Τρίτη 9 Ιουλίου 2024

Περὶ τῆς γενοκτονίας τῶν Ποντίων

Γράφει ὁ κ. Ἀντώνιος Οὐρεϊλίδης

  Τό παρόν κείμενο, ἀφιερώνεται ὡς «μνημόσυνον αἰώνιον», σέ ὅλους αὐτούς πού ἄφησαν τήν τελευταία τους πνοή στά ἅγια χώματα τοῦ πολυβασανισμένου καί ἀγαπημένου Πόντου, στά χώματα τῆς «Πατρίδας», ἐν μέσῳ διωγμῶν, ἐκτοπισμῶν, σφαγῶν, ἀλλά καί κατά τή διάρκεια τῆς πολύπαθης ἐπιστροφῆς τους στήν μητέρα Πατρίδα. Ἀφιερώνεται καί σέ ἕνα ἄγνωστο ἱερέα τοῦ Κυρίου, τόν πατέρα Ἰωάννη Οὐρεϊλίδη, κάνοντας μνεία σέ κάποια περιστατικά ἀπό τόν μαρτυρικό του βίο.

  Ὁ πατήρ Ἰωάννης γεννήθηκε τό 1865 καί ζοῦσε μέ τήν πολυμελῆ οἰκογένειά του, στό χωριό Λίτσασα, περιφέρεια Νικοπόλεως, τοῦ Πόντου. Ἦταν ἐπιβλητική καί σεβάσμια μορφή. Προκαλοῦσε δέος καί σεβασμό, ἀκόμη καί σέ αἱμοβόρους Τούρκους. Ἔσπευδε πάντοτε σέ βοήθεια τῶν κινδυνευόντων καί κατά γενική ὁμολογία, εἶχε σώσει πολλούς ἀπό τά χέρια τῶν Τούρκων. «Ἐάν δέν ὑπῆρχε ὁ παπα Γιάννης, δέ θά ζούσαμε σήμερα», ἔλεγαν κλαίγοντας οἱ πρόσφυγες στήν Ἑλλάδα. Θά ἀναφερθοῦμε σέ δύο γεγονότα ἀπό τήν πολυτάραχη βιοτή του, τά ὁποῖα διέσωσε γραπτῶς, ὁ υἱός του Ἀλέξανδρος.

* * *

  Ὁ Ταραλής ὁ Χατζίκας εἶχε βαπτίσει τόν μικρό υἱό τοῦ π. Ἰωάννου. Ἐργαζόταν στήν διαχείριση τοῦ τουρκικοῦ στρατοῦ. Ἦταν ἡ χρονιά τῆς σφαγῆς τῶν Ἀρμενίων, καί αὐτός εἶχε κρύψει εἴκοσι Ἀρμένιους. Κάποιος Τοῦρκος ὅμως, τούς ἀνακάλυψε καί εἰδοποίησε τίς Ἀρχές, οἱ ὁποῖες τόν θεώρησαν προδότη καί τόν καταδίκασαν σέ ἐκτέλεση δι’ ἀπαγχονισμοῦ. Ὅταν ἦλθε ἡ ὥρα τῆς ἐκτελέσεως, τόν περιέλαβαν δύο χωροφύλακες, γιά νά τόν ὁδηγήσουν στήν ἀγχόνη. Οἱ ἐκτελέσεις γίνονταν στή Σεβάστεια. Ἡ διαδρομή ἀπό τήν Κερασοῦντα ἕως τήν Σεβάστεια, διαρκοῦσε τέσσερις ἡμέρες μέ τά πόδια. Ξεκίνησε ἡ πομπή, ἄλλοι μέ τά πόδια καί ἄλλοι μέ τά μουλάρια. Ὅλη τήν ἡμέρα βάδιζαν καί τό βράδυ ξεκουράζονταν στά χάνια. Ἦταν δεκαέξι ἄτομα, μαζί μέ τόν ἀδελφό τοῦ Ταραλῆ, τά παιδιά τους καί τίς γυναῖκες τους· ὅλοι γιά τήν κρεμάλα.

  Φθάσανε στό τρίτο χάνι, τό ὁποῖο ἀπεῖ­χε εἴκοσι λεπτά ἀπό τήν Λίτσασα, τό τέταρτο χάνι ἦταν καί τό τελευταῖο, ὅπου βρίσκονταν ἡ ἀγχόνη. Ἐκεῖ, ὁ Ταραλής ἀγόρασε ἕνα ἀρνί, ἔκανε τό τραπέζι στούς χωροφύλακες καί τούς μέθυσε. Ὅταν ξημέρωσε καί συνῆλθαν λίγο οἱ ζαλισμένοι χωροφύλακες, δέν βρῆκαν κανένα· ὅλοι εἶχαν γίνει ἄφαντοι. Οἱ δραπέτες κατέφυγαν στόν π. Ἰωάννη. Οἱ χωροφύλακες ἄρχισαν τίς ἔρευνες ψάχνοντας γιά τούς προδότες. Κάποιοι «καλοθελητές» τούς εἶπαν: «Ἀφοῦ ἔφυγαν, θά πῆγαν στήν Λίτσασα, στοῦ παπα-Γιάννη…». Οἱ χωροφύλακες εἰδοποίησαν τήν ἀστυνομία τῆς Νικοπόλεως καί ἔδρασαν γρήγορα. Μετέβησαν στό χωριό, πῆραν τόν πατέρα Ἰωάννη, τόν ξάπλωσαν στό χῶμα καί τόν ἔδειραν ἀλύπητα. «Ἐγώ τότε ἤμουν δέκα χρονῶν· ἔκλαιγα, φώναζα καί τσίριζα.», λέγει ὁ Ἀλέξανδρος, «Ὁ πατέρας μου ὅμως, δέν τούς πρόδωσε. Κατόπιν, ἔφεραν καρφιά, γιά νά τόν καρφώσουν ὅπως τόν Ἰησοῦ Χριστό. Ἔπειτα ἀποφάσισε ὁ πατέρας μου καί λέγει στά τούρκικα: ‘‘Ἔ, δέν ἔχεις ψυχή μέσα σου; Ἄνθρωπος δέν εἶσαι; Τόν διάβολο ἀκοῦς;’’». Τότε, τόν ἄφησαν λόγῳ ἀμφιβολιῶν. Ἡ κατάσταση ἦταν τραγική· τό κορμί του εἶχε γίνει μαῦρο, ὅπως ἡ πίσσα. Τόν μετέφεραν στό σπίτι του, ἔσφαξαν μία προβατίνα, φόρεσαν τό δέρμα της στό σῶμα του καί ξάπλωσε στό κρεβάτι. Ὅταν ἔφθασε ἡ ἀστυνομία ἦταν ἤδη ἀργά. Εἶδαν τόν π. Ἰωάννη σέ αὐτά τά χάλια καί στεναχωρήθηκαν πολύ. Ὁ Σαπρή πέης, πού ἦταν ὁ ἀρχηγός τῶν χωροφυλάκων πού τυράννησαν τόν ἱερέα, τούς παρήγγειλε νά ἔλθουν στό σπίτι καί ἀπαίτησε ἐξηγήσεις: «Ἀπό ποῦ πήρατε διαταγή νά ἔλθετε ἀπό ἄλλη περιφέρεια καί νά καταντήσετε σέ αὐτά τά χάλια τόν δικό μας τόν παπά; Ἐμεῖς  ἕνα παπά ἔχουμε στήν περιφέρεια ξακουστό καί ἔρχεστε ἐσεῖς τά γαϊδούρια νά τόν τυραννᾶτε;», θυμᾶται ὁ Ἀλέξανδρος. Λέγοντας αὐτά ὁ Σαπρή πέης, σηκώθηκε ὄρθιος, καί τούς δίνει ἀπό τέσσερα γερά χαστούκια καί τούς εἶπε: «Νά γονατίσετε γρήγορα μπροστά στόν παπά, νά τοῦ φιλήσετε τά πόδια καί νά σᾶς δώσει τήν εὐχή του», ὅπως καί ἔκαναν.

* * *

  Βρισκόμαστε πάλι στά 1915, ὅταν ἐμφανίστηκε ἕνας ἄγνωστος κλέφτης, ἀπό τά μέρη τῆς Κερασούντας, μέ τή συμμορία του, ὁ Τόμογλης. Σύμφωνα μέ τόν πόντιο ἐρευνητή καί συγγραφέα Νικόλαο Πετρίδη, πρόκειται γιά ἕνα ἀπό τούς τέσσερις ἀρχισυμμορίτες, τόν Τόμογλου, ὁ ὁποῖος μαζί μέ τόν Τοπάλ Ὀσμάν, τόν Ταπάνογλου καί τόν Καρά Ἀχμέτ, «ἁλώνιζαν» ἐντελῶς ἀσύδοτα ὡς ἀπόλυτοι κυρίαρχοι πάνω σέ περιουσίες καί ἀνθρώπινες ζωές, σέ ἕνα καθεστώς ἀναρχίας πού δημιουργήθηκε μετά τήν ἀποχώρηση τῶν ρωσικῶν στρατευμάτων, τήν ἀνακωχή καί τή συνθηκολόγηση τῆς Τουρκίας. Ὁ Τόμογλης λοιπόν, μετά τήν ἀβραμιαία φιλοξενία τοῦ πατρός Ἰωάννου, καί τήν περιγραφή τοῦ τελευταίου τῆς δύσκολης οἰκονομικῆς καταστάσεως, στήν ὁποία βρίσκονταν οἱ συγχωριανοί του, ἀπαίτησε φόρο. Ἀφοῦ ὑπῆρξαν οἱ κατάλληλες διαπραγματεύσεις, συμφώνησαν νά δώσει ὁ καθένας ἀνάλογα μέ τίς δυνατότητές του, «κι’ ἔτσι ἄς ἡσυχάσει τό πρᾶγμα». «Ἔτσι, τόν κατάφερε καί δέχθηκε. Κατόπιν, εἰδοποίησε κάμποσους καί ἦλθαν σέ μᾶς», γράφει ὁ Ἀλέξανδρος, «καί τοῦ ἔδωσαν ἐκεῖ­να πού συμφώνησαν· δύο ἄτομα ὅμως, ὅλο ξέφευγαν· ὅλο πήγαιναν στό παζάρι, γιά νά μή πληρώσουν ἤ κρύβονταν. Ὅμως, λέγει ὁ κλέφτης: ‘‘Ποῦ θά πᾶνε, μιά μέρα θά τούς πιάσω. Θά ἔλθω στό χωριό, χωρίς νά τό καταλάβει κανείς, καί τότε θά τούς  πιάσω…’’».

  Ἡ ἡμέρα αὐτή, ἦταν μεγάλη ἑορτή καί ὅλοι βρίσκονταν στήν ἐκκλησία τοῦ χωριοῦ, τόν Ἅγιο Γεώργιο. Ὅταν τελείωσε ἡ Θεία Λειτουργία καί ἀφοῦ οἱ πιστοί ἔπαιρναν τό ἀντίδωρο, κατευθύνονταν στήν θύρα γιά νά ἐξέλθουν. Ἡ θύρα ὅμως, δέν ἄνοιγε καί ὁ πατέρας μου» διηγεῖται ὁ Ἀλέξανδρος, «φώναζε ἀπό τό Ἅγιον Βῆμα: ‘‘Γιατί δέν βγαίνετε ἔξω καί μαζευτήκατε στήν πόρτα;’’. ‘‘Ἡ πόρτα δέν ἀνοίγει παπα-Γιάννη, εἶναι κλειδωμένη ἀπ’ ἔξω’’, λέγει ὁ κόσμος. Ἡ  συχωρεμένη ἡ μάνα μου κοιτάζει ἀπό τήν κλειδαρότρυπα, βλέπει τόν Ἰσμαήλη καί τοῦ φωνάζει: ‘‘Ἰσμαήλ, ἄνοιξε, τί κάνεις ἔτσι! Γιατί μᾶς κλείδωσες;’’». Ἀφοῦ ὁ Τόμογλης ἄνοιξε, κατά τήν ἔξοδο τῶν πιστῶν προσπαθοῦσε νά ἐντοπίσει τίς γυναῖκες τῶν δύο συγχωριανῶν πού ἀπέφευγαν νά πληρώσουν. Ὅταν τίς βρῆκε, «ἐκείνη τήν ὥρα τελείωσε καί ὁ πατέρας τήν Κατάλυση καί βγῆκε ἔξω. Ὁ Ἰσμαήλ πῆρε τίς γυναῖκες καί τίς ἔφερε σέ μᾶς»·  ἀγρίεψε ὅμως, πολύ ἐπειδή τόν κοροΐδευαν καί δέν πλήρωναν τούς φόρους, καί ἀποφάσισε νά τίς σκοτώσει. «Μέσα  στήν κάμαρή μας, οἱ γυναῖκες παρακαλοῦν τόν πατέρα μου: ‘‘Παπα-Γιάννη, γλύτωσέ μας’’. Ὁ πατέρας μου στάθηκε μπροστά στό ὅπλο καί τοῦ λέγει: ‘‘Ἄν εἶναι νά σκοτώσεις κάποιον, Ἰσμαήλ, σκότωσε ἐμένα’’. ‘‘Πρέπει νά σκοτώσω πρῶτα ἐμένα καί μετά ἐσένα’’, εἶπε ὁ Ἰσμαήλ στόν πατέρα μου, καί ὁ παπα Γιάννης λέγει στίς γυναῖκες: ‘‘Νά πᾶτε νά γυρίσετε στήν γειτονιά, ὅπου ἐλπίζετε ὅτι θά σᾶς δώσουν χρήματα, καί νά μαζέψετε κάμποσα, γιά νά τά δώσουμε στόν Ἰσμαήλ. Ἔτσι καί ἔκαναν καί σταμάτησε τό κακό». Κάθε ἑβδομάδα περνοῦσε ἀπό τό σπίτι τοῦ πατρός Ἰωάννου γιά φαγοπότι. Κάθε τόσο, ἔκανε τίς περιοδεῖ­ες του στά χωριά, καί συνεκέντρωνε χρήματα ὅμως, κατά τά ἄλλα, ἦταν καλός κυρίως πρός τή Λίτσασα.

* * *

  Στίς 30 Ἰανουαρίου τοῦ 1930, ὁ πατήρ Ἰωάννης, ἄφησε τά ἐπίγεια καί ἀναπαύεται ἔξωθεν τοῦ ἱεροῦ τῆς ἐκκλησίας τοῦ Ἁγίου Δημητρίου Κασσιτερῶν Ροδόπης, ὅπου «ξαναρίζωσε» μετά τόν μεγάλο ξεριζωμό ἀπό τήν Πατρίδα τό 1924, προσδοκώντας τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν. Γιά τίς ἐργασίες ἀνακαίνισης καί ὑποστήριξης τοῦ ναοῦ, γύρω στά 1996-97, ἔπρεπε νά γίνει ἡ ἀνακομιδή τῶν λειψάνων του (βρίσκονταν ἔξωθεν τοῦ ἱεροῦ) κατά τήν ὁποία τό χέρι του μέ τό Εὐαγγέλιο βρέθηκαν ἄφθαρτα...

 Ὁ π. Ἰωάννης  Οὐρεϊλίδης


https://orthodoxostypos.gr