ΕΛΕΝΗ ΜΠΟΛΙΑΚΗ
Στην αρχαία Θράκη διαμορφώθηκε και αναπτύχθηκε ένα θρησκευτικό συναίσθημα που αρνήθηκε το τραγικό, ότι, δηλαδή, το χάσμα μεταξύ ανθρώπων και θεών είναι αγεφύρωτο. Ενώ στους Δελφούς το ρητό έλεγε: «γνώριζε ότι δεν είσαι Θεός και μην κάνεις το λάθος να προσπαθείς να γίνεις», δεν υπάρχει σωτηρία, η απόκλιση, η θρησκευτική επανάσταση που επέφερε ο Ορφισμός στην Ελλάδα μέσω της Θράκης είχε αντίθετη άποψη: «γνώρισε το Θεό που είσαι μέσα σου εσύ ο ίδιος. Προσπάθησε να γίνεις, όσο είναι δυνατόν, ίδιος με το Θεό». Υπάρχει σωτηρία.
Η διαφορά ανάμεσα σε αυτές τις δύο θέσεις είναι τεράστια. Από τη μια το τραγικό αναφέρεται σε έναν προσανατολισμό στη ζωή, όπου οι θεοί είναι μακριά, αδιάφοροι και σκληροί, όπου οι ζωές των ανθρώπων εξαρτώνται από τις αυθαιρεσίες άστατων και ιδιότροπων θεών, όπου η αδυναμία χαρακτηρίζει την ανθρώπινη κατάσταση, όπου ο άνθρωπος έρχεται αντιμέτωπος με την έλλειψη νοήματος, με το τίποτα, όπου τίποτα από αυτά δεν πρόκειται ποτέ να αλλάξει, και όπου η πιο συνετή αντίδραση είναι το να παραιτηθεί κανείς μπροστά στο αναπόφευκτο. Οι Ορφικοί αρνήθηκαν μια τέτοια τραγική θέση και υποστήριξαν ότι ο άνθρωπος έχει τη δυνατότητα να παρέμβει στη μοίρα του, εάν όχι σε αυτήν τη ζωή ίσως σε μια άλλη, ότι δεν είναι μόνος και ανήμπορος, αλλά μπορεί να συνεργεί με τους θεούς και να δημιουργεί τις προϋποθέσεις για καλύτερη ζωή, να γίνεται κύριος της τύχης του. Οι Ορφικοί δεν δέχθηκαν μια σκοτεινή άποψη για τη ζωή και πίστεψαν ότι δεν θα είναι πάντα θνητοί, ότι οι θεοί δεν είναι μακριά αλλά μέσα τους, και ότι μέσα από μια αγνή ζωή θα μπορούσαν να (ξανα)γίνουν θεοί. Ενώ ο Ομηρικός Οδυσσέας προτίμησε την Πηνελόπη που γερνούσε, οι Ορφικοί διάλεξαν την αθάνατη Καλυψώ.
Η τάση αυτή που, θα επαναλάβω, γεννήθηκε στη Θράκη, θα επικρατήσει και θα διαδοθεί τους επόμενους αιώνες και στον Ευρωπαϊκό χώρο και θα συμβάλλει ουσιαστικά στη δημιουργία αυτού που ονομάζουμε Δυτικό πολιτισμό, όπου ο άνθρωπος πιστεύει στις απεριόριστες δυνατότητές του, τις όποιες και δραστηριοποιεί στην προσπάθειά του να κατευθύνει και να καθορίσει τη ζωή του. Είναι σημαντικό το να γνωρίζουμε, αλλά και να μελετούμε το Ορφικό κίνημα, για το λόγο ότι η επίδρασή του είναι ουσιαστική και καθοριστική όχι μόνο για την ελληνική φιλοσοφία και τον ελληνικό πολιτισμό -και κατά συνέπεια και τον Ρωμαϊκό- αλλά και για την πορεία ολόκληρου του Ευρωπαϊκού πολιτισμού.
Ο Πλάτωνας, ο πατέρας της δυτικής αντίληψης για το πνεύμα, επηρεάστηκε ουσιαστικά από τον Ορφισμό. Η θεωρία του για την ψυχή, ότι δηλαδή προϋπάρχει και ανήκει στον αιώνιο κόσμο και όχι στον παροδικό και ότι σε αυτήν τη ζωή είναι φυλακισμένη στο σώμα, όπως και η θεωρία της μετεμψύχωσης, της τιμωρίας και της ανταπόδοσης στην άλλη ζωή, είναι Ορφικής έμπνευσης και επιρροής. Η βασική θέση του ότι η καλύτερη ζωή αποτελεί προετοιμασία για το θάνατο ήταν φανερά επηρεασμένη από τον Ορφισμό. Ο Vittorio D. Macchioro τολμά να πει για τη φιλοσοφία του Πλάτωνα ότι «φαίνεται να είναι ένας κεκαθαρμένος και διευρυμένος Ορφισμός».
Αρχαίοι στοχαστές όπως ο Ευριπίδης, ο Πυθαγόρας, ο Ηράκλειτος, ο Πίνδαρος, ο Ξενοφάνης, ο Παρμενίδης, ο Φίλωνας, ο Πλωτίνος, οι Στωικοί, επηρεάστηκαν από τις ιδέες του Ορφισμού. Από τον Ορφισμό έχουν πάρει στοιχεία και δυτικοί στοχαστές όπως ο Σενέκας, ο Αυγουστίνος (4-5ος), ο Θωμάς Ακινάτης (13ος), ο Δάντης, ο διαμαρτυρόμενος μεταρρυθμιστής Κάλβιν (16ος), και πολλοί άλλοι. Μερικοί μελετητές διαβλέπουν επιρροές και στον Εβραϊκό πολιτισμό, αλλά και στην Βικτωριανή Αγγλία, και πολλές φορές αναρωτιούνται εάν ο Ορφισμός απλά επηρέασε η εάν πραγματικά έθεσε κάποιες ουσιαστικές βάσεις του Ευρωπαϊκού πολιτισμού.
Το Ορφικό κίνημα εμφανίστηκε τον 6ο αιώνα π.Χ. Ως ιδρυτής του Ορφισμού θεωρείται ο Ορφέας, ένας ιερέας και εμπνευσμένος θεολόγος που με την επτάχορδη λύρα του σαγήνευε τα έμψυχα και άψυχα. Οι βασικές ιδέες που εισήγαγε ήταν οι ακόλουθες: α) Η ιδέα περί προπατορικού αμαρτήματος και το αίσθημα της ενοχής, β) η ιδέα περί ενώσεως του ανθρώπου με το θείο, γ) η ιδέα περί ατομικής σωτηρίας και λυτρώσεως, δ) η μετενσάρκωση των ψυχών, ε) η πίστη στην αθανασία και η τιμωρία στον άλλο κόσμο, στ) η ιδέα περί της ασκητικής ζωής και της πνευματικής καθάρσεως μέσω ειδικών τελετουργικών.
Όλα αυτά ήταν ξένα προς τους υπόλοιπους Έλληνες και το ελληνικό πνεύμα. Ο κοινός Έλληνας, για παράδειγμα, δεν πίστευε, όπως ο Ορφικός, ότι η καθημερινή του συμπεριφορά θα είχε συνέπειες στη ζωή μετά το θάνατο. Του ήταν άγνωστη η σκέψη του να αλλάξει ριζικά τη ζωή του και να υποταχθεί σε μια εξωτερική αυθεντία σε θέματα θρησκευτικά. Έλεγε ότι πίστευε στους θεούς της πόλης, αλλά δεν ήταν υποχρεωμένος να είναι πιστός σε κάποιο δόγμα, το οποίο θα ήταν και γραπτά διατυπωμένο.
Ο Ορφισμός επέφερε μια αλλαγή του προσανατολισμού της πνευματικής ζωής των αρχαίων Ελλήνων. Οι περισσότεροι σύγχρονοι μελετητές συμφωνούν στο ότι ξεκίνησε ως αίρεση, ως αντίδραση στα θρησκευτικά δεδομένα της αρχαίας ελληνικής πόλης-κράτους, όπου το «Ιερό» και «κοσμικό» δεν αποτελούσαν δύο αλληλοαναιρούμενες κατηγορίες. Η δημόσια λατρεία ήταν κρατική υπόθεση, που συχνά υπαγορευόταν από σκοπιμότητες, και ο πολίτης συμμετείχε αναγκαστικά, μια και η ιδιότητα του πολίτη δεν μπορούσε να χωριστεί από τη λατρεία των θεών της πόλης. Ο ρόλος της πόλης-κράτους ήταν να ρυθμίζει -μαζί με τις υπόλοιπες- και τη σφαίρα του Ιερού, στη γενικότερη προσπάθειά της να διασφαλίσει τους δημοκρατικούς θεσμούς και την κοινωνική ευημερία. Η δημόσια λατρεία, λοιπόν, είχε έντονο πολιτικό χαρακτήρα, αποτελούσε στοιχείο της ενότητας της πόλης, ένδειξη της υποταγής του ιδιώτη στα κοινά συμφέροντα. Καθώς η λατρεία των θεών της πόλης εξέφραζε έναν πατριωτισμό, η μη συμμετοχή δήλωνε μια στάση ενάντια στα συμφέροντά της. Είναι γνωστό το παράδειγμά της κύριάς κατηγορίας κατά του Σωκράτη: η άρνησή του να αναγνωρίσει τους θεούς που αναγνώριζε το κράτος.
Αυτό, λοιπόν, που καθόριζε την ευσέβεια ήταν η επακριβής τέλεση της δημόσιας λατρείας, μία εθιμοτυπία. Γίνεται σαφές ότι οι τελετουργίες δεν κάλυπταν τις ανάγκες των ιδιωτών και κάθε άλλο παρά εξασφάλιζαν την ευτυχία σε αυτήν η σε μια άλλη ζωή. Μερικοί μελετητές ορίζουν αυτήν την περίοδο ως εποχή θρησκευτικής παρακμής.
Ο Ορφισμός, ως μυστηριακή θρησκεία, εκφράζει αυτήν την κρίση, αυτήν την αδυναμία της στείρας τελετουργίας της κρατικής θρησκείας. Έλκυσε τα ανήσυχα πνεύματα που αναζητούσαν μια ουσιαστική θρησκευτική εμπειρία, μία άμεση και προσωπική επαφή με το θείο, μια προσωπική σωτηρία. Ήταν μία εναλλακτική θρησκεία που αρνήθηκε τη συμβατικότητα: σκεφτόταν διαφορετικά, ενεργούσε διαφορετικά, είχε δημιουργήσει μία διαφορετική θρησκευτική ταυτότητα.
Θα μπορούσε κανείς να πει ότι η όλη στάση του συγκεκριμένου αυτού κινήματος βασίζεται σε ένα βασικό ερώτημα: Ποια είναι η αιτία της υπάρξεως του κακού; Στην προσπάθειά τους να απαντήσουν στο ερώτημα αυτό, οι Ορφικοί αντικειμενοποίησαν το κακό, το έκαναν κάτι συγκεκριμένο και απτό: Η πηγή του κακού είναι η ύλη, το σώμα, και η υπεροχή της ψυχής είναι αδιαμφισβήτητη. Η ψυχή είναι σε μόνιμη πάλη με το σώμα, το πνεύμα είναι σε μόνιμη σύγκρουση με την ύλη.
Και αυτή η στάση είναι ξένη για την αρχαία Ελλάδα, όπως ήταν και η προτροπή του Σωκράτη για τη φροντίδα της ψυχής. Πριν τον 5ο αιώνα π.Χ. η ψυχή δεν εθεωρείτο ότι ήταν αιχμάλωτη στο σώμα, αλλά, αντίθετα, ήταν η ζωή και το πνεύμα του σώματος. Ένιωθε άνετα στο σώμα.
Κατά τους Ορφικούς η ανθρώπινη φύση θεωρείται διττή: Είναι και καλή αλλά και κακή. Και τα δύο είναι έμφυτα, αλλά και διαπλεκόμενα, η καλή, δηλαδή, πλευρά είναι οντολογικά δεμένη με την κακή φύση. Η αμαρτία είναι έμφυτη, γι’ αυτό και οι άνθρωποι διατηρούν μέσα τους τη μόνιμη ροπή προς το κακό. Αυτή η θεώρηση έχει την ιστορία της. Είναι συνδεδεμένη με τον τρόπο δημιουργίας του ανθρώπου και το προπατορικό αμάρτημα.
Οι Ορφικοί ανέπτυξαν μια πλούσια μυθολογία, που μέσα από φανταστικές διηγήσεις -και για μερικούς ίσως και απωθητικές- εξέφρασαν τις αλήθειες στις οποίες πίστευαν. Ο μύθος που εκφράζει την ανθρωπολογία του Ορφισμού, δηλαδή τι ακριβώς είναι η ανθρώπινη φύση, καλή η κακή και γιατί, είναι ο ακόλουθος:
Ο Δίας είχε εμπιστευθεί την εξουσία του κόσμου στον Θεό Διόνυσο, όταν ήταν παιδί ακόμα. Εκεί που μια μέρα ο μικρός Θεός έπαιζε, κατά προτροπή της Ήρας που από τη ζήλια της ήθελε να εξοντώσει το νόθο γιό του Δία, ήρθαν οι Τιτάνες, και αφού απέσπασαν την προσοχή του παιδιού με διάφορα παιχνίδια, τον απήγαγαν, τον κομμάτιασαν, τον έριξαν σε ένα καζάνι και τον κατασπάραξαν. Η μυρωδιά, όμως, τράβηξε τον Δία που εμφανίστηκε στο τραπέζι των Τιτάνων. Η Αθηνά διέσωσε την καρδιά του Διόνυσου και την έδωσε στο Δία, ο οποίος την καταβρόχθισε. Από αυτόν αργότερα ξεπήδησε ο νέος Διόνυσος. Ο Δίας κατακεραύνωσε τους Τιτάνες και από την στάχτη τους δημιουργήθηκαν οι άνθρωποι.
Η στάχτη απ’ όπου γεννήθηκε το ανθρώπινο γένος έχει εκτός από το Τιτανικό στοιχείο και αυτό του κατασπαραγμένου θεού. Η φύση του ανθρώπου, λοιπόν, είναι διπλή, κακή αλλά και θεϊκή. Η Τιτανική φύση είναι η κακή κληρονομιά που παροτρύνει προς την αμαρτία, η του Διονύσου η θεϊκή που ωθεί σε ένωση με το θείο. Αυτός ο παραστατικός μύθος περιγράφει το πάθος του Διόνυσου που «θεμελιώνει μυθικά τη δυστυχία της ανθρώπινης ύπαρξης… Γεννημένο από τις στάχτες των Τιτάνων που κατακεραυνώθηκαν, το ανθρώπινο γένος κουβαλάει ως κληρονομιά του την ενοχή για το διαμελισμό του Θεού». Αυτή η ενοχή είναι το Ορφικό προπατορικό αμάρτημα.
Οι Ορφικοί πίστευαν στην θεϊκή προέλευση, δηλαδή στην έμφυτη αθανασία της ψυχής που συνεπάγεται και την προΰπαρξή της: η ψυχή έπεσε κάποτε από τη σφαίρα των θεών και, ενώ το σώμα θεωρείται φυλακή, αυτή θεωρείται πεπτωκώς Θεός που μπορεί να ελευθερωθεί. Η ψυχή διεκδικεί τη θεϊκή καταγωγή της. Κατά συνέπεια, ο σωματικός θάνατος δεν αποτελεί κακό, αλλά μέρος της προοπτικής μιας αιώνιας ζωής.
Σωτηρία σημαίνει διαφυγή από το συνεχή κύκλο των επαναγεννήσεων, που σημαίνει πως οι Ορφικοί πίστευαν στην μετενσάρκωση, ότι, δηλαδή, η ψυχή ακολουθεί έναν κύκλο θανάτων και γεννήσεων, μία σειρά αποδημιών από το ένα σώμα στο άλλο. Η ύπαρξη μοιάζει με έναν ακατάπαυστα περιστρεφόμενο τροχό, τον τροχό της ανάγκης και της θλίψης, στον οποίο η μία ζωή διαδέχεται την άλλη και στον οποίο η ψυχή είναι αιχμάλωτη. Η ψυχή διαδοχικά ενσαρκώνεται σε ζώα η σε ανθρώπους, ώσπου να αποκαθαρθεί τελείως, μέχρι, δηλαδή, να επιτευχθεί η απόλυτη υποταγή του σώματος και η απόλυτη διαφυγή από την ύλη, και να έρθει σε μια ευδαιμονική σχέση με τη θεότητα.
Μετά το θάνατο, οι ψυχές οδηγούνται μπροστά σε κριτές, οι οποίοι αποφασίζουν για το εάν θα τιμωρηθούν η για το εάν θα απελευθερωθούν από τις αλλεπάλληλες μετενσαρκώσεις πάνω στη γη, η εάν θα γυρίσουν εκεί απ’ όπου κατάγονται. Εάν θεωρηθούν ανάξιες για το δεύτερο, θα πρέπει να συμπληρώσουν μία περίοδο 1.000 ετών πριν ξαναμπούν σε κάποιο σώμα στη γη. Η μοίρα της ψυχής μετά το θάνατο καθορίζεται από έναν απαράβατο παγκόσμιο νόμο που απονέμει δικαιοσύνη και που διαμορφώνει την ειμαρμένη, προστατεύοντας πάντα τους ηθικούς, μια και υπάρχει ανταμοιβή των πράξεων και ανταπόδοση για την ηθική ζωή. Οι μυημένοι έχουν καλύτερη μοίρα και οι ψυχές τους πηγαίνουν στις Νήσους των Μακάρων. Οι δίκαιοι που έχουν αρκετά δοκιμαστεί περνούν στην αιώνια μακαριότητα. Οι ανόσιες ψυχές παραμένουν στον τόπο τιμωρίας και βασανισμού των αδίκων, όπου κυλιούνται μέσα σε βούρκο. Αλλά και η ίδια η ζωή στη γη, το ότι, δηλαδή, η ψυχή βρίσκεται σε ένα σώμα, είναι τιμωρία για τις προηγούμενες αδικίες της και μια περίοδος δοκιμασίας.
Επικρατεί, λοιπόν, ελευθερία επιλογής αφού ο καθένας με προσωπική ευθύνη καθορίζει την πορεία της ψυχής του και δημιουργεί τη μοίρα του. Αντίθετα με την ελληνική αντίληψη ότι οι θεοί είναι αυτοί προξενούν τον πόνο και τη θλίψη, οι Ορφικοί δεν αισθάνονται έρμαια εξωτερικών και ανεξέλεγκτων δυνάμεων αλλά υπεύθυνοι για τη μοίρα τους.
Σύμφωνα με τον Όμηρο, αν και ο θάνατος δεν σημαίνει την απόλυτη εξαφάνιση του ατόμου, οι συμβατικές αντιλήψεις για την μεταθανάτια ζωή παρέχουν λίγη παρηγοριά. Οι κοινοί θνητοί μετά το θάνατο συνεχίζουν να υπάρχουν ζώντας μια οριακά συνειδητή, σκιερή και δυσάρεστη ύπαρξη. Ο θάνατος είναι η άρνηση όλων όσων κάνουν τη ζωή να αξίζει, και οι ανθρώπινοι στόχοι θα πρέπει να επιδιώκονται πριν αυτός συμβεί. Οι άνθρωποι έχουν ένα ζωηρό ενδιαφέρον στη ζωή αυτή και σχεδόν μια ολοκληρωτική αδιαφορία για αυτά που ίσως συμβούν μετά. Ο W.K.C. Guthrie βλέπει την αιτία της αδιάφορης αυτής στάσης στο ότι ο Όμηρος παρουσιάζει μια αριστοκρατική, πλούσια, ευνοημένη τάξη, αφού η πίστη στην αθανασία μπορεί να λειτουργεί ως αντιστάθμισμα και αποζημίωση για τις ατέλειες και δυσκολίες αυτής της ζωής.
Αντίθετα, ο Ορφισμός, όπως και όλα τα αρχαία μυστήρια, στηρίζεται στην ανάγκη για φυγή από την κοινή μοίρα των ανθρώπων, τη φιλοδοξία για διαφυγή από το άσχημο και βασανιστικό παρόν, την λαχτάρα αλλά και πίστη για μια ευτυχισμένη συνέχιση της ζωής μετά το θάνατο. Ο Ορφισμός υποσχόταν στους μυημένους αθανασία και μια ζωή ευδαιμονίας, ένα είδος παραδείσου στον άλλο κόσμο.
Και εδώ έχουμε μία σημαντική διαφοροποίηση από τις θέσεις των αρχαίων Ελλήνων, για τους οποίους η Αθανασία χαράζει μια αυστηρή διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σε ανθρώπους και θεούς και είναι ένα πολύ βασικό χαρακτηριστικό γνώρισμα μόνο του θείου. Όχι μόνο η τύχη της ψυχής μετά το θάνατο δεν προβλημάτιζε τους αρχαίους Έλληνες, αλλά και η ιδέα της Ανάστασης των νεκρών ήταν κάτι το εντελώς ξένο και μη αποδεκτό. Ο θάνατος αποτελούσε για αυτούς τον όρο ύπαρξής τους. Μόνο οι θεοί είναι οι αθάνατο. Η ύπαρξη είναι καταδικασμένη να χαθεί μέσα στη λήθη, καθώς ανανεώνεται συνεχώς ο κύκλος των γενεών. Η ευσέβεια, όπως και η σύνεση, επιτάσσει στην πραγματικότητα να μην επιδιώκεις να εξομοιωθείς με τους θεούς. Τα δελφικά ρητά μάνθανε οίος έσσι και γνώθι σαυτόν αυτό ακριβώς δηλώνουν. Ο άνθρωπος πρέπει να αποδεχτεί τα όριά του.
Αντίθετα, οι Ορφικοί επιθυμούσαν να ξεφύγουν, να λυτρωθούν, και νοσταλγούσαν τη χαμένη επαφή και ενότητα με το θείο. Αυτά, όμως, αφορούσαν μόνο τους «κεκαθαρμένους τε και τετελεσμένους, τους όσιους», ενώ οι «ατέλεστοι και ανόσιοι», οι Ακάθαρτοι, θα παρέμεναν βυθισμένοι στη δυστυχία. Η προοπτική της σωτηρίας ανοίγει μόνο όταν οι άνθρωποι εξαγνιστούν από το προπατορικό αμάρτημα μέσω των Ορφικών τελετουργιών και του Ορφικού τρόπου ζωής. Οι Ορφικοί, στην προσπάθειά τους να γλιτώσουν από την κακή πλευρά και από το αίσθημα ενοχής που αυτή δημιουργεί, ένιωσαν την ανάγκη να τηρήσουν μια τέλεια αγνότητα και ανέπτυξαν μια ασκητική, ένα συγκεκριμένο σύστημα ηθικών κανόνων με συγκεκριμένες απαγορεύσεις. Στόχος ήταν η τέλεια απελευθέρωση από την επίγεια ύπαρξη του θεϊκού εκείνου μέρους, που ήταν πάντοτε παρόν μέσα στον καθένα τους. Οι άνθρωποι μπορούν να εξαγνιστούν από το προπατορικό αμάρτημα μέσω των Ορφικών τελετουργιών και του Ορφικού τρόπου ζωής, κι έτσι ανοίγει για τους θνητούς η προοπτική της σωτηρίας. Μέσω της επιδίωξης του αυτοελέγχου, οι μυημένοι πίστευαν ότι μπορούσαν να κερδίσουν την ηθική τελείωση, είχαν την ελπίδα ότι, όχι μόνο μπορούν να βελτιώσουν την ποιότητα της ζωής τους, αλλά και ότι μπορούν να γίνουν από θνητοί θεοί.
Η επιστροφή στο θείο επιτυγχάνεται μέσω της τήρησης των κανόνων ενός αγνού βίου. Ο Ορφικός ηθικός κώδικας αποτελεί ένα σύστημα ηθικής που έχει ως κεντρικό του σημείο τον ασκητικό και εγκρατή βίο, την καθαρότητα και αγιότητα της ζωής. Ο πόθος του Ορφικού για πνευματική αλλά και σωματική κάθαρση, για τέλεια αγνότητα είναι διακαής και η ζωή αντιμετωπίζεται ως δοκιμασία, που έχει σκοπό την τελείωση. Ο μυημένος πρέπει να ζει με εγκράτεια, να στερείται παντός υλικού αγαθού και καθημερινών απολαύσεων, και δεν ήταν λίγοι από αυτούς που κατέφευγαν ακόμη και στους αυτοβασανισμούς.
Ο φόνος και η κρεοφαγία απαγορεύονται. Η απαγόρευση της κρεοφαγίας σχετίζεται με την πίστη στη μετενσάρκωση και στην ουσιαστική συγγένεια των πάντων. Η ψυχή του ζώου ίσως να κατοικούσε σε σώμα ανθρώπου στην προηγούμενη ζωή, και ο φόνος του ζώου μπορεί να είναι στην πραγματικότητα ανθρωποκτονία. Καθώς πίστευαν σε μια κοινή φύση σε όλα τα ζωντανά πλάσματα, η αιματηρή θυσία ζώου αποτελούσε γι’ αυτούς φόνο συγγενούς.
Είναι ενδιαφέρουσα η ανάλυση της σημασίας της αποφυγής της κρεοφαγίας του καθηγητή Jean-Pierre Vernant, ο οποίος διαπιστώνει ότι στην αρχαία Ελλάδα η κατανάλωση κρέατος σημαίνει ότι ο άνθρωπος είναι τοποθετημένος στη θέση που του αρμόζει: ανάμεσα στην αγριότητα των ζώων που κατασπαράζουν το ένα το άλλο και την αδιασάλευτη ευδαιμονία των Θεών που τρέφονται με νέκταρ και αμβροσία. Οι Ορφικοί τρέφονται όπως οι θεοί, από μέρη εντελώς αγνά. Η αγνή διατροφή εκφράζει την κατάργηση της απόστασης που χωρίζει τους θεούς από τους ανθρώπους. Είναι ενδιαφέρον, λοιπόν, το πως η Ορφική θεολογία που ανατρέπει τα όρια ανάμεσα στον άνθρωπο, τους θεούς, και τα ζώα, εγγράφεται σε έναν κώδικα διατροφής, πως οι θρησκευτικές αποκλίσεις δηλώνονται με διατροφικές ιδιαιτερότητες.
Η σχέση μεταξύ Ορφισμού και Χριστιανισμού είναι ιδιαίτερη. Μερικοί μελετητές θεωρούν τις ομοιότητες μεταξύ Ορφισμού και Χριστιανισμού συμπτώσεις, ενώ άλλοι θεωρούν τον Ορφισμό ως τον πρόδρομο του Χριστιανισμού, ότι προετοίμασε το πεδίο για την έλευσή του, ότι υπήρξε μια προεικόνισή του η μια προπαρασκευή, ότι ως «σπερματικός λόγος» εκπαίδευσε και άνοιξε το δρόμο για την ευκολότερη αποδοχή του Χριστιανισμού κάνοντας ορισμένες έννοιες οικείες. Επίσης, όπως ισχυρίζεται ο Guthrie, ο Ορφισμός, βοήθησε στην προετοιμασία για τον Χριστιανισμό στο ότι εξοικείωσε τον ελληνικό κόσμο με το κάλεσμα για αλλαγή πίστης
Συγκεκριμένα, θα μπορούσε κανείς να διακρίνει τις εξής ομοιότητες: α) την ιδέα περί μονοθεϊσμού, β) την ιδέα περί προπατορικού αμαρτήματος, γ) περί ενώσεως του ανθρώπου με το θείο, δ) περί ατομικής σωτηρίας και λυτρώσεως, ε) περί της ασκητικής ζωής και πνευματικής καθάρσεως.
Σαφείς μαρτυρίες αποτελούν οι αντιστοιχίες των καλλιτεχνικών αναπαραστάσεων των πρώτων αιώνων, όπου ο Ορφέας εμφανίζεται ως ο «Καλός Ποιμήν», και ο «Αλιεύς». Είναι σημαντικό, όμως, να λάβει κανείς ύπ’ όψιν του ότι οι παραστάσεις αυτές βρίσκονται κυρίως σε κατακόμβες σε εποχές σκληρών διωγμών, που για να τους αποφύγουν οι Χριστιανοί χρησιμοποίησαν ειδωλολατρικά σύμβολα και όχι τον σταυρό. Οι κρυπτοχριστιανικοί συμβολισμοί στους τρεις πρώτους αιώνες δεν θα έλκυαν την προσοχή.
Η αλήθεια είναι ότι ο Ορφέας αποτελεί ένα αγαπημένο θέμα της χριστιανικής τέχνης των πρώτων αιώνων και είναι μια οικεία μορφή στις Ρωμαϊκές κατακόμβες. Η σκηνή με τα άγρια θηρία που δαμάζονται με τη μουσική του φέρνει στο νου την ανάλογη χριστιανική σκηνή του λιονταριού και του αρνιού που είναι ξαπλωμένα μαζί. Υπάρχει και η αινιγματική σφραγίδα του Μουσείου του Βερολίνου όπου πάνω της είναι χαραγμένη μια ανθρώπινη μορφή καρφωμένη πάνω σε έναν σταυρό. Πάνω από τον σταυρό βρίσκονται επτά αστέρια και μια ημισέληνος, και γύρω και κάτω οι λέξεις Ορφέος Βακκικός.
Μερικοί συγγραφείς βλέπουν αυτήν την πρωτοχριστιανική τέχνη απλά ως παρακμάζουσα παγανιστική τέχνη, και ακόμη και τον Καλό Ποιμένα ως μια αντιγραφή του Απόλλωνα και του Ερμή. Αλλά ενώ η μορφή είναι συνήθως μια απομίμηση, το πνεύμα είναι τελείως διαφορετικό, και οι μύθοι κατανοούνται ως τύποι χριστιανικών αληθειών. Η σχέση της χριστιανικής τέχνης με τη μυθολογία έχει παρομοιαστεί με τη σχέση της βιβλικής ελληνικής με την κλασική ελληνική: Ο Χριστιανισμός δεν μπορούσε αμέσως να επινοήσει μια καινούργια τέχνη (όπως και μια καινούργια γλώσσα), αλλά απελευθέρωσε το παλαιό από την υπηρεσία της ειδωλολατρίας και της ανηθικότητας, της έδωσε νέο νόημα, και την καθιέρωσε σε έναν ανώτερο σκοπό.
Είναι αδιαμφισβήτητο ότι κάποιες έννοιες, μερικά σύμβολα και εικόνες που είχαν ξαναχρησιμοποιηθεί στο παρελθόν, εισχώρησαν στο Χριστιανισμό που ενσωμάτωσε στοιχεία από άλλες θρησκείες και δανείστηκε τη περιρρέουσα «γλώσσα». Χρησιμοποίησε όχι μόνο την ελληνική γλώσσα, αλλά και την ελληνική σκέψη, φιλοσοφία και πολιτισμό. Έτσι, άλλωστε, θα μπορούσε να γίνει κατανοητός. Εάν ο Χριστιανισμός δανείστηκε, το έκανε όχι μόνο από τον Ορφισμό αλλά από την γενικότερη θρησκευτική ατμόσφαιρα της εποχής, όπως και ο Απόστολος Παύλος ήταν ιδιαίτερα ικανός να διαμορφώσει το κήρυγμά του με τέτοιον τρόπο που οι ‘Έλληνες εύκολα θα κατανοούσαν. Αυτό ξεκίνησε από την βασική στάση του Χριστιανισμού στον κόσμο, τον οικουμενισμό της, το άνοιγμά της σε όλα τα έθνη.
Ο ίδιος ο πατέρας, όπως θεωρείται, της θρησκειολογίας Mircea Eliade, αναφέρει ότι με την εξάπλωση του Χριστιανισμού σε όλες τις Ρωμαϊκές επαρχίες, κυρίως μετά τον θρίαμβο επί Μ. Κωνσταντίνου, υπάρχει μια βαθμιαία αλλαγή, μια τριπλή διαδικασία εμπλουτισμού του πρώιμου Χριστιανισμού: α) με αρχικά σύμβολα τα οποία θα ξαναανακαλυφθούν και θα ξανααξιολογηθούν με το να γίνουν νέες χριστολογικές έννοιες, β) με την υιοθέτηση εικόνων και μυητικών θεμάτων των μυστηρίων, γ) με την αφομοίωση της Ελληνικής φιλοσοφίας.
Πραγματικά, βρίσκουμε κάτι από τον Ορφισμό σε πολλές θρησκείες. Αυτό, όμως, ίσως να συμβαίνει επειδή ο ίδιος ο Ορφισμός, κατά τη βαθμιαία του διαμόρφωση, χρησιμοποίησε στοιχεία που είναι κοινά και σε άλλες θρησκείες, στοιχεία που πηγάζουν από τα βάθη της ανθρώπινης φύσης. Είναι γεγονός ότι μετά το 100 μ.Χ., όλες οι μυστηριακές θρησκείες που άρχισαν βαθμιαία να εξαπλώνονται στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία υπέστησαν σημαντικές αλλαγές ως αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασής τους.
Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι ο Ορφισμός εισήγαγε στον Ελληνορωμαϊκό κόσμο τα περισσότερα ειδωλολατρικά στοιχεία, τα οποία προμήνυσαν χριστιανικά δόγματα, κυρίως σωτηριολογικά. Τέτοιου είδους αξιολογήσεις, όμως, μπορεί να είναι αυθαίρετες γενικεύσεις αλλά και προβληματικές μια και, στην προσπάθειά τους να συμπληρώσουν τα κατά πολύ ελλιπή στοιχεία για τα αρχαία μυστήρια, ορισμένοι μελετητές τα αναπλάθουν με την υπόθεση ότι οι χριστιανικές ιδέες της σωτηριολογίας πρέπει να ήταν κεντρικές και στις μυστηριακές θρησκείες. Αυτό στην επιστήμη της θρησκειολογίας θεωρείται αυθαίρετη επιβολή ιδεών από ένα σύστημα σε ένα άλλο στο οποίο και δεν ανήκουν, και συμβαίνει, δυστυχώς, συχνά σε συγγραφείς του 19ου και 20ού αιώνα. Αυτές οι μέθοδοι θεωρούνται πλέον ξεπερασμένες και τα αποτελέσματά τους άκριτα, λανθασμένα, ίχνη μιας εξελικτικής θεώρησης της ιστορίας των θρησκειών. Ο J. Ζ. Smith του Πανεπιστημίου του Σικάγο, στην κριτική του όσον αφορά τη σύγκριση των αρχαίων μυστηριακών θρησκειών με τον πρώιμο Χριστιανισμό, αναφέρει ότι, στα χέρια πολλών μελετητών, σύγχρονων και παλαιότερων, οι σωτηριολογικές έννοιες παρέχουν μια εξελικτική κλίμακα, η οποία αξιολογεί και κατατάσσει τις θρησκείες με τον Προτεσταντισμό συχνά να υπηρετεί ως το πρότυπο η το αποκορύφωμα. Η επιστήμη, δυστυχώς, δεν είναι πάντοτε απαλλαγμένη από λάθος μεθοδολογίες, αλλά ούτε και από σκοπιμότητες.
Ίσως μερικοί πρώτοι Χριστιανοί να θεώρησαν, καλώς ή κακώς, τον Ορφέα ως το αρχέτυπο του Χριστού, αλλά ο Χριστιανισμός ακολούθησε τη δική του πορεία. Όπως παρέλαβε στοιχεία από το παρακμάζον ειδωλολατρικό θρησκευτικό συναίσθημα, με τον ίδιο τρόπο απομακρύνθηκε από τις κουρασμένες συμβατικότητες των ειδωλολατρών προκατόχων, και έφερε μια αυθεντική πνευματική εμπειρία. Και επειδή η ιστορία των θρησκειών σήμερα μελετά όχι μόνο τις ομοιότητες αλλά, ίσως κυρίως, τις διαφορές, θα επιχειρήσουμε να διακρίνουμε τα συχνά λεπτά αλλά ουσιαστικά σημεία, στα οποία οι δύο θρησκείες διαφέρουν. Παρ’ όλες τις εμφανείς ομοιότητες, οι διαφορές είναι πολλές και ουσιαστικές.
Ο Ορφισμός παρουσιάζεται ως θρησκεία που ακολούθησαν λίγοι, μια εκλεκτή ομάδα, αυτοί που πίστευαν ότι οι αλήθειες μπορούν να γίνουν κτήμα μόνο των ευγενών πνευμάτων, κυρίως αριστοκράτες, διανοούμενοι, φιλόσοφοι του δυϊσμού. Στα όρια ενός στενού κύκλου και οργανωμένοι σε κοινότητες (κάτι σαν θρησκευτικά γκέτο), καλλιεργούσαν ένα ορισμένο τύπο λατρείας. Κατά κανόνα τους διέκρινε ένας πνευματικός ελιτισμός, θεωρούσαν τους εαυτούς τους ηθικά καθαρότερους και πνευματικά ανώτερους, και αποστρέφονταν τους αμαθείς και φθονερούς, δηλαδή τους αμύητους. Κατά συνέπεια απομακρύνονταν και από την υπόλοιπη κοινωνική ζωή, καθώς το σύστημα της αγνότητας δημιούργησε κοινωνικούς καταμερισμούς, χάραξε διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στους ανθρώπους, κατηγοριοποίησε πράξεις και πράγματα ως καθαρά η βέβηλα. Ο κώδικας της καθαρότητας συνετέλεσε στη δημιουργία ενός κοινωνικού οικοδομήματος που το χαρακτήριζαν στεγανά ανάμεσα σε ανθρώπους καθαρούς και ακάθαρτους, αγνούς και μολυσμένους, ιερούς και ανίερους, ενάρετους και αμαρτωλούς.
Αντίθετα, ο Χριστιανισμός, όπως πολύ καλά γνωρίζουμε, ήταν με το μέρος των αδυνάτων, και είδε τα κοινωνικά διαχωριστικά ως ύβρη και προσβολή κατά της συμπόνιας, της Αγάπης που κήρυττε, και αμφισβήτησε τα διαχωριστικά όρια της κοινωνικής ευταξίας με μια εναλλακτική θεώρηση της ανθρώπινης κοινωνίας: ο ήλιος ανατέλλει σε όλους, στους δίκαιους αλλά και στους άδικους, και οι απόκληροι και ανήθικοι γίνονται δεκτοί στη Βασιλεία του Θεού πριν από τους τυπικά δίκαιους. Για τον ίδιο τον Χριστό η κοινωνική θέση δεν σήμαινε τίποτα, και κυκλοφορούσε άνετα και χωρίς επιτήδευση ανάμεσα σε ανθρώπους απλούς, κοινωνικά απόβλητους, γιατρεύοντάς τους, συμβουλεύοντάς τους, κάνοντας καλό. Διαπραγματευόταν με φοροσυλλέκτες, έτρωγε με απόκληρους και αμαρτωλούς, γιάτρευε κατά την απαγορευμένη μέρα, το Σάββατο. Ενώ οι Ορφικοί απέκλειαν τις γυναίκες από τις ομάδες τους, ο Χριστός κατέρριψε τα συμβατικά εμπόδια ανάμεσα σε άντρες και γυναίκες, σε δούλους και ελεύθερους, όπως και ανάμεσα σε διαφορετικές φυλές. Η αποκάλυψη του Θεού ήταν πολύ σημαντική για να περιοριστεί μόνο σε μία εθνική ομάδα.
Πουθενά στον Ορφισμό δεν συναντούμε την ουσία του μηνύματος του Χριστιανισμού, να αγαπάς τον συνάνθρωπό σου όπως ο Θεός αγαπά εσένα. Η αγάπη του Θεού για την ανθρωπότητα κατακλύζει, είναι απεριόριστη, απόλυτη, και οι άνθρωποι πρέπει να ανταποκριθούν, να την αποδεχτούν και να την αφήσουν να κυλήσει μέσω των ίδιων προς τους άλλους. Ο Ορφισμός είναι μια προσωπική θρησκεία, με έναν καθαρά ατομικιστικό χαρακτήρα όπου ο άνθρωπος αισθάνεται, για διάφορους λόγους, ότι η ύπαρξή του είναι χωριστή από την ύπαρξη των άλλων, ότι μπορεί να είναι και αυτόνομος, ότι μπορεί να φέρει ευθύνη για τις δικές του μόνο πράξεις και όχι και των άλλων. Αντίθετα, στο Χριστιανισμό επικρατεί η συλλογικότητα και η επίτευξη της σωτηρίας συμβαίνει μέσα από την προσφορά κι αγάπη προς τους άλλους. Άλλωστε ο Χριστιανισμός διδάσκει μια θετική ηθική που είναι και το κεντρικό του σημείο.
Αυτό που κάνει το Χριστιανισμό πιο ανθρώπινο είναι το γεγονός ότι την πρωτοβουλία για τη σωτηρία του ανθρώπου την παίρνει ο ίδιος ο Θεός που συγχωρεί. Ο εξαγνισμός και η σωτηρία συντελούνται όχι με την απόλυτη απάρνηση του σώματος, όχι μέσω ατομικών προσπαθειών και γνώσης, αλλά με την αγάπη, τη συγχώρεση, τη θυσία του ίδιου του Θεού, που ο θάνατός του, σε αντίθεση με τα πάθη του Ορφικού Διόνυσου, ήταν μια εθελοντική και συνειδητή αυτοθυσία. Αντίθετα, οι Ορφικοί διαμόρφωσαν ένα δόγμα ατομικής σωτηρίας, όπου το άτομο είναι αυτό που παίρνει την πρωτοβουλία, «γίνεται ο κύριος του παιχνιδιού και περνά στην άλλη πλευρά».
Ο Ορφικός αποβλέπει στο να γίνει Θεός μόνος του, θεωρεί ότι το αξίζει δικαιωματικά, ό,τι δηλαδή οι αρχαίοι Έλληνες όριζαν ως ύβρη. Η προσπάθεια του απόλυτου εξαγνισμού μόνο με τις δικές του δυνάμεις, βεβιασμένα μέσα από ένα κλειστό ηθικό σύστημα, είναι πραγματικά τραγική. Στο Χριστιανισμό, αντίθετα, ο Θεός κατευθύνει τις ζωές των ανθρώπων, όπως και ολόκληρη την Ιστορία. Το παράδειγμα είναι ο ίδιος ο Χριστός που έζησε την ανθρώπινη ζωή του τελείως σύμφωνα με το θέλημα του Θεού. Αντίθετα με τον Ορφισμό, δεν είναι ο άνθρωπος που ανυψώνεται, αλλά ο Θεός που κατέρχεται και απονέμει στον άνθρωπο τη Θεία Χάρη, με την οποία αναγεννάτε, αλλάζει ριζικά. Η λύτρωση «χαρίζεται», συμβαίνει μέσα μας, η σωτηρία είναι «άφεση αμαρτιών».
Επίσης, η καταναγκαστική επιδίωξη λύτρωσης, σωτηρίας, κυρίως μέσα από μια έντονη απέχθεια προς το σώμα, αυτή η μανία για έλεγχο και εξουσία στο σώμα και στην ψυχή, δεν συμφωνούν με το πνεύμα της πραγματικής ταπείνωσης του Χριστιανισμού, όπου, όπως γνωρίζουμε, δεν ανήκουμε στον εαυτό μας και όλα είναι θέλημα του Θεού. Ο καλός Χριστιανός δεν επιθυμεί τίποτα, ούτε ακόμη την ίδια του την σωτηρία, αλλά αφήνεται στο θέλημα του Θεού. Επιθυμία σημαίνει: «Εγώ θέλω», δύο λέξεις που δηλώνουν την έλλειψη εμπιστοσύνης, την απόλυτη απομάκρυνση από το Θεό. Ο Χριστιανός γνωρίζει, αλλά και αναγνωρίζει τις αδυναμίες του, με ταπεινότητα, με αξιοπρέπεια.
Τους Ορφικούς αποτελούσαν κυρίως ομάδες ελίτ που κατέφευγαν ακόμη και στην αυτοτιμωρία, σε αυτοβασανισμούς, ώστε να ζουν μια ζωή ασκητική. Κατασκεύαζαν δοκιμασίες, όταν οι άπλοι άνθρωποι προσπαθούσαν να αντιμετωπίσουν τις αναπόφευκτες ανθρώπινες δυσκολίες. Για τους απλούς ανθρώπους η ίδια η ζωή παρέχει την άσκηση, η ίδια η ζωή είναι μια άσκηση, και ο Χριστιανός ηρωικά αντιμετωπίζει τη ζωή και ζητά δύναμη από το Θεό, στον οποίο πιστεύει, αφοσιώνεται, αφήνεται, τον οποίο εμπιστεύεται.
Η καταναγκαστική επιμονή στην ηθική ζωή κυρίως, όπως αυτή εκφράζεται με εξωτερικούς τύπους, η έμμονή στους κώδικες και τους κανόνες, τους κάνει ζηλωτές, φανατικούς. Αυτή η νευρωτική εμμονή στην ηθική καθαρότητα δημιουργεί υποψίες. Πρέπει να υπάρχει λόγος για να νιώθει κάποιος ενοχές, κάποιος δεν καταπιέζει κάτι που δεν έχει, που δεν νιώθει. Έμμεσα, λοιπόν, αναγνωρίζουν τις τάσεις τους, αλλά στην προσπάθειά τους να τις καταπνίξουν υπερβάλλουν στην τήρηση των απαγορεύσεων, στην προσπάθειά τους να απαλλαγούν από τον εαυτό τους και να κατασιγάσουν τα πάθη τους ασχολούνται συνέχεια με αυτά, απορροφούνται ακόμη περισσότερο από τον εαυτό τους, καταλήγουν, ίσως άθελά τους, σε έναν εγωκεντρισμό. Τι ειρωνεία, Πως να καταπνίξει κάποιος τα πάθη του όταν συνέχεια και με εμμονή ασχολείται με αυτά; Η αγνότητα, η εξουσία στο σώμα, είναι επιτηδευμένα, γίνανε αυτοσκοπός, και όχι αυθόρμητα αποτελέσματα. Αναρωτιέται κανείς μήπως, σε αυτήν την μορφή άρνησης της ζωής, μήπως το πραγματικό κίνητρο είναι πάλι ο εγωισμός. Η βεβαιότητα για την ηθική και πνευματική τους ανωτερότητα και ορθότητα και η υπεροψία που συνεπάγεται, σε αυτό το συμπέρασμα οδηγεί. Ίσως να μην είναι άδικη η διαπίστωση κάποιων μελετητών που τους χαρακτηρίζουν ως τους πρωτο-φανταμενταλιστές.
Ο Ορφισμός, με το να δώσει στον άνθρωπο μια θεϊκής προέλευσης σκοτεινή πλευρά έθεσε την ψυχή αντιμαχόμενη στο σώμα. Η υλική-γήινη φύση περιφρονείται. Έτσι, οι εραστές της τελειότητας, οι στεγνές αυτές ψυχές, χωρίς αυθορμητισμό και χαρά, εισήγαγαν στον Ευρωπαϊκό πολιτισμό μια νέα ερμηνεία της ανθρώπινης ύπαρξης, αυτήν που αποκαλούμε πουριτανική, με τα έντονα αισθήματα ενοχής.
Ο πουριτανισμός συνήθως κρύβει υποκρισία, αλλά στην συγκεκριμένη περίπτωση φανερώνει και μια αδυναμία να ανεχτούν το παράλογο, το διφορούμενο. Οι Ορφικοί υπεραπλούστευσαν την ανθρώπινη φύση, και όλα διαιρέθηκαν σε καλό και κακό, άσπρο και μαύρο. Η αδυναμία να κατανοήσουν και να αποδεχτούν τον πολύ εύθραυστο κόσμο, εσωτερικά και εξωτερικά, τους οδήγησε στην αναζήτηση ιδανικών, καταφυγίων σε πολύ συγκεκριμένα συστήματα που προστατεύουν από την ανασφάλεια, το τυχαίο, το κακό. Άλλωστε, όσο πιο έντονη είναι η ανασφάλεια που δημιουργεί ένας αποσυντονισμένος κόσμος, τόσο μεγαλύτερη, πιο απελπισμένη είναι η ανάγκη για δημιουργία ολοκληρωτικών θεολογικών συστημάτων που παρέχουν τα στεγανά, έναν τύπο μόνωσης από τις εξωτερικές απειλές, ανακούφιση ενός πνευματικού άγχους με τη φυγή από τα εγκόσμια.
Η Καινή Διαθήκη διδάσκει την απάρνηση των εγκόσμιων αγαθών ως μάταιων, όχι κακών. Στην βιβλική ιστορία της Δημιουργίας, στο τέλος κάθε δημιουργικής ημέρας το κείμενο τελειώνει με τη φράση: «και είδε ο Θεός ότι ήταν καλό». Την έκτη ημέρα της δημιουργίας, ο Θεός είδε τα δημιουργήματά του «και ήταν όλα πάρα πολύ καλά». Η δημιουργία είναι πάρα πολύ καλή και φτιαγμένη για τον άνθρωπο. Ο Χριστιανισμός βεβαιώνει ότι ο κόσμος είναι καλός, ότι ως δημιούργημα του Θεού έχει νόημα, και ο άνθρωπος θα πρέπει να ανταποκρίνεται δημιουργικά. Ο φυσικός κόσμος, όχι μόνο δεν είναι ελαττωματικός και ασήμαντος, αλλά πρέπει να τον απολαμβάνουμε, να τον χαιρόμαστε. Στο Δευτερονόμιο ο συγγραφέας περιγράφει την γη της Παλαιστίνης ως «χώρα εύφορη… με άφθονα σιτάρια… αμπέλια, συκιές και ροδιές, ελιές και μέλι… Σε εκείνη τη χώρα δεν θα υπάρχει φτώχια και δε θα έχετε τίποτα να στερηθείτε. Οι βράχοι της έχουν σίδερο και από τα βουνά της θα βγάζετε χαλκό. Θα φάτε και θα χορτάσετε, θα χτίσετε ωραία σπίτια…».
Η ιδέα της μετενσάρκωσης και ο τροχός του θανάτου δεν έχει κανένα χώρο στον Χριστιανισμό που μιλά για την ανάσταση του σώματος, κάτι που στους Ορφικούς είναι κατάρα. Ενώ, κατά τον Ορφισμό, η ύπαρξη πάνω στη γη μας επιβάλλεται αναγκαστικά ως εξιλέωση για τις αμαρτίες μας, κι ενώ το σώμα είναι ο τάφος της ψυχής, ο Χριστιανισμός ένωσε αρμονικά τη γήινη με την επουράνια ζωή: «και ο Λόγος Σαρξ εγένετο». Για το Χριστιανισμό η υλική πλευρά της ζωής έχει σημασία, αφού είναι αυτή που φιλοξενεί το θείο. Το σώμα μπορεί να συμμετέχει στη σωτηρία, αφού θα αναστηθεί και αυτό. Το ανθρώπινο πρόσωπο δεν θεωρείται θρυμματισμένο, αλλά αυθεντικά ολοκληρωμένο ως σώμα, πνεύμα και ψυχή σε αρμονική σχέση μεταξύ τους.
Οι σύντομες βιβλικές διηγήσεις για το φυσικό κόσμο θα συμβάλλουν ουσιαστικά στον θετικό τρόπο που αυτός θεωρείται στη Δύση. Δεν είναι τυχαίο το ότι αναπτύχθηκε τόσο πολύ η επιστήμη στον Δυτικό κόσμο (καθώς και ο ανθρωπισμός και οι κοινωνικές υπηρεσίες).
Εάν πράγματι οι Ορφικές θέσεις θυμίζουν το Χριστιανισμό, είναι σε μορφές του Προτεσταντισμού (Μεθοδιστές, Καλβινιστές). Θυμίζουν περισσότερο Βικτωριανές αντιλήψεις για την ηθική, αλλά κυρίως τον Καλβινισμό, όπου η σχέση με το Θεό είναι επίσης δικανική και όπου επικρατούν οι απόλυτοι τύποι, κατασκευάσματα αυστηρής ηθικής συμπεριφοράς, κλειστά συστήματα ηθικών κανόνων, προσταγές, όλα σε κωδικοποιημένη μορφή.
Αντίθετα με τους Ορφικούς, ο Χριστός, αντί να λέει στους ανθρώπους τι να κάνουν και πως ακριβώς να το κάνουν τους προσκαλούσε να δούνε τα πράγματα διαφορετικά, να αποκτήσουν μια διαφορετική προοπτική, σίγουρος ότι εάν συμβεί αυτό, ως αποτέλεσμα θα αλλάξει και η συμπεριφορά τους. Άλλωστε, η αγνότητα δεν επιβάλλεται, ούτε είναι το μέσο, αλλά η ένδειξη. Σε αντίθεση με τη σιγουριά της μακαριότητας αυτών των εραστών της τελειότητας που πιστεύουν ότι οι τύποι διασφαλίζουν «τους θρόνους των ευλογημένων», πολύ σοφά ο Άγιος Γρηγόριος Νύσσης λέει: «Το να βρεις το Θεό είναι, να τον αναζητάς ακατάπαυστα. Γιατί η αναζήτηση δεν είναι άλλο πράγμα και η ανεύρεση κάτι άλλο. Το κέρδος της αναζήτησης είναι η ίδια η αναζήτηση». Η αναζήτηση του Θεού είναι τρόπος, στάση ζωής, τρόπος ύπαρξης, όχι μια τελική (απο)κατάσταση.
Επίσης, θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε ότι ο Ορφικός, όπως και ο δεισιδαίμονας, φοβάται να χαρεί, ακριβώς επειδή η χαρά γι’ αυτόν συνδέεται με τα εγκόσμια, τον υλισμό. Η υπεραρνητική στάση προς το σώμα, τον κόσμο, τη ζωή τον κάνει να βλέπει το δημιούργημα του Θεού με απαισιοδοξία και να τονίζει το κακό πολύ περισσότερο από το καλό. Ποιο είναι το χαρμόσυνο μήνυμα σε μια ζωή βασισμένη στο φόβο και καθορισμένη από μια σειρά απαγορεύσεων; Ότι, ναι, μπορούμε να σωθούμε, αλλά μόνο με μια άρνηση της ίδιας της ζωής; Με έναν πιετισμό, μια νοσηρή, παθολογική στάση προς το ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο;
Το βασικό χαρακτηριστικό των πρώτων Χριστιανών ήταν η χαρά που αντλούσαν από την πίστη στην απέραντη αγάπη του Θεού που νίκησε τη βασική πηγή θλίψης, το θάνατο, και από την απόλυτη βεβαιότητά τους ότι ο Θεός ενδιαφερόταν για την ανθρωπότητα γενικά αλλά και για τον καθένα ξεχωριστά. Δεν είναι τυχαίο ότι το Ευαγγέλιο του Λουκά αρχίζει και τελειώνει με τη λέξη χαρά: « Ιδού γαρ ευαγγελίζομαι υμίν χαράν μεγάλην», και τελειώνει όταν μετά την Ανάληψη του Κυρίου οι μαθητές του «προσκυνήσαντες αυτόν, υπέστρεψαν εις Ιερουσαλήμ μετά χαράς μεγάλης». Ο Ιησούς λέει πολλές φορές «χαίρετε και αγαλλιάσθε…». Μετά το Μυστικό Δείπνο θα πει: «Όσα σας είπα, σας τα είπα, ώστε η δική μου χαρά να μείνει μέσα σας…». Μετά την Ανάστασή Του θα πει στους, μαθητές Του και στις γυναίκες «Χαίρετε…». Και ο Απ. Παύλος θα στείλει από τη φυλακή ένα γράμμα στους Φιλιππησίους και θα τους γράφει: «Χαίρετε εν Κυρίω πάντοτε, πάλιν ερώ χαίρετε».
Η Ελένη Μπολιάκη σπούδασε στο Department of Religion του Syracuse University της Νέας Υόρκης, απ’ όπου έλαβε το διδακτορικό της το 2000. Έχει διδάξει στο Syracuse University, στο State University of New York και στο Αμερικανικό Κολέγιο Ανατόλια στη Θεσσαλονίκη. Από το 2002 διδάσκει στο Τμήμα Γλώσσας, Φιλολογίας και Πολιτισμού του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης. Έχει διδάξει Ιστορία Δυτικού Πολιτισμού, Εισαγωγή στις Μεγάλες Θρησκείες, Ελληνική Μυθολογία, Ορφέα, Διόνυσο, και Ισλάμ.
Περιοδικό Θεολογία, Τόμος 74, Τεύχος 2ον, Ιούλιος-Δεκέμβριος 2003, Αθήναι, σελ. 741-760.
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ – ΜΟΡΦΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ