Παρασκευή 24 Μαΐου 2024

Πνευματικές σκέψεις τοῦ Ἰωάννου Ἰανωλίδε περί τῆς ἐν Χριστῶ ζωῆς

 «Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»

Ἡ φύση, ἡ ζωή, ὁ κόσμος, ἡ ἱστορία δέν ἔχουν  κανένα νόημα καί σκοπό χωρίς τόν Θεό. Ἐπίσης, ὁ πολιτισμός, ἡ πολιτική, ἡ δικαιοσύνη, ἡ κοινωνική καί οἱκονομική τάξη δέν ἔχουν ἄλλο προορισμό παρά τήν διαβίωση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό. Ἀπό τίς μόνιμες καί αἰώνιες συντεταγμένες τοῦ ἀνθρώπου μέχρι καί τίς ἐλάχιστες ἐκδηλώσεις του, ὅλες πρέπει νά προσανατολίζονται, με βαθειά καί ρεαλιστική σοφία, πρός τήν κοινωνία μέ τόν Θεό.

Γι΄ αὐτόν τόν σκοπό ἡ Ἐκκλησία μᾶς προσφέρει μιά μέθοδο: τήν προσευχή. Ἡ προσευχή εἶναι ὁ πυρήνας τῆς πνευματικής ζωῆς, εἶναι ἡ συνομιλία μέ τόν Θεό ἤ καλύτερα, ἡ συμβίωση μέ τόν Θεό. Οὐσιαστικά, λοιπόν, ἡ προσευχή, εἶναι ὁ ἀνθρώπινος τρόπος ἄμεσης ἐπικοινωνίας μέ τόν Θεό, πού πηγάζει ἀπό τήν ἀνθρώπινη ἀναγκαιότητα τοῦ ἀπολύτου. Ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά προσεύχεται βλέποντας, δουλεύοντας ἤ μιλώντας.

Κάποτε ὁ ἄνθρωπος ἔψαχνε τόν Θεό ἔξω ἀπό τόν ἑαυτό του. Διά τῆς Χάριτος, ὅμως, ἡ συνάντηση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό γίνεται στήν καρδιά του, στόν ἑαυτό του. Βρίσκοντας τόν Θεό μέσα του, ὁ ἄνθρωπος φθάνει στήν θέωση.

Ἄν ὁ Θεός εἶναι παρών σέ πάντα καί ὑπέρ πάντα, τότε πρέπει νά βρεθεῖ ἡ θεϊκή τάξη στήν ζωή, στόν κόσμο καί στήν ἱστορία. Τά προβλήματα τῆς πίστεως δέν εἶναι ἁπλά καί περιττά, ἀλλά ἀπαιτοῦν τήν πιό καλή γνώση, μελέτη καί κρίση τῆς ζωῆς καί τοῦ κόσμου, τῆς φύσης καί τοῦ ἀνθρώπου. Συγκεκριμένα ἡ προσευχή εἶναι ἕνα εἶδος γνώσης. Τόσο ὁ ἁπλός ἄνθρωπος, μέ τήν φυσική  του διανόηση, ὅσο καί ὁ  ἐπιστήμονας μέ τίς πλούσιες του γνώσεις του εἶναι καλεσμένοι νά τελειοποιοῦν τήν προσωπικότητά τους διά τῆς θρησκευτικῆς ἐμπειρίας. Τά φωτισμένα πνεύματα τοῦ εἰκοστοῦ αἰῶνα γυρίζουν πρός τόν Θεό καί, πέρα ἀπό τήν διαλεκτική  τους σκέψη καί τήν μελέτη, προσεύχονται.

Ἡ προσευχή, λοιπόν, εἶναι τό ὑπέρτατο φῶς τό ὁποῖο μπορεῖ νά διεισδύει στήν συνείδηση καί στήν γνώση τοῦ ἀνθρώπου: τό ἄκτιστο φῶς. Φῶς, δύναμη, ἐνέργεια ἔχουμε καί στήν δημιουργία, ἀλλά ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι εὐχαριστημένος χωρίς τό ἄκτιστο φῶς, τό ὁποῖο ἀνταποκρίνεται στήν ἀναγκαιότητά του γιά αἰωνιότητα καί στίς ἐπιδιώξεις του γιά νά βιώσει ἐσωτερικά μέ τόν Θεό. Ἡ ἐνέργεια τοῦ ἀνθρώπου δέν μπορεῖ νά ἀναμορφώσει τόν ἄνθρωπο χωρίς τήν θεϊκή χάρη. Γι᾿ αὐτό ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά γίνει θεοφόρος.

Αὐτή ἡ ἄποψη δέν εἶναι τό ἀποτέλεσμα κάποιων ἀναγνωσμάτων, οὔτε μιᾶς περιόδου ἡσυχίας στήν ἐρημιά. Τήν ἀπέκτησα σάν ἀποτέλεσμα μιᾶς μαρτυρικῆς ζωῆς, στήν ὁποία καταβλήθηκαν ἀπό τήν ψυχή μου μερικές πραγματικές καί ἀναμφισβήτητες ἀπαντήσεις, καθώς καί μιά ὑπεράνθρωπη προσπάθεια καί δύναμη αὐτοθυσίας. Μιλᾶμε ἀπό τό πύρινο κέντρο τῆς θλίψης, ἀπό τήν φλογερή δοκιμασία τῆς πίστεως, ἀπό τήν λεπτή παλάντζα μεταξύ ζωῆς καί θανάτου. Ἡ ἐμπειρία μας σάν ἄνθρωποι μᾶς ἔμαθε νά προσευχόμαστε.

Στίς φυλακές κατά τά ἔτη 1941-1944 ἡ πίστη μας ἔψαχνε τό πνευματικό της ρεῦμα. Ἀπό τήν ἀρχή θεωρήσαμε τήν φυλακή σάν εὐκαιρία μαρτυρίου διότι, παρόλο πού ἐμεῖς μέχρι τότε εἴχαμε μία χριστιανική κυβέρνηση, ὅμως ἀρνούμασταν τήν πιστότητά της καί προσπαθούσαμε νά ἤμαστε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι ἀληθινοί χριστιανοί. Ξεκινήσαμε ἀπό τήν πίστη μας στόν Θεό, ἀλλά δέν τήν ξέραμε ὅμως βαθειά. Ἀναγνωρίζαμε τήν αὐθεντία τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί ἀναζητούσαμε τό νέο. Μελετήσαμε τά πιό ἔγκριτα ἔργα τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς ἱερᾶς Παράδοσης καί τελικά ἐπικεντρωθήκαμε κυρίως στήν ἁγία Γραφή καί ἰδιαίτερα στήν Καινή Διαθήκη.  Ἡ ἀνάγνωσή τους κατέληξε σ΄ ἕναν μεγαλύτερο διωγμό καί ἑπομένως σέ μιά ἐμβάθυνση τῆς ἐσωτερικῆς μας ζωῆς.

Ἡ φυλακή μᾶς πρόσφερε πρῶτον τήν δοκιμασία τῆς πίστεως, δεύτερον συνθῆκες ἡσυχίας, ἄσκησης καί περισυλλογῆς, πού ἦταν ἀναγκαίες γιά τήν πνευματική ζωή. Τό κρατητήριο ἦταν καί κελλί καί ρωμαϊκή παλαίστρα,  ὅπου τά θηρία ξέσχιζαν τούς χριστιανούς. Ἡ ἐξέταση τῆς συνείδησης καί ἡ ἐσωτερική κάθαρση μέσῳ τοῦ Ἱεροῦ Μυστηρίου τῆς Ἐξομολογήσεως μᾶς  ξεκαθάρισαν τόν νοῦ γιά τήν χριστιανική κατανόηση τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ κόσμου, ἐνῶ ἡ ἕνωση μέ τόν Χριστό στήν Θεία Εὐχαριστία μᾶς ἔδωσε τήν χαρά τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ μέσα μας. Καταλαβαίναμε ὅτι γιά νά εἶσαι χριστιανός χρειάζεται μιά ἀπόσταση  ἀπό ὅλες τίς ἀπασχολήσεις τοῦ κόσμου μέχρι πού ὁ ἄνθρωπος νά γίνει τοῦ Χριστοῦ καί νά φτάσει νά σκέφτεται καί νά ἐνεργεῖ δι΄ Αὐτοῦ.

Σ᾿ αὐτές τίς συνθῆκες ἀρχίσαμε τήν ἄσκηση τῆς νοερᾶς προσευχῆς τοῦ Ἰησοῦ. Τό ἔτος 1942 μπῆκαν στήν φυλακή δύο σχετικές πραγματεῖες περί τοῦ Ἡσυχασμοῦ, πού τίς ἔγραψε ἕνας πολύ μορφωμένος παντρεμένος ἱερέας, ἀλλά  δέν ἀσκοῦσε ὁ ἴδιος τήν προσευχή αὐτή. Μετά ἔφτασε σ᾿ ἐμᾶς τό βιβλίο:Περιπέτειες ἑνός Προσκυνητοῦ, γραμμένο ἀπό ἕναν ρῶσο ἀνώνυμο σέ μιά ὡραία μορφή, μέ λαϊκή ἐμφάνιση, τό ὁποῖο ἦταν μιά καλή εἰσαγωγή στήν ἄσκηση τῆς νοερᾶς προσευχῆς. Αὐτό τό βιβλίο θα εἶναι τό πρῶτο μας ἐγχειρίδιο.

Ἡ προσευχή πού λέγαμε: Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ Θεοῦ, ἐλέησόν με, τόν ἁμαρτωλό – ἦταν σύντομη καί ἔντονη. Οἱ πρῶτες πέντε λέξεις ἀποτελοῦν τό φλογερό ὄνομα τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, Τόν ὁποῖον ἐπικαλούμαστε καί τόν φέρνουμε μέσα μας, ζώντας μαζί Του. Τό δεύτερο μέρος τῆς προσευχῆς παρομοιάζει  τόν ἄνθρωπο μέ τήν στάση του σάν ναό τοῦ Θεοῦ, ταπεινό καί εὐτυχή, ὑπάκουο στόν Θεό μέχρι θανάτου. Λοιπόν, ἐδῶ ἐκφράζεται μέ λίγα λόγια ἡ σχέση καί ἡ κοινωνία μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπου!

Ἐσωτερικά χρειάζεται μιά ἀπόλυτη ἡσυχία καί τήν ἐκδίωξη ὅλων τῶν ἀπασχολήσεων, γιά νά μπορέσει ὁ ἄνθρωπος νά συγκεντρώνεται μονάχα στά λόγια τῆς προσευχῆς. Ἡ προσοχή  τοῦ νοῦ πρέπει νά προσανατολίζεται στόν ἑαυτό μας. Ἀνακαλύπτοντας τόν ἐσωτερικό του κόσμο, ὁ ἄνθρωπος δέν πρέπει νά σταματήσει σ΄ αὐτόν, ἀλλά νά συγκεντρώνεται στήν προσευχή, ψάχνοντας τόν Θεό μέσα του. Ὁ ζῆλος πρέπει νά εἶναι ἀκατάβλητος καί γεμᾶτος ἐλπίδες, διότι εἶναι πολλοί οἱ πειρασμοί καί τά ἐμπόδια πού ἀντιστέκονται.

Πρῶτα ἀπ᾿ ὅλα ἡ προσευχή πρέπει νά εἶναι πόθος καί ἀμέτρητη ἀγάπη γιά τήν ἕνωση μέ τόν Χριστό, διότι ἀλλιῶς δέν εἶναι δυνατή  καμμιά προσπάθεια. Ὅταν προσεύχεται, ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά πεθάνει γιά τόν Χριστό γιά νά βιώσει Αὐτόν καί ὅταν ἡ προσευχή  του εἶναι ἀδιάκοπτη, τότε θά εἶναι πάντα ζωντανός ἐν Κυρίῳ, ὁ ὁποῖος θά τοῦ δώσει εἰρήνη στήν ψυχή, θά τοῦ φωτίσει τήν συνείδηση, θά γεμίσει μέ σοφία τόν λόγο του καί θά τοῦ παρίσταται στήν ζωή.

Ἐπειδή στήν ἀρχή ὁ ἀγώνας τοῦ προσευχομένου εἶναι δύσκολος, εἶναι ἀναγκαῖο ἀπ᾿ αὐτήν τήν ἀρχή νά ἐμπιστευόμαστε στό ἅγιο Πνεῦμα, τό ὁποῖο θ᾿  ἀναλαμβάνει τήν δράση μέχρι τό τέλος της. Τό Ἅγιο Πνεῦμα κατοικεῖ μέσα μας διά τοῦ Μυστηρίου τοῦ ἁγίου Πνεύματος καί, καθόσον ἐμεῖς ὑπακούσουμε σ΄ Αὐτό, ὁ ἴδιος ἐνεργεῖ καί ὁ  ἄνθρωπος γίνεται θεοφόρος. Χρειάζεται καί ἕναν ἔμπειρο Πνευματικό, ὁ ὁποῖος νά μᾶς ὁδηγεῖ πρός τόν Θεό καί ἐμεῖς νά τοῦ κάνουμε ὑπακοή.

Στήν προσευχή τό σῶμα νά εἶναι καθαρισμένο ἀπό τά πάθη καί σέ μιά θέση ἐγρήγορσης. Ἡ πιό προσεκτική ἀγρυπνία εἶναι νά εἶσαι καθισμένος, μέ τό κεφάλι λίγο γερμένο στό στῆθος, μέ τά μάτια σχεδόν κλειστά, προσπαθώντας νά ἀντιληφθεῖς τούς χτύπους. Ἡ προσοχή δέν πρέπει νά συγκεντρωθεῖ καί νά παρακολουθήσει ἕνα ὄργανο, οὔτε ἕνα σύμβολο, οὔτε μιά εἰκόνα, ἀλλά μόνο τό πνεῦμα, τήν ψυχή, τά ἐντός μας, τελικά τόν Θεό.

Μέσα του ὁ προσευχόμενος ἄνθρωπος ἀνακαλύπτει ἕναν ἐκτεταμένο καί ἀνήσυχο κόσμο, πού ἀποτελεῖται ἀπό λογισμούς, ἰδέες, σχέδια, ὁράματα, ἐπιθυμίες, συναισθήματα, ἔνστικτα, πάθη, πόθους, ἐπιδιώξεις, φόβους, ἀνάγκες, ἰδανικά κτλ. Ὅλα κινοῦνται, σ΄ ἕνα παιχνίδι ἀντιφατικῶν δυνάμεων, σέ μιά ξέφρενη σύνθεση.

Σ᾿ αὐτήν τήν πραγματικότητα – ὁ ἑαυτός του – ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά σφάλει, ἄν δέν ὑποκύψει ἀπό τήν ἀρχή, μέ ἕνα συναίσθημα ἀνικανότητας. Γι΄ αὐτό ἡ προσευχή, στήν πρώτη της φάση, εἶναι μιά ἄσκηση ἀγώνα καί δυνατῆς πίστεως. Σ᾿ αὐτήν τήν φάση ὁ Θεός ἐμφανίζεται ἀληθινά, ἀλλά ἄφαντος καί  ἀπόμακρος. Τό αἴσθημα τῆς ὕπαρξής Του δίνει, ὅμως, τήν ἀπαραίτητη δύναμη γιά τόν ζητούμενο ἀγώνα. Ἄν μερικές φορές ἡ προσευχή πάει εὔκολα, τίς περισσότερες φορές φθάνει στήν βαθειά ἐσωτερική ἡσυχία. Δέν πρέπει ποτέ να παραιτηθεῖς ἀπό τήν προσευχή, ἔστω κι ἄν σοῦ φαίνεται ὅτι εἶναι ἄδεια, τυπική, κἄπως ἐξωτερική καί ξενική, διότι,  ὕστερα ἀπό ἀγώνες, αὐτή θά ζωντανέψει καί θά κάνει μιά βαθειά πνευματική τομή στήν ψυχή σου.

Καλά θα ἦταν νά μήν συνοδεύεται ἡ προσευχή μέ τόν διαλογισμό, ἀλλά, προσηλούμενος ὁ ἄνθρωπος μόνο στόν ἴδιο τόν Θεό, νά περιμένει τήν ἀποκάλυψή Του σχετικά μέ τίς ἐρωτήσεις καί τά προβλήματα πού τόν ἀπασχολοῦν.

Ἡ προσευχή πρέπει νά γίνεται στόν νοῦ, πολλές φορές μέ λόγια ἤ συνοδευμένη ἀπό μετάνοιες καί ψαλμωδίες, ὅπως βολεύει στόν καθένα μέχρι νά φτάσει ἡ προσευχή στήν καρδιά. Ἡ διάταξη εἶναι ἀπό τήν ἐπιφάνεια πρός τά ἐντός, ἀπό τό σῶμα πρός τήν ψυχή.

Χρειάζεται ἡ συγκράτηση καί ἡ ὑποταγή  τοῦ σώματος. Κάθε ἁμαρτία πρέπει ν᾿ ἀντικατασταθεῖ μέ τήν ἀντίθετη ἀρετή της. Χρειάζεται πολλή αὐτοκυριαρχία καί σταθερότητα μέχρι πού νά φτάσει τό σῶμα νά λειτουργεῖ χωρίς πάθη καί χωρίς ἀταξία. Ἀλλά  καμμιά ἄσκηση δέν εἶναι ἐπαρκής, ἄν δέν ἀποκτήσουμε, διά τῆς προσευχῆς, τήν ἐν πνεύματι ἐμπειρία. Ἡ προσευχή μαζί μέ ἄλλες πνευματικές ἀσκήσεις βοηθάει πολύ στήν ἐπιτυχία τῆς ζωῆς.

Περνώντας ἀπό τά ἐξωτερικά στά ἐσωτερικά, ἀκολουθεῖ μιά πελώρια σειρά ψυχικῶν παθῶν, ἀπό τά ὁποῖα τό πιό δυνατό εἶναι ἡ ὑπερηφάνεια μέ τίς ἀμέτρητες μορφές της. Ἡ ἐσωτερική ζωή ἔχει μιά μεγάλη πνευματική λεπτότητα. Ὁ νοῦς προσβάλλεται συνεχῶς ἀπό τούς λογισμούς, οἱ ὁποῖοι ξεκινοῦν δελεάζοντας τόν ἄνθρωπο καί καταλήγουν κυριεύοντάς τον. Αὐτό ὀνομάζεται ἀόρατος πόλεμος ἤ πόλεμος τῶν πνευμάτων.

Ὁ νοῦς πρέπει νά γρηγορεῖ στά ὅρια τῆς συνείδησής του, ὅπου ἐμφανίζονται οἱ λογισμοί καί νά τούς ἐξετάζει αὐστηρά γιά νά τούς δεχτεῖ ἤ νά τούς ἀπωθήσει πρίν νά τούς οίκειοποιηθεῖ ὁ ἄνθρωπος. Ἐδῶ ἐπεμβαίνει ἡ δύναμη τῆς προσευχῆς, ἡ ὁποία ἐπικαλεῖται τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ στό λογισμό καί κάνει ἀπ᾿ αὐτό τό ὄνομα τό φίλτρο τῆς νόησης. Ἐν καιρῶ ἡ προσευχή φτάνει νά λέγεται μόνη της καί χωρίς κόπο.

Ποσοτικά μερικοί ὑποδείχνουν τρεῖς – ἕξι – δώδεκα χιλιάδες ἐπαναλήψεις τήν ἡμέρα, ἐνῶ ἐμεῖς μιλᾶμε γιά ὧρες προσευχῆς. Ἄν ἔχεις δύο ὧρες καλῆς προσευχῆς, εἶναι γιά τήν ἀρχή. Ὁ χρόνος μακραίνει βαθμιαία, ὥστε μετά ἀπό 30-40 ἡμέρες  νά μπορεῖς νά περάσεις στό δεύτερο στάδιο, ὅταν ἡ προσευχή λέγεται στήν καρδιά, μέσω μιᾶς ἀπόλυτης ἐσωτερικῆς συμμετοχῆς. Εἶναι τό στάδιο πού ἡ προσευχή αἰσθάνεται, βιώνεται.

Μεταξύ τοῦ νοῦ καί τῆς καρδιᾶς εἶναι ἕνας πολύ μεγάλος δρόμος, καλυμμένος μ᾿ ἕνα φρικτό σκοτάδι. Πολλές φορές ὁ ἄνθρωπος φοβᾶται καί μπορεῖ νά ὑποκύψει. Πρέπει νά ἔχεις τό κουράγιο νά πετάγεσαι ἔξω ἀπό τό σκοτάδι, μέ ἐμπιστοσύνη ὅτι ὁ Θεός θά σέ πιάσει στά χέρια τοῦ φωτός Του. Μόνο ἀπό ἐδῶ καί πέρα θά γεννηθεῖς ξανά, θά νεκραναστηθεῖς διά τῆς χάριτος. Ὁ σαρκικός ἄνθρωπος εἶναι ἐκεῖνος πού ὑποδουλώνεται ἀπό τά πάθη καί ἀπό τήν ὕλη καί αὐτός πρέπει νά πεθάνει γιά νά βγεῖ μπροστά ὁ πνευματικός ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος βλέπει καί ζεῖ στό ἀγαθοεργό φῶς τοῦ Πνεύματος, πραγματοποιώντας τήν ἀληθινή ζωή.

Στήν ὥρα τῆς προσευχῆς ἐμφανίζονται δύο εἴδη θερμότητος. Ἡ μιά θερμότητα προέρχεται ἀπό τίς αἰσθήσεις καί γεννᾶ πάθη καί ὑπάρχει μιά ἄλλη πού προέρχεται ἀπό τό Πνεῦμα καί ἐπιφέρει φώτιση. Δημιουργεῖται μιά ἐσωτερική αἰσθηματικότητα μεγάλης λεπτότητας, ἡ ὁποία ἀντιδρᾶ πρόθυμα σέ ὅλες τίς ἐσωτερικές ἐντυπώσεις, γενόμενη ἔτσι μιά αἰσθητή συνείδηση.

Ἡ αἰσθηματικότητα πρέπει νά ἐξετάζεται μέ τήν κρίση τοῦ νοῦ, διότι μόνο ἔτσι ἀποφεύγουμε τά τυχαία λάθη. Τό Ἅγιο Πνεῦμα ἐνεργεῖ καί μέσω τῆς καρδιᾶς, καί μέσω τοῦ νοῦ. Στήν ψυχή γίνονται τόσα φαινόμενα, ὥστε ὁ νοῦς μπορεῖ νά διασαλευθεῖ. Εἶναι μεγάλη ἡ πορεία μέχρι νά δημιουργηθεῖ ἡ ἐσωτερική ἀρμονία καί  ὕστερα αὐτή πρέπει πάντα νά τηρεῖται.

Ἄν διωχθεῖ ὁ Θεός ἀπό τόν νυμφῶνα τῆς ψυχῆς, τά πονηρά πνεύματα  εἰσβάλουν μέσα. Ἔτσι, ὁ σατανᾶς καί ἡ ἁμαρτία πρέπει νά μισοῦνται ἀπόλυτα, μέχρι τόν θάνατο μας.

Σταδιακά οἱ αἰσθήσεις σιωποῦν, ἡ ψυχή ἀρωματίζεται, τά πονηρά πνεύματα τρέχουν μακριά, ὁ χρόνος εἰσχωρεῖ στήν αἰωνιότητα, ὁ κόσμος ἀντικρύζεται στήν πρωτογονική του διάπλαση καί ἔτσι ὁ ἄνθρωπος γίνεται ἐκκλησία, δηλαδή θεοφόρος. Μέσα στόν ἄνθρωπο ἔχει πεθάνει τό ἐγώ καί βιώνεται ὁ Χριστός. Καί τό σῶμα καί ἡ ψυχή περνοῦν μιά διαδικασία κάθαρσης. Εἴμαστε στήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντός τοῦ ἀνθρώπου.

Αὐτό τό εἶδος προσευχῆς εἶναι ἕνα χάρισμα, τό ὁποῖο χάνεται ἀμέσως ἄν θεωρηθεῖ σάν προσωπική ἐπιτυχία. Ἡ προσευχή εἶναι ἐνέργεια τοῦ ἁγίου Πνεύματος στήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος συμμετέχει νηφάλια, ἐνσυνείδητος καί εὐτυχής γιά τήν θαυμάσια ζωή πού ἀξιώνεται. Θεοποιημένος, ὁ ἄνθρωπος – χωρίς να χάσει τήν ἐπαφή  του μέ τήν φύση καί μέ τήν τάξη της – βλέπει τώρα το ἄκτιστο φῶς καί τήν οὐράνια Ἰερουσαλήμ.

Ὁ κανονικός ἄνθρωπος βλέπει τό φῶς τοῦ ἡλίου, ἐνῶ ὁ πνευματικός ἄνθρωπος βλέπει τό φῶς τοῦ ἰδίου τοῦ νοῦ καί στό τέλος βλέπει τό ἄκτιστο φῶς. Στήν ἀρχή ὁ ἄνθρωπος παρηγορεῖται μέ δάκρυα, καί μετά καταλήγει στήν ἁρπαγή στόν οὐρανό (ἔκσταση). Στήν ἀρχή ἡ προσευχή προφέρεται, στό τέλος γίνεται ἄφωνη, θαυμάσια, καταπληκτική. Μιά τέτοια προσευχή δέν μπορεῖ νά ξεχαστεῖ, οὔτε νά ἐγκαταλειφθεῖ, διότι ἡ ὡραιότητά της εἶναι ἀσύγκριτη.

Εἶναι γεγονός ὅτι καί στίς πιό ὑψηλές πνευματικές καταστάσεις ὁ Θεός παραμένει ποθούμενος,  ἄν καί εἶναι ἄφαντος καί ἄγνωστος, ἀλλά ἡ προσέγγιση του μέ  τίς ἄκτιστες Του ἐνέργειες κάνει εὐτυχή τόν ἄνθρωπο. Ἡ θεϊκή σπίθα πού ὑπάρχει στόν ἄνθρωπο συναντᾶ τό τεράστιο θεϊκό πῦρ καί ἀναμορφώνει ὅλα γύρω.

Ὁ θεοφόρος ἄνθρωπος ἔχει τό μεγάλο χάρισμα νά βλάπει ἐν πνεύματι, πέρα ἀπό τήν φυσική ἐπαφή καί τά κανονικά μέσα γνώσης. Ἡ φύση, ὁ κόσμος, ὁ ἄνθρωπος καί ἡ ζωή εἶναι θαύματα της ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ, τά ὁποῖα εἶναι ἀναμφίβολα μόνο γιά τόν πνευματικό ἄνθρωπο. Αὐτός ὁ ἄνθρωπος πληρώνεται ἀπό ὅλα τά χαρίσματα τοῦ ἁγίου Πνεύματος.

Πρέπει νά διευκρινιστεῖ  ὅτι ὁ προσευχόμενος παραμένει ἕνας ἐνεργός, δυναμικός, ἀτρόμητος,  δεξιοτέχνης ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ἀντικρύζει τούς ἐχθρούς μέ τήν ἐσωτερική δύναμη πού ὁ ἴδιος ὁ Κύριος τούς ἐνικησε καί ἐνεργεῖ μέ τά ἴδια μέσα πού εἶχε ἐνεργήσει ὁ Χριστός: τήν δύναμη τοῦ Πνεύματος καί τοῦ λόγου, τήν καλή πράξη, τήν σαφή ἀλήθεια, τήν γνήσια, ἄφοβη, ἀδιάκοπη ἀγάπη καί, τελικά, μέ τήν δύναμη τῆς αὐτοθυσίας.

Ἔζησα κοντά σέ τέτοιους ἀνθρώπους,  στούς ὁποίους καί ἀπό τούς ὁποίους ἔλαμπε ὁ Χριστός καί οἱ ὁποῖοι ἦταν γενναῖοι πρόμαχοι καί ὁμολογητές τῆς πίστεως, πού ἀντίκρυζαν ἀτρόμητα τούς ἐχθρούς, προβάλλοντας τρανῶς τήν ἀλήθεια καί ἐθυσιάζοντο γιά τήν λύτρωση  τοῦ πλησίον.

Εἴδαμε αὐτούς τούς πόθους στήν φωτιά τῶν θλίψεων, στά ὅρια μεταξύ τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου. Πιστεύουμε ὅτι αὐτά πού ἔγιναν μέ  τούς χριστιανούς στίς φυλακές εἶναι ἕνα κομματάκι ἀπό τό προζύμι ἑνός καινούργιου κόσμου. Ἐζήσαμε γιά τόν Χριστό, μέ τόν Χριστό καί ἐν Χριστῶ. Σ᾿ αὐτό τό πλαίσιο τοποθετοῦμε τήν ἡσυχαστική μας ἐμπειρία.

Ἀπόσπασμα ἀπό: Ἡ ἐπιστροφή στόν Χριστό (ΤΑ ΤΡΟΜΑΚΤΙΚΑ ΒΑΣΑΝΑ ΤΩΝ ΘΥΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΡΟΥΜΑΝΙΑ)