Κυριακή 31 Μαρτίου 2024

ΠΕΡΓΑΜΟΥ: Η «ΕΝΩΣΙΣ» ΔΕΝ ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΝΑ ΓΙΝΗ

Ἀπεδοκιμάσθη βουλευτὴς κατὰ τὴν κατάθεσιν στεφάνων τὴν 25ην Μαρτίου εἰς Καλαμπάκαν λόγῳ τοῦ σοδομιτικοῦ νόμου. Ὁ Σεβ. Θεόκλητος ἐτήρησε στάσιν “Ποντίου Πιλάτου” 

Τρεῖς Πάπαι καὶ ἡ «Μεικτὴ Ἐπιτροπὴ Διαλόγου» συνεφώνησαν: Οἱ Ὀρθόδοξοι θὰ δεχθοῦν «πρωτεῖον»!

ΠΕΡΓΑΜΟΥ: Η «ΕΝΩΣΙΣ» ΔΕΝ ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΝΑ ΓΙΝΗ

Οἱ Ἱεράρχαι δὲν ἔχουν κἄν διανοηθῆ τὸν… «ἄγνωστον» σκοπόν τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Αὐταπατῶνται ὅτι εἶναι μὲ τὴν νικητήριον «πλευρὰν» τῆς (ἐκκλησιαστικῆς) ἱστορίας; Οἱ παραδοσιακοὶ νὰ προβληματισθοῦν πῶς θὰ ἐπιτευχθῆ τὸ «ἡ ἰσχὺς ἐν τῇ ἑνώσει».

Γράφει ὁ κ. Παναγιώτης Κατραμάδος, θεολόγος

  Συγκλονιστικὴ εἶναι ἡ ἀποκάλυψις τοῦ ἰδίου τοῦ Πάπα Φραγκίσκου κατὰ τὴν πρόσφατον ἔκδοσιν βιβλίου ἐν σχέσει πρὸς τὸν οἰκουμενισμόν. Ὁ Πάπας συνέγραψε τὸν πρόλογον εἰς τὸ ἄρτι κυκλοφορηθὲν βιβλίον τοῦ κυροῦ Περγάμου Ἰωάννου Ζηζιούλα, τὸ ὁποῖον ἔχει τίτλον «Remembering the future» (= ἐνθυμούμενοι τὸ μέλλον). Μεταξὺ ἄλλων προβαίνει εἰς δημοσιοποίησιν ἀγνώστου πληροφορίας (ἰδική μας μετάφρασις ἐκ τοῦ ἀγγλικοῦ):

  «Ἡ πρώτη φορὰ ποὺ συναντήθηκα μὲ τὸν Ἰωάννη Ζηζιούλα ἦταν τὸ 2013, ὅταν καλωσόρισα τὴν ἀντιπροσωπία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἡ ὁποία ἦλθε στὴ Ρώμη γιὰ τὴν ἑορτὴ τῶν Ἁγίων Πέτρου καὶ Παύλου. Ἦταν μία συνάντηση, ἡ ὁποία μοῦ ἐπιβεβαίωσε τὴν πεποίθηση γιὰ τὸ πόσα πολλὰ ἔχουμε ἀκόμα νὰ μάθουμε ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους ἀδερφούς μας καὶ ἀδερφές μας σχετικὰ μὲ τὴν ἐπισκοπικὴ συλλογικότητα καὶ τὴν παράδοση τῆς συν­οδικότητας.

  Στὶς συζητήσεις κατὰ τὶς ἐπαναλαμβανόμενες συναντήσεις μας, πολὺ συχνὰ ἀναφερόταν στὸ ζήτημα μίας ἐσχατολογικῆς θεολογίας, γιὰ τὴν ὁποία ἐπὶ πολλὰ χρόνια ἤλπιζε ὅτι ἀφιέρωνε ἕνα βιβλίο. Ὅταν προσευχόμασταν καὶ ἀναφερόμασταν στὴν ἑνότητα τῶν Χριστιανῶν, μοῦ κοινοποίησε τὸν ρεαλισμό του: αὐτὸ θὰ ἦταν κατορθωτὸ μόνο στὸ τέλος τῶν αἰώνων. Ἀλλὰ στὸ μεσοδιάστημα, εἴχαμε τὸ καθῆκον νὰ κάνουμε ὁτιδήποτε δυνατό, ἐλπίδα κόντρα σὲ κάθε ἐλπίδα, γιὰ νὰ συνεχίσουμε νὰ τὴν ἀναζητοῦμε ἀπὸ κοινοῦ».

 Πέραν καὶ ἐκτὸς τῶν λεπτομερειῶν σχετικὰ μὲ τὴν γνωριμίαν τῶν δύο αὐτῶν κακοδόξων θεολόγων, ἡ σπουδαιότης τῆς παρούσης μαρτυρίας ἔγκειται εἰς τὸ ὅτι τὰ πλέον ἐπίσημα χείλη -καὶ μάλιστα ὄχι ἁπλῶς προφορικὰ ἀλλὰ τὸ καταγράφουν μὲ σαφήνειαν- παραδέχονται ὅτι ἡ πολυπόθητος ἀπὸ τοὺς οἰκουμενιστὰς «ἕνωσις» δὲν πρόκειται νὰ συμβῆ ποτέ! Ἀποτελεῖ μόνον διὰ τοὺς ἰδίους μίαν ἀνεπέρειστον ἐσχατολογικὴν προσδοκίαν, ἡ ὁποία τοὺς δίδει τὴν ἀφορμὴν νὰ «πηγαινοέρχωνται» μεταξὺ Ρώμης καὶ Φαναρίου, διὰ νὰ ἀπολαμβάνουν ταξίδια καὶ πλουσιοπάροχα γεύματα μὲ τὴν «ἠθικὴν» κάλυψιν ὅτι ἐπιτελοῦν ὑποτίθεται… θεάρεστον ἔργον! Ἂν ἐξαιρέσωμεν αὐτὰ τὰ ἐντελῶς ὑλιστικά, ἔχουν πλήρη ἐπίγνωσιν ὅτι… «εἰς μάτην κοπιάζουν»!

  Βεβαίως, θὰ ἀντιλέξη κανεὶς ὅτι ἡ «ἕνωσις» ἔγινεν ἤδη κρυφὰ καὶ ὅτι εἶναι ζήτημα ἐλαχίστου χρόνου νὰ πραγματοποιηθῆ καὶ φανερά. Εἰς τὸ παρὸν σημεῖον ἀπαιτεῖται μία λεπτὴ διασαφήνισις: πρῶτον, τὸ τί ἔχει συνομολογηθῆ καὶ τὸ τί πρόκειται πράγματι νὰ συμβῆ γνωρίζει μόνον Κύριος ὁ Θεός, καὶ δεύτερον ὁ μεγαλύτερος ὁρατὸς κίνδυνος τοῦ οἰκουμενισμοῦ δὲν εἶναι μία ἕνωσις -εἰς τὰ χαρτιὰ- μεταξὺ Ρώμης καὶ Φαναρίου, ἀλλὰ ἡ μετάλλαξις τῆς Ὀρθοδοξίας εἰς παπισμόν, ἡ ὁποία ἔχει ἀπὸ ἐτῶν ἐκκινήσει μὲ τὴν βατικανοποίησιν τοῦ Φαναρίου καὶ τὴν παποποίησιν τοῦ προκαθημένου του. Ἡ μετατροπὴ ἡμῶν τῶν Ὀρθοδόξων εἰς παπικοὺς διὰ τῆς ἀλλοιώσεως τοῦ φρονήματος εἶναι ἡ ἄμεσος ἀπειλή.

Ὁ ἐπίσημος Διάλογος

  Ἡ παρατεθεῖσα συνταρακτικὴ ἀποκάλυψις εἶναι μὲν οὐσιώδης, ἀλλὰ δὲν ἀπηχεῖ ἀπαραιτήτως τὴν ἐπίσημον πορείαν θεολογικῆς «συγκλίσεως», κατὰ τὴν ὁποίαν ὅλα βαίνουν ἄριστα! Αὐτὴ ἡ ἀντίθεσις δημιουργεῖ πολλὰ ἐρωτήματα: διατί νὰ ὁμολογήση τὴν ἀποτυχίαν τῆς «ἑνώσεως» ὁ ἐπὶ ἔτη ἐπικεφαλῆς τοῦ οἰκουμενιστικοῦ διαλόγου Περγάμου; Ἴσως διότι δὲν ἐπίστευεν ὅτι θὰ γίνη γνωστή; Διατί ὅμως νὰ τὴν καταγράψη δημοσίως ὁ Πάπας; Μήπως ἀντιλαμβάνεται καὶ ὁ ἴδιος ὅτι ἡ ὑπέρβασις τοῦ «παπικοῦ πρωτείου» ἀποτελεῖ «ὄνειρον θερινῆς νυκτός»; Τὰ ἐπίσημα κείμενα, παρ’ ὅλα αὐτά, ἐπιχειροῦν νὰ πείσουν τοὺς Ὀρθοδόξους ὅτι ὁ παπισμὸς Ὀρθοδοξοποιεῖται…

  Ἡ Μεικτὴ Διεθνὴς Ἐπιτροπὴ διὰ τὸν θεολογικὸν διάλογον μεταξὺ τῶν παπικῶν καὶ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία συνεδρίασε μόλις πρὸ ἐννεαμήνου εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν ἐξέδωσε κείμενον μὲ τίτλον «Συνοδικότητα καὶ πρωτεῖο στὴ δεύτερη χιλιετία καὶ σήμερα (Ἀλεξάνδρεια, 7 Ἰουνίου 2023)», τὸ ὁποῖον ἐδημοσιεύθη καὶ ἐπισήμως πρόσφατα εἰς τὸ περιοδικὸν «Ὀρθοδοξία» (Περίοδος Γ΄ 4, Ὀκτώβριος-Δεκέμβριος 2023). Περιέχει πολλὰ καὶ ἐνδιαφέροντα διὰ σχολιασμόν. Τὸ κέντρον ἐνδιαφέροντος ὅμως εἶναι ἡ ὑποτιθεμένη πρόοδος τοῦ παπισμοῦ. Ἂς ἑστιάση κανεὶς εἰς τὴν πλαστὴν εἰκόνα ὅτι ὁ παπισμὸς υἱοθετεῖ τὴν συνοδικότητα. Συγκεκριμένα ἀναφέρονται τὰ ἑξῆς:

  «Ἡ Β΄ Βατικανὴ ἐνσωμάτωσε καὶ συμπλήρωσε τὴ διδασκαλία τῆς Α΄ Βατικανῆς, ὅτι ὁ πάπας ἔχει τὴν ἀνώτατη καὶ πλήρη ἐξουσία ἐπὶ τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὅτι σὲ συγκεκριμένες περιπτώσεις θὰ μποροῦσε ἀλάθητα νὰ διακηρύξει τὴν πίστη τῆς Ἐκκλησίας, λέγοντας ὅτι τὸ σῶμα τῶν ἐπισκόπων («τὸ κολλέγιο/σύλλογος τῶν ἐπισκόπων») ἑνωμένο μὲ τὴν κεφαλή του, τὸν πάπα, ἀσκεῖ ἐπίσης καὶ τὰ δύο αὐτὰ προνόμια (Lumen Gentius, 22, 25, ἀντίστοιχα). Ἔτσι, εἰσήχθη μία μεγαλύτερη ἐξισορρόπηση ἀνάμεσα στοὺς ἐπισκόπους καὶ στὸν πάπα. Ἡ Σύνοδος ἐπαναβεβαίωσε τὴν εὐθύνη τῶν ἐπισκόπων ὄχι μόνο γιὰ τὶς δικές τους τοπικὲς Ἐκκλησίες ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν Ἐκκλησία ὡς ὅλον (Lumen Gentium, 23) καὶ τόνισε ἰδιαιτέρως τὴ σημασία μιᾶς Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὅπου οἱ ἐπίσκοποι ἐνεργοῦν ἀπὸ κοινοῦ μὲ τὸν πάπα ὡς «διδάσκαλοι καὶ κριτὲς τῆς πίστεως καὶ τῶν ἠθῶν γιὰ τὴν καθόλου Ἐκκλησία» (Lumen Gentium, 25). Τὸ 1965, ὁ Πάπας Παῦλος Στ΄ θεσμοθέτησε τὴ Σύνοδο τῶν Ἐπισκόπων, ὡς «διαρκῆ Σύνοδο τῶν ἐπισκόπων γιὰ τὴν καθόλου Ἐκκλησία», ἀντιπροσωπευτική «τοῦ ἐπισκοπικοῦ σώματος συνόλης τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας», ἡ ὁποία θὰ ἐπικουροῦσε τὸν πάπα μὲ συμβουλευτικὴ καὶ γνωμοδοτικὴ ἰδιότητα (Ἀποστολικὴ Ἐπιστολή, Apostolica Sollicitudo)».

Ὁ «Ἐφημέριος» διὰ τὴν Β΄ Βατικανὴν

  Εἶναι ὅμως αὐτὴ ἡ αὐθεντικὴ εἰκών, τὴν ὁποίαν παρουσιάζει πρὸς τὰ ἔξω ἡ θεολογικὴ ἐπιτροπή; Εἶναι γνωστόν, ὅτι ἐκτενῆ Ὀρθόδοξον κριτικὴν εἰς τὴν Β΄ Βατικανὴν ἔχει ἀσκήσει ἤδη ὁ π. Πέτρος Χὶρς μὲ τὴν διατριβήν του ἤδη τὸ 2014. Ἔχει ὅμως ἰδιαιτέραν σπουδαιότητα μία πρόσφατος καὶ ἐν ἐξελίξει κριτικὴ εἰς τὴν αὐτὴν παπικὴν Σύνοδον, ὄχι μόνον διότι αὐτὴ προβαίνει εἰς ἐπισκόπησιν τῶν κυριοτέρων ἐνστάσεων παπικῶν καὶ Ὀρθοδόξων θεολόγων ἐναντίον τῆς Β΄ Βατικανῆς, ἀλλὰ ἐπιπλέον ἐπειδὴ δημοσιεύεται εἰς συνεχείας εἰς τὸ ἐπίσημον περιοδικὸν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος «Ἐφημέριος». Εἰς τὸ πρὸ ἑβδομάδος κυκλοφορηθὲν τεῦχος («Ἀρχιμ. Ἀμφιλοχίου Μίλτου, Ἰχνηλατώντας τὴν συνοδικότητα (ΙΧ), εἰς τὸ περιοδικὸν «Ἐφημέριος», Μάρτιος-Ἀπρίλιος 2024») ἀναφέρονται καὶ τὰ ἀκόλουθα:

 «Ἡ θεωρία τῆς συλλογικότητας εἶναι φυλακισμένη στὸ πλαίσιο τοῦ ρωμαϊκοῦ πρωτείου, ἀφοῦ κάθε φορὰ ποὺ γίνεται ἀναφορὰ στὸν σύλλογο τῶν ἐπισκόπων ἐπαναλαμβάνεται ἡ ἐξάρτησή του ἀπὸ τὴν κεφαλὴ τοῦ συλλόγου, δηλαδὴ τὸν πάπα, καὶ ὅλες οἱ ἐξουσίες του ἐπιβεβαιώνονται ἐμφατικὰ σὲ πολλὰ σημεῖα τοῦ 3ου κεφαλαίου τοῦ περὶ Ἐκκλησίας διατάγματος (Lumen gentium). Κάθε εἴδους ἀμφισβήτηση τοῦ πρωτείου εἶναι ἀσφαλῶς ἐκτὸς συζήτησης καὶ στὴν καλύτερη περίπτωση μποροῦσαν οἱ ἐπίσκοποι νὰ θεωρηθοῦν στὸ ἴδιο ἐπίπεδο μὲ τὸν πάπα ἀλλὰ ποτὲ χωρὶς αὐτόν…

  Ἡ συλλογικότητα ὑποσκελίζεται ἀπὸ τὶς ἐπαναλήψεις τῶν προνομίων τοῦ πάπα, ὡσὰν ὁ σκοπὸς νὰ ἦταν ἡ ἐνίσχυση τοῦ παπικοῦ πρωτείου καὶ ἀλαθήτου. Σχετικὰ μὲ τὸ τελευταῖο, ἡ Β΄ Βατικανὴ προσθέτει μόνο ὅτι ὁ πάπας εἶναι κεφαλὴ τοῦ ἐπισκοπικοῦ συλλόγου, ὅμως τὸ ἀλάθητό του δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν συμφωνία τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἐναντίον του δὲν ὑπάρχει ἔκκλητο…

 Ἂς θυμηθοῦμε ὅτι ἡ περίφημη ἐπεξηγηματικὴ Σημείωση Nota praevia ποὺ ἄνωθεν προστέθηκε στὸ 3ο κεφ. τοῦ Lumen gentium ἀποδυνάμωσε ἢ μᾶλλον ἀκύρωσε τὴν διδασκαλία τῆς συλλογικότητας…

  Μᾶλλον δὲν μποροῦμε νὰ μιλᾶμε γιὰ ἐξουσία τοῦ συλλόγου τῶν ἐπισκόπων. Ὑπάρχει μόνο αὐτὴ τοῦ πάπα, ὁ ὁποῖος, ὅταν θέλει, μπορεῖ νὰ συνδέσει σὲ αὐτὴν καὶ τοὺς ἐπισκόπους…

  Ἡ ἐξουσία ποὺ τοὺς ἀναγνώρισε ἡ Β΄ Βατικανὴ τελικὰ ἀπορροφᾶται ἀπὸ τὸν πάπα καὶ ἔτσι αὐτὴ παραμένει περιορισμένη ὅπως καὶ πρίν».

  Ὡς ἀντιλαμβάνεται ὁ πλέον ἀνίδεος ἐπὶ τῶν ἐκκλησιολογικῶν ζητημάτων τὰ ὅσα γράφονται εἰς τὸν «Ἐφημέριον» εἶναι πλήρης ἀναίρεσις ὄχι τῆς Β΄ Βατικανῆς, ἀλλὰ τῆς τεχνητὰ σχεδιασμένης εἰκόνος, τὴν ὁποία παρουσιάζει πρὸς τὸ εὐρὺ κοινὸν τὸ κείμενον τῆς Μεικτῆς Διεθνοῦς Ἐπιτροπῆς ἐπὶ τοῦ Διαλόγου. Ἡ Β΄ Βατικανὴ εἶναι ἡ ἰσχυροποίησις τοῦ «παπικοῦ πρωτείου», καθὼς ὄχι μόνον δὲν προάγει τὴν συνοδικότητα, ἀλλὰ τὴν καθιστᾶ ὑποτελῆ εἰς τὸν Πάπαν.

  Ἀλήθεια, διατί τόση ἀπόκλισις μεταξὺ τῶν ἐνισταμένων καὶ τῶν μετεχόντων εἰς τὸν Διάλογον; Ποῖοι συμμετέχουν εἰς τὸν Διάλογον; Ποῦ λογοδοτοῦν; Διατί δὲν ἀφήνουν τὰς φλυαρίας, διὰ νὰ εἰσέλθουν μὲ εἰλικρίνειαν καὶ ἀποφασιστικότητα εἰς τὸ κέντρον τῶν προβλημάτων, τὸ «πρωτεῖον»; Ποῦ ὁδεύει ὁ Διάλογος;

Θὰ γίνη ἡ «ἕνωσις»;

  Ἡ ἀπάντησις εἰς τὰ ἐρωτήματα αὐτὰ δίδεται παραδόξως ἀπὸ τὸ ἴδιον τὸ κείμενον τῆς Μεικτῆς Ἐπιτροπῆς, ἐφ’ ὅσον κανεὶς δώση τὴν ἀπαιτουμένην προσοχὴν καὶ ἑρμηνεύση ὀρθὰ τὰ καίρια σημεῖα, εἰς τὰ ὁποῖα καταλήγει τὸ κείμενον, δηλαδὴ τὰ ἑξῆς:

  «Τὸ 1995, ὁ Πάπας Ἰωάννης Παῦλος Β΄…Ἐξέφρασε ἑτοιμότητα «νὰ βρεῖ ἕνα τρόπο ἄσκησης τοῦ πρωτείου ὁ ὁποῖος, χωρὶς νὰ ἀποκηρύσσει κατ’ οὐδένα τρόπο αὐτὸ ποὺ εἶναι οὐσιῶδες στὴν ἀποστολή του, θὰ εἶναι ἐντούτοις ἀνοικτὸς σὲ μιὰ νέα κατάσταση» καὶ πρότεινε μιὰ συζήτηση, εἰδικότερα ἀνάμεσα σὲ Ρωμαιοκαθολικοὺς καὶ Ὀρθοδόξους ἐπισκόπους καὶ θεολόγους, σχετικὰ μὲ τὴν ἄσκηση τοῦ πρωτείου «ὥστε νὰ ἀναζητήσουμε –ἀπὸ κοινοῦ, βεβαίως– τὶς μορφὲς διὰ τῶν ὁποίων αὐτὴ ἡ διακονία θὰ μπορεῖ νὰ ἐπιτελεῖ μία ὑπηρεσία ἀγάπης, ἡ ὁποία νὰ ἀναγνωρίζεται ἀπὸ ὅλους τοὺς ἐμπλεκομένους» (Ut Unum Sit, 95). Ὁ Πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ΄ καὶ ὁ Πάπας Φραγκίσκος ἐπανέλαβαν συχνὰ αὐτὴν τὴν πρόσκληση…

  Ὑπάρχει, ἐπίσης, προθυμία νὰ γίνει διάκριση ἀνάμεσα σὲ ἐκεῖνο ποὺ μπορεῖ νὰ ὀνομαστεῖ πατριαρχικὸ ἀξίωμα τοῦ πάπα, ἐντὸς τῆς Δυτικῆς ἢ Λατινικῆς Ἐκκλησίας, καὶ στὴ διακονία του ὡς «πρώτου» στὴν κοινωνία ὅλων τῶν Ἐκκλησιῶν, γεγονὸς ποὺ παρέχει νέες εὐκαιρίες γιὰ τὸ μέλλον…

  Ἡ Ἐκκλησία ἔχει βαθιὲς ρίζες στὸ μυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ μιὰ εὐχαριστιακὴ ἐκκλησιολογία τῆς κοινωνίας εἶναι τὸ κλειδὶ γιὰ τὴ διατύπωση μιᾶς ὑγιοῦς θεολογίας τῆς συνοδικότητας καὶ τοῦ πρωτείου.

Ἡ ἀλληλεξάρτηση τῆς συνοδικότητας καὶ τοῦ πρωτείου εἶναι θεμελιώδης ἀρχὴ στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας…».

  Συνειδητοποιεῖ κανεὶς ὅτι οἱ τρεῖς τελευταῖοι πάπες (μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ὁ νῦν κ. Φραγκίσκος), ἀπολύτως εὐθυγραμμισμένοι εἰς ἑνιαίαν γραμμὴν καὶ στόχευσιν, ὄχι μόνον δὲν παραιτοῦνται ἀπὸ τὸ «πρωτεῖον», ἀλλὰ ἀναζητοῦν τρόπον νὰ καταστῆ αὐτὸ ἀποδεκτόν, τόσον ἀπὸ τοὺς ἀντιρρησίας εἰς τὴν Δύσιν, ὅσον καὶ ἀπὸ τοὺς ἔχοντας ἀπορρίψει αὐτὸ πρὸ αἰώνων Ὀρθοδόξους εἰς τὴν Ἀνατολήν.

  Ἡ μεθόδευσις εἶναι γνωστὴ καὶ εἰς αὐτὴν συνέβαλε τὰ μέγιστα ὁ κυρὸς Περγάμου: ἀφ’ ἑνὸς νὰ θεμελιωθῆ τὸ «πρωτεῖον» τοῦ Πατρὸς εἰς τὴν Ἁγίαν Τριάδα (Ὤ! τῆς βλασφημίας!) καὶ ἀφ’ ἑτέρου νὰ πεισθοῦν οἱ Ὀρθόδοξοι ὅτι ὑπάρχει ὁπωσδήποτε κάποιου εἴδους «πρωτεῖον» ἐγγενὲς εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, ἄνευ τοῦ ὁποίου δὲν ὑφίσταται συνοδικότης, δὲν ὑφίσταται Ἐκκλησία, δὲν ὑφίσταται ἑνότης.

  Αὐτὰ ἔχουν ἤδη ἐπηρεάσει ἕνα μέρος τῶν Ὀρθοδόξων. Εἰς τὴν ἐποχήν μας ἀκολουθεῖ τὸ ἑπόμενον στάδιον, ὅπως τὸ περιγράφει μὲ κωδικὸν τρόπον τὸ παρατεθὲν ἀπόσπασμα: θὰ γίνη ἀποδοχὴ τοῦ «παπικοῦ πρωτείου» ὡς ἔχει μόνον ἐντὸς τῶν κόλπων τῆς Δύσεως χωρὶς αὐτὸ νὰ ἀποτελῆ πρόσκομμα εἰς τὴν ἐκκλησιολογίαν τῶν Ὀρθοδόξων (εἶναι ἄλλωστε ἄποψις, τὴν ὁποίαν εἶχεν ἐκφράσει κάποτε καὶ ὁ Καθηγητὴς τῆς Δογματικῆς κ. Γ. Μαρτζέλος) καὶ παραλλήλως ἀποδοχὴ ἑνὸς γενικοῦ «πρωτείου» τοῦ Πάπα εἰς Δύσιν καὶ Ἀνατολήν, εἰς τὸ πλαίσιον τὸ ὁποῖον διαμορφώνει καὶ καλλιεργεῖ σήμερα τὸ Φανάρι (δηλ. «πρώτου ἄνευ ἴσων», τοῦ «πρώτου» νοουμένου εἴτε ὡς προσώπου εἴτε ὡς «θρόνου»! πρβλ. ἀπόψεις Ἀμερικῆς Ἐλπιδοφόρου καὶ Κρήνης Κυρίλλου Κατερέλου). Ἔπειτα ἡ μεταπήδησις ἀπὸ τὸ ἕνα πρωτεῖον εἰς τὸ ἕτερον θὰ εἶναι τὸ πλέον εὔκολον…

  Διὰ νὰ λύσωμεν τὴν ἀρχικὴν ἀπορίαν: πῶς ὁ Περγάμου, ἐνῶ εἰργάζετο δι’ αὐτὰ ἦτο ἀπαισιόδοξος; Μία βαθυτέρα προσέγγισις, τὴν ὁποίαν δὲν θὰ ἐπιχειρήσωμεν ἐνταῦθα, εἶναι ὅτι τὴν «ἕνωσιν» ἀντελαμβάνετο γενικῶς ἐν σχέσει πρὸς τὴν ἐσχατολογίαν καὶ ὄχι τὴν ἱστορίαν. Ἐπὶ τοῦ παρόντος ὅμως ἂς ἀρκεσθῶμεν εἰς τὴν ἁπλῆν ἐξήγησιν: διέβλεπε (διότι κακόδοξος ἦτο, ἀλλὰ ὄχι καὶ ἀνόητος) ὅτι ὁ ἀντιοικουμενισμὸς ἔχει ἑδραιωθῆ τόσον ἰσχυρὰ μὲ τὴν πάροδον τῶν δεκαετιῶν, ὥστε κανένα θεολογικὸν «τρὶκ» δὲν θὰ πείση τοὺς πολλοὺς ὅτι ὁ…. λύκος «ἔγινε ἀρνάκι». Ὅσον ὅμως βάλλεται τὸ ὀρθόδοξον φρόνημα καὶ οἱ μέχρι πρότινος ἰσχυρῶς θωρακισμένοι πιστοὶ μεταβάλλονται εἰς εὐαλώτους «ἀνεμοδείκτας», ὥστε νὰ πορεύωνται, ὅπου φυσοῦν οἱ οἰκουμενισταί, ὅλα καθίστανται δυνατά…

  Τὰ δύο ἐρωτήματα, τὰ ὁποῖα ὀφείλουν νὰ ἀπαντήσουν ὅλοι οἱ Ἱεράρχαι, εἶναι: ἐφ’ ὅσον ὁ παπισμὸς -ἐπισήμως καὶ ἀνεπισήμως- δὲν παραιτεῖται ἀπὸ τὸ «πρωτεῖον», δηλ. τὴν ρίζα ὅλων τῶν παπικῶν αἱρέσεων, ποῖος ὁ πραγματικὸς σκοπὸς τοῦ ΘΕΟΛΟΓΙΚΟΥ διαλόγου; Οἱ Οἰκουμενισταί, οἱ ὁποῖοι διχάζουν τοὺς Ὀρθοδόξους, διὰ νὰ ὑπηρετήσουν αὐτὸν τὸν «ἄγνωστον» (πολιτικόν; γεωπολιτικόν; οἰκονομικόν;…) σκοπόν, ποίας ἀντιμετωπίσεως εἶναι ἄξιοι ἂν ὄχι ἐκείνης τῶν ἐθνικῶν καὶ ἐκκλησιαστικῶν ἐξωμοτῶν;