅσων εἶχαν κάνει στὴν Κύπρο… Ἀπὸ αὐτὸν πῆρε τὴν ἔκφραση, δὲν ἦταν δική του».
Ἡ παρέμβασις αὐτὴ τοῦ μακαριστοῦ Ἐπισκόπου Γιέβτιτς ὀφείλει νὰ τεθῆ ὑπὸ κρίσιν. Τὸ βιβλίον «Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καὶ Οἰκουμενισμὸς» ἐξέδωσεν ὁ ἴδιος ὁ Ἅγιος, ἐνῶ τὰς σημειώσεις του ὄχι. Ἤθελεν ὁ ἴδιος νὰ ἐμφανίση δι’ ἑαυτὸν μίαν εἰκόνα, ἡ ὁποία δὲν τὸν ἀντιπροσωπεύει ἐκδίδων τὸ βιβλίον ἢ μήπως μὴ ἐκδίδων τὰς σημειώσεις;… Τὴν δὲ ἔκφρασιν «παναίρεσιν» ἀνεζητήσαμεν εἰς τὸν Γερμανόν, ἀλλὰ δὲν τὴν ἐνετοπίσαμεν. Σημασία ὅμως δὲν ἔχει τὶς ὁ ἐφευρέτης τῆς λέξεως, ἀλλὰ ποῖος τὴν υἱοθετεῖ καὶ τὴν χρησιμοποιεῖ. Ἐφ’ ὅσον ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος τὴν ἐχρησιμοποίησε σημαίνει ὅτι τὸν ἐκφράζει ἀπολύτως! Ὅπως τὸν ἐκφράζει καὶ ἡ ἰδικῆς του ἐμπνεύσεως λέξις «πανδόγμα», ἡ ὁποία ταυτίζεται ἀπολύτως μὲ τὸ Ὀρθόδοξον Δόγμα περὶ Ἐκκλησίας.
Ἂς μὴ σταθῆ ὅμως κανεὶς εἰς ταύτην ἢ τὴν ἑτέραν λέξιν, ἀλλὰ ἂς ἀντιπαραβάλη τὸ ἔργον τοῦ Πατριάρχου Γερμανοῦ μὲ αὐτὸ τοῦ Ἁγίου Ἰουστίνου καὶ θὰ εὕρη ὄχι μόνον τὰς ἰδίας Ὀρθοδόξους προϋποθέσεις, ἀλλὰ καὶ τὸ ἀμετακίνητον τῶν θέσεων π.χ. (Ἑλληνικὴ Πατρολογία, τ. 140, στ. 620): «Κρεῖσσον γὰρ ἐστις ἐν τοῖς οἴκοις ὑμῶν τῷ Θεῷ προσεύχεσθαι καταμόνας, ἢ ἐπ’ ἐκκλησίας συνάγεσθαι μετὰ τῶν Λατινοφρόνων ὑποταγάτων»! Οἱ οἰκουμενισταὶ δὲν συμπροσεύχονται; Μήπως δὲν εἶναι λαῦρος κατὰ τῶν συμπροσευχῶν καὶ τῆς διακοινωνίας (intecommunio) ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος; Τί εἶναι ὁ οἰκουμενισμός, ἁπλῶς συζητήσεις; Μήπως ὁ «Ὀρθόδοξος Οἰκουμενισμός» του εἶναι κάτι διαφορετικὸν ἀπὸ τὸν ἐπανευαγγελισμὸν τῶν ἐθνῶν; Ναί, θὰ συμφωνήσωμεν μὲ τὸν χαρακτηρισμὸν τοῦ Ἁγίου Ἰουστίνου Πόποβιτς ὡς οἰκουμενιστοῦ, ἀλλὰ ὑπὸ ἑτέραν σημασίαν: ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος ἦτο οἰκουμενιστής, ὅσον οἰκουμενιστὴς ἦτο ὁ Ἅγιος Μᾶρκος Ἐφέσου καὶ ὁ Ἅγιος Μάξιμος Ὁμολογητής! Εἶναι σαφὲς ὅτι πιστεύει μόνον εἰς ἕνα οἰκουμενισμόν, αὐτὸν τῆς διὰ μετανοίας ἐπιστροφῆς εἰς τὴν Ὀρθοδοξίαν (Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καὶ Οἰκουμενισμός, σ. 230):
«ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δὲν παραδέχεται τὴν ὕπαρξιν ἄλλων μυστηρίων ἔξω ἀπ’ αὐτήν, οὔτε θεωρεῖ αὐτὰ ὡς μυστήρια, ἕως ὅτου προσέλθη τις διὰ τῆς μετανοίας ἐκ τῆς αἱρετικῆς «ἐκκλησίας», δηλαδὴ ψευδοεκκλησίας, εἰς τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ… μὴ ἡνωμένος μετ’ αὐτῆς διὰ τῆς μετανοίας, μέχρι τότε εἶναι οὗτος διὰ τὴν Ἐκκλησίαν αἱρετικὸς»
Ἡ προφητεία τοῦ Ἁγίου Ἰουστίνου
Ἡ ἀπόπειρα νὰ παρουσιάσουν τὸν Ἅγιον ὡς οἰκουμενιστὴν πίπτει εἰς τὸ κενόν. Δυστυχῶς, δὲν ἀντιλαμβάνονται τὴν διορατικότητα τοῦ Ἁγίου, ὁ ὁποῖος διέβλεπεν ὅτι ὁ οἰκουμενισμὸς ἔχει ἡμερομηνίαν λήξεως, ὥστε νὰ ἔλθουν εἰς ἑαυτόν! Ἡ Δύσις πνέει τὰ λοίσθια καὶ ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος τὸ εἶχεν ἀντιληφθῆ πρὶν ἀπὸ ὅλους, ὅταν μάλιστα ἡ παντοδύναμος Δύσις εὑρίσκετο εἰς τὸ ζενὶθ τῆς κραταιώσεώς της. Οἱ οἰκουμενισμοὶ δὲν ὁδηγοῦν πουθενά. Ἐὰν θέλουν νὰ εἶναι ἄνθρωποι τοῦ μέλλοντος, ἂς μελετήσουν τὰ προφητικὰ λόγια του τὸ 1929 (Σύναξη, σ. 43-44):
«Ὁ φαουστικὸς πολιτισμὸς τῆς Δύσης παρακμάζει καὶ θὰ ἔχει πλήρως ἐξαφανιστεῖ μέχρι τὸ τέλος τοῦ 22ου αἰώνα. Τὸν εὐρωπαϊκὸ πολιτισμό, ὑποστηρίζει ὁ Spengler, θὰ ἀκολουθήσει ἡ ἐπικράτηση τοῦ ρωσικοῦ πολιτισμοῦ, τοῦ πολιτισμοῦ τοῦ Ντοστογιέφσκι καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας».