Σάββατο 20 Ιουλίου 2024

Πιστευω, Κυριε!

Προφ. Ηλιας

Προφήτου Ἠλιοὺ τοῦ Θεσβίτου
Σάββατο 20 Ἰουλίου 2024
Του Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστίνου

Μεγάλος ἅγιος ἑορτάζει, ἀδελφοί μου, σή­μερα. Τὴν ἡμέρα αὐτή, 20 Ἰουλίου, ἡ ἁ­γία μας Ἐκκλησία τιμᾷ τὸν προφήτη Ἠλία τὸν Θεσβίτη, ποὺ ἔζησε καὶ ἔδρασε στὰ χρόνια τῆς παλαιᾶς διαθήκης, τὸν 9ο π.Χ. αἰῶνα. Ἡ ἱ­ε­ρὰ μνήμη του ζων­τανεύει μπροστά μας τὴν πολυτάραχη ζωή του. Τί πρῶτο καὶ τί δεύτερο νὰ θυμηθοῦμε ἀπὸ τοὺς ἀγῶνες του;

Ἦταν τὰ χρόνια ποὺ ὁ μεγάλος αὐτὸς κήρυκας τῶν βουλῶν τοῦ Θεοῦ ἦλθε, κατ᾽ ἐν­το­λὴν τοῦ Κυρίου, σὲ σφοδρὴ σύγκρουσι μὲ τὸν ἀσεβῆ βασιλιᾶ Ἀχαὰβ γιὰ τὴν ἀποστασία του ἀπὸ τὴν πίστι στὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ τὴν κατάπτωσι στὴ λατρεία τοῦ Βάαλ.
Τί ἦταν ὁ Βαάλ; Ὁ πιὸ αἰσχρὸς θεὸς τοῦ ἀρ­χαίου κόσμου. Τοὺς ἔβαλε ὁ βασιλιᾶς καὶ μάζεψαν μπροῦτζο, ποὺ τότε εἶχε μεγάλη ἀξία. Τὸν ἔ­λειωσαν κ᾽ ἔ­κα­ναν ἕνα ἄγαλμα δεκαπέντε μέτρα ὕ­ψος, μὲ χέρια ἕτοιμα νὰ δεχτοῦν θυσία σὲ ἀ­νοι­χτὲς παλάμες. Τὸ ἐσωτερικὸ τοῦ ξοάνου αὐ­τοῦ ἦταν κούφιο, σὰν φοῦρνος, μέσα στὸν ὁ­­ποῖο ἔρριχναν ξύλα, κλαδιά, πίσσα, εὔφλε­κτες ὗλες. Ἔβαζαν φωτιά, ὁ μπροῦτζος γινό­ταν κόκκινος, κι ἀπὸ τὸ στόμα καὶ τὰ μάτια τοῦ εἰδώλου ἔβγαιναν φλόγες. Καὶ τότε συν­έβαινε κάτι ἀ­πίστευτο· τὴν ὥρα ἐκείνη μανάδες ἔφερναν μικρὰ παιδιὰ ποὺ κρατοῦσαν στὴν ἀγ­καλιά, τ᾽ ἄφηναν ἐπάνω στὶς πυρακτω­μένες παλάμες καὶ τὰ παιδάκια κλαίγον­τας – σπα­ράζοντας καίγονταν σὰν τὸ λιβάνι.

Τέτοιο θεὸ λάτρευαν, ποὺ τὸν εἶχε ἐγκαταστήσει ἐκεῖ ὁ Ἀχαάβ. Πίσω ὅμως ἀ­πὸ τὸ βα­σιλιᾶ ἦταν ἡ βασίλισσα, ἡ φοβερὴ Ἰε­ζάβελ· αὐτὴ εἶχε φέρει μαζί της ἀπὸ τὸ πατρι­κ­ό της σπίτι τὴν εἰ­δωλολατρία καὶ εἶχε παρασύρει σ᾽ αὐτὴν καὶ τὸ βασιλιᾶ σύζυγό της καὶ τὸ λαό.
Αὐτὴ λοιπὸν μισοῦσε πολὺ τὸν προφήτη Ἠ­λία. Τὸ μέ­­νος της ἐναντίον του ξέσπασε ἰδίως μετὰ ἀ­πὸ ἕνα «μάτς», μία ἀναμέτρησι, κατὰ τὴν ὁ­ποία ἡ ἁγνὴ πίστι στὸν Κύριο κατατρόπωσε τὴν αἰσχρὴ εἰ­δωλολατρία. Τὰ πράγματα ἔγιναν ὡς ἑξῆς.

* * *

Ὁ προφήτης Ἠλίας βλέποντας, ἀγαπητοί μου, τὸ παλάτι καὶ τὸ λαὸ ν᾽ ἀπομακρύνωνται ἀπὸ τὸν Κύριο, μὲ θεῖο ζῆλο καὶ ἀκλόνητη πίστι, προκάλεσε ἕνα δύσ­κο­λο διαγωνισμό. –Μάζεψε σύ, πρό­τεινε στὸν Ἀχαάβ, πάνω στὸ Καρμή­λιο ὄρος ὅλο τὸ λαὸ καὶ «τοὺς προφήτας τῆς αἰσχύνης» (Γ΄ Βασ. 18,19). Κι ἂς γίνουν ἐκεῖ δύο ξεχωριστὲς θυσίες. Φέρ­τε δύο βόδια, φέρτε καὶ ξύλα, ἀλλὰ φωτιὰ μὴν ἀνάψετε. Τὸ ἕνα βόδι νὰ τὸ θυσι­άσουν οἱ ἱερεῖς τοῦ Βάαλ σὲ δικό τους θυσιαστήριο καὶ τὸ ἄλλο ἐγὼ σὲ δικό μου, καὶ ὅποιος θεὸς στεί­λῃ φωτιὰ γιὰ τὴ θυσία, αὐτὸς θὰ εἶνε ὁ ἀληθινός. Συμφωνεῖτε;
Δέχτηκαν τὴν πρότασί του καὶ πρῶτοι ἄρ­χισαν τὴ θυσία οἱ «ἱερεῖς τῆς αἰσχύνης». Οἱ προσ­ευ­χές τους ὅμως ἔμειναν ἄκαρπες. Ὅ­ταν ἦρθε ἡ σει­ρὰ τοῦ Ἠλία, μόλις προσ­ευχήθηκε αὐτός, ἀ­μέσως «ἔπεσε πῦρ παρὰ Κυρίου ἐξ οὐρανοῦ» (ἔ.ἀ. 18,38) καὶ κατέκαυσε μαζὶ μὲ τὸ σφάγιο καὶ ὅλα γύρω του. Ἀποδείχθηκε ἔ­τσι μπροστὰ σὲ ὅλους τετραγωνικῶς κι ἀναν­­τιρρήτως ἡ ἀπάτη τῆς εἰδωλολατρίας. Μετὰ τὴν ἀναμέτρησι ὁ Ἠλίας προχώρησε ἀμέσως σὲ ἐπίθεσι· εἶπε νὰ συλλάβουν ἀμέσως ὅλους τοὺς «ὑπηρέτες τῆς ντροπῆς» καὶ τοὺς κατέ­σφαξε μὲ τὸ χέρι του στὸ χείμαρρο Κισσών.
Σὰν τά ᾽μαθε αὐτὰ ἡ Ἰεζάβελ, ἡ κακιὰ καὶ διεστραμμένη βασίλισσα, ἐφρύαξε ἐναντίον του καὶ τοῦ μήνυσε ἀπειλητικά, ὅτι θὰ τὸν θα­νατώσῃ. Στὸ ἄκουσμα τῆς ἀπειλῆς ὁ ἀτρόμητος Ἠλίας δείλιασε· ἄνθρωπος ἦταν κι αὐτός· φάνηκε ὅ­τι ἡ δύναμις ποὺ εἶχε ἦταν τοῦ Θεοῦ, ὄχι δική του. Σηκώθηκε τότε κ᾽ ἔφυγε φοβισμέ­νος πολὺ μα­κριά· ἀπὸ τὸ βορρᾶ βρέθηκε στὸ νότο. Σκαρφάλωσε σὲ βουνά, τρύπωσε σὲ σπηλιές. Βάδι­σε χιλιόμετρα διψασμένος, πεινασμένος, καταζη­τούμενος ἀπὸ στρατιωτικὰ ἀποσπάσματα, ποὺ τὸν ἔψαχναν σὲ βουνὰ καὶ ῥου­­μάνια νὰ τὸν συλλάβουν. Τελικὰ δὲν τὸν βρῆκαν.
Σὲ μιὰ στιγμή, ἐνῷ βασίλευε ὁ ἥλιος, ἔνιωσε ἀ­πελπισία. Εἶδε τὰ ἀνάκτορα μέσα στὴν εἰ­δωλολατρία καὶ τὴ διαφθορά. Εἶδε τοὺς πλου­σίους πλε­­ονέκτες, κοράκια καὶ ὄρνεα ἄγρια. Εἶδε τὸν κόσμο γύρω του δειλὸ καὶ ἄνανδρο. Εἶ­δε τὸ λαό, γυναῖκες – ἄντρες, νὰ προσ­κυνοῦν τὸν Βαάλ. Ἄρχισε νὰ κλαίῃ λέγοντας· –Θεέ μου, δὲν θέλω νὰ ζῶ στὸ μαῦρο τοῦτο κόσμο, σ᾽ αὐ­τὴ τὴν κόλασι. [Γιατὶ ἡ γῆ ἀπὸ μᾶς γίνεται ἢ παράδεισος ἢ κόλασι. Κόλασι γίνεται ὅ­ταν αὐτοὶ ποὺ κυβερνοῦν δὲν στέκουν στὸ ὕ­ψος τους]. Ἀπελπισμένος λοι­πὸν τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἀπὸ τὴ φοβερὴ κατάστασι εἶπε ὁ Ἠλίας· Θεέ μου, δὲν θέλω πιὰ νὰ ζῶ, πάρε τὴν ψυχή μου (ἔ.ἀ. 19,4). Καὶ ἔπεσε σὲ ὕπνο.
Ὁ Θεὸς τὸν παρηγόρησε τότε μὲ ἄγγελό του, ποὺ τοῦ ἔφερε τροφὴ καὶ νερό. Σηκώθη­κε, ἔφαγε, ἤπιε, πῆρε δύναμι καὶ συνέχισε τὸ δρόμο του ἐπὶ σαράντα ἡμερόνυχτα. Μπῆκε μετὰ μέσα σὲ μιὰ σπηλιὰ καὶ προσ­ευχήθηκε θρηνώντας· –Κύριε, τὰ παιδιά σου σὲ ἐγκατέλειψαν, γκρέμισαν τὰ θυσιαστήριά σου καὶ φόνευσαν τοὺς προφῆτες σου· ἔχω μείνει μόνος καὶ ζητοῦν νὰ μ᾽ ἐξοντώσουν. –Λάθος κάνεις! τοῦ ἀπαντᾷ ὁ Θεός· δὲν εἶσαι μόνος· ὑ­πάρχουν ἀκόμη μέσα στὸ λαό μου ἑφτὰ χιλιά­δες ψυχὲς ποὺ δὲν ἔσκυψαν, δὲν γονάτισαν στὸν Βάαλ, δὲν προσκυνοῦν τὰ εἴδωλα.

* * *

Τελειώνω, ἀδελφοί μου. Κρατῆστε αὐτὸ τὸ ἐ­­πεισόδιο στὴ μνήμη σας. Εἶνε πολὺ διδακτικό.
Ὅπως στὴν ἐποχὴ τοῦ Ἠλία ἔτσι καὶ σήμερα ἔ­χουμε φύγει πολὺ μακριὰ ἀπὸ τὸν Κύριο. Ποιός θὰ μᾶς δώσῃ δάκρυα νὰ θρηνήσουμε τὴν ἀποστασία τοῦ λαοῦ μας; Οἱ ἄνθρωποι ἐγ­κατέλειψαν τὸν ἀληθινὸ Θεό. Δὲν βλέπετε;
Τὴν Κυριακὴ δὲν ἐκκλησιάζονται. Οἱ πρόγο­νοί μας καὶ μέσα στὴν Τουρκιά, χωρὶς καμ­πάνες, μαζεύονταν ὅλοι στὴν ἐκκλησιά. Λε­χῶ­­νες, γέροι ἀνήμ­ποροι, ἄρρωστοι μὲ πυρετὸ στὸ κρεβάτι, μόνο αὐ­τοὶ ἔλειπαν. Τώρα χτυπάει ἡ καμπάνα, καὶ ὁ ἕνας κοιμᾶται, ὁ ἄλλος εἶνε ξενύχτης γιατὶ χαρτόπαιζε, ὁ ἄλλος πάει γιὰ κυνήγι, ὁ ἄλλος πάει ταξίδι ἢ ἐκδρομὴ ἢ στὸ καφφενεῖο ἢ στὴ δουλειά. Ἀπὸ τοὺς ἑ­κατὸ Χριστιανοὺς οὔτε τρεῖς δὲν ἐκκλησιάζονται. Οἰ λεγόμενοι χριστιανοὶ ἄφησαν τὶς ἐκ­κλησιές· γιὰ αἰσχρὲς ταινίες καὶ ἄλλα θεάματα ὅμως, ἐκεῖ τρέχει καὶ ἡ κουτσὴ Μαριώ.
Ἄλλοτε δὲν τολμοῦσε ἄνθρωπος νὰ πῇ λέξι κατὰ τοῦ Θεοῦ. Τώρα βλέπεις κ᾽ ἕνα ἀ­στοιχείωτο παιδαρέλι ν᾽ ἀποφαίνεται πὼς Δὲν ὑ­πάρ­χει Θεός. Καὶ τὸ φρικτό, ἀκοῦς βρωμερὰ στόματα καὶ νὰ βλαστη­μᾶνε τὰ θεῖα. Θεέ μου, πῶς μᾶς ἀ­νέχεσαι; Ἐγὼ περιμένω κάποιο μεγάλο κακὸ στὸν τόπο μας· διότι ὅλοι, μικροὶ – μεγάλοι, ἄν­τρες – γυναῖκες, γέροι καὶ παιδιὰ ἀ­κόμα, βλαστημᾶνε τὰ ἱερὰ καὶ τὰ ὅσια.
Τὸ ἀκόμη χειρότερο· ἐνῷ ἄλλοτε ἡ πορνεία καὶ ἡ μοιχεία ἦταν κάπως πιὸ σπάνια, τώρα πλήθυναν τὰ διαζύγια. Κάθε μέρα στὴ Μητρόπολι ἀν­τρόγυνα πιέζουν μὲ δικηγόρους κ.λπ. γιὰ διαζύγιο. Βεβαίως, ὅπως δήλωσα, διαζύγιο δὲν δίνω· ἀλλὰ βλέπω πὼς ὁ κόσμος ἄλλαξε.
Τὰ παιδιὰ δὲν σέβονται τοὺς γονεῖς. Ἦρθε πατέρας καὶ ἔκλαιγε, γιατὶ τὸ παιδί του πῆρε ξύλο καὶ τὸν χτήπησε. Μαρμαρωμένα τὰ χέρια παιδιῶν ποὺ χτυποῦν καὶ νὰ ξερριζωθοῦν γλῶσσες ποὺ βρίζουν πατέρα καὶ μάνα. «Ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη» (Λουκ. 9,41).
Κι ἂν μέσα στὸν κόσμο αὐτὸν τῆς ἀνομίας βρε­θῇ κανένας καὶ πάῃ στὴν ἐκκλησιά, λένε· Ἔ τὸ βλᾶκα, τὸν καθυστερημένο. Ἂν δοῦν κο­πέλλα ντυ­μένη σεμνά, τὴν κοροϊδεύουν, τὴ λένε καλόγρια. Ἂν δοῦν πολύτεκνο οἰκογενειάρχη ἢ πολύτεκνη μάνα, εἰρωνεύονται. Καὶ μετὰ σοῦ λένε «Ἡ Ἑλλά­δα ποτέ δὲν πεθαίνει». Λάθος, κύριε· πεθαίνει ἡ Ἑλλάδα, καὶ ἡ εὐθύνη βαρύνει ὅλους. Τὰ διπλανά μας κράτη γέμισαν παιδιά. Καὶ ἐμεῖς λιγοστεύ­ουμε, καὶ αὔριο θὰ γίνουμε γηροκομειό. Γιατὶ μπῆ­κε ὁ διάβολος, ἡ μόδα, τὰ καινὰ δαιμόνια. Κι ὅταν τοὺς μιλήσῃς, εἶσαι κακός… Προτιμῶ, ἀγαπητοί μου, νὰ πέσω ἀπὸ τὸ θρόνο, νὰ πάω στὴν ἔρημο νὰ ζῶ σὰν τὸν Ἠλία. Μὰ ὅσο ζῶ καὶ κρατῶ τὴ ῥάβδο, θὰ κηρύττω καὶ θὰ ἐλέγχω κάθε κακό, ὅπου τὸ συναντῶ, εἴτε στὰ παλάτια εἴτε στὶς καλύβες.
Παιδιά μου, σᾶς μιλῶ μὲ πόνο. Πιστεύω στὸ Θεὸ καὶ στὸ Εὐαγγέλιο. Ἄν ποτε σᾶς ζητήσω τίποτε δικό μου, ἔχετε δικαίωμα νὰ μὲ κυνηγήσετε μέχρι τὸν Ἁλιάκμονα. Δὲν ζητῶ τίποτε δικό μου. Ἂν δὲν πίστευα, θὰ ἔπαιρνα αὐ­τὰ τὰ ἄμφια νὰ τὰ κάψω. Ἀλλὰ πιστεύω στὸ Θεό, ὅτι τὸ Εὐαγγέλιο εἶνε ἀληθινό, πιστεύω σὲ ὅσα κηρύττει ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας.
Μόνος ἔμεινα, εἶπε ὁ Ἠλίας. Καὶ ἔρχονται στι­γμὲς ἀπελπισίας ποὺ κ᾽ ἐμεῖς λέμε· Θεέ μου, μείναμε μόνοι. Ὄχι ὄχι! φωνάζει ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ. Κι ἂν ἐδῶ δὲν ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ λατρεύουν τὸ Χριστό, ἀκόμα καὶ μέσα στὴ διεφθαρμένη Ἀθήνα, δίπλα στὴν ἀτιμία καὶ δι­αφθορά, ὑπάρχει καὶ ἁγιότης. Ὑπάρχουν καὶ τίμιοι ἐργάτες στὰ ἐρ­γο­στάσια ποὺ δουλεύουν κάνοντας προσευχὴ καὶ διαβάζοντας τὴ νύχτα τὸ Εὐαγγέλιο. Ὑπάρχουν καὶ μεγάλοι ἐ­πιστήμονες ποὺ ἐπικαλοῦνται τὸν Κύριο. Γνώρισα διάσημο Ἕλληνα χειροῦργο, ποὺ τὸν ζητοῦν γιὰ ἐ­πεμβάσεις στὴν Ἀγγλία, καὶ μοῦ εἶπε· Πάτερ μου, προτοῦ νὰ κάνω ἐγχείρησι γονα­τίζω ὅ­πως μοῦ ᾽μαθε ἡ ἀγράμματη μανούλα μου –εἶνε ἀπὸ τὴ Θεσσαλία– καὶ προ­τοῦ νὰ πιάσω τὸ νυστέρι λέω· Χριστέ μου, βο­ήθησέ με, νὰ μὴν κά­νω κακὸ σὲ ἄνθρωπο. Πιστεύουν καὶ πολλοὶ ἐργάτες τῶν γραμμάτων καὶ ἀξιωματοῦχοι. Δὲν ἐρήμωσε ὁ τόπος.
Ἀλλὰ ζοῦμε σὲ χρόνια φοβερά, χρόνια ἀπιστί­ας. Σᾶς καλῶ λοιπὸν σὲ μετάνοια καὶ ἐπιστροφή· νὰ πιστεύουμε ὅπως οἱ πρόγονοί μας.
Ἀλλὰ κι ἂν ἔρθῃ ἡμέρα κατηραμένη καὶ ὅ­λοι πέσουν καὶ προσκυνήσουν ψεύτικους θεούς, τὰ νέα εἴδωλα, κι ἂν ὅλοι ἀπιστή­σουν, σύ, παιδί μου, καὶ ἕνας νὰ μείνῃς, –μ᾽ ἀκοῦς;– νὰ πῇς· Πιστεύω Κύριε! Ὁ ἕνας, ὁ πιστὸς θὰ νικήσῃ· δὲν θὰ νική­σῃ ἡ ἀπιστία, ἡ ἀ­θεΐα, ὁ ὑλισμός, ὁ διάβολος, ὁ ἀν­τίχριστος, οἱ μασόνοι, οἱ διεφθαρμένοι· νὰ εἶστε βέβαιοι, θὰ νικήσῃ Ἰησοῦς Χριστὸς ὁ Ναζωραῖος, ὁ βασιλεὺς τῶν αἰώνων· ὅν, παῖδες, ὑμνεῖτε καὶ ὑ­περυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Προφήτου Ἠλιοὺ Ἄνω Καλλινίκης – Φλωρίνης τὸ Σάββατο 20-7-1968 πρωί, μὲ νέο τώρα τίτλο. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 14-6-2024.

https://www.augoustinos-kantiotis.gr/?p=111011#more-111011