Κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ δείπνου ἡ ἀδελφή τοῦ Λαζάρου Μαρία, κυριευμένη ἀπὸ τὴν μυστικὴ ἀγαλλίαση τῆς παρουσίας τοῦ Κυρίου, ἀφήνει νὰ ξεχειλίσει ἡ εὐγνωμοσύνη της γιὰ τὴν ἀνάσταση τοῦ ἀδελφοῦ της. Παίρνει, λοιπόν, ἕνα πολύτιμο μύρο καὶ ἀλείφει μ᾽ αὐτὸ τὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ἡ ποσότητα καὶ ἡ ποιότητα τοῦ μύρου δείχνουν τὴν ἀγάπη καὶ ἀφοσίωση τῆς γυναίκας πρὸς τὸν Διδάσκαλο. Γι᾽ αὐτὸ ἡ πρωτοβουλία της, ποὺ ἔχει τὴν ἔννοια τῆς λατρείας καὶ τιμῆς πρὸς τὸν Μεγάλο Εὐεργέτη τοῦ ἀνθρώπου Χριστό, ἀσφαλῶς θὰ συγκίνησε, ὅπως συγκινεῖ καὶ σήμερα, σὰν ἐκδήλωση πίστεως καὶ εὐλαβείας.
2. Ὑπάρχει ὅμως καὶ κάποιος, ποὺ σκέπτεται διαφορετικά. Εἶναι ὁ σκοτεινὸς Ἰούδας, ποὺ… σπεύδει νὰ κατακρίνει τὴν ἐνέργεια τῆς γυναίκας. Ἀσυγκίνητος μπροστὰ στὸ μεγαλειῶδες θέαμα τῆς εὐγνωμονούσας ἀγάπης, ψυχρὸς καὶ ἀδιάφορος γιὰ τὴν συγκινητικὴ ἐκδήλωση, ἀφήνει νὰ φανοῦν οἱ ὑλιστικές του διαθέσεις. Δὲν τολμᾶ ὅμως νὰ ἀποκαλύψει τὸν πραγματικὸ ἑαυτό του. Καλύπτει τὴν στειρότητα τῆς καρδιᾶς του μὲ τὸ πέπλο τῆς ὑποκρισίας. Φορεῖ προσωπεῖο, φαντασμαγορικὸ προσωπεῖο. Τὸ προσωπεῖο τοῦ φιλάνθρωπου καὶ τοῦ φιλόπτωχου καὶ παρουσιάζεται διαμαρτυρόμενος (δῆθεν) χάρη τῶν πτωχῶν. «Διατὶ τοῦτο τὸ μῦρον οὐκ ἐπράθη τριακοσίων δηναρίων καὶ ἐδόθη πτωχοῖς;»
Τὸ ἐπιχείρημά του φαινομενικὰ εἶναι ὀρθὸ καὶ δίκαιο. Καὶ ἐντυπωσιάζει. Καταδικάζει μίαν ἄδικη σπατάλη -ἂν ὅμως εἶναι ποτὲ δυνατὸ νὰ θεωρηθεῖ σπατάλη ὅ,τι καθ᾽ οἱονδήποτε τρόπο προσφέρεται στὸν Θεό! Τὰ λόγια τοῦ Ἰούδα, ἀκουόμενα σὲ κάθε ἐποχή, ἔχουν τὴν δύναμη νὰ κλονίσουν τὸν θαυμασμὸ γιὰ τὴν πράξη τῆς Μαρίας. Διατὶ κατορθώνει πρὸς στιγμὴ ὁ Ἰούδας, νὰ παρουσιάζει τὴν ἀγάπη τῆς Μαρίας σὰν ἀδικία, καὶ τὴν ἀρετή της σὰν κακία.
Τὸν ξεσκεπάζει ὅμως ὁ ἱ. Εὐαγγελιστής: «Εἶπε δὲ τοῦτο οὐχ ὅτι περὶ τῶν πτωχῶν ἔμελεν αὐτῷ, ἀλλ᾽ ὅτι κλέπτης ἦν καὶ τὸ γλωσσόκομον εἶχε καὶ τὰ βαλλόμενα ἐβάσταζε». Εἶναι σαφὴς ἡ ἀπουσία κάθε δυνατότητας σχέσεως ψυχικῆς μεταξὺ Μαρίας καὶ Ἰούδα. Αὐτὸς προφασίζεται τὸν φιλόπτωχο («προσχήματι δῆθεν εὐλαβείας» λέγει ὁ Χρυσόστομος), ἐνῷ κατ᾽ οὐσίαν δὲν σκέπτεται καὶ δὲν ἀγαπᾶ τίποτε ἄλλο παρὰ τὸν ἑαυτό του. Ἡ Μαρία ὅμως ἀποκάλυψε τὸν πλοῦτο τῆς ψυχῆς της, ποὺ εἶναι πρόθυμη, χάρη τοῦ Χριστοῦ, νὰ κάμει κάθε θυσία. Ἡ ἰδιοτέλεια δὲ καὶ ἡ ἀγάπη ἀπέχουν ὅσο ἡ ἡμέρα ἀπὸ τὴν νύκτα.
3. Μέσα στὴ ζωή τῆς Ἐκκλησίας ὁ τύπος τῆς Μαρίας ἐκφράζει τὴν τάξη ὅσων εἰλικρινὰ πιστεύουν στὸν Χριστό, ὅσων εἶναι ἀφοσιωμένοι σ’ αὐτὸν μὲ ὁλόκληρη τὴ ζωή τους, δοσμένοι σ᾽ Ἐκεῖνον καὶ ζοῦν μονάχα γιὰ χάρη Ἐκείνου. Εἶναι τὰ «γνήσια μέλη» τῆς Ἐκκλησίας. Ὅσοι δέχθηκαν μὲ ὅλη τους τὴν ὕπαρξη τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου καὶ προσπαθοῦν νὰ ρυθμίσουν σύμφωνα μ᾽ αὐτὸ τὴ ζωή τους. Ὅσοι δέχονται τὸν Χριστὸ ὡς τὸν μοναδικὸ βασιλέα καὶ Κύριο τῆς ζωῆς τους.
Παράλληλα ὅμως μὲ αὐτοὺς τοὺς χριστιανοὺς ὑπάρχουν πάντα καὶ οἱ Ἰοῦδες. Χριστιανοὶ κατ’ ὄνομα, ποὺ δὲν εἶναι ἀπαραίτητο νὰ ἀναζητῶνται μόνο στὴν τάξη τῶν λαϊκῶν! Μὲ στενότερο δεσμὸ μὲ τὸν κόσμο καὶ ὄχι μὲ τὸν Χριστό. Καλυπτόμενοι μὲ διάφορα προσωπεῖα καὶ αὐτοῦ ἀκόμη τοῦ μαθητῆ καὶ συνεργάτη τοῦ Χριστοῦ, σὰν τὸν Ἰούδα. Κόπτονται δῆθεν γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ τὸ Εὐαγγέλιό του, ἐνῷ στὴν οὐσία εἶναι τελείως ξένοι πρὸς αὐτὸ καὶ τὸ μισοῦν. Περιφρονητὲς τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ, δὲν γνωρίζουν τὴν ἀναγεννητικὴ δύναμή τους, διότι, πωρωμένοι καὶ ἀνάλγητοι, δὲν ἔνοιωσαν ποτὲ τὴν ἀνάγκη νὰ μετανοήσουν. Δὲν διστάζουν, μάλιστα, νὰ εἶναι ὑλιστές, φροϋδιστὲς καὶ μέλη σκοτεινῶν Ἑταιρειῶν καὶ νὰ παρουσιάζονται σὰν θερμοὶ χριστιανοὶ στὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων.
Ὅλων αὐτῶν ὁ πτωχὸς καὶ ἀγωνιστὴς Χριστὸς δὲν ἀγγίζει καμμιὰ χορδὴ τῆς καρδιᾶς των. Γιατί τὸ μόνο, ποὺ δὲν ἔχει δοθεῖ ἀπ᾽ αὐτοὺς ποτὲ στὸν Χριστό, εἶναι ἀκριβῶς ἡ καρδιά τους. Γι᾽ αὐτὸ καὶ δὲν θὰ διστάσουν μὲ τὴν πρώτη εὐκαιρία νὰ προδώσουν τὸν Χριστό. Γιατί δὲν πίστευσαν ποτὲ σ´ Ἐκεῖνον, παρὰ στὸν ἑαυτό τους καὶ θεοποιοῦν τὶς ἀδυναμίες καὶ τὰ πάθη τους. Πιστεύουν στὸν Χριστό, τόσο μόνο, ὅσο «χρειάζεται», γιὰ νὰ κατορθώνουν μὲ τὴν καπηλεία τοῦ ὀνόματός Του νὰ ἔχουν ὠφέλη καὶ κατὰ κόσμον ἐπιτυχίες, σταδιοδρομίες ζηλευτὲς καὶ πλούτη.
4. Νὰ ὅμως ποὺ ἐπιμένουν αὐτοὶ ἀκριβῶς οἱ «κατ᾽ ὄνομα χριστιανοὶ» νὰ θέλουν, ὅπως ὁ Ἰούδας, νὰ ρυθμίσουν τὴν ζωή καὶ τὴν πορεία τῆς Ἐκκλησίας, ὅσων δηλαδὴ γνήσια πιστεύουν στὸν Χριστό. Εἶναι οἱ ἐκσυγχρονιστὲς καὶ οἰκουμενιστές, ποὺ τίποτε δὲν βρίσκουν στὴ ζωή τοῦ πιστοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ ὀρθό. Θέλουν τὴν Ἐκκλησία κομμένη καὶ ραμμένη στὰ μέτρα τους. Νὰ πορεύεται ὄχι κατὰ τὸ αἰώνιο θέλημα τοῦ θείου της Ἱδρυτοῦ, ἀλλὰ κατὰ τὶς δικὲς των ἐπιθυμίες καὶ ὀρέξεις.
Καταγγέλλουν τὴν εὐσέβεια σὰν ὑπερβολή, τὴν ἐμμονὴ στὴν πίστη καὶ παράδοση τῶν Πατέρων ὡς «εὐσεβισμό», κατηγοροῦν τὴν ἐγκράτεια καὶ εὐλάβεια σὰν καλογηρισμὸ καὶ πολεμοῦν τὴν ἀγωνιστικότητα καὶ τὸ γενναῖο φρόνημα σὰν «ταλιμπανισμὸ» καὶ ἀκρότητα. Ἰοῦδες καὶ αὐτοί, λαθρεπιβάτες τοῦ σκάφους τῆς Ἐκκλησίας, θέλουν νὰ ὑποκλέψουν τὴν γνησιότητα τῶν κανονικῶν ἐπιβατῶν της. Ὁπότε γεννᾶται τὸ ἐρώτημα. Θὰ ἀνεχθεῖ ὁ πιστὸς λαὸς τοῦ Θεοῦ νὰ ρυθμίζουν Ἰοῦδες τὴν ζωή του;
Τὴν ἀπάντηση δίνει ὁ ἴδιος ὁ Χριστός μας μὲ ὅσα λέγει στὸν Ἰούδα. «”Ἄφες αὐτὴν» τοῦ ἀπαντᾶ. “Ἄφησέ την ἥσυχη καὶ νὰ μὴ τὴν ἐλέγχεις. Μὴ τὴν ἐμποδίζεις νὰ ἐκδηλώσει τὴν εὐλάβειά της. Τὴν ἀγάπη της πρὸς τὸν Θεό της. Μὴ τὴν πειράζεις. «Ἄφες αὐτήν»…
5. Ἰοῦδες ὅλων τῶν αἰώνων, σᾶς μιλεῖ ὁ Χριστός. Καὶ σᾶς λέγει: Ἀφῆστε ἥσυχους τοὺς πιστούς μου, τὸ ποίμνιό μου. Ζῆστε μέσα στὴν ὑποκρισία, στὰ συμφέροντα καὶ στοὺς ἐγωισμούς σας. Συνεχίστε, ἐφ᾽ ὅσον θέλετε, τὴν ζωή σας, «πλανῶντες καὶ πλανώμενοι» μέσα στὴν ματαιότητα. Κάτω τὰ χέρια σας ὅμως ἀπὸ τοὺς πιστούς μου. Ἀπὸ ὅσους λίγους μοῦ ἀπέμειναν στοὺς ἀποκαλυπτικοὺς αὐτοὺς καιρούς, ὅλοι ἐσεῖς ποὺ τοὺς ἐκμεταλλεύεσθε. Ποὺ ἐκμεταλλεύεσθε τὸ ὄνομά μου, γιὰ νὰ ἀναδειχθεῖτε καὶ νὰ πλουτήσετε. Ποὺ διαστρέφετε τὸ εὐαγγέλιό μου, γιὰ νὰ ὑποδουλώνετε καὶ νὰ ἀδικεῖτε. Μακριὰ οἱ Ἰοῦδες ἀπὸ τὴν ἐκκλησία μου, ἔστω καὶ ἂν προφασίζεσθε ὅτι διδάσκετε τὸν θεῖο λόγο. Ἔστω καὶ ἂν φέρετε τὸ σχῆμα τοῦ κληρικοῦ, ἐνῷ δὲν παύετε νὰ πορεύεσθε κατὰ τὶς ἐπιθυμίες τῶν καρδιῶν σας, διδάσκοντας ἔτσι τοὺς ἀνθρώπους.
Ἀφῆστε
ἥσυχη τὴν Μαρία. Κάθε ψυχὴ ποὺ μὲ δέχεται, ὅπως πράγματι εἶμαι, ὡς Θεὸ
δηλαδὴ ἀληθινό, Σωτήρα καὶ Κύριο. Γιατί μόνο σ᾽ αὐτὲς τὶς ψυχὲς ἀνήκω
καὶ μόνο αὐτὲς οἱ ψυχὲς ἀποτελοῦν καὶ ἐκφράζουν γνήσια καὶ αὐθεντικὰ τὴν
Ἐκκλησία μου… Εἶναι γεγονὸς ὅτι πάνω ἀπὸ τὴν ἀθεΐα, τὸν ὑλισμό, τὶς
αἱρέσεις καὶ κάθε κεκηρυγμένο ἐχθρό τοῦ Χριστιανισμοῦ, δὲν ὑπάρχει
μεγαλύτερος ἀντίπαλος τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ ἐκείνους ποὺ προδίδουν τὸν
Χριστὸ στοὺς ἐχθρούς Του. Ἀπὸ τοὺς Ἰοῦδες τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι πολὺ
βαρὺς ὁ λόγος ἐκεῖνος τοῦ Χριστοῦ μας στὴν πολιτικὴ ἐξουσία: «Ὁ
παραδιδοὺς μὲ σοι μείζονα ἁμαρτίαν ἔχει» (Ἰωάν. ιθ´11).
ΕΞΩ ΟΙ ΙΟΥΔΕΣ…
Ναί, ἀλλὰ μὴ ξεχνᾶμε, ἀδελφοί μου! Τίποτε δὲν κάνει ὁ Θεὸς χωρὶς τὴν
θέληση τὴ δική μας καὶ -τὸ σπουδαιότερο- χωρὶς τὰ χέρια τὰ δικά μας…
6. Κάπου εἶναι στημένος ἕνας παράξενος Σταυρός. Γιὰ ἐσταυρωμένο ἔχει ἕνα σῶμα χωρὶς χέρια. Καὶ στὴν βάση του εἶναι κρεμασμένη μιὰ ἐπιγραφὴ μὲ τὰ λόγια: Δὲν ἔχω ἄλλα χέρια ἀπὸ τὰ δικά σας… Πράγματι ὁ Θεὸς δὲν ἔχει χέρια ἄλλα ἀπὸ τὰ δικά μας. Ἐνεργεῖ μέσα στὴν ἱστορία -θέλει καὶ ἐνεργεῖ- μὲ τὰ δικά μας χέρια. Μὲ τὰ χέρια ἐκεῖνα, ποὺ εὐλογοῦν τὸν εὐχαριστιακὸ ἄρτο καὶ οἶνο, γιὰ νὰ μεταβληθεῖ σὲ ἄχραντο δεσποτικὸ Σῶμα καὶ Αἷμα. Δρᾶ ὁ Θεὸς μὲ τὰ δικά μας χέρια. Ὅπως καὶ βλέπει μὲ τὰ δικά μας μάτια, καὶ ἀκούει μὲ τὰ δικά μας αὐτιά. Τρέχει μὲ τὰ δικά μας πόδια. Μιλεῖ μὲ τὸ στόμα μας, ἀγαπᾶ μὲ τὴν καρδιά μας, ἀγωνίζεται μὲ τὴν ψυχή μας!
Ἂν διαιωνίζεται τὸ δρᾶμα τῆς κοινωνίας, δὲν ὀφείλεται σὲ ἀδιαφορία τοῦ Θεοῦ. Εἶναι γιατί τὰ μέλη μας καὶ ὅλη ἡ ὕπαρξή μας δὲν ἔγιναν ἀκόμη «μέλη Χριστοῦ» καὶ «καινὴ κτίσις». Εἶναι γιατί δὲν γίναμε ἀκόμη τὰ χέρια, τὰ πόδια, τὰ μάτια, τὰ αὐτιά, τὸ στόμα, ἡ καρδιά, ἡ ψυχὴ τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι γιατί δὲν χριστοποιηθήκαμε ἀκόμη. Καὶ χωρὶς χριστοποιημένους χριστιανοὺς οἱ Ἰοῦδες δὲν ἀπομακρύνονται, ἡ Ἐκκλησία δὲν νικᾶ, οὔτε μεταμορφώνεται ἡ κοινωνία!