Εἶπε γέρων: "Οἱ σοδομίτες λένε ὅτι ἀγαποῦν τόν Θεό. Ὁ Θεός τί λέει; Λέει ὁ Θεός διὰ τοῦ στόματος τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «ἐνῷ γνώρισαν τὸ Θεό (διὰ μέσου τῶν δημιουργημάτων), δὲν τὸν λάτρευσαν καὶ δὲν τὸν τίμησαν ὡς Θεό. Ἀλλὰ σκέφθηκαν ἀφρόνως, καὶ σκοτίσθηκε ἡ ἀσύνετη διάνοιά τους. Ἐνῶ καυχῶνταν, ὅτι εἶναι σοφοί, κατάντησαν μωροί. Καὶ ἀντικατέστησαν τὴν ἔνδοξη μορφὴ τοῦ ἀθανάτου Θεοῦ μὲ ὁμοίωμα τῆς μορφῆς τοῦ θνητοῦ ἀνθρώπου καὶ πετεινῶν καὶ τετραπόδων καὶ ἑρπετῶν (μὲ εἴδωλα δηλαδή).
Γι᾿ αὐτὸ καὶ τοὺς ἄφησε ὁ Θεὸς νὰ παραδοθοῦν στὶς ἐπιθυμίες τῶν καρδιῶν τοὺς γιὰ νὰ κάνουν βρωμερὲς πράξεις, ὥστε ν᾿ ἀτιμάζωνται τὰ σώματά τοὺς ἀπ᾽ αὐτοὺς τοὺς ἰδίους, ἀφοῦ τὴν ἀλήθεια γιὰ τὸ Θεὸ ἀντικατέστησαν μὲ τὸ ψεῦδος, καὶ προσκύνησαν καὶ λάτρευσαν τὴν κτίσι ἀντὶ τοῦ Κτίστου, ὁ ὁποῖος εἶναι δοξασμένος στοὺς αἰῶνες. Ἀμήν. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τοὺς ἄφησε ὁ Θεὸς νὰ παραδοθοῦν σὲ ἀτιμωτικὰ πάθη. Καὶ ἔτσι οἱ γυναῖκες τους μετέβαλαν τὴ φυσικὴ χρῆσι στὴν παρὰ φύσι. Ὁμοίως δὲ καὶ οἱ ἄνδρες ἄφησαν τὴ φυσικὴ χρῆσι τῆς γυναίκας, καὶ ἄναψαν ἀπὸ τὸ σφοδρὸ πάθος τους ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλο. Ἀρσενικοὶ μὲ ἀρσενικοὺς διαπράττουν τὴν ἀσχημία, καὶ ἔτσι γιὰ τὴν (εἰδωλολατρικὴ) πλάνη τοὺς λαμβάνουν τὴν ἁρμόζουσα τιμωρία ἀπὸ τοὺς ἰδίους τοὺς ἑαυτούς τους (αὐτοτιμωροῦνται ἀτιμάζοντας τὰ σώματά τους).
Ἐπὶ πλέον, ἐπειδὴ δὲν θεώρησαν ἄξιο νὰ ἔχουν ἐπίγνωσι Θεοῦ, τοὺς ἄφησε ὁ Θεὸς νὰ παραδοθοῦν σὲ ἀνάξιο νοῦ, γιὰ νὰ κάνουν τὰ ἀνάρμοστα. Εἶναι γεμᾶτοι ἀπὸ κάθε ἁμαρτία, πορνεία, πονηρία, πλεονεξία, κακία. Εἶναι γεμᾶτοι ἀπὸ φθόνο, ἀντιπάθεια καὶ φονικὴ διάθεσι, ἔριδα, δόλο, κακοήθεια. Εἶναι ψιθυρισταί, κακολογοῦν καὶ κατακρίνουν, μισοῦν τὸ Θεό, εἶναι ὑβρισταί, ὑπερήφανοι, ἀλαζόνες, ἐφευρέτες κακῶν, ἀνυπάκουοι στοὺς γονεῖς. Δὲν ἔχουν σύνεσι, δὲν κρατοῦν τὸ λόγο τους, δὲν ἔχουν στοργή, δὲν εἶναι διαλλακτικοί, δὲν ἔχουν ἔλεος. Αὐτοί, ἂν καὶ γνωρίζουν καλὰ (ἀπὸ τὸν ἔμφυτο ἠθικὸ νόμο) τὴ δικαιοκρισία τοῦ Θεοῦ, ὅτι ὅσοι δηλαδὴ πράττουν τέτοια ἔργα εἶναι ἄξιοι θανάτου, ὄχι μόνο πράττουν αὐτά, ἀλλὰ καὶ ἐπιδοκιμάζουν ὅσους πράττουν αὐτά (δεικνύοντας ἔτσι, ὅτι δὲν ἁμαρτάνουν ἀπὸ ἀδυναμία, ἀλλ᾽ ἀπὸ κακὴ θέλησι, καὶ εἶναι ἀναιδέστατοι καὶ ἀναισχυντότατοι).» (Ρωμ. 1, 21-32 / Μετάφραση Νικολάου Σωτηροπούλου)