ΠΕΤΡΟΥ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ (μαθητού του Αγίου Νήφωνος).
Κάποτε επισκεφθήκαμε τον σεβάσμιο ναό του εν αγίοις πατρός ημών Νικολάου, που βρίσκεται κοντά στο παλάτι της Αφθονίας. Όταν φτάσαμε ο όσιος άρχισε να προσεύχεται στον Κύριο, υμνώντας τον και απολαμβάνοντας μυστικές θεωρίες. (Ας σημειώσω ότι όταν προσευχόταν και δεν έβλεπε αισθητά τον Κύριο, θεωρούσε χαμένη την προσευχή του).
Αφού προσευχήθηκε αρκετά, τον άκουσα σε λίγο να συζητάη με κάποιον. Παραξενεύτηκα, γιατί ήξερα πως δεν ήταν ακόμη κανένας στην εκκλησία. Εγώ όμως απορούσα και ήθελα να μάθω με ποιόν συνωμιλούσε προ ολίγου. Αλλά δεν τον ρώτησα, γιατί εν τω μεταξύ ήρθε ο ιερέας και άρχισε τη θεία λειτουργία. Άλλα ενώ όλο το εκκλησίασμα έψαλλε, ο όσιος είχε καρφώσει το βλέμμα του επίμονα στο θυσιαστήριο και ευφραινόταν τόσο, ώστε το πρόσωπό του έβαλλε σαν ρόδο.
Μόλις έγινε η μικρή είσοδος ύψωσε τα χέρια του κι άρχισε να προσεύχεται με ιδιαίτερη θέρμη και ένταση. Σε λίγο τον κυρίεψε θεϊκή έκσταση, ώστε ποθούσε να πετάξη κοντά στα άγια μυστήρια. Άλλα για να μη σκανδαλίση κανένα και από σεβασμό προς την τάξη, απέκρουσε τα σκιρτήματα αυτά κι έμεινε ακίνητος στη θέση του δοξάζοντας τον Θεό.
Μετά την απόλυση, στον δρόμο, τον εκλιπαρούσα να μου φανέρωση με ποιόν συνωμιλούσε στην εκκλησία. Εκείνος σαν φιλόστοργος πατέρας, δεν έκρυβε τίποτε απ’ το παιδί του. Γι’ αυτό κι εγώ στους πνευματικούς μου αδελφούς και πατέρες θα περιγράψω όσα μου είπε προς δόξαν Θεού.
Εκείνος, λοιπόν, με τον οποίο συνωμιλούσε ο δίκαιος στην εκκλησία ήταν ο άγγελος που φρουρούσε το άγιο θυσιαστήριο.
Να, τι έλεγε στον όσιο: —Από καιρό επιθυμούσα να δω την ενδοξότητά σου και παρακαλούσα τον Θεό να έρθης κάποτε εδώ, για να προσευχηθής, ώστε μ’ αυτή την ευκαιρία να σε γνωρίσω και να απολαύσω ευφρόσυνα την προσευχή σου. —Αλλά, θειότατε, απόρησε ο Νήφων, που με ξέρεις και πως έχεις τόσην επιθυμία να δης ένα γέρο σαπισμένο στην αμαρτία; —- Γι’ αυτό σε ποθούσα, απάντησε ο άγγελος, για να γνωρίσω αυτή σου την ταπείνωση. Γιατί περί αυτής ακριβώς είχα ακούσει στον ουρανό, ότι ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός σού την χάρισε με το ίδιο του το χέρι. — Μα που τ’ άκουσες εσύ αυτό; Και είναι δυνατόν να γίνεται λόγος στον ουρανό για ένα κάθαρμα σαν και μένα;
— Σε όλα σού λέω αλήθεια, αγαπημένε του Θεού. Δόλος δεν βρίσκεται στα χείλη μου. Καθώς βλέπεις υπηρετώ σ’ αυτό το άγιο θυσιαστήριο. Όταν πορεύωμαι στο ουράνιο θυσιαστήριο, για να μεταφέρω στον Θεό τις προσευχές των χριστιανών, φτάνουν στην ακοή μου όσα οι άγγελοι του Θεού λένε για σένα: Ότι ο Νήφων είναι αγαπητός στον ύψιστο, γιατί με τη βαθειά του ταπείνωση κάνει στάχτη τους δαίμονες. Ότι θυμάται στις προσευχές του τις μακάριες δυνάμεις. Και γι’ αυτό ο Κύριος πρόσταζε κάθε άγγελο και αρχάγγελο να τον μνημονεύουν αδιάκοπα στις νοερές τους θυσίες.
Αυτά έχω ακούσει για σένα στον ουρανό. Και γι’ αυτό είχα μεγάλη επιθυμία να σε γνωρίσω. Αλλά να, που ο Κύριος με εισάκουσε. —Ώστε, λαμπρότατο αστέρι, αυτά λες πως άκουσες για μένα; Και όμως! οπωσδήποτε για κάποιον άλλο Νήφωνα θα άκουσες. Γιατί για μένα μόνο τούτο είναι γραμμένο: Ότι δεν έχω πράξει κανένα καλό. Αλλά ο άγγελος ακούγοντας αυτά ακόμη περισσότερο μακάρισε την ταπείνωση του Γέροντα και έγινε άφαντος.
Ενώ ο Νήφων μετά την εξαφάνιση του αγγέλου μονολογούσε : — Πρόσεξε, ταπεινέ Νήφων! Σχετικά καλή είναι η πολιτεία σου και επαινετοί οι κόποι της ασκήσεώς σου. Αλλά μοιάζεις μ’ ένα πλοίο γεμάτο απ’ όλα τ’ αγαθά που ταξιδεύει όμως μέσα στο πέλαγος. Κανείς δεν ξέρει αν θα φτάσης στο λιμάνι, για να συναντήσης τον Χριστό ή θα κινδυνέψης να χάσης την καλή πραμάτεια. Και τότε; Ω, τι συμφορά! Μοιάζεις ίσως και με «λευκή χώρα» έτοιμη για τον θερισμό. Ποιος ξέρει όμως αν θ’ αντέξης ως τον θερισμό ή θα φάνε τ’ αγριοπούλια τα στάχυα σου κι η φωτιά το άχυρο που θ’ απομείνει; Αυτά μονολόγησε ο μακάριος και, καθώς σας είπα πιο πάνω, έκατσε στο στασίδι.
ΠΕΤΡΟΥ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ (μαθητού του Αγίου Νήφωνος).
ΕΝΑΣ ΑΣΚΗΤΗΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΑΓΙΟΣ ΝΗΦΩΝ Ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΑΝΗΣ
Ελεύθερη απόδοση : αρχιμ. Χριστόδουλος-Β’ ΕΚΔΟΣΗ
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ