“Μακάριος ἀνήρ, ὅς οὐκ ἐπορεύθη ἐν βουλῆ ἀσεβῶν
καί ἐν ὁδῶ ἁμαρτωλῶν οὐκ ἔστη
καί ἐπί καθέδρα λοιμῶν οὐκ ἐκάθισεν”
ψαλ. 1,1
Μέσα στις πάμπολλες απολαύσεις που ενέχει ο άνθρωπος στη ζωή του, είναι και η εν λόγω της καθέδρας. Αν θα μεταφέραμε τη λέξη αυτή στην καθομιλουμένη, θα την αντικαθιστούσαμε με την κοινότυπή της, αυτήν της καρέκλας. Δηλαδή του ατομικού καθίσματος, με τέσσερα πόδια και στήριγμα της πλάτης. Ο λόγος, λοιπόν, γι' αυτόν τον ιδιότυπο θρόνο, που διατίθεται για ξεκούραση, για μαθητεία και για εξουσία. Σε αυτόν σωριάζεται ο βιοπαλαιστής να πάρει μία ανάσα από την πολύμοχθη ζωή του και να δοξάσει τον Θεό απολαμβάνοντας τον άρτο τον επιούσιο. Σε αυτόν προσκολλάται ο συνειδητός μαθητευόμενος, προκειμένου να μαθητεύσει, εγείροντας το πνεύμα του. Σε αυτόν εν τέλει βολεύεται και κάθε “εξουσιαστής”, από τον κατώτερο υπάλληλο που τελεί σε μία θέση και πουλάει μούρη, βγάζοντας τα απωθημένα του στον συνάνθρωπό του, μέχρι τον ανώτατο άρχοντα που ασκεί εξουσία.
Συνήθη είναι στις μέρες μας τα από καθέδρας κηρύγματα, τα οποία όμως δεν πείθουν πλέον κανένα.
Κάπως έτσι λοιπόν, το κάθισμα αυτό, όταν προορίζεται για “ψηλά καπέλα”, όπως είναι ο δικαστής και κάθε ανώτερος άρχων, αποκτά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, ξεφεύγοντας από την κλασική μορφή του. Κατά πρώτον βρίσκεται κάπου ψηλά, σε περίοπτη θέση, είναι ευρύχωρο, έχει βραχίονες για να υποβαστάζει τα “βαριά” χέρια και υποπόδιο για να αναπαύει τα “κομμένα” πόδια, από την “κούραση”. Συν τοις προτέροις, ενέχεται από μία πολυτελή επεξεργασία και είναι διακοσμημένο από πολύτιμο ξύλο ή μέταλλο. Οπότε λαμβάνει και πρόσθετα προσωνύμια, όπως αυτά του θρόνου, του θώκου, της εξαίρετης έδρας “ἐν ἧς κάθηνται οἱ ἄρχοντες”. Πολιτικοί και εκκλησιαστικοί. Έτσι από τις εν λόγω καθέδρες, λαλούν και οι σύγχρονες “αυθεντίες”.
Στην καθέδρα αυτή, τα παλιά χρόνια κάθονταν βασιλείς, οι οποίοι αντλούσαν την ισχύ και εξουσία, από την θεία χάρη. Έτσι “ἐλέω Θεοῦ”, ετύγχανον οι απόλυτοι μονάρχες κατά τον μεσαίωνα και οι αυτοκράτορες των χριστιανικών χωρών, που λογοδοτούσαν μόνο στον Θεό, σε αντίθεση με την συνταγματική μοναρχία της οποίας η ισχύς αντλούνταν από τον λαό. Ο βασιλικός θυρεός της Ελλάδος, συνοψιζόταν στο “Ισχύς μου η αγάπη του λαού”. Την ρήτρα “ἐλέω Θεοῦ”, χρησιμοποίησε και ο πρώτος βασιλιάς της Ελλάδος και “απόλυτος μονάρχης” Όθων, μέχρι της μεταπολίτευσης (1843), όταν απεφασίσθη η παραχώρηση “συντάγματος” στον ελληνικό λαό, ψηφισθέντος το 1844. Έκτοτε άρχισε να υφίσταται η συνταγματική μοναρχία, μέχρι της κατάργησής της.
Υπ΄ αυτό το πρίσμα, μπορούμε να εννοήσουμε καλύτερα τα γραφόμενα υπό του Δανιήλ (2,21) “καί αὐτός (ὁ Θεός)... καθιστᾶ βασιλεῖς καί μεθιστᾶ”. Επίσης αυτό που εμπεριέχεται στις Παροιμίες (8,15) “δι' ἐμοῦ βασιλεῖς βασιλεύουσι καί οἱ δυνάσται γράφουσι δικαιοσύνην”. Τέλος αυτό που επισημαίνεται στο βιβλίο Α' Βασ. 12,13 “ἰδού δέδωκε Κύριος ἐφ ὑμᾶς βασιλέα”.
Αν τώρα προσπαθήσουμε να αναζητήσουμε την λέξη της καθέδρας μέσα στην Κ. Διαθήκη, θα την συναντήσουμε στο κατά Ματθαίο Ευαγγέλιο (21,12), όπου ο Χριστός εισέρχεται στο ναό του Θεού, και εκδιώκει όλους τους εμπόρους, αναποδογυρίζοντας τα τραπέζια, όπου εξέθεταν τα εμπορεύματά τους, αλλά και τις καθέδρες, δηλαδή τα καθίσματα, αυτών που πουλούσαν περιστέρια. Είναι από τις μετρημένες φορές που ο Χριστός, εξαγριωμένος, παίρνει φραγγέλιο σύμφωνα με τον Ιωάννη (2,15) και μαστιγώνει αλύπητα αυτούς που μετέτρεψαν τον οίκο προσευχής σε σπήλαιο ληστών. Σε λημέρι λυμεώνων.
Τώρα αν επεκτείνουμε κατά τινι τρόπω, την έννοια της καθέδρας και πάλι μέσα στην Κ. Διαθήκη, θα την ανεύρουμε στην παραβολή του πλουσίου και του φτωχού Λαζάρου (Λουκ. 16,19-31). Και εδώ αντικρύζουμε δύο κόσμους, καθήμενους εις τας ιδίας καθέδρας. Τον πλούσιο, τον ανώνυμο, στην καθέδρα του πλούτου του και τον φτωχό, τον επώνυμο, τον Λάζαρο, τον καθήμενο στην καθέδρα της φτώχειας του.
Ας αφήσουμε όμως στον ποιητή Γ. Βερίτη να μας περιγράψει την καθέδρα του πλουσίου με ένα μοναδικό τρόπο. Αυτόν της έμμετρης εμπνεύσεώς του και της αγνής διαυγείας του.
“Απόψε στ' αρχοντόσπιτο του πλούσιου ξεφαντώνουν,
κι οι καλεσμένοι τραγουδούν κι οι δούλοι μπαινοβγαίνουν,
και κουβαλούνε τα φαγιά και τα τραπέζια στρώνουν
και κουβαλούνε τα κρασιά τα μοσχοβολημένα,
και την αχόρταγη ψυχή τ' αφέντη τους ευφραίνουν,
πούχει τα μάτια απ' το πιοτό βαριά και ματωμένα.
Της νύχτας έξω τη βαθιά και μυστική σιγή
φωνές βραχνές, φωνές γλεντιού και μεθυσιού ταράζουν.
Όλη το ξερ' η γειτονιά, πως μέχρι την αυγή
κι οι καλεστοί κι ο καλεστής, ακόμα θα οργιάζουν”
Σύμφωνα με την λαϊκή λεκτική ορολογία, “έβγαζαν τα μάτια τους”. Ό,τι ακριβώς κάνουν οι σύγχρονοι “λοιμοί” μετά από κάποιες ψηφοφορίες, όταν αχόρταγοι, πηγαίνουν να περατώσουν την “νύχτα” τους, σε ιδιόρρυθμα ξενυχτάδικα.
Όμως, κάπου απόμερα, βρίσκεται και η καθέδρα του φτωχού Λαζάρου. Ξέμακρα πολύ ακόμη και από αυτό το υποπόδιο των “βρώμικων” ποδιών του πλουσίου. Έξω στην πόρτα! Σε μια γωνιά ριγμένος, τυλιγμένος με φτωχικά και βρώμικα κουρέλια, με άρρωστο κορμί, κείτεται ο Λάζαρος. Ένα σαράβαλο του χρόνου...
Ο φτωχός Λάζαρος, ο Λάζαρος του πόνου, της θλίψης, το πεινασμένο παιδί και το γεμάτο πληγές στο σώμα του, που ευτυχώς επιμελούνται στοργικά τα σκυλιά της γειτονιάς, σταλμένα από την θεία πρόνοια. Αυτά, γλύφοντας τις πληγές του, του κρατούν συντροφιά με την βουβή, αλλά “ανθρώπινη” συμπεριφορά τους. Τελικώς οι κύνες διδάσκουν ανθρωπιά...
Κάποια στιγμή όμως, το σκηνικό αλλάζει.
Εκ Θεού διαταγή, επιτάσσει αλλαγή καθεδρών. Ο φτωχός, από τα κουρέλια, στον πλούτο του Παραδείσου. Στο φως, στη ζωή, στη λευτεριά, στη χαρά και στο αιώνιο γέλιο. Ο πλούσιος, στην παγωνιά του θανάτου, στην απελπισία του θρήνου. Μία μαύρη ψυχή όμως ανήκει και στο μαύρο κόσμο. Τα κρίματά του, πιο βαριά και από την ταφόπλακά του. Δύο κόσμοι, δύο θάνατοι, δύο καθέδρες. Από την μια όμως ξεπρόβαλε η καθέδρα της ανάστασης και από την άλλη η καθέδρα του αιωνίου θανάτου. Από την μια ο θρόνος του βασιλέως Θεού με την γη υποπόδιο των ποδών του (Ησ. 66,1) και από την άλλη ο θρόνος του Σατανά (Αποκ. 2,13).
Όμως και κάποιος άλλος εξαίρετος ποιητής,
ο ψαλμωδός του Θεού, κρούων την λύραν του, μας καλεί κοντά του.
Αρχίζει το ψαλτήριο με τον 1ο ψαλμό και τον 1ο στίχο του, μεταφέροντας ένα ηχηρότατο μήνυμα μακαριότητος. Μας λέγει, ότι είναι ευτυχής ο άνθρωπος εκείνος, που δεν βάδισε ποτέ δρόμο σύμφωνα με τις σκέψεις και τα θελήματα των ασεβών ανθρώπων, ούτε στάθηκε έστω και για λίγο εκεί, όπου διέρχονται οι αμαρτωλοί, ούτε συνεκάθισε για να συνεδριάσει με ανθρώπους, οι οποίοι διαφθείρουν την κοινωνία. Ποιός είναι μακάριος, μας το ερμήνευσε διεξοδικότατα ο Κύριος στους μακαρισμούς του. Όμως εδώ προβάλλεται μία ετέρα ιδιάζουσα μακαριότης. Ο ψαλμωδός κατ' εντολή Θεού, απευθύνεται σε αυτόν που “οὐκ ἐπορεύθη”, “οὐκ ἔστη”, και “οὐκ ἐκάθισε”. Σε αυτόν δηλαδή που δεν κινήθηκε προς το κακό, δεν συναντήθηκε με το κακό και προπάντων δεν προσκολλήθηκε σε αυτό.
Δεν κινήθηκε προς το κακό συμπορευόμενος με την σκέψη, την συμβουλή και την θέληση των ασεβών. “ἐν βουλῆ ἀσεβῶν”. Βουλή όμως, εκτός από την βούληση και την σκέψη, σημαίνει και την ετέρα βουλή. Το βουλευτήριον. Το δημόσιο κατάστημα “ἐν ὧ συνέρχονται οἱ βουλευταί” για να βολέψουν=διευθετήσουν, διορθώσουν, συγυρίσουν, τοποθετήσουν έκαστο πράγμα στην οικεία θέση, αφού πρότερον βολευτούν οι ίδιοι. Άρα δεν είναι μόνο ο τόπος, αλλά και οι ίδιοι οι βουλευτές= βολευτές και βολεμένοι.
Άρα εν γενικώ συνόλω, βουλή είναι το βουλευτήριο, η βουλιάχτρα, μέσα στην οποία συντρέχουν ένεκα βουλευτομανίας οι επίδοξοι βουληγόροι, με στόχο την καταβύθιση, τον καταποντισμό, την κατάρρευση, την καθίζηση και ολική καταβαράθρωση της υγιούς σκέψης. Της σώφρονος βουλής. Μέσα στην βουλή συναντάται η πλήρωση και η κυριολεξία της αμαρτίας και των αμαρτωλών ανθρώπων. Των κολασμένων. Των λοιμών. Των μεστών ασθενειών σωματικών, κυρίως όμως ψυχικών. Μέσα στην βουλή, βρίσκεται η καθέδρα των διεφθαρμένων ανθρώπων, των κοινών λυμεώνων, των χλευαστών οσίων και ιερών. Της θεϊκής βουλής! Επί τω ακριβεστέρω, κατά τον Ησύχιο, “Καθέδρα λοιμών, η των δικαστών καθέδρα, των προδιδόντων τα δίκαια. Καθέδρα λοιμών, ο των ψευδοδιδασκάλων θρόνος. Καθέδρα λοιμών η των υποκριτών στολή, η των ιερέων υπόκρισις”.
Επιστρέφουμε επ' ολίγον εις τα αρχικά, για να καταδείξουμε τον όγκο της εκχυνόμενης ηθικής λάβας. Το “ἐλέω Θεοῦ”, ίσχυσε εν αρχή, για τους Επισκόπους και τους ανωτέρους κληρικούς, κατόπιν της χρησιμοποιήσεως της φράσεως το πρώτον, υπό των επισκόπων κατά την υπογραφήν των πρακτικών στην Γ' Οικουμενική Σύνοδο στην Έφεσο το 431.
Εφ΄ όσον αυτό ισχύει και σήμερα, οπότε οι επίσκοποι και λοιποί ανώτεροι κληρικοί και μοναχοί αντλούν την ισχύν τους από τον Θεό, τότε αυτός επιτάσσει: Έξω από τους ιερούς ναούς όλοι αυτοί οι οποίοι υπερψήφισαν το νομοσχέδιο των λυμεώνων. Οι ιεροί ναοί δεν αποτελούν πασαρέλα διεφθαρμένων γυναίων που παντελονοφορούν, ούτε πολύ παραπάνω ανδρών που δεν τους αρμόζουν τα παντελόνια.
Ο Χριστός, στην επί γης ζωή του, γνώρισε τις κάτωθι ταπεινές καθέδρες:
Την πλώρη του πλοίου, την φιλόξενη γη, το γαϊδουράκι για να τον μεταφέρει στα Ιεροσόλυμα, τα γόνατα της προσευχής, την καθέδρα του Γολγοθά και τον πρωτότυπο θρόνο του Σταυρού.
Ενωρίτερον είχε γευθεί και ένα βασιλικό μεγαλειώδη θρόνο για εξαίρεση και αυτός τυγχάνει η μήτρα της μάνας του Παναγίας. Μόνο εκεί μέσα για λίγο αισθάνθηκε ασφαλής!
Καιρός, οι κατέχοντες τα σκήπτρα τα εκκλησιαστικά, να προβαδίσουν, ως έχοντες τα ηνία του άρματος της εκκλησίας, διακόπτοντες τις σχέσεις με την κολασμένη πολιτεία και να δείξουν τον ευθύ δρόμο στο πλήρωμα του λαού. Ας εγκαταλείψουν την καθέδρα του πλούτου, την εξαγορασμένη πολιτική ηγεσία και ας πλησιάσουν τον φτωχό Λάζαρο, τον εγκαταλελειμμένο λαό. Διαφορετικά ο Κύριος θα ξαναπιάσει φραγγέλιο... γιατί “ὄνομα ἔχεις ὅτι ζῆς, καί νεκρός εἶ.” (Απ. 3,1).
Αρίσταρχος