Στυλιανού Παπαδόπουλου
- To διδακτικόν έργον του Παρακλήτου ως «εκ νέου» κατανόησις του έργου του Κυρίου.
Υπό των συγχρόνων ερευνητών τονίζεται και υπογραμμίζεται ότι το αποκαλυπτικόν έργον του Παρακλήτου έγκειται εις την «υπό την καθοδήγησιν του Πνεύματος ακριβή γνώσιν της κοινότητος, όσον αφορά εις το νόημα του Χριστού και εις τα μέλλοντα συμβαίνειν» (1). Έτερος όμως ερευνητής παραπονείται ότι μέχρι σήμερον δεν κατενοήθη όσον απητείτο το γεγονός, ότι πρωταρχική αποστολή του Παρακλήτου είναι να συμβάλη εις την κατανόησιν του προσώπου και του έργου του Χριστού (2). Χαρακτηριστικόν εξ άλλου τυγχάνει ότι δυτικοί μελετηταί, ευρισκόμενοι προ της δυσχερείας να ερμηνεύσουν τους κυριακούς λόγους «έτι πολλά έχω λέγειν υμίν, αλλ’ ου δύνασθε βαστάζειν. όταν δε έλθη εκείνος, το Πνεύμα της αληθείας, οδηγήσει υμάς εις πάσαν την αλήθειαν», καταφεύγουν εις ερμηνείας, αι οποίαι διασώζουν την έννοιαν του «νέου», όπερ διδάσκει το Πνεύμα, αφού τούτο πρόκειται να είπη και ό,τι δεν είπεν ο Κύριος, ενώ αποκλείουν την δυνατότητα αποκαλύψεως υπό του Πνεύματος διδασκαλίας τινός όντως και κατ’ ουσίαν νέας. Ούτω ο Otto Betz, εξηγών το έργον του Παρακλήτου, υποστηρίζει ότι οι μαθηταί χρειάζονται αυτόν ως Βοηθόν κατά του άρχοντος του κόσμου, αλλά και ως Οδηγόν εν τη αληθεία, διότι το κήρυγμα του Χριστού «πρέπει να κατανοηθή εκ νέου» μετά την ανάστασιν (3). Επομένως το έργον του αγ. Πνεύματος συνίσταται εις την εκάστοτε υπό των πιστών κατανόησιν του γεγονότος της εν Χριστώ οικονομίας και ουχί εις προσφοράν νέου τινός.
Ο ρωμαιοκαθολικός καινοδιαθηκολόγος και υπομνηματιστής του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου Alfr. Wikenhauser αντιλαμβάνεται το αποκαλυπτικόν έργον του Παρακλήτου ως καθοδήγησιν των μαθητών προς βαθυτέραν κατανόησιν και ανάπτυξιν των αληθειών, τας οποίας είχεν ήδη κηρύξει ο Κύριος (4). Συνεπής δε πλήρως και προς τας δογματικάς και θεολογικάς προϋποθέσεις της Εκκλησίας του ο Wikenhauser συμπληροί προς αποφυγήν παρεξηγήσεων, ότι αι διδασκόμεναι υπό του Πνεύματος αλήθειαι δεν δύνανται να είναι «όλως διάφοροι και όλως νέαι» εν σχέσει προς εκείνας του Ιησού Χριστού (5).
Ο R. Β ultmann, το προτεσταντικόν πνεύμα γενικώς a ποδί- δων επί του προκειμένου, αντιλαμβάνεται τον Παράκλητον ως δύναμιν ( Kraft ) μάλλον, ή ως πρόσωπον, δια της οποίας ο πιστός διαπερά το σκότος του μέλλοντος και διακρίνει ορθώς τα εν αύτω (6). Η έννοια του ιωαννείου «εκείνος (= ο Παράκλητος) διδάξει πάντα» (ιδ’ 26) έχει παρηγορητικόν κατ’ αυτόν χαρακτήρα. Εν τούτοις φρονεί παραδόξως ότι η αποκάλυψις δεν ετελείωσε δια των αποχαιρετιστηρίων τούτων λόγων του Κυρίου, πλην αλλ’ όμως κατανοεί την συνέχισίν της ως «εκ νέου» δώρον εις το μέλλον (7). Η μελλοντική αυτή αποκάλυψις συνίσταται εις την επαναπρόσληψιν ( Wiederaufnahme ) του έργου του Κυρίου (8).
Αι ανωτέρω εκτεθείσαι συντόμως ερμηνευτικαί προσπάθειαι κατανοήσεως του χαρακτήρος, ο οποίος διέπει το αποκαλυπτικόν έργον του Παρακλήτου, είναι αντιπροσωπευτικαί των τάσεων, αι οποίαι κρατούν μεταξύ των ερμηνευτών εις τον χώρον της συγχρόνου θεολογίας.
- Το έργον του Παρακλήτου ως αποκάλυψις όσων δεν είπε και διασάφησις όσων είπεν ο Κύριος.
Εις τον χώρον της ανατολικής θεολογίας απαντά διάφορος εκτίμησις του αποκαλυπτικού έργου του αγ. Πνεύματος, μη συμπίπτουσα πάντοτε και κατά την ουσίαν προς εκείνην της συγχρόνου θεολογίας.
Ούτω ο εκ των νεοελλήνων αρχαιότερος υπομνηματιστής του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου Ν. Δαμαλάς ( 1892) (9), του οποίου όμως το σχετικόν έργον εξεδόθη μόλις εν έτει 1940, ερμηνεύων το έργον του Παρακλήτου, γράφει μετά πολλής σαφηνείας : «η διδακτική ενέργεια του Παρακλήτου έσται διττή, συμπληρωματική των υπ’ Αυτού του Ιησού διδαχθέντων και υπομνηματιστική αυτών τούτων» (10). Γνώστης δε και της altera pars, η οποία δεν διενοείτο διδασκαλίαν «συμπληρωματικήν», παρατηρεί ότι «ικανοί εξηγηταί πειρώνται, ίνα περιορίσωσι την περί ης ο λόγος ενέργειαν του Παρακλήτου εις μόνην την υπόμνησιν» (11), ενώ κατά Δαμαλάν πρέπει να δεχθώμεν «το υπομνήσει ως διασαφητικόν του διδάξει» (12). Ο τελευταίος ούτος ισχυρισμός του Δαμαλά διαφοροποιεί την έναντι του χωρίου στάσιν αφ’ ενός του ιδίου, θεωρούντος το ρήμα «υπομνήσει» διασαφητικόν του «διδάξει», και αφ’ ετέρου των δυτικών θεολόγων γενικώς, αντιστρεφόντων τους όρους και θεωρούντων το «διδάξει» ως διασαφητικόν του «υπομνήσει», οπότε ο αποκαλυπτικός χαρακτήρ του αγ. Πνεύματος περιορίζεται αισθητώς, αν δεν απόλλυται παντελώς.
Συναφής προς την άποψιν του Δαμαλά είναι και η γνώμη του Basil Krivocheine, εκφραζομένη εν πολλή συντομία, αλλά και σαφήνεια : «Ούτω το άγιον Πνεύμα διδάσκει τους αποστόλους (Λουκ. ιβ’ 12), ομιλεί δι΄ αυτών (Ματθ. ι’ 20), έτι δε συμπληροί όσα τους έμαθεν ο Χριστός (Ιωάν. ιδ’ 26) και τους αναγγέλλει τα μέλλοντα» (Ιωάν. ις’ 13) (13).
Ο Εμ. όμως Ζολώτας, όστις συνέγραψεν ογκώδες έργον, επέχον θέσιν εισαγωγής εις το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον, δεν φαίνεται συμμεριζόμενος τας σαφείς απόψεις του Δαμαλά, τας οποίας πιθανώτατα δεν εγνώριζεν, αφού του μεν Ζολώτα το έργον εξεδόθη εν έτει 1907, του δε Δαμαλά, καίτοι αποθανόντος τω 1892, εν έτει 1940. Και θεωρεί μεν ο Ζολώτας την «φωτιστικήν του παναγίου Πνεύματος χάριν» (14) ως «την τα σκοτεινά καταυγάσασαν και τα ελλείποντα αναπληρούσαν» (15), πλην ο χαρακτήρ της χάριτος αυτής του Πνεύματος παραμένει μάλλον «αναμνηστικός και φωτιστικός» (16) των όσων απεκάλυψεν ο Κύριος κατά την ένσαρκον αυτού οικονομίαν. Καθ’ όσον δε αφορά την προς τον Ευαγγελιστήν Ιωάννην βοήθειαν του Παρακλήτου προς συγγραφήν του Ευαγγελίου του αύτη συνίσταται εις την «διατήρησιν και παράστασιν» (17) μόνον των αληθειών, τας οποίας εκήρυξεν ο Κύριος.
Παραπλησίαν θέσιν εις το πρόβλημα του χαρακτήρος του έργου του Παρακλήτου έλαβε και ο Π. Τρεμπέλας, παραφράζων το Ιωάν. ιδ’ 26 : «Ο Παράκλητος όμως, δηλαδή το ’γιον Πνεύμα, το οποίον θα στείλη ο Πατήρ δια να αποκαλύπτη εις τους πιστούς την αποστολήν μου, το έργον μου και ό,τι σχετίζεται με το όνομά μου και το πρόσωπόν μου, εκείνος θα σας διδάξη όλας τας σωτηριώδεις αληθείας και θα σας υπενθυμίση όσα σας είπα εγώ» (18).
Ο Max Thurian, καίτοι δεν δύναται να θεωρηθή ως ειδικός ερμηνευτής του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου, εξέφρασεν ενδιαφερούσας και πρωτοποριακάς δια την Δύσιν κυρίως απόψεις, αναφορικώς προς την αποστολήν του Παρακλήτου. Ούτω μέμφεται κατ’ αρχάς την Δύσιν, διότι δεν εξέλαβε σοβαρώς (19) τους λόγους του ηγαπημένου μαθητού περί Παρακλήτου, ως μέλλοντος να οδηγήση ημάς εις ολόκληρον την αλήθειαν (20). «Φρονώ λέγει ο διαμαρτυρόμενος ούτος θεολόγος ότι αντελήφθημεν πάντοτε το αγ. Πνεύμα ως οδηγούν ημάς εις πάσαν την αλήθειαν, επαναλαμβάνον ό,τι είπεν ο Χριστός» (21). Κατά την προοπτικήν του Ιωάννου όμως «οφείλομεν να ακούσωμεν το άγιον Πνεύμα και να έχωμεν προσωπικόν μετ’ αυτού διάλογον» (22). Ο Thurian, χωρίς να είναι σαφής και όσον χρειάζεται τολμηρός, χωρεί ολίγον πέρα των γενικώς εν τη Δύσει κρατουσών σχετικών αντιλήψεων και υπογραμμίζει αρνητικώς ότι το έργον του Παρακλήτου ως διδασκάλου δεν εξαντλείται εν τη επαναλήψει των κυριακών λόγων.
Ο μνημονευθείς Δαμαλάς, διατυπών τα σχετικά προς το διδακτικόν και αποκαλυπτικόν έργον του Παρακλήτου, απηχεί τας απόψεις του αρχιεπισκόπου Βουλγαρίας Θεοφυλάκτου, όστις, το Ιωάν. ιδ’ 26 ερμηνεύων, υποστηρίζει : «το ουν άγιον Πνεύμα κ α ι εδίδαξε κ α ι υπέμνησεν· εδίδαξε μεν όσα ουκ είπεν ο Χριστός αυτοίς (=τοις μαθηταίς) ως μη δυναμένοις βαστάσαι· υπέμνησε δε όσα είπε μεν ο Ιησούς, είτε δε δι’ ασάφειαν ή δια το νωθές του λογισμού ουκ ηδυνήθησαν κατασχείν τη μνήμη οι Απόστολοι» (23). Ενταύθα ο Θεοφύλακτος, όστις δια τα υπομνήματά του εις την Κ.Δ. γενικώς «στηρίζεται… επί του ι. Χρυσοστόμου και των τριών Καππαδοκών διδασκάλων» (24) διακρίνει σαφώς εν τω έργω του αγ. Πνεύματος χαρακτήρα διδακτικόν και χαρακτήρα υπομνηστικόν, έκαστος των οποίων έχει ίδιον και απολύτως διακεκριμένον περιεχόμενον.
Η μαρτυρία του Θεολόγου Γ ρηγορίου είναι επί του προκειμένου εξόχως ενδεικτική. Ο άγιος Γρηγόριος, εν τη προσπαθεία αυτού να πείση τους αρνουμένους την θεότητα του αγ. Πνεύματος ότι, καίτοι η Γραφή δεν εκφράζεται σαφώς επί της θεότητος του Πνεύματος, η περί αυτού βεβαιότης παρέχεται εις ημάς δια φωτισμού αυτού τούτου του Πνεύματος (25), κοινοποιήσαντος ημίν ό,τι ο Κύριος δεν είπε τοις μαθηταίς, ένεκα της αδυναμίας αυτών να παρακολουθήσουν τας αποκαλύψεις του, λέγει: «ην τινα τω σωτήρι και ει πολλών ενεπίμπλαντρ μαθημάτων, α μη δύνασθαι τότε βασταχθήναι τοις μαθηταίς ελέγετο, δι’ ας είπον ίσως αιτίας, και δια τούτο παρεκαλύπτετο· και πάλιν πάντα διδαχθήσεσθαι ημάς υπό του πνεύματος ενδημήσαντος. Τούτων εν είναι νομίζω και αυτήν του πνεύματος την θεότητα, τρανουμένην εις ύστερον»(26).
Η υπογράμμισις του εξαιρετικού γεγονότος ότι το «Πνεύμα της αληθείας» διδάσκει «όσα ουκ είπεν» ο Χριστός απαντά ευθέως ή εμμέσως και εις άλλους πατέρας της Εκκλησίας. Ο ι. Φώτιος, χωρίς να ποιή διάκρισιν μεταξύ Αποστόλων και μεταγενεστέρων πιστών, χαρακτηρίζει την εις ημάς αποκαλυφθείσαν υπό του Κυρίου αλήθειαν ως «επί μέρους», ένεκα δε τούτου «δεόμεθα» προσέτι «και σοφίας και δυνάμεως και αληθείας», «την απόλαυσιν» των οποίων «άφθονον παράσχοι» (27) το αγ. Πνεύμα. Δέκται της αποκαλύψεως, η οποία επραγματοποιήθη ιστορικώς υπό του Ιησού Χριστού, εί- μεθα δια τον Φώτιον πάντες οι πιστοί, όπως πάντες και όχι μόνον οι Απόστολοι είμεθα δέκται της πλήρους αληθείας, την οποίαν παρέχει το Πνεύμα. Το τελευταίον τούτο γεγονός της αποδοχής της πλήρους αληθείας παρουσιάζεται ως συμβαίνον εις πάσαν εποχήν, εάν κρίνωμεν εκ του χρόνου του ρήματος τον οποίον χρησιμοποιεί ο Φώτιος εις την φράσιν : «και σου (= Χριστέ) μυσταγωγούντος, έτι δεόμεθα… αληθείας» (28) εξ αγ. Πνεύματος.
Σχετικάς απόψεις εκφράζει και ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, εξ άλλης προφανώς προβληματολογίας αφορμώμενος. Ούτος προσπαθεί να πείση ότι δια να ομιλήση τις περί τίνος πράγματος πρέπει ή να έχη ακούσει περί αυτού ή να έχη γίνει αυτόπτης (29). Οι συγγραφείς λ.χ. της Καινής Διαθήκης ομιλούν ενίοτε περί πραγμάτων, τα οποία δεν είδον επομένως κάποιου ήκουσαν περί αυτών και αυτός ήτο το Πνεύμα της αληθείας (30), αφού, καθόσον γνωρίζομεν, δεν ήτο ο Κύριος, όστις όμως υπεσχέθη την αποστολήν του Παρακλήτου, όστις θα εδίδασκε πράγματα, δια τα οποία δεν ωμίλησεν ο ίδιος : «Ότι δε και α ουκ είπεν αυτοίς ο Χριστός, ταύτα το Πνεύμα το άγιον τοις αποστόλοις επελθόν εδίδαξε και είπε, φησίν ο αυτός· έτι πολλά έχω λέγειν υμίν, αλλ’ ου δύνασθε βαστάζειν· όταν δε έλθη εκείνος, το Πνεύμα της αληθείας, οδηγήσει υμάς εις πάσαν την αλήθειαν… Έμαθες πόθεν εδιδάχθησαν οι γράψαντες;» (31).
Ο Παράκλητος κατά ταύτα πέρα του έργου αυτού «ως μεσίτου» και συνηγόρου και παρηγορητού των πιστών, έργου το οποίον εγένετο αντικείμενον πολλής και συντόνου μελέτης (32), είναι και διδάσκαλος, ως εξηγεί ο Μοψουεστίας Θεόδωρος : «άλλον δε Παράκλητον λέγει (= ο Ευαγγελιστής Ιωάννης) αντί του άλλον διδάσκαλον» (33). Η ιδιάζουσα προσφορά του Παρακλήτου ως διδασκάλου εν αναφορά προς την προσφοράν του Κυρίου δέον να ζητηθή εις την τελείωσιν και την ακρίβειαν. Ο Κύριλλος Αλεξανδρεία ς διδάσκει ότι η «τελειοτάτη και ακριβεστάτη αποκάλυψις» «του μυστηρίου» γίνεται εις ημάς δια του Παρακλήτου, αποστελλομένου εξ ονόματος του Χριστού (34). Τα περί τελειοτάτης και ακριβεστάτης αποκαλύψεως λεγόμενα ενταύθα ουδόλως σημαίνουν βέβαια ότι η αποκάλυψις του Κυρίου έχρηζε «βελτιώσεως» (35) ή αναθεωρήσεώς τινος, δοθέντος ότι το γεγονός της αποκαλύψεως καθόλου είναι έργον των θείων ενεργειών, αι οποίαι κατά την διδασκαλίαν του αγίου Γρηγορίου Παλαμά τυγχάνουν κοιναί δια τα τρία της Τριάδος πρόσωπα, δι’ ων όμως αύται φανερούνται. Μέλλοντες να είπωμεν εις άλλο σημείον της παρούσης μελέτης περί του πώς δέον να ερμηνευθή το γεγονός, ότι ο Παράκλητος πραγματοποιεί την πλήρη αποκάλυψιν, χωρίς τούτο να σημαίνη ότι η προτέρα ήτο ατελής, αρκούμεθα εις μίαν διασάφησιν του Κυρίου. Ούτος, κατά τον Ευαγγελιστήν Ιωάννην, αμέσως μετά την δήλωσιν ότι μέλλει να έλθη «εκείνος», όστις θα οδηγήση τους μαθητάς εις πάσαν την αλήθειαν, λέγει : «ου γαρ λαλήσει αφ’ εαυτού, αλλ’ όσα αν ακούση λαλήσει» (36), διότι πλην της προσωπικής υποστάσεως, τα πάντα εν τη αγία Τριάδι είναι κοινά. Δέον δε να σημειωθή ότι οι πατέρες της Εκκλησίας αντελήφθησαν και ηρμήνευσαν ομοφώνως πάντες την αποκαλυπτικήν ή επιφοιτητικήν δύναμιν του Παρακλήτου ως ουχί αλλοτρίαν του Χριστού (37).
Ο ερμηνευτής Ευθύμιος Ζιγαβηνός διασαφηνίζει σημαντικάς πλευράς των εκ των σχετικών ιωαννείων χωρίων προκυπτόντων προβλημάτων. Ούτω την φράσιν «εν τω ονόματί μου» (38) εξηγεί δια του «αντ’ εμού» (39) όπερ υπογραμμίζει την άποψιν περί συνεχείας του έργου του Κυρίου, εις το οποίον διαλαμβάνεται και το αποκαλύπτειν αληθείας. Μεγαλυτέρας σημασίας είναι η ανάλυσις του «αλλ’ όσα αν ακούση, λαλήση» (40) το Πνεύμα : «όσα αν ακούση παρά του Πατρός, ο και περί εμαυτού πολλάκις είρηκα, δηλών το ομοούσιον και ομοφυές και ίσον… Ώσπερ γαρ ο Υιός, πλήρωμα νόμου και προφητών, τα τυπικώς προδιαγραφέντα βεβαιώσας δια της αληθείας, ούτω και το θείον Πνεύμα, πλήρωμα του Ευαγγελίου, αναπληρούν τα του Υιού, καθώς και ούτος τα του Πατρός» (41). Ενταύθα ο Ζιγαβηνός διακρίνει «την οικονομίαν»ως χαρακτηρίζει και αλλαχού (42) την αποστολήν ή το έργοντου Υιού της οικονομίας του Πνεύματος, τοποθετών αμφοτέρας επί του αυτού άξιολογικώς επιπέδου και τονίζων ότι όπως ο Υιός υπήρξε το πλήρωμα της Π.Δ., ούτω και το Πνεύμα είναι το πλήρωμα του Ευαγγελίου. Επομένως εάν η εν Χριστώ Διαθήκη είναι Καινή εν συγκρίσει προς την πρώτην Διαθήκην του Θεού, ήτοι προς την Παλαιάν, έπεται ότι και όσα θα ειργασθή το Πνεύμα ως πλήρωμα του Ευαγγελίου θα είναι «καινά» εν συγκρίσει προς τα του Ευαγγελίου. Τούτο σημαίνει ότι το Πνεύμα δημιουργεί και αποκαλύπτει εν τη Εκκλησία καινά, αλλ’ ουχί αντίθετα προς τα της Γραφής. Η ζωή της Εκκλησίας αποτελεί αδιαμφισβητήτως απόδειξιν του ισχυρισμού του Ζιγαβηνού.
Παρίστατο ανάγκη όπως το άγιον Πνεύμα συνέχιση εσαεί την αποκαλυπτικήν του δράσιν, διότι ο Κύριος «ου κατέληξεν αποκαλύπτων» (43). Η φράσις αύτη του αγίου Κυρίλλου είναι κατ’ εξοχήν πολυσήμαντος, διότι συνιστά απόλυτον κατάφασιν του εξακολουθητικού και προσθετικού χαρακτήρος της δια του Παρακλήτου πραγματοποιουμένης αποκαλύψεως, ενώ συγχρόνως θα δρα ούτος και υπομνηστικώς, κατά το «υπομνήσει», δι’ όσας των αληθειών εξέθεσεν ο Κύριος. Αφού ο ενανθρωπήσας Χριστός «ου κατέληξεν αποκαλύπτων», έπεται ότι συνεχίζεται η αποκάλυψις. Το εξακολουθητικώς όμως αποκαλυπτόμενον είναι πάντοτε το μυστήριον (44) της αγ. Τριάδος και της οικονομίας του Υιού. Πώς συμβαίνει να υπάρχη συνεχής αποκάλυψις του αυτού πράγματος, της αυτής αληθείας (45), αποτελεί ακανθώδες θεολογικόν πρόβλημα, περί του οποίου θα γίνη λόγος εις έτερον σημείον της παρούσης μελέτης.
Ο ι. Χρυσόστομος, κηδόμενος των απλοϊκωτέρων την πίστιν και την κατάρτισιν χριστιανών, οι οποίοι εκινδύνευον να παρανοήσουν τους λόγους του Κυρίου περί Παρακλήτου, μέλλοντος να διδάξη ό,τι ο ίδιος ένεκα της αδυναμίας (46) των μαθητών του δεν είπε, επιχειρεί βαθείαν τομήν εις το γεγονός της θείας αληθείας, υποστηρίζων ότι η διδασκαλία, την οποίαν παρουσιάζει ο Παράκλητος, ταυτίζεται προς την διδασκαλίαν, την οποίαν θα εσυνέχιζεν ο Κύριος, εάν οι Απόστολοι ηδύναντο να βαστάσουν αυτήν κατά τον καιρόν της ενσάρκου οικονομίας (47). Τον αυτόν κίνδυνον δια τους πιστούς διείδε και ο Θεολόγος άγιος Γρηγόριος. Εξηγήσας τα κατά το άγιον Πνεύμα και την θεότητα και το έργον του και φοβηθείς ότι δυνατόν οι πιστοι να εκλάβουν την διδασκαλίαν του Πνεύματος ως διαφόρου εξουσίας και πηγής (48) από εκείνης του Κυρίου, σπεύδει να υπογραμμίση ότι το Πνεύμα στέλλεται εν τω ονόματι (49) του Κυρίου και άρα δεν πρόκειται περί διδασκαλίας ξένης προς αυτόν, καίτοι δεν διετύπωσεν αυτήν ο ίδιος.
«Εκ των αυτών και αυτός ( = ο Παράκλητος) ερεί» (50). Το χωρίον τούτο εν συνδυασμώ προς τα προηγούμενα εισάγει ευθέως εις το πρόβλημα της θείας απλότητος και των κοινών θείων ενεργειών των τριών προσώπων της αγίας Τριάδος. Η πηγή της προς τα έξω ακτινοβολίας της Τριάδος είναι μία, είναι κοινή, διότι πρόκειται περί της κοινής εις τα θεία πρόσωπα φύσεως, η οποία παραμένει άγνωστος, άρρητος και αμέθεκτος ανθρώποις και αγγέλοις. Δια λόγους όμως σωτηριολογικούς ο Θεός γίνεται μεθεκτός εις τον άνθρωπον δια των άκτιστων και ουσιωδών ενεργειών της θείας φύσεως. Αι ενέργειαι αύται ενώ είναι κοιναί, διότι εκπέπονται υπό της αυτής κοινής θείας φύσεως, προσφέρονται εξ απείρου θείας αγάπης εις τον άνθρωπον μέσω των προσώπων της αγίας Τριάδος. Η αποκάλυψις και η διδασκαλία, ως αναφέρει εν τη περιπτώσει τούτη ο ι. Χρυσόστομος, είναι κοιναί θείαι ενέργειαι προς τον άνθρωπον, δι’ αυτών δε γνωρίζομεν αυτόν τον Θεόν και όχι απλώς κάτι περί του Θεού.
Η τοιαύτη θεώρησις των κυριακών λόγων του Ιωάννου περί του Παρακλήτου ως διδασκάλου και συνεχιστού του αποκαλυπτικού έργου του Σωτήρος Χριστού απαντά και κατά τους μεταγενεστέρους αιώνας, ώστε να ευρίσκωμεν παράδοσιν ενιαίαν και αδιάσπαστον.
Ο κορυφαίος εκπρόσωπος της θεολογίας της θεοπτίας, δηλ. ο άγιος Γ ρηγόριος ο Παλαμάς, φρονεί ότι το άγιον Πνεύμα «και ήλθε κατά την δεδομένην υπό του Σωτήρος… επαγγελίαν» (51) και έμεινεν εις τους ανθρώπους και εδίδαξεν εις αυτούς (52) «πάσαν την αλήθειαν» (53). Η αλήθεια μάλιστα, την οποίαν διδάσκει το άγιον Πνεύμα θεωρείται και χαρακτηρίζεται υπό του ιερού ανδρός «ως μηδέπου εγνωσμένη» (54), αφού άλλωστε, εάν δηλ. ήτο «εγνωσμένη», δεν θα παρίστατο ανάγκη να διδάξη αυτήν ο Παράκλητος, αλλά θα ηρκείτο πλέον εις μόνην την υπόμνησιν αυτής, ως πράττει δι’ όσα είχεν ήδη αποκαλύψει ο Κύριος. Η επαγγελία του Σωτήρος περί αποστολής του Παρακλήτου και διδασκαλίας αυτού προς ημάς κέκτηται πρακτικώς σημασίαν μόνον υπό τον όρον, ότι είμεθα ητοιμασμένοι δια την εντός ημών εκπλήρωσίν της, τούθ’ όπερ συμβαίνει «ηνίκα νουν έχο- μεν Χριστού και οφθαλμούς πνευματικούς» (55).
- Συμπεράσματα .
Όσα εξεθέσαμεν εις την παρούσαν παράγραφον, εν τη προσπάθεια ημών να παρουσιάσωμεν όλως αντιπροσωπευτικώς τας περί του διδακτικού ή αποκαλυπτικού έργου του Παρακλήτου απόψεις, αι οποίαι κρατούν μεταξύ των συγχρόνων ερμηνευτών και των πατέρων της Ανατολής, δύνανται να διατυπωθούν συνοπτικώς εις τας εξής προτάσεις :
α) Σύγχρονοι ερμηνευταί.
Ο Παράκλητος παρέχει εις την κοινότητα ασφαλή γνώσιν των αφορώντων εις τον Χριστόν και τα μέλλοντα συμβαίνειν (Σ. Αγουρίδης).
Πρωταρχικός σκοπός του Παρακλήτου είναι να συμβάλη εις την κατανόησιν του έργου του Κυρίου (Ο. Cullmann ).
Το έργον του Παρακλήτου είναι και αποκαλυπτικόν, διότι οδηγεί ημάς εις την «εκ νέου» πάντοτε κατανόησιν του κηρύγματος του Χριστού ( Otto Betz ).
Ο Παράκλητος βοηθεί εις βαθυτέραν κατανόησιν και περαιτέρω ανάπτυξιν των αληθειών, τας οποίας απεκάλυψεν ο Κύριος. Η ανάπτυξις αληθείας τινός δεν σημαίνει νέον τι κατ’ ουσίαν ( Alfr. Wikenhauser ).
Ο Παράκλητος νοείται μάλλον ως δύναμις παρηγορητική και αποκαλυπτική, συντελούσα εις την εκάστοτε εν ημίν επαναπρόσληψιν του έργου του Κυρίου ( R. Bultmann ).
Η ενέργεια του Παρακλήτου είναι συμπληρωματική όσων δεν είπε και υπομνηστική όσων είπεν ο Κύριος (Ν. Δαμαλάς).
Ο Παράκλητος νοείται μάλλον ως χάρις φωτιστική και υπομνηστική όσων είπεν ο Κύριος (Εμ. Ζολώτας).
β) Πατέρες.
Ο Παράκλητος εδίδαξεν – απεκάλυψεν όσα δεν είπε και υπέμνησεν όσα είπεν ο Κύριος (Θεοφύλακτος Βουλγαρίας).
Ο Παράκλητος διδάσκει – αποκαλύπτει ημίν όσα δεν ηδύναντο να βαστάσουν οι μαθηταί προ της αναστάσεώς του (Θεολόγος Γρηγόριος).
Ο Κύριος απεκάλυψε την αλήθειαν «επί μέρους», ενώ ο Παράκλητος παρέχει αυτήν εις τους πιστούς αφθόνως και πάντοτε (ι. Φώτιος).
Ό,τι οι απόστολοι δεν ήκουσαν παρά του Κυρίου, έλαβον παρά του αγίου Πνεύματος (Συμεών Νέος Θεολόγος).
Ο Κύριος συνεχίζει την αποκάλυψιν δια του Παρακλήτου, όστις και δίδει την τελείαν αποκάλυψιν, η οποία αφορά εις τον Μονογενή (Κύριλλος Αλεξανδρείας).
Η διδασκαλία του Κυρίου και η διδασκαλία του Πνεύματος είναι της αύτής πηγής (ι. Χρυσόστομος, Θεολόγος Γρηγόριος).
Η διδασκαλία του Πνεύματος ην «ουδέπου εγνωσμένη» (Γρηγόριος Παλαμάς).
1) Σ. ΑΓΟΥΡΙΔΟΥ, Ο «ΙΙαράκλητος» και ο «Κατήγορος» εν, βιβλικά Μελετήματα, Α’, Αθήναι 1966, σελ. 86. Πρβλ. και σελ. 68.
2) Ο. CULLMANN, Les sacrements dans l’ Évangile Johannique , Paris 1951, σ. 17. Πρβλ. και H. MÜHLEN, L’ Esprit dans l’ Église (bibliothèque oecumenique 6), Paris 1969, σελ. 370, 373.
3) Der Paraklet, Fiirsprecher im häretischen Spätjudentum, im Johan nes- evangelium und in neu gefundenen gnostischen Scriften, Leiden – Köln 1963, σ. 208.
4) «Εγ (Christus) kann ihnen ( τοις μαθηταίς ) die tröstliche Zusicherung geben, dass sein Offenbarerwirken in der Tätigkeit des Parakleten seine Fortsetzung fidet, den der Vater in seinen Nammen senden wird. Der Pareklet wird hier als Lehrer charakterisiert, und seine Tätigkeit als lehren und erinnern beschreiben. Die beiden Ausdrücke besagen nicht das gleiche… Der Paraklet wird sie, wie Jesus 16,13 ausdruckt, zur ganzen und vollen Wahrheit führen (vrgl. A Johan. 2,27). Dieses Lehren wird sich dadurch vollziehen das der Heilige Geist sie tiefer in das Verständnis der von Jesus verkundeten Wahrheiten ein- führt, diese Warhrheiten, weiter entfaltet und entsprchend den zweiligen Anforderungen, der Zeit. ergänzt, und ver-vollständigt, nicht aber ganz andere und, völlig neue Lehren bringt (Das Evangelium nach Johannes, Regensburg 1948, σελ. 227).
5) Αυτόθι.
6) Das Evangelium des Johannes, Göttingen 1950, σελ. 441-442, 484 : « Die Charakterisierung des Parakleten mit dem gemeinschriftlichen Terminus als des άγιον πνεύμα weist wieder darauf hin, dass er die der Gemeinde geschenkte Kraft ist in der das eschatologische Geschehen sich weitervol- lzieht».
7) «Das διδάσκει hat den tröstlichen Sinn der Verheissung von 16, 13a : die Offenbarung ist mit dem Abschied Jesu nicht Abschluss gekommen, sondern wird in jeder Zukunft neu geschenkt werden» ( αυτόθι ).
8) ‘Ε. αν ., σελ. 485.
9) Μ. ΣΙΩΤΟΥ, Εν Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαιδεία, 4, σελ. 901-903.
10) Το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον, Αθήναι 1940, σελ. 594.
11) Αυτόθι.
12) Αυτόθι.
13) Autorité et Saint- Esprit, εν Messager de l’ Exarchat du partiarche russe en Europe occidentale, 17 (1969) 206.
14) Υπόμνημα, εις το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον , Αθήυαι 1907, σελ. 325.
15) Αυτόθι.
16) Έ. άν., σελ. 442.
17) Αυτόθι.
18) Υπόμνημα εις το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον, Αθήναι 1954, σελ. 566-567. Πρβλ. και σελ. 567-568.
19) L’ Esprit Saint et l’ Église (Akadémie internationale des Sciences Religieuses). L’ avenir de l’ Église et de l’ oecumenisme , Fayard Paris 1969, σελ. 263.
20) Αυτόθι.
21) Έ. αν., σελ. 263-264.
22) Έ. αν., σελ. 264.
23) Υπόμνημα εις το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον, PG 124, 188D.
24) R. JANIN., εν ΘΗΕ, 6, σελ. 418.
25) Θεολογικός πέμπτος περί του αγ. Πνεύματος 27, 33, PG 36, 164, 172.
26) Έ. αν., PG 36, 164BC.
27) «Και συ μεν (Κύριε) επί μέρους ημίν την αλήθειαν απεκάλυψας· εκείνος δέ ( ο Παράκλητος) οδηγήσει εις πάσαν την αλήθειαν· και σου μεν μυσταγωγούντος, έτι δεόμεθα και σοφίας και δυνάμεως και αληθείας· εκείνος δε παραγεγονώς πάντων ημίν την απόλαυσιν άφθονον παράσχοι. Ει τοίνυν συ ταύτα, η ενυπόστατος σοφία καί αλήθεια, διδάσκεις, ουκ επιδιστάζειν ημάς προσήκε και της προς το μείζον εξελαττούσης τιμής τε και δόξης το Πνεύμα παρ’ ημών αξιούσθαι» (Περί της του αγ. ΙΙνεύματος μυσταγωγίας, PG 102, 305CD, 308 Α ).
28) Αυτόθι.
29) Ηθικά V, εν Sources Chrétiennes, No 121, Paris 1967, σελ. 106.]
30) «Ούπω γαρ τέως λέγω ότι είδον αυτά και είπον, αλλ’ ότι ήκουσαν… γνώθι ότι παρά του αγίου ταύτα μεμεθήκασι Πνεύματος, καθώς αυτοίς και ο Κύριος έλεγεν· όταν δε έλθη ο Παράκλητος…» (ε. αν., σελ. 106, 108).
31) Αυτόθι.
32) Βλ. σχετικώς εμπεριστατωμένας μελέτας των Σ. ΑΓΟΥΡΙΔΟΥ, Ο «Παράκλητος» και ο «Κατήγορος», εν Βιβλικά μελετήματα, Α, Αθήναι 1966, σελ. 67-86, και Ο. BETZ, Der Paraklet, Leiden – k ö ln 1963.
33) Εις το κατά Ιωάννην, PG 66, 77Α.
34) Εις το κατά Ιωάννην, PG 74, 301Α.
35) Πρβλ. Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Επιστολή 223, Προς Ευστάθιον, PG 32, 829Β. Πρβλ. και σελ. 43-44 και αλλαχού της παρούσης μελέτης.
36) Ιωάν. ις’ 13.
37) Δείγματος χάριν πρβλ. ΚΥΡΙΛΛΟΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ, PG 74, 276Β.
38) Ιωάν. ιδ’ 26.
39) Ερμηνεία εις τα τέσσαρα Ευαγγέλια , εν ΘΕΟΚΛΗΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΙΔΟΥ, Η Κ.Δ. μετά υπομνημάτων αρχαίων , Β, Αθήυαι 1842, σελ. 673.
40) Ιωάν. ις’ 13.
41) ΖΙΓΑΒΗΝΟΥ, Έ. αν., σελ. 692.
42) Έ. αν., σελ. 673.
43) ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ, PG 74, 576.
44) «Ου γαρ κατέληξεν αποκαλύπτων ημίν ο Μονογενής, του καθ’ εαυτόν μυστηρίου την δύναμιν αποκαλύψας τοις πρώτοις εν αρχαίς· ενεργεί δε τούτο δια παντός, ενσπείρων εκάστω τον δια του Πνεύματος φωτισμόν και χειραγωγών εις επίγνωσιν των υπέρ νουν και λόγον τους αγαπώντας αυτόν» (ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ, Εις το κατά Ιωάννην, PG 74, 576).
45) «Εγώ ειμί η οδός και η αλήθεια και η ζωή» (Ιωάν. ιδ’ 6).
46) PG 59, 423. Πρβλ. και έ. αν.,424, ένθα χαρακτηρίζει την υπό του Πνεύματος θαυματουργικώς παρεχομένην πίστιν ως «την τελείαν» εν συγκρίσει προς εκείνην, την οποίαν είχομεν προ της προσωπικής ελεύσεως αυτού.
47) «Μία η εμή (=Υιού) και εκείνου (=Παρακλήτου) διδασκαλία εστίν· εξ ων έμελλον εγώ διδάσκειν, εκ των αυτών και αυτός ερεί· και γαρ και εκείνα εμά εστι και την εμήν συγκροτεί δόξαν» ( PG 59, 425).
48) Λόγος θεολογικός πέμπτος περί του άγιου Πνεύματος 26, PG 36, 164ΑΒ
49) Αυτόθι.
50) ΙΩANNOY ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, PG 59, 425.
51) Λόγος Α’ περί εκπορεύσεως , εν Π. ΧΡΗΣΤΟΥ, Συγγράμματα του Γρηγορίου ΙΙαλαμά , Α, Θεσσαλονίκη 1962, σελ. 27.
52) Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων Β’ 2, έ. αν., σελ. 601.
53) Αυτόθι.
54) Έ. αν., σελ. 578-579.
55) Αυτόθι.
Στ. Παπαδόπουλου, Πατέρες, αύξησις της Εκκλησίας, Άγιον Πνεύμα, Αθήνα 1975, σελ. 10-21