Σάββατο 2 Μαρτίου 2024

ΘΑΥΜΑΣΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΣΤΗΝ ΖΩΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ: ΟΙ ΓΟΝΕΙΣ ΤΟΥ

 

Ψυχοφελή

Αρχιμ. Δανιήλ Γούβαλης (+)

«Πάτερ Γρηγόριε…»

 

    Αν στον βίο απλών Χριστιανών που προσπα­θούν να εναρμονίζουν την ζωή τους με τις επιταγές της Εκκλησίας, παρατηρούνται αρκετά θαυμαστά γεγονότα, τι να πούμε για τους κληρικούς, τι να πούμε για τους μεγάλους πατέρες της Εκκλησίας.

Σήμερα θα περιδιαβάσουμε μερικές σελίδες από την ζωή του λαμπρού φωστήρας της Εκκλησίας Γρηγορίου του Θεολόγου.

Εν πρώτοις θα δούμε κάποια υπερφυσικά ση­μεία που συνδέονται με τους γονείς του.

Ο πατέρας του ωνομαζόταν  κι εκείνος Γρη­γόριος. Κατ’ αρχήν είχε μπλέξει με την θρησκευ­τική κίνησι των Υψισταρίων, ένα κράμα εθνικής και ιουδαϊκής θρησκείας. Με την επίδρασι της ευσεβούς συζύγου του Νόννας έγινε Χριστιανός. Ό­ταν η Νόννα τον ωδήγησε  στον μητροπολίτη της Καισαρείας Λεόντιο για να του διαβάση την ευχή εις κατηχούμενον, συνέβη κάτι το θαυμαστό, το προφητικό. Να σημειώσουμε ότι ο μητροπολίτης Λεόντιος ήταν διερχόμενος από την Ναζιανζό, με προορισμό την Νίκαια, όπου θα γινόταν η Α’ Οι­κουμενική Σύνοδος.

Ο ιερεύς της Ναζιανζού είχε κανονίσει τα της τελετής στο κατηχουμενείο. Πάντοτε όταν διαβαζόταν αυτή η ευχή, οι κατηχούμενοι στέκον­ταν όρθιοι. Εδώ όμως ο επίσκοπος είπε στον Γρηγόριο να γονατίση ή ο Γρηγόριος από μόνος του γονάτισε. Οι παρισταμένοι όλοι εντυπωσιάσθηκαν. Όλοι ήξεραν ότι μόνο, όταν επρόκειτο  για το μυ­στήριο της ιερωσύνης, διαβαζόταν έτσι η ευχή. Τότε από τα χείλη των παρισταμένων ακούσθηκε ο λόγος: «Ο Γρηγόριος προορίζεται για ιερεύς». Ο γυιός του, ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, θα γράψη αργότερα: «Προτυποί το μέλλον η χάρις και τύπος ιερωσύνης τη κατηχήσει μίγνυται». Δηλαδή ο μη­τροπολίτης διαβάζοντας ευχή κατηχήσεως την διά­βασε ως προς την εξωτερική πλευρά του πρά­γματος, σαν να διάβαζε ευχή για ιερωσύνη. Τα μεν λόγια ήταν για κατηχούμενο, ενώ η στάσις του υποψηφίου νεοφώτιστου ήταν στάσις υποψηφίου κλη­ρικού. Ο μητροπολίτης Λεόντιος δεν σκέφθηκε ότι γίνεται μία παρατυπία. Ο Θεός δεν άφησε το μυα­λό του να το σκεφθή, αλλά επέτρεψε να παραπλανηθή. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος σχολίασε αρ­γότερα το περιστατικό ως εξής: «Πλανώνταί τινα πλάνην πνευματικήν οι της ακριβείας διδάσκαλοι και προτυποί το μέλλον η χάρις». Η πλάνη του μη­τροπολίτου επετράπη από την θεία χάρι, για να προτυπωθή, να προφητευθή κάποιο μελλοντικό γεγονός, η ιερατική ιδιότης που θα αποκτούσε στο μέλλον ο τωρινός κατηχούμενος.

Έκτακτο ήταν και το γεγονός που συνέβη κατά την βάπτισι του πατέρα του αγίου Γρηγορίου. Δηλαδή καθώς ο Γρηγόριος-πατέρας βγήκε από το νερό του βαπτίσματος, τα μάτια ενός παρισταμένου γέμισαν έκπληξι, διότι έβλεπαν τον νεο­φώτιστο να λάμπη με θεϊκό φως. Νομίζοντας ό­μως ότι αυτός μόνο το βλέπει, δεν μίλησε. Αλλά αυτό έγινε ορατό σε όλους. Ο καθένας όμως, νο­μίζοντας ότι μόνο αυτός βλέπει το εξαίσιο θέαμα, σιωπούσε.

Ύστερα από λίγο όμως διαπιστώθηκε ότι η λάμψις του νεοφώτιστου έγινε αισθητή σε όλους. Ο γυιός αργότερα θα γράψη σχετικώς: «Εξελθόντα δε αυτόν εκ του ύδατος, φως περιαστράπτει και δόξα της διαθέσεως αξία, μεθ’ ης προσήλθε τω χαρίσματι της πίστεως» (Επιτάφιος εις τον Πατέρα, ιγ’). Δη­λαδή, «μόλις αυτός εξήλθε από το νερό, τον περιλάμπει ένα αστραφτερό φως και τον περιλούζει μία δόξα, η οποία αντιστοιχούσε στην ένθερμη ψυχική του διάθεσι, με την οποία προχώρησε στην χριστιανική πίστι και στο μυστήριο του βαπτίσματος».

Εν τω μεταξύ ο ιερεύς ή ο επίσκοπος που ετέλεσε το μυστήριο δεν μπόρεσε να συγκρατήση τον εαυτό του και με ενθουσιασμό φώναξε: «Αυτός που βαπτίσθηκε σήμερα πρόκειται να γίνη διάδοχός μου. Σήμερα δηλώθηκε από το Άγιο Πνεύμα ότι έ­χρισα τον διάδοχό μου».

❖ ❖❖

    Η μητέρα του Αγίου Γρηγορίου, η Νόννα, ήταν στολισμένη με όλες τις χάρες, με σωματική ομορ­φιά, με ευγενική καταγωγή, με κάθε είδος αρετής και μάλιστα με την ελεημοσύνη, με εξαίρετο ήθος, με ισχυρή θέλησι, με μεγάλη ευσέβεια. Είχε κατά την φράσι συγχρόνου συγγραφέως: «Εύκλειαν γέ­νους, ευσέβειαν και ήθος και κάλλος και πασών των αρετών το σύμπλεγμα».

Περνούσαν αρκετά χρόνια συζυγικής ζωής, και παιδοποιία πουθενά. Αλλά η Νόννα δεν απελπιζόταν. Με επίμονες και δακρύβρεχτες προσευχές πέ­τυχε το ποθούμενο. Έτσι σε προχωρημένη ηλικία αποκτά κατ’ αρχήν μία κόρη, την Γοργονία. Η στείρωσις λύθηκε. Και οι δοξολογίες για το μεγά­λο θαύμα ήταν ακατάπαυστες.

Στην συνέχεια η Νόννα ήθελε να αποκτήση ένα γυιό. Είχε καημό να προσφέρη στην Εκκλησία ένα κληρικό, ένα αφωσιωμένο εργάτη στον ιερό αμπελώνα. «Δώσε μου, Θεέ μου, ένα γυιό, για να σού τον δώσω». Έτσι προσευχόταν.

Για τα όνειρα, ξέρουμε ότι άλλα προέρχονται από τον εαυτό μας, αλλά από τον διάβολο. Υπάρ­χουν και όνειρα που προέρχονται από την θεία χάρι. Μάλιστα μερικά από αυτά κουβαλούν επάνω τους προφητικό μήνυμα. Πρόκειται για προφητικά όνειρα. Σε βίους αγίων πολλές φορές συναντούμε τέτοιου είδους ονείρατα. Πρόχειρα παραπέμπουμε στον βίο του αγίου Πολυκάρπου, όπου κάποιο ό­νειρο του προφήτεψε τον τρόπο με τον οποίο θα μαρτυρούσε.

Επανερχόμαστε στην Νόννα. Κάποιο βράδυ, εκεί που κοιμόταν, είδε ένα όνειρο που σκόρπισε στην ψυχή της αγαλλίασι. Μόλις ξύπνησε είπε χαρούμενη στον άνδρα της: «Ο Θεός θα μας δώση μεγάλη χαρά. Θα αποκτήσουμε ένα αγοράκι και θα του δώσουμε το όνομά σου». Ως γνωστόν σ’ εκείνα τα μέρη της Καππαδοκίας και του Πόντου, συνηθιζόταν πολύ το όνομα «Γρηγόριος», προς τιμήν του μεγάλου θαυματουργού Αγίου, του Γρηγορίου Νεοκαισαρείας.

Η Νόννα, πριν γεννήση τον Θεολόγο γυιό της, τον είδε. Γνώρισε και το όνομά του. Να, πως πε­ριγράφει το γεγονός η γραφίδα του γυιού της:

«Αύτη ποθούσα παιδός άρρενος γόνον ιδείν εν οίκω… Θεώ προσωμίλησε και δείται πόθου τυχείν. Επεί δ’ ην δυσκάθεκτος την φρένα, δώρον δίδωσιν, όνπερ ηξίου λαβείν, και την δόσιν φθάνουσα τη προθυμία. Και τοίνυν ευχής ούχ αμαρτάνει φίλης, αλλ’ ήκεν αυτή δεξιόν προοίμιον όψις σκιάν φέρουσα των αιτουμένων. Εμόν γαρ είδος εμφανώς παρίσταται και κλήσις· ηδ’ ην έργον η νυκτός χάρις» (Έπη ιστορικά, ΙΑ’, περί τον εαυτού βίον). Δηλαδή: «Η μητέρα μου ποθούσε να δη στο σπίτι αρσενικό παιδί. (Σημειωτέον ότι θηλυκό είχε, την Γοργονία). Προσεύχεται στον Θεό και ζη­τεί να εκπληρωθή ο πόθος της. Ήταν πολύ ορ­μητική στο αίτημά της και αφιερώνει ως δώρον στον Θεό, αυτόν που ζητούσε να λάβη από τον Θεό. Ήταν ολοπρόθυμη να τον αφιερώση. Λοιπόν, δεν αποτυγχάνει στο ποθητό αίτημά της. Σαν ευχάριστο προοίμιο της παρουσιάσθηκε κάποιο όνειρο που προτύπωνε την εκπλήρωσι του αιτή­ματος. Της εμφανίσθηκε καθαρά η μορφή μου και το όνομά μου. Αυτό το εκ της θείας χάριτος νυκτε­ρινό όνειρο έγινε πραγματικότης». Αυτά γράφει ο άγιος Πατήρ.

Όταν ο ιερός Γρηγόριος ήταν 18-19 ετών, δι­ψώντας για μόρφωσι και σπουδές, ήλθε στην Καισάρεια της Παλαιστίνης, όπου μπορούσε να καταρτισθή ιδιαίτερα στην ρητορική. Έμεινε εκεί ένα χρόνο ή και κάτι περισσότερο και κατόπιν πήγε στην Αλεξάνδρεια, όπου σπούδαζε ο αδελφός του Καισάριος. Εκεί παρέμεινε λιγώτερο από χρόνο, γιατί ο νους του στρεφόταν στις σχολές των Α­θηνών. Στις αρχές Νοεμβρίου του 350 ξεκίνησε με αιγινήτικο καράβι για την πόλι της σοφίας. Αλ­λά το ταξείδι αυτό επεφύλασσε τρομερές αγωνίες.

Επί είκοσι σχεδόν ημέρες οι επιβάτες του πλοίου βρίσκονταν στο χείλος του ολέθρου. Ζούσαν ατμό­σφαιρα κολάσεως. Το κακό ξέσπασε, καθώς το πλοίο παρέπλεε την Κύπρο. Το καράβι, ο σφοδρός αέρας, τα φοβερά κύματα, ο μελανός ουρανός, που γινόταν όλο πιο ζοφερός απετέλεσαν ένα σύμπλε­γμα μαύρης κολάσεως, που γινόταν πιο απαίσιο με την ηχητική του. Με τα αστραπόβροντα, με το σφύριγμα των ανέμων και με τον πάταγο των κυ­μάτων ενώνονταν τα τριξίματα των σχοινιών και των ιστίων και οι οδυνηρές κραυγές των επιβατών.

Ο ιερός Πατήρ μας περιέγραψε την τραγική κατάστασι στο ποίημά του: «Έπη ιστορικά, ΙΑ’, Περί τον εαυτού βίον»:

«…Κύπρον τα πλευρά· και στάσις των πνευμάτων έβραζε την ναυν και τα πάντα ην νυξ μία· γη, πόντος, αιθήρ, ουρανός ζοφούμενος· βρονταί δ’ επήχουν αστραπών τινάγμασιν, κάλοι δ’ ερρόχθουν ιστίων πληρουμένων («κάλοι» είναι τα σχοινιά, «ερρόχθουν»: έκαναν πάταγον, έτριζαν) έκλινεν ιστός, οιάκων δ’ ουδέν σθένος· βία γαρ ηρπάζοντο χειρός αυχένες (δηλαδή από την βία των ανέμων δεν μπορούσαν τα χέρια του τιμονιέρη να κρατήσουν το τιμόνι. Ξεκολλούσαν τα χέρια από τις πλάτες).

Πλήρες δ’ υπερτοιχούντος ύδατος σκάφος. Βοή δε συμμιγής τε και θρήνων πλέως ναυτών, κελευστών, δεσποτών, επηβόλων Χριστόν καλούντων εκ μιας συμφωνίας, και των όσοι το πρόσθεν, ηγνόουν Θεόν». Όλοι μέσα στο πλοίο, σημειώνει ο ιερός Πα­τήρ, φώναζαν θρηνητικά: «Χριστέ μου, σώσε μας», «Χριστέ μου, βοήθα μας». Και αυτοί που προη­γουμένως δεν σκέφτονταν Θεό, τώρα μόνο σ’ Αυτόν έστρεφαν τα βλέμματά τους.

Στα αλλά δεινά προστέθηκε και η έλλειψις νερού, γιατί σ’ ένα στροβίλισμα του καραβιού κόβε­ται, σπάζει το ντεπόζιτο του νερού και πετάγεται στην θάλασσα. Με την παρατεινόμενη τρικυμία τε­λειώνουν και οι τροφές. Ευτυχώς φάνηκε κάποιο πλοίο εμπορικό από την Φοινίκη και με μεγάλες προσπάθειες τους προμήθευσε νερό και τροφές. Αλλά η θάλασσα δεν εννοούσε να ηρεμήση. Οι ημέ­ρες περνούσαν και οι βρυχηθμοί του πόντου, αντί να σιγάσουν, αγρίευαν.

«Ο δ’ ηγριούτο και πλέον βρυχώμενος πόντος καθ’ ημών ημέραις εν πλείοσιν».

Βρυχώμενος πόντος. Θάλασσα που ωρυόταν σαν άγριο λιοντάρι. Η κατάστασις αυτή κρατούσε δύο εβδομάδες και τώρα έμπαινε στην τρίτη. Ό­λοι οι επιβάτες καταλάβαιναν ότι δεν τον γλυτώ­νουν τον θάνατο. Ο άγιος Γρηγόριος εκεί πάνω στην πρύμνη, τόσα ημερόνυχτα, καθώς έβλεπε τα αφρισμένα κύματα να υψώνωνται σαν βουνό και μέ­ρος του νερού να πέφτη μέσα στο πλοίο, καθώς σκέφθηκε ότι σε λίγο όλα τελειώνουν, καθώς ακόμη δεν είχε λάβει το άγιο βάπτισμα — συνηθιζόταν τότε να καθυστερούν το βάπτισμα — και θα πέθαινε α­βάπτιστος, συγκέντρωσε όλες τις δυνάμεις του και έκανε μία προσευχή, τόσο έντονη και τόσο συγκλο­νιστική, που ποτέ του μέχρι τότε δεν είχε κάνει:

«Χριστέ μου, σωτήρα μου, πνοή μου, φως μου, συ που εξήρανες την θάλασσα για να διαβούν οι Ισραηλίτες, συ που επάταξες τον Αμαλήκ χάρις στα ανυψωμένα σε προσευχή χέρια, συ που έκανες τόσες θαυματουργίες κατά των Αιγυπτίων, συ που με τις σάλπιγγες και το περπάτημα έρριξες κάτω τα τείχη της Ιεριχούς… στα τόσα παλαιά θαύμα­τα κάνε κι ένα νέο. Μη με αφήσης να χαθώ στη θά­λασσα. Μη με παραδώσης σ’ αυτά τα φονικά ύδατα, στερώντας με από τα άγια ύδατα της καθάρσεως. Μη με αφήσης να φύγω αβάπτιστος, χω­ρίς την ιερή σφραγίδα σου. Γεννήθηκα και έγινα δι­κός σου με το τάξιμο της μητέρας μου. Η γη με πρόσφερε σ’ εσένα. Ας με προσφέρη τώρα σ’ εσέ­να και η θάλασσα. Υπόσχομαι πλήρη αφιέρωσι σ’ εσένα. Γλύτωσέ με από τα δύο δυσάρεστα, από τον κίνδυνο της θάλασσας και από τον κίνδυνο να φύ­γω αβάπτιστος. Εάν με σώσης από τα δύο αυτά κακά, την ζωή μου την αφιερώνω σ’ εσένα. Εάν με εγκαταλείψης, θα χάσης ένα αφωσιωμένο λά­τρη σου. Τώρα μοιάζω σαν τους Αποστόλους, όταν ήταν στο πλοίο και ξέσπασε στην λίμνη τρικυμία. Να ενεργήσης παρόμοια: Ή για χάρι μου να σηκωθής από τον ύπνο και να επιτιμήσης τους ανέμους, ή να έρθης από μακρυά πεζοπορώντας πά­νω στα κύματα. Και έτσι να σταματήση η τρι­κυμία και ο φόβος».

Τόσο δυνατά ήταν τα λόγια αυτής της προσ­ευχής, ώστε ξεπερνούσαν τον γδούπο που έκαναν τα κύματα. Πεσμένος στην πρύμνη κατά πρόσωπον, ανασηκώνοντας και προς τα πάνω τα χέρια, με σχισμένο τον χιτώνα, ανέπεμπε τόσο γοερή την προσευχή, ώστε όλοι οι άλλοι επιβάτες ξέχασαν την δική τους συμφορά και συμμετείχαν στην δι­κή του στέλλοντας κι αυτοί βοερές προσευχές.

Η προσευχή αυτή του ιερού ανδρός έκανε το θαύμα της. Αμέσως σταμάτησαν οι άγριοι άνεμοι, κατασίγασαν τα ανυψωμένα κύματα και το πλοίο βρήκε τον δρόμο του. Με την προσευχή του εμπορεύθηκε την δική του σωτηρία, αλλά και όλων των συνταξειδιωτών, οι οποίοι αύξησαν την ευσέβειά τους και την πίστι τους προς τον Χριστόν — «απήλθον ευσεβούντες εις Χριστόν μέγαν, διπλήν λαβόντες εκ Θεού σωτηρίαν». Δηλαδή σώθηκαν σωματικά, αλλά σώθηκαν και πνευματικά, βλέπον­τας τι σημαίνει προσευχή προς τον Χριστό και παντοδυναμία του Χριστού.

Με αυτό το θαυμαστό γεγονός συνδέεται και κάποιο άλλο. Όταν ο άγιος Γρηγόριος προσευχό­ταν για την σωτηρία από την τρικυμία, τότε μαζί με τις δικές του κραυγές ανέβαιναν προς τον Χρι­στό και οι κραυγές των γονέων του. Κάποιο νυ­κτερινό όνειρο-όραμα τους έδειξε την τραγική κατάστασι του παιδιού τους. Έτσι με τις ικετήριες φω­νές από την θάλασσα έρχονταν να ενωθούν και άλλες από την ξηρά.

Αριθμούνται σαρανταπέντε λόγοι του αγίου Γρηγορίου. Ο δέκατος όγδοος τιτλοφορείται «Επι­τάφιος εις τον πατέρα, παρόντος Βασιλείου». Ο λόγος αυτός εκφωνήθηκε το 374 μ.Χ. στην κηδεία του πατέρα του, ο οποίος πέθανε σε ηλικία σχεδόν εκατό ετών, ενώ υπηρέτησε σαρανταπέντε χρόνια το θυσιαστήριο. Στην κηδεία έσπευσε και έδωσε το παρόν και ο Μέγας Βασίλειος.

Από αυτόν τον επικήδειο λόγο παρουσιάζουμε σε μετάφρασι με­ρικές γραμμές:

«Εκινδύνευα ο άθλιος να φύγω και μάλιστα αβάπτιστος, με ισχυρό πόθο για το πνευματικό ύδωρ μέσα στα φονικά ύδατα. Και γι’ αυτό βοούσα, ικέ­τευα, ποθούσα μικρή προθεσμία. Και μαζί μ’ εμένα βοούσαν οι συνταξειδιώτες και μάλιστα παρ’ όλο που αυτοί είχαν την δική τους συμφορά από τον κοινό κίνδυνο, και μάλιστα όχι κάποιοι φίλοι, αλλά άγνωστοι και ξένοι που έγιναν φιλάνθρωποι. Οι κίν­δυνοι τους έμαθαν να συμπονούν. Αυτά υπέφερα εγώ, αλλά μαζί μ’ εμένα υπέφεραν και οι γονείς μου. Ένα νυκτερινό όραμα τους πληροφόρησε για την τρικυμία και έτσι συμμετείχαν κι αυτοί στον κίνδυνο, βοηθώντας από την γη. Με την προσευ­χή τους καταπράυναν τα κύματα. Αυτό το διαπι­στώσαμε αργότερα όταν επιστρέψαμε, κάνοντας υπολογισμό στον καιρό και στις ημέρες. Αλλά τού­το μας το είχε φανερώσει κι ένας ευλογημένος ύ­πνος, όταν υποχώρησε λίγο η τρικυμία. Εγώ έ­βλεπα ότι κρατούσα μία ερινύα με βλέμμα φοβερό και με απειλή κακού. Το νυκτερινό όνειρο μου την παρουσίασε καθαρά.

»Κάποιος άλλος συνταξειδιώτης, ένας δούλος υπερβολικά φιλικός και αγαπητός σ’ εμένα, που συμμετείχε πολύ στην αγωνία μου, είδε στον ύπνο του την μητέρα μου να προχωρή πάνω στην θά­λασσα, να πιάνη το πλοίο και χωρίς μεγάλο κόπο να το σύρη στην γη. Και το όραμα αποδείχθηκε αληθινό. Η θάλασσα ημέρευε και αμέσως μας υποδέχθηκε η Ρόδος, χωρίς να ταλαιπωρηθούμε πο­λύ μέχρι να φτάσουμε εκεί».

Η μητέρα του αγίου Γρηγορίου, η Νόννα, με την αγιότητα της ζωής της παρακολουθούσε από μακρυά τον κίνδυνο του γυιού της και με τις θερ­μότατες προσευχές της βοηθούσε κι αυτή στην λύσι του δράματος.

 

Από το βιβλίο: Η ΕΚΠΛΗΞΙΣ ΤΟΥ ΥΠΕΡΦΥΣΙΚΟΥ

ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ – ΜΟΡΦΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ