Τοῦ κ. Ἰωάννου Παλαμήδη, θεολόγου- Ἁγιογράφου
Τὴν 26-2-24 ὁ Πανιερώτατος Μητροπολίτης Μόρφου κ. Νεόφυτος σὲ ὁμιλία του ποὺ μετεδόθη μέσῳ internet τάχθηκε ἀναφανδὸν ὑπὲρ τοῦ Μητροπολίτου Περιστερίου ποὺ ἀπεμάκρυνε τὸν Τίμιο Σταυρὸ ἀπὸ τὴν Ἁγ. Τράπεζα κάνοντας, ὅπως εἶπε «ἐπισημάνσεις θεολογικὲς καὶ λειτουργικές».
Ἐπὶ τοῦ θέματος· εἶπε λοιπὸν ὁ Πανιερώτατος περίπου τὰ ἑξῆς: Ὅτι τὸ πρόβλημα ποὺ προέκυψε στὸ Περιστέρι, ἂν πρέπει νὰ εἶναι ὁ ξύλινος Σταυρὸς τοῦ Κυρίου πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα ἢ ὄχι, τὸ ὀνόμασε «ψευδοπρόβλημα», διότι τὴ θέση αὐτὴ μέχρι σήμερα κατέχει ὁ ἀσημένιος δοξαστικὸς καὶ λειτουργικὸς Σταυρός, καὶ προέκυψε, ὅταν τὸ 1830 ἐπὶ Ὄθωνος, ἔβαλαν τὸν ξύλινο Σταυρὸ πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγ. Τράπεζα μὲ ἐπιρροὲς Φραγκικές. Ἐπίσης τὸ νὰ βγάλουμε τὴν Μεγάλη Πέμπτη τὸν Ἐσταυρωμένο μὲ τὰ αἵματα, ποὺ ὅσο πιὸ πολλὰ τόσο τὸ καλλίτερο συναισθηματικά, δηλ. ρομαντισμός, συναισθηματισμός, ἄρα ψευτιά, εἶναι κρυπτοφραγκικὸς τρόπος λατρείας ποὺ σιγὰ σιγὰ μπῆκε καὶ σὲ μᾶς στὴν Κύπρο. Ἐπίσης, ὅπως παλαιὰ εἴχαμε τὴν Εἰκονομαχία, τώρα κοντεύει νὰ ἔχουμε τὴν Σταυρομαχία. Τὸν ξύλινο Σταυρὸ ἐμεῖς τὸν βάλαμε ἄλλος στὸν νάρθηκα, ἄλλος στὸν γυναικωνίτη ἢ δεξιὰ ἢ ἀριστερά τοῦ ναοῦ, ὅπου ὑπῆρχε χῶρος. Τέλος, ὅτι ἄρχισε μία θεατρικὴ παράσταση τοῦ θείου δράματος ποὺ ἦταν καὶ αὐτὴ ἐπιρροὴ ἀπὸ τοὺς Φράγκους. Ὅτι τὸ λάθος τοῦ Σεβασμιωτάτου Περιστερίου ἦταν ἡ χρονικὴ στιγμὴ ποὺ τὸ ἔκαμε, γιατί ὁ Πατριάρχης τῶν Σέρβων εἶπε κάτι σοφόν: «Σὲ καιροὺς παρακμῆς δὲν κάνεις ἀλλαγές».
Ἂς ἔλθουμε τώρα στὰ λόγια τοῦ Μητροπολίτου Μόρφου.
Κατὰ τὸν Μητρ. Μόρφου τὸ πρόβλημα προέκυψε «ὅταν τὸ 1830, ἐπὶ Ὄθωνος ἔβαλαν τὸν ξύλινο Σταυρὸ πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγ. Τράπεζα, ποὺ ἦταν ἐπιρροὲς Φραγκικές». Τὸν ἰσχυρισμὸ του αὐτὸν τὸν διαψεύδουν:
1ον) Ἐπίσκοπος Θεσσαλονικὴς Συμεὼν (14ος αἰ.), ὁ ὁποῖος γράφει:
(Βλέπομεν νὰ ὑπάρχει) «Ἐν τῇ εἰσόδῳ τοῦ ναοῦ ὁ Σταυρός, ἐπὶ τῶν τάφων ὁ Σταυρός, ἐπὶ τοῦ παρατραπεζίου ὁ Σταυρός. Παραπλεύρως τῆς Ἁγίας Τραπέζης καὶ ὄπισθεν τοῦ θυσιαστηρίου αὐτοῦ ἐξ Ἀνατολῶν τὸ εὐλογημένον ὄργανον τῆς θυσίας, ὁ θεῖος ἵσταται Σταυρός, τετραμερὴς ὤν διά τὸν ἐν αὐτῷ προσπαγέντα, τὰ τε ἄνω καὶ τὰ κάτω καὶ τὰ σύμπαντα πεποιηκότα τε καὶ συνέχοντα» (Συμεὼν Θεσσαλονίκης, Migne, 155, 341. Κ. Καλλινίκου, «Ὁ Χριστιανικὸς Ναὸς καὶ τά τελούμενα ἐν αὐτῷ» (σελ. 250, 541).
Βλέπουμε ὅτι ὁ Συμέων Θεσ/νίκης ἐπακριβῶς καθορίζει τὴν θέση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ («ἐξ Ἀνατολῶν καὶ ὄπισθεν τοῦ θυσιαστηρίου), ἀλλὰ καὶ τὸ ρῆμα «ἵσταται» σημαίνει ἐδῶ τήν αὐτοτέλεια τοῦ Σταυροῦ.
2ον) Διαψεύδει τὸν Μητρ. Μόρφου καὶ ἡ Ἀρχαιολογία.
Πρόκειται γιὰ τὸν παλαιότερο ξύλινο Σταυρὸ τοῦ Ἁγ. Ὄρους διαστάσεων: ὕψους 182ἑκ. καὶ πλάτους 134,7ἑκ, τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Παντοκράτορος, μονῆς ποὺ ἱδρύθηκε στὸ δεύτερο μισό τοῦ 14ου αἰώνα.
Ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ ἁγιογραφημένος ὁ Ἐσταυρωμένος ἀριστούργημα τοῦ 14ου αἰῶνος, μὲ τὴν ἐπιγραφὴ IC XC (OBCΛTΔξ), δηλ. ὁ Βασιλεὺς τῆς Δόξης (βλ. ΕΙΚΟΝΕΣ ΜΟΝΗΣ ΠΑΝΤΟΚΡΑΤΟΡΟΣ»), Ἔκδ. 1998.
Τὴν ἔκδοση σχολιάζουν οἱ ἔγκριτοι βυζαντινολόγοι Κ. Καλαμαρτζῆ- Κατσαφοῦ, Τ. Παπαμαστοράκης καὶ Γ. Ταβλάκης, ἔφορος 10ης ἐφορείας Βυζαντινῶν Ἀρχαιοτήτων, οἱ ὁποῖοι στὴ σελίδα 7 τῆς ἐκδόσεως γράφουν: «Ὁ Σταυρὸς (αὐτὸς) ἦταν τοποθετημένος πρὶν ἀπὸ μερικὰ χρόνια πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα τοῦ Ἱεροῦ Βήματος τοῦ Καθολικοῦ ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ ὁδηγήση στὸ συμπέρασμα, ὅτι αὐτὴ ἦταν καὶ ἡ ἀρχική του θέση».
Συμπέρασμα: Τόσο ὁ Συμεὼν Θεσσαλονίκης (14ος αἰ.) ὅσο καὶ ἡ Ἱερὰ Μόνη Παντοκράτορος τοποθετοῦν τὴν θέση τοῦ Ἐσταυρωμένου τοῦ 14ου αἰῶνος, «ὄπισθεν τῆς Ἁγίας Τραπέζης». Ὁ Μητρ. Μόρφου τὴν τοποθετεῖ στὰ 1830. Ἄρα: 1830 μεῖον 1450= 380 ἔτη. Δὲν ἔπεσε καὶ πολὺ ἔξω ὁ Μητρ. Μόρφου. Μόλις σχεδὸν τέσσαρες ἑκατονταετηρίδες!!
3ον) Τὴν θέση τοῦ Ἐσταυρωμένου ἐντὸς τοῦ ἱ. Βήματος ἐπιβάλλουν καὶ δογματικοὶ λόγοι:
Στὸν Ψαλμὸ 23 στίχο 7 τοῦ Ψαλτηρίου τῆς Π.Δ. τοῦ Προφητάνακτος Δαυὶδ διαβάζουμε τὸ προφητικόν: «Ἄρατε πύλας οἱ ἄρχοντες ὑμῶν καὶ ἐπάρθητε πύλαι αἰώνιοι, καὶ εἰσελεύσεται ὁ Βασιλεὺς τῆς δόξης». Καὶ στὸν στίχο 10 διαβάζουν: «Τὶς ἐστιν οὗτος ὁ Βασιλεὺς τῆς δόξης;». Καὶ ἑρμηνεύει ὁ ἀείμνηστος καθηγητὴς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, Παν. Τρεμπέλας:
«Καὶ τώρα ποὺ πρόκειται ἡ Κιβωτὸς τοῦ Θεοῦ νὰ εἰσαχθῆ εἰς τὸν ναὸν ἀνοίξατε τὰς πύλας οἱ ἄρχοντες ποὺ τὰς κρατεῖτε κλεισμένας». Καὶ στὸ ἐρώτημα «τὶς ἐστιν ὁ Βασιλεὺς τῆς δόξης;» ὁ Τρεμπέλας ἑρμηνεύει: «Εἶναι ὁ Κύριος τῶν ἐν οὐρανῷ ἀσωμάτων δυνάμεων, τῶν ἀγγελικῶν στρατιῶν, αὐτὸς εἶναι ὁ Βασιλεὺς τῆς δόξης» («Τὸ ψαλτήριο μετὰ συντόμου ἑρμηνείας ὑπὸ Παν. Ν. Τρεμπέλα, Ἀθῆναι, 1976».
Ἀλλὰ τὴν ἔνδειξη ὁ Βασιλεὺς τῆς Δόξης ἀναγράφουν ἀνυπερθέτως ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι Ἁγιογράφοι ἀπὸ τὸν 8ον αἰῶνα μέχρι τὸν 16ον αἰῶνα στὶς παραστάσεις τῆς Σταυρώσεως ἤ τῆς Ἀποκαθηλώσεως τοῦ Κυρίου, συνδέοντας ἔτσι τὴν Παλαιὰ μὲ τὴν Καινὴ Διαθήκη. Μᾶς διδάσκουν ὅτι καὶ στὶς δύο Διαθῆκες εἶναι ὁ ἴδιος Μεσσίας Χριστὸς ὁ Βασιλεὺς τῆς Δόξης, πρᾶγμα ποὺ ἀπέρριψαν οἱ Ἑβραῖοι μὲ τὸ νὰ γράφουν κοροϊδευτικὰ στὴν πινακίδα τοῦ Σταυροῦ «ΙΝΒΙ», δηλ. Ἰησοῦς Ναζωραῖος Βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων. Τὴν ἔνδειξη αὐτὴ «ὁ Βασιλεὺς τῆς Δόξης» ὁλόγραφα ἢ συνεπτυγμένα τὴν ἔχουν μέχρι σήμερα μόνο οἱ ξύλινοι Βυζαντινοὶ Σταυροὶ τῶν Ἐκκλησιῶν μας καὶ κανένας «δοξαστικὸς Σταυρός», ἀσημένιος ἢ χρυσὸς καὶ γι’ αὐτὸ ἡ φυσική τους θέση εἶναι ἐντός τοῦ ἱεροῦ Βήματος καὶ ὄχι στὸν γυναικωνίτη δίκην χρηστικῶν ἀντικειμένων καὶ δὴ μιᾶς χρήσεως (τὴν Μεγάλη Πέμπτη).
Ἐπίσης ὁ Μητροπολίτης Μόρφου εἶπε ἀκόμη ὅτι «ἄρχισε μία θεατρικὴ παράσταση τοῦ θείου Δράματος ποὺ ἦταν καὶ αὐτὴ ἐπιρροὴ ἀπὸ τοὺς Φράγκους».
Τὴν ἐπικριτικὴ αὐτὴ θέση τοῦ Μητροπολίτου Μόρφου θὰ τὴν ἐξετάσουμε ἱστορικὰ καὶ πρῶτον ἂς δοῦμε γενικῶς τὰ περὶ Δραμάτων καὶ Πανηγύρεων.
Ὁ ἀείμνηστος Καθηγητὴς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν Β. Στεφανίδης γράφει στὴν Ἐκκλησιαστική του Ἱστορία (Ἀθῆναι, 1959) καὶ στὴ σελ. 465, τὰ ἑξῆς: «Αἱ Πανηγύρεις καὶ τὰ Δράματα ἐτελοῦντο εἰς τὴν αὐλὴν τῶν ναῶν, ἀπὸ τῆς Θ΄ ἑκατονταετηρίδος. Πρῶτος ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Θεοφύλακτος (933- 956) εἰσήγαγε τὴν τέλεσιν αὐτῶν ἐν τοῖς ναοῖς (Κεδρηνὸς Η΄ 333). Ὑπῆρχαν ὑποστηρικταὶ καὶ πολέμιοι τῶν ἐκκλησιαστικῶν δραμάτων. Ὁ Συμεὼν Θεσσαλονίκης (1429) ὑπέδειξε τὸν ὀρθὸν τρόπον τελέσεως αὐτῶν. (Migne, 15.5 καὶ ἑξῆς… Ὁ Συμεὼν ψέγει τοὺς Λατίνους, διότι παρ’ αὐτοῖς ἄνθρωπος ὑπεδύετο τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ… ἄνθρωπος ὑπεδύετο τὸν Ἐσταυρωμένον Χριστόν, τό δὲ ἐκ τῶν χειρῶν, τῶν ποδῶν καὶ τῆς πλευρᾶς αὐτοῦ ἐκχεόμενον αἷμα παριστάνετο δι’ αἵματος ζῴου. Ἀνὴρ ὑπεδύετο συνήθως τὸ πρόσωπον τῆς Θεοτόκου καὶ ὅλα τὰ ἅγια πρόσωπα ὑπεδύοντο ἀνάξιοι λαϊκοί».
Ἐκ τῶν προεκτεθέντων προκύπτουν τὰ ἑξῆς: 1ον ὅτι, ἡ ἀναπαράσταση τοῦ θείου Δράματος δὲν ἄρχισε μὲ τοὺς Φράγκους», ἀλλὰ τὸν 9ον αἰῶνα μὲ τὸν Πατριάρχη Θεοφύλακτο (933- 956).
2ον Ὁ Ἐπίσκοπος Θεσσαλονίκης Συμεὼν (14ος αἰὼν) δὲν καταργεῖ τὰ ἐκκλησιαστικὰ Δράματα, ἀλλὰ ὡς διαθέτων τὴν ἀρετὴ τῆς «διακρίσεως» ἁπλῶς ὑποδεικνύει τὸν ὀρθὸν τρόπον τελέσεως αὐτῶν.
Ἀλλὰ ἂς ἔλθουμε καὶ στοὺς νεώτερους χρόνους:
Γράφει ὁ Στεφανίδης στὴν σελ. 466 τῆς Ἐκκλησιαστικῆς του Ἱστορίας τὰ ἑξῆς:
«Οἱ ἐν τοῖς ναοῖς ἡμῶν σήμερον κατὰ τὴν Μεγ. Πέμπτην καὶ τὴν Μεγ. Παρασκευὴν ἐπὶ τὸ εἰκονικότερον τελουμένη σταύρωσις καὶ ταφή τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀντικατέστησε τὸ τὴν ἐπιγραφὴν «σταύρωσις» φέρον δρᾶμα. Ἡ ἀντικατάστασις κατὰ πᾶσαν πιθανότητα, ἔγινε μετὰ τὴν ἅλωσιν τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὑπὸ τῶν Τούρκων, διότι τὰ «Ἐγκώμια» τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς καὶ τὰ ἄλλα σχετικά εἰσήχθησαν εἰς τὰ Ἐκκλησιαστικὰ Τυπικὰ ἀπὸ τῶν μέσων τῆς ΙΕ΄ μέχρι τὸ μέσον τῆς ΙΣΤ΄ ἑκατονταετηρίδος».
Ἂς ἔλθουμε ὅμως τώρα στὸ σήμερα, στοὺς νέους χρόνους:
Ὁ Μητρ. Μόρφου μᾶς εἶπε ὅτι «ἄρχισε μία θεατρικὴ ἀναπαράσταση» τοῦ θείου Δράματος. Ἔτσι βλέπει ὁ Πανιερώτατος τὴν ὑπὸ τῶν ἱερέων μας τελουμένη Σταύρωση τοῦ Κυρίου. Τὴν βλέπει ὡς θεατρικὸ γεγονός. Εἴδαμε καὶ τὸν ἀκριβολόγον ἐπιστήμονα Στεφανίδη νὰ χρησιμοποιεῖ τὸ ρῆμα ἀντικαθιστῶ ποὺ κατὰ τὸ Λεξικὸ τῆς «Πρωΐας», σελ. 278, σημαίνει, ἐκτός τῶν ἄλλων, τὴν ἀλλαγή, τὴν ἀντικατάσταση ἑνὸς πράγματος μὲ κάτι ἄλλο καὶ ἐπὶ τοῦ προκειμένου, τὴν θεατρικὴ ἀναπαράσταση τῶν ἠθοποιῶν ποὺ τὴν ἄλλαξε ἡ Ἐκκλησία μας μὲ τὴν ἱερὴ ἀκολουθία τῶν Ἁγίων Παθῶν τῆς Μεγάλης Πέμπτης μὲ ἀποκορύφωμα τὴν Σταύρωση τοῦ Κυρίου. Ἑπομένως ἡ ἐξομοίωση τῶν θεατρικῶν παραστάσεων μὲ τὶς ἱερές μας ἀκολουθίες εἶναι τὸ ὀλιγώτερο ἀτυχὴς, γιὰ νὰ μὴ ποῦμε ἀσεβής· καὶ ἡ ἀναπαράσταση τῆς Σταυρώσεως ποὺ γίνεται στὶς ὀρθόδοξες ἐκκλησίες γίνεται, κατὰ Στεφανίδη «ἐπὶ τὸ εἰκονικότερον» καὶ ὄχι ἐπὶ τὸ θεατρικότερον, Μητρ. Μόρφου.
Ἑπομένως ἡ «Σταύρωση καὶ ἡ Ταφὴ» τοῦ Κυρίου ποὺ γίνεται σήμερα στοὺς ναούς μας κατὰ τὴν Μεγάλη Πέμπτη καὶ Μεγάλη Παρασκευὴ ἔχει πιιθανὴ καταγωγὴ «ἀπὸ τῶν μέσων τῆς 15ης μέχρι τῶν μέσων τῆς 16ης ἑκατονταετηρίδος».
Συμπέρασμα: Σήμερα ἔχουμε 2024 μεῖον 1650 μᾶς κάνουν 374 χρόνια, ποὺ ἀποτελοῦν πλέον «Παράδοσιν» γιὰ τὴν Ἐκκλησία μας. Εἶπε ἀκόμη ὁ Μητρ. Μόρφου.
«Τὸ νὰ βγάζουμε τὴν Μεγ. Πέμπτη τὸν Ἐσταυρωμένον μὲ τὰ αἵματα, ποὺ ὅσο πιὸ πολλά, τόσο τὸ καλλίτερο συναισθηματικά, δηλαδὴ συναισθηματισμός, ρομαντισμός, ἄρα ψευτιά, εἶναι κρυπτοφραγκικὸς τρόπος λατρείας».
Ἂς ξεκινήσουμε πρῶτα μὲ τὰ «πολλὰ αἵματα» ποὺ ἀνέφερε ὁ Μητρ. Μόρφου, ποὺ τάχα κάποιοι Ἁγιογράφοι ἁγιογραφοῦν στοὺς Ἐσταυρωμένους.
Τὸ «αἷμα καὶ ὕδωρ» ποὺ ἐξῆλθε ἀπὸ τὴν πλευρὰν τοῦ Κυρίου τὸ ἀναφέρει μόνο ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης (19,34) καὶ οἱ Ὀρθόδοξοι Ἁγιογράφοι τὸ παριστοῦν μὲ τὸ νὰ βγαίνει χωριστὰ τὸ αἷμα καὶ χωριστὰ τὸ ὕδωρ ἀπὸ τὴν πλευρὰν τοῦ Κυρίου. Καὶ τοῦτο ὄχι γιὰ συναισθηματικούς, ρομαντικοὺς λόγους ποὺ μᾶς εἶπε ὁ Μητρ. Μόρφου, ἀλλὰ γιὰ ἀποδεικτικούς τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου. Ὁ διαχωρισμὸς τοῦ αἵματος ἀπὸ τὸν ὀρὸ ἀποδεικνύει ὅτι ὁ Χριστὸς πέθανε στὸν Σταυρὸ καὶ δὲν ἔπαθε νεκροφάνεια, ὅπως ἰσχυρίζονται οἱ Ἑβραῖοι, γιατί ὁ χωρισμὸς αἵματος ἀπὸ τὸν ὀρὸ (ὕδωρ) συμβαίνει μόνον, ὅταν ἐπέρχεται ὁ θάνατος. Ἑπομένως ὁ Χριστὸς καὶ ἀπέθανε καὶ ἀνέστη «ὀπτανόμενος» καθημερινὰ στοὺς μαθητές του.
Οἱ Ὀρθόδοξοι λοιπὸν Ἁγιογράφοι ὀρθῶς ἁγιογραφοῦν τὰ αἵματα τοῦ Κυρίου. Ἂς μᾶς πεῖ ὁ Μητρ. Μορφου ποῦ εἶδε τὰ «πολλὰ αἵματα» πού συνιστοῦν «κρυπτοφράγκικο τρόπο λατρείας»; Καὶ γιὰ νὰ ξεκαθαρίσουμε τά πράγματα, ἂς μᾶς συγχωρήσουν οἱ ἀναγνῶστες παρενθετικῶς νὰ ἀναφέρουμε τί εἶναι Φράγκικος τρόπος Λατρείας καὶ τί Ὀρθόδοξος μὲ δύο λόγια.
(Ἡ Δυτική Ἐκκλησία, κατὰ τὴν Λειτουργία στηρίζεται στὴν πομπώδη μουσικὴ (βλ. ὀρατόρια), μὲ σκοπὸ νὰ καταπλήξει, ἐνῷ ἡ Ὀρθόδοξη Ἀνατολικὴ Ἐκκλησία στηρίζεται στὸν λόγο μὲ σκοπὸ νὰ κατανύξει. Αὐτὸ ἰσχύει τόσο γιὰ τὶς θεῖες Λειτουργίες μας ὅσο καὶ γιὰ τὶς ἱερές μας Ἀκολουθίες.
Ὡς πρὸς τοὺς Ἐσταυρωμένους ἡ εἰκαστική μας διαφορὰ εἶναι, ὅτι ἡ Δύση ἔφθασε κατὰ τὴν ἀπεικόνισή τους μέχρι «χυδαίου ρεαλισμοῦ», ἐνῷ ἡ Ἀνατολὴ κράτησε τὴν πνευματικότητά της μὲ τὸν ἀντινατουραλισμό της).
Αὐτὴν τὴν πνευματικότητα ποὺ διατηρεῖ καὶ ὁ κατ’ ἐξοχὴν ἀντιδυτικὸς συγγραφέας καὶ ἁγιογράφος Φώτιος Κόντογλου μὲ τὸ νὰ ἁγιογραφεῖ τοὺς Ἐσταυρωμένους του εἴτε ἐπὶ ἐπιπέδου ἐπιφανείας εἴτε ἐπὶ περικεκομμένου ξύλου (βλ. «ΕΚΦΡΑΣΙΣ», τ. Β΄, Πίναξ 149).
Ἀλλὰ καὶ ὁ ἀείμνηστος Κωνσταντῖνος Καλλίνικος στὸ βιβλίο του «Ὁ Χριστιανικὸς ναὸς καὶ τὰ τελοῦμε ἐν αὐτῷ» καὶ στὴν σελ. 272 ἀναφέρει τὰ ἑξῆς σχετικά:
«Ἡ Δυτικὴ Ἐκκλησία κατεσκεύασε τὰ Ecce hmo, ἀγάλματα ἐκ κηροῦ, γύψου ἢ ξύλου, ὧν οἱ ὀφθαλμοὶ ἀπὸ χάνδρα, τὰ δάκρυα ἀπὸ ἀδάμαντας, τὸ σῶμα χυδαίως αἱμοστάζον καὶ τὰ ὀστᾶ ἀπὸ τῶν ἀγκώνων καὶ γονάτων ἐκχυνόμενα. Ἐμηχανεύθη τὸν Ἐσταυρωμένον τοῦ Καθεδρικοῦ ναοῦ τῆς Ἱσπανίας Burgos, πεποιημένον ἐξ ἀληθινοῦ ἀνθρωπίνου δέρματος τεταριχευμένου, καὶ φέροντα περούκαν ἀντὶ κόμης. Ἀνεστήλωσεν ἐν τοῖς εὐκτηρίοις της τὰ παράδοξα τῆς Ἀειπαρθένου ἀνδρείκελα, ὧν ἐψιμυθίωσε τὸ πρόσωπον, ἐστόλισε μὲ λιθοκόλλητα ἐνώτια τὰ αὐτία… περιέβαλε τὸ σύνολον μὲ τὰς φρενοτρόπους ἀμφιέσεις τοῦ συρμοῦ. Οὕτως ἡ ἄβυσσος ἐν τῇ Δύσῃ ἐπεκαλέσθη τὴν ἄβυσσον»
Οὐδεμίαν σχέσιν ὅλα αὐτὰ μὲ τὴν Ὀρθοδοξίαν.
Τελικὸ συμπέρασμα:
1ον) Ἡ ἀπομάκρυνση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ἐκ τοῦ Ἱεροῦ Βήματος εἶναι πρᾶξις αὐθαίρετος καὶ
2ον) Ἡ τελετὴ τῆς Σταύρωσης ποὺ ἀδιαλείπτως ἐπὶ 374 ἔτη τηρεῖ ἡ σοφία τῆς Ἐκκλησίας μας, εἶναι πράξη ἐκκλησιαστικὴ καὶ ὄχι θέατρο, Μητρ. Μόρφου.
* * *
Ὑποσημείωσις:
Γράφει ἀκόμη ὁ Στεφανίδης (ὅπ. ἀνωτ. σελ. 540)
«Ὅπως ἐν τῇ Ἀνατολῇ, οὕτω καὶ ἐν τῇ Δύσει ἀνεπτύχθησαν θρησκευτικαὶ παραστάσεις, διὰ τὰς ὁποίας μετεχειρίζοντο τὴν Ἑλληνικὴν λέξιν «μυστήρια», μὲ λατινικὴν μορφὴν «Mysteria». Ἐνῷ ἐν τῇ Ἀνατολικῇ Ἐκκλησίᾳ τὸ αὐτὸ ὄνομα ἐχρησιμοποιεῖτο καὶ διὰ τὰ ἑπτὰ μυστήρια καὶ διὰ τὰς θρησκευτικάς παραστάσεις, ἡ δυτικὴ Ἐκκλησία φυλάξασα διὰ τὰ ἑπτὰ μυστήρια τὴν λατινικὴν λέξιν sacramenta, ἐχρησιμοποίησε διὰ τὰς θρησκευτικάς παραστάσεις τὴν Ἑλληνικὴν λέξιν. Μόνον τὸ γεγονὸς τοῦτο ἀρκεῖ νὰ δείξη ὅτι αἱ παραστάσεις ἦλθον ἐκ τῆς Ἀνατολῆς».