(Αρχιεπίσκοπος Ταυρομενίου Θεοφάνης ο Κεραμεύς)
[...]Κι όταν τα είπε αυτά, κραύγασε με δυνατή φωνή: Λάζαρε βγες έξω!» (Ιωάν. ια΄ 43).
Και τη θυγατέρα του Ιαείρου όταν ανέστησε και όταν έδωσε πάλι ζωή στον γιο της χήρας δεν φαίνεται να έκραξε με δυνατή φωνή, αλλά κρατώντας το χέρι και με ήρεμη φωνή, στη μεν θυγατέρα είπε: «Κοριτσάκι σήκω» (Ματθ. θ΄ 25), στον δε γιο «Σου λέω σήκω επάνω» (Λουκ. ζ΄ 14).
Και τη θυγατέρα του Ιαείρου όταν ανέστησε και όταν έδωσε πάλι ζωή στον γιο της χήρας δεν φαίνεται να έκραξε με δυνατή φωνή, αλλά κρατώντας το χέρι και με ήρεμη φωνή, στη μεν θυγατέρα είπε: «Κοριτσάκι σήκω» (Ματθ. θ΄ 25), στον δε γιο «Σου λέω σήκω επάνω» (Λουκ. ζ΄ 14).
Εδώ όμως, στον Λάζαρο φώναξε με δυνατή φωνή. Γιατί; Διότι
εκείνοι είχαν πρόσφατα πεθάνει και η ψυχή τους βρισκόταν πλησίον του
σώματος (διότι φωνή των πατέρων μας πείθει πως μέχρι την τρίτη ημέρα η
ψυχή επισκέπτεται το σώμα της), την ψυχή όμως του Λαζάρου καλώντας την
από μακρυά, έκραξε με δυνατή φωνή. Και επειδή είχε πει πριν στους
Ιουδαίους «πως πλησιάζει ο καιρός,
έφτασε κιόλας, που οι νεκροί θα ακούσουν τη φωνή του Υιού του Θεού, και
όσοι την ακούσουν θα ζήσουν» (Ιωάν. ε΄ 25), εκπληρώνει την
υπόσχεση. Και με την ισχυρή φωνή χαρίζει ζωή στον νεκρό, για να γίνει
γνωστό ότι, όπως ακριβώς ο Πατέρας, έτσι και ο Υιός, σ’ όποιον θέλει
δίνει ζωή. Αυτή η φωνή θα ακουστεί σαν σάλπιγγα κατά την τελευταία ημέρα και θα αναστηθούν οι νεκροί.
Ίσως πάλι ο Χριστός να κραύγασε με δυνατή φωνή, θέλοντας να επισημάνει πως ο λόγος Του είναι δραστήριος και μέγας και ισχυρός.
Διότι ήταν τόσο μεγάλη η δύναμη της φωνής ώστε αφανίστηκε η δύναμη του
άδη, και γρήγορα η ψυχή εμφανίστηκε μέσα από τους νεκρούς, το δε σώμα
που ήδη είχε διαλυθεί, με δύναμη οικοδομήθηκε, και με όλα αυτά
πραγματοποιούνταν αυτό το μεγάλο θαύμα, το υπερφυσικό και ανέλπιστο.
Διότι δεν αναστήθηκε από αρρώστια κάποιος που βρισκόταν στις τελευταίες
του αναπνοές, όπως ο δούλος του εκατόνταρχου, ούτε ζωογονείται παιδάκι
που μόλις πέθανε, όπως το κοριτσάκι του αρχισυναγώγου, ούτε νεαρός που
πρόκειται σε λίγο να οδηγηθεί στον τάφο και επιστρέφει ζωντανός από τη
σορό, όπως έγινε στην πόλη Ναΐν, αλλά ένας άνδρας ήδη ηλικιωμένος,
νεκρός από πολύ πριν και προχωρημένος στη σήψη της γης και πεσμένος από
την ανάγκη του σώματος, με μια πρόσκληση επανέρχεται προς τη ζωή και
βγαίνει και έρχεται, ενώ είναι δεμένος με υφασμάτινες ταινίες.
Διότι,
το να είναι δεμένος στα χέρια και τα πόδια και σκεπασμένος στο πρόσωπο
με κάλυμμα, και όντας έτσι να βαδίζει τρέχοντας, ήταν θαύμα όχι
μικρότερο της αναστάσεως.
Προστίθεται στο γεγονός και άλλο παραδοξότερο.
Επειδή υπήρχε συνήθεια στους Ιουδαίους με σμύρνη και αλόη να ενταφιάζουν, για να διατηρούνται τα σώματα των νεκρών, και αυτά είναι κολλητικά και δυσκολοαπόσπαστα,
πρέπει κανείς να σκεφτεί πόσο μεγάλη ήταν η δύναμη του λόγου η οποία
αυτά τα ξεχώρισε εύκολα από το σώμα. Και γι’ αυτό βέβαια είπε σ’
εκείνους ο Χριστός να λύσουν τον αναστημένο με τα λόγια:
«Λύστε τον και αφήστε τον να περπατήσει» (Ιωάν. ια΄ 44), ώστε
αν κάποιοι απιστούσαν να βεβαιωθούν με όλες τους τις αισθήσεις. Με τη
φωνή τους και δείχνοντας τον τάφο έλεγαν «έλα να δεις», και με τα μάτια,
αναγνωρίζοντας τον νεκρό και βλέποντας την ανάσταση, με την ακοή
ακούγοντας τη μεγάλη και δυνατή φωνή του Χριστού: «Λάζαρε βγες έξω», και
αισθανόμενοι με την όσφρηση τη δυσοσμία, όταν σηκώθηκε ο λίθος, και με
την αφή λύνοντας του δεμένου τα χέρια και τα πόδια και το κάλυμμα που
σκέπαζε το πρόσωπο.
Η δυνατή, λοιπόν, εκείνη φωνή του Χριστού σήμαινε το κήρυγμα του Ευαγγελίου,
με το οποίο η ανθρώπινη φύση, που ήταν δεμένη χειροπόδαρα με τα σχοινιά
της αμαρτίας, και ήταν νεκρή στην σορό της απιστίας, ήλθε προς της
αληθινή ζωή, καθώς της αφαιρέθηκε το κάλυμμα από τα μάτια, δηλαδή από το
πυκνό νέφος που σκοτείνιαζε το φως της ψυχής, και αφού από αυτά λύθηκε
από τους αποστόλους και διδασκάλους αφέθηκε να πορεύεται προς τη μακάρια
ζωή. Και είναι βέβαια καλό, και να οδηγηθεί η ιστορία και προς πιο
ηθική έννοια, έστω κι αν ο λόγος γίνεται μακρύτερος.
Ο Λάζαρος, λοιπόν, είναι ο νους μας, που είναι φίλος του Χριστού, γιατί βέβαια δημιουργήθηκε σύμφωνα με την εικόνα Εκείνου. Η Μάρθα πάλι, που το όνομά της μεταφράζεται «κοπιώσα» σημαίνει τη σάρκα. Η Μαρία, που σημαίνει «κυρία», είναι σύμβολο της ψυχής. Διότι αυτή είναι η κυρία του σώματος. Αυτές πρέπει να θρηνούν, όταν ο νους γλιστρήσει στον θάνατο της αμαρτίας παίρνοντας μαζί του ως Ιουδαίους, για να θρηνούν, την εξομολόγηση των αμαρτημάτων. Διότι αυτό σημαίνει το όνομα του Ιουδαίου. Κλαίγοντας, λοιπόν, οπωσδήποτε θα εμφανιστεί ο Κύριος και με το Ευαγγέλιο θα φωνάξει και θα σηκώσει την πώρωση και θα καλέσει έξω από την πτώση τον νεκρό που δεν ενεργεί και εφαρμόζει τις τέσσερις αρετές που φωτίζουν, ώστε αφού πετάξει μακριά την αμαρτία που βράζει, κι αφού λυθεί από τους Αγγέλους και τους Ιερείς, να καθίσει στο ίδιο τραπέζι με τον Σωτήρα, και να μυηθεί στη γνώση της Αγίας Τριάδας, να τρέχει συνεχώς με πόθο προς Εκείνην, διότι σ’ Αυτήν την Τριάδα πρέπει να εκδηλώνεται τιμή και δοξολογία στους ατέλειωτους αιώνες Αμήν.
ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΕΔΩ
https://proskynitis.blogspot.com/2024/04/blog-post_486.html#more