Ἐπικαίρως δὲ ὑπενθυμίζομε κάτι ποὺ ἐγράφη ἀπὸ τὸν κ. Τρεμπέλα, ὅτι· ὁ εὐσεβὴς λαὸς ἐπὶ αὐτοκράτορος Ἡρακλείου, ἔχοντας πνευματικοὺς ὁδηγούς δύο μοναχούς, τὸν Σωφρόνιον καὶ τὸν Μάξιμον, ἐπέτυχε τὴν καθαίρεσι καὶ τὸν ἀναθεματισμὸ ὄχι μόνον τῶν πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς ἀλλὰ καὶ τοῦ πάπα Ρώμης. Κατά τοὺς χρόνους τῆς ἐν Φλωρεντίᾳ συνόδου καταξέσχισε τὸ ἑνωτικόν της ψήφισμα, ὑπό τὴν ἡγεσίαν ἑνὸς καὶ μόνον ἐπισκόπου, τοῦ Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ.
Δυστυχῶς
δὲν ὑπάρχει σήμερα Χρυσόστομος, δὲν ὑπάρχει σήμερα Βασίλειος, δὲν
ὑπάρχει Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός. Δυστυχῶς οἱ ὁλίγοι καλοὶ ἐπίσκοποι ποὺ
ὑπάρχουν εἶνε δειλοί, δὲν ἔχουν σθένος ν’ ἀγωνισθοῦν. Τρέμουν
τοὺς κακούς, φοβοῦνται νὰ μὴ καθαιρεθοῦν· καὶ εἶνε εἰς θέσιν νὰ τοὺς
καθαιρέσουν. Καὶ ξεχνοῦν οἱ καλοὶ ἐπίσκοποι, ὅτι μία καθαίρεσις
εἶνε τίτλος τιμῆς, δι’ ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος καθαιρεῖται, λόγῳ προσηλώσεως
στὴν πίστι.
Καθηρημένος ἀπέθανε ὁ Χρυσόστομος, ἀλλὰ ἡ
δόξα του εἶνε αἰωνία μέσα στὴν Ἐκκλησία. Χίλιες φορὲς νὰ καθαιρεθῶ, ἀπὸ
τοιούτους ἐπισκόπους, καὶ νὰ πάω στὴν ἔρημο νὰ κλαίω τ’ ἁμαρτήματά μου,
παρά νὰ ζῶ μέσα ἐδῶ στὴν πόλι καὶ νὰ φιλῶ τὴν κακοήθεια καὶ τὴν
διαφθορά.
Ἠγωνίσθησαν,
λοιπόν, ὅλοι αὐτοὶ οἱ ἅγιοι Πατέρες. Σήμερα ἀγών δὲν γίνεται. Κληρικοί
δὲν ἀγωνίζονται. Δὲν ὑπάρχει πλέον ἀγωνιστικὸ πνεῦμα.
Τί μέλλει γενέσθαι; Ὁ ἀγῶνας πέφτει στὸν λαό.
Ὅπως δυστυχῶς ὅλα τὰ βάρη, –εἶνε θέμα μεγάλο, τώρα αυτό τὸ ὁποῖο λέω– ὅπως ὅλα τὰ βάρη τὰ οἰκονομικά, οἱ φόροι, ἡ στράτευσις, τὰ αἴματα, τὰ μαρτύρια, τὰ πάντα πέφτουν στὸν λαό μας, γιατί ἅμα γίνῃ καμμία ἀνακατωσούρα ὅλοι μὲ τὰ ἐλικόπτερα θὰ φύγουν μακράν τῆς Ἑλλάδος, γιὰ νὰ μείνωμε ἐδῶ οἱ ὁλίγοι γιὰ νὰ χύσωμε τὸ αἶμα μας· ὅπως ὅλα τὰ βάρη πέφτουν στὸν λαό, στὸν μικρό μας λαό, ἔτσι καὶ τὸ βάρος αὐτό τὸ ἐκκλησιαστικό πέφτει στὸν λαό, τὸν μικρό μας λαό.
Ἀδελφοί μου, ἠγωνίσθημεν· Θ’ ἀγωνισθῶμεν καὶ πάλι, ἐναντίον τῆς κακοηθείας καὶ τῆς διαφθορᾶς. Θ’ ἀγωνισθῶμεν μὲ τὰ ὅπλα τοῦ φωτός. Θ’ ἀγωνισθῶμεν μὲ ἐπιμονή καὶ σκληρότητα. Θὰ ἀγωνισθῶμεν μέχρι ἐσχάτων, ἔχοντες τὸ σύνθημα· Ἕως θανάτου ἀγώνισαι ὑπὲρ τῆς ἀληθείας καὶ Κύριος ὁ Θεὸς πολεμήσῃ ὑπέρ σου».
Τὸ κατ’ ἐμέ, δὲν γνωρίζω τί μὲ περιμένει· εἴτε ἔρημος, εἴτε ἐξορία, εἴτε θάνατος, ἐγώ τουλάχιστο τὰ ὅπλα δὲν τὰ παραδίδω. Θὰ ἀγωνισθῶ μέχρι τέλους, διὰ νὰ ἴδω μίαν Ἐκκλησίαν ὑψηλήν καὶ ἁγίαν, ὅπως τὴν ἐδίδαξαν οἱ Πατέρες ἡμῶν εἰς μνημόσυνον αἰώνιον.
Τί μέλλει γενέσθαι; Ὁ ἀγῶνας πέφτει στὸν λαό. Ὅπως δυστυχῶς ὅλα τὰ βάρη, –εἶνε θέμα μεγάλο, τώρα αυτό τὸ ὁποῖο λέω– ὅπως ὅλα τὰ βάρη τὰ οἰκονομικά, οἱ φόροι, ἡ στράτευσις, τὰ αἴματα, τὰ μαρτύρια, τὰ πάντα πέφτουν στὸν λαό μας, γιατί ἅμα γίνῃ καμμία ἀνακατωσούρα ὅλοι μὲ τὰ ἐλικόπτερα θὰ φύγουν μακράν τῆς Ἑλλάδος, γιὰ νὰ μείνωμε ἐδῶ οἱ ὁλίγοι γιὰ νὰ χύσωμε τὸ αἶμα μας· ὅπως ὅλα τὰ βάρη πέφτουν στὸν λαό, στὸν μικρό μας λαό, ἔτσι καὶ τὸ βάρος αὐτό τὸ ἐκκλησιαστικό πέφτει στὸν λαό, τὸν μικρό μας λαό.