π. ΘΕΟΚΛΗΤΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΗΣ
ΑΓ. ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ:
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΠΕΡΙ ΣΥΝΕΧΟΥΣ ΘΕΙΑΣ ΜΕΤΑΛΗΨΕΩΣ
Του Βιβλίου τούτου ημφεσβητήθη κατά το παρελθόν η πατρότης και μέχρι σήμερον ακόμη εξακολουθεί η αμφιβολία, των περισσοτέρων αποκλινόντων εις την άποψιν, ότι ανήκει εις τον Άγιον Μακάριον τον Νοταράν, εξ αφορμής του ότι μνημονεύεται εν τη Βιογραφία του Αγίου τούτου ανδρός υπό του Αθανασίου Βαρίου, αποδίδοντος το Βιβλίον εις αυτόν. Πρόκειται όμως περί λάθους, όπερ διέλαθε της προσοχής και αυτού και πολλών λογιών.
Του Βιβλίου τούτου η πρώτη έκδοσις του 1777, ήτις και εκυκλοφόρησεν ανωνύμως, εγένετο εν Βενετία. Εις τον Πρόλογον αναφέρεται το φρόνημα της Εκκλησίας από του Ιερού Ευαγγελίου, Αποστόλους και Συνοδικούς Κανόνας. Καταφέρεται κατά της κακής συνήθειας του δις ή τρις του έτους μεταλαμβάνειν, «ως συνήθειας νεωτέρας, ήτις εισήλθεν εν τη Εκκλησία και η οποία είναι ψυχοφθόρος καινοτομία και αποξενωμένη από την Εκκλησίαν. Διο και η παρασιώπησις της αληθείας κρίνεται ως προδοσία».
Ο ίδιος συγγραφεύς κρύπτει εαυτόν, διότι η αλήθεια είναι άσχετος προς τα πρόσωπα, τα οποία την εκφράζουν. «Μην περιεργάζεσαι, λέγει, τον πατέρα του εγχειριδίου τίς ποτε και ποιος είναι, αλλά κατανοώντας προσεκτικά των λεγομένων την καθαρότητα και την ως χρυσόν πεπυρωμένον λαμπρότητα, την αγαθήν μερίδα διάλεξε, και τους λόγους εκείνους μεν, οπού καθ’ οιονδήποτε τρόπον σε προσεγγίζουσιν εις τον Θεόν, αν και ανωνύμου τινός είναι, συ ως θείους δηλαδή εναγκαλίζου τους, εκείνους δε όπου δια τάχα ευλάβειαν σε απομακρύνουσιν από τον Θεόν, αν και Αγγέλου εξ ουρανού είναι, ως ψυχοφθόρους να τους βδελύττεσαι και να τους αποστρέφεσαι».
Αι απόψεις του ανωνύμου συγγραφέως είναι ότι εις κάθε εορταστικήν Λειτουργίαν οφείλουν οι Χριστιανοί να μεταλαμβάνουν, εκτός των κανονιζομένων και φέρει προς απόδειξιν μαρτυρίας τον Η’ και Θ’ Αποστολικούς Κανόνας, τον Β’ της εν Αντιόχεια Συνόδου, ως και της ΣΤ’ και Ζ’ Οικουμενικών Συνόδων, οι οποίοι επιτιμούν εκείνους, όπου εις την θείαν Λειτουργίαν αποστρέφονται την Μετάληψιν των Θείων Μυστηρίων χωρίς εύλογον αιτίαν. Ωσαυτώς λέγει, ότι ο σκοπός, αρχή και τέλος των ευχών της Θείας Λειτουργίας είναι η Μετάληψις. Είτα επικαλείται τους Κανόνας του Τιμοθέου Αλεξανδρείας, τους οποίους αι Σύνοδοι ΣΤ’ και Ζ’ επεκύρωσαν. Κάμνει δριμύν έλεγχον κατά των διαστρεφόντων τους Πατερικούς όρους και λέγει, ότι το Σάββατον και Κυριακήν γίνεται Λειτουργία και οφείλουσιν οι Πιστοί να μεταλαμβάνωσι. Συνεχίζων, λέγει, ότι η Κοινωνία θερμαίνει την ψυχρότητα της ψυχής και αναπτύσσει διαλεκτικώς την θέσιν του Μυστηρίου μετά πολλής θέρμης και ισχύος απολογητικής ου της τυχούσης. Κυρίως στρέφεται κατά της προλήψεως περί του δις ή τρίς του έτους μεταλαμβάνειν. Γενικώς παρουσιάζει τάσεις άμύνης των Ιερών Παραδόσεων και δύναταί τις να ανεύρη στοιχεία πολεμικής κατά των παραβαινόντων τα προνόμια της Κυριακής, κακίζων την γονυκλισίαν της Πεντηκοστής — αιτήματα καθαρώς και των «Κολλυβάδων». Επιτίθεται λαύρως κατά των «ψευδευλαβών», οι οποίοι λέγουν ότι η συχνή θεία Μετάληψις είναι δια τους τελείους, ενώ αντιθέτως είναι δια τους ατελείς προς ενίσχυσίν των εις τον πνευματικόν αγώνα. Εν συνεχεία γράφει, ότι «τους ποιμαινομένους, κριτάς τους καθιστά η Εκκλησία εις όσα παρά το Ευαγγέλιον πράττονται και παρά τους νόμους».
Το κρισιμώτερον δε σημείον περί του συγγραφέως του βιβλίου τούτου, εκ του οποίου ήχθημεν εις έρευνας, είναι τα κατωτέρω, άτινα περί το τέλος του πονήματος αναφέρονται: «Πολλοί και εμέ εμέμφθησαν δια τον Ιερομόναχον, όστις εφημερεύει εις την Κορώνην, πόλιν της Τρανσυλβανίας, την οποίαν κατά το παρόν παροικώ». Μετελάμβανε δις της εβδομάδος ή και πολλάκις… «Ηρωτήθημεν, καθήμενοι εις μίαν γωνίαν του Μπρασσόβου...». Πρόκειται προφανώς περί του εις τας ανωτέρω πόλεις παροικήσαντος επί δεκαετίαν Νεοφύτου Ιεροδιακόνου Καυσοκαλυβίτου του εξ Ιουδαίων, όστις υπήρξε και «Κολλυβαάς» και όστις πρώτος αντέδρασε εις την τέλεσιν μνημοσύνων εν Κυριακή. Επί τούτου ουδεμία αμφιβολία χωρεί, παρά τας αντιρρήσεις αίτινες έχουν διατυπωθή υπό V. Grumel, L. Petit, Παρίου, Ιεζεκιήλ, Βερίτη και Κολιτσάρα κ. οίτινες είτε ηγνόουν την ανωτέρω λεπτομέρειαν, δια την σπάνιν του εν λόγω βιβλίου της εκδόσεως του 1777, είτε δεν επρόσεξαν.
Του βιβλίου τούτου εξετιμήθη η αξία υπό του Αγίου Νικοδήμου, όστις, βλέπων την παραθεώρησιν της «Χαριτωμένης συνήθειας να μεταλαμβάνουν οι Πιστοί συχνότερον» ανέλαβε να το εκδώση και, κατά την έκφρασιν του Ευθυμίου «εδιώρθωσε και επλάτυνε το πάγχρυσον Πονημάτιον το περί της θείας και ιεράς συνεχούς Μεταλήψεως». Ο Άγιος Νικόδημος άλλωστε, εν τη «Ομολογία Πίστεως», την οποίαν έγραψε 30 όλα έτη μετά την συγγραφήν του «περί συνεχούς θείας Μεταλήψεως» πονήματος, αμυνόμενος δια την ορθότητα του φρονήματός του, λέγει μεταξύ των άλλων «όσοι δε λέγουν, ότι ημείς δια τούτο εγράψαμεν εν τω «περί συνεχούς Μεταλήψεως» βιβλιαρίω…». Άρα είναι φανερόν, ότι ου μόνον ο Άγιος έγραψε το Βιβλίον, αλλά και ότι δεν ήτο άγνωστον τοις Αγιορείταις, οίτινες τον εκατηγόρουν ως δήθεν αιρετικά φρονούντα, ακριβώς δια το περιεχόμενον.
Ο Άγιος Νικόδημος παραλαβών την έκδοσιν του 1777 επέφερεν επ’ αυτής ουσιώδεις μεταβολάς ύλης και μορφής. Γνωρίζων δε τα εκ της κατά των «Κολλυβάδων» πολεμικής επιχειρήματα των εναντιοφρονούντων, αντί της διαλεκτικής, την οποίαν χρησιμοποιεί ο Νεόφυτος, παραθέτει αυτούσια κείμενα περί θείας Μεταλήψεως του Μεγ. Βασιλείου, Χρυσοστόμου, Γρηγορίου του θεολόγου, Γρηγορίου Νύσσης, Μεγ. Αθανασίου, Κυρίλλου, Θεόδωρου του Στουδίτου, Νείλου, Καβάσιλα και άλλων Αγίων Πατέρων, άτινα μεταφέρει και εις την απλοελληνικήν δια τους απλουστέρους, και τα οποία σχολιάζων ο ίδιος εξάγει εξ αυτών συμπεράσματα, καθιστών δια του τρόπου αυτού τας απόψεις του απροσβλήτους. Δια της διαλεκτικής μόνον σύγχυσιν θα επέφερεν εις προκατειλημμένους, ως εκφράζων ιδικάς του ιδέας. Δια τούτο συνήθως απαντώμεν εις το βιβλιάριον αυτό την εξής φράσιν, την οποίαν χρησιμοποιεί προς υπόμνησιν, ότι η όλη διδασκαλία περί της θείας Μεταλήψεως είναι των Αγίων Πατέρων «Ημείς από του λόγου μας δεν έχομεν τα είπωμεν τίποτε, δια να μη προκαλέσωμεν σύγχυσιν και ταραχήν εις μερικούς…». Ήτο τόσον κατά των Κολλυβάδων δριμύς ο πόλεμος, ώστε ήρκει μόνον το βιβλιάριον τούτο δια τα φανερώση τι υφίσταντο οι δυστυχείς χριστιανοί, οίτινες έζων εν αγιότητι και εμερίμνων δια την τελειοποίησίν των δια μέσου και της συνεχούς θείας Μεταλήψεως.
Το βιβλίον της εκδόσεως του 1777 από 173 σελίδας έφθασεν εις τας 343 και, εάν ο Ευθύμιος δεν μας επληροφόρει, ότι ο Άγιος «εδιώρθωσε και επλάτυνε το πάγχρυσον Πονημάτιον…», δυσκόλως θα ανεγνωρίζαμεν κοινά σημεία μεταξύ των δύο τούτων βιβλίων. Έγραψε δύο προλόγους, τον ένα ως εκ του Τυπογράφου, και τον έτερον εκ μέρους του συγγραφέως. Εις τον πρώτον κάμνει σύγκρισιν μεταξύ του μάννα και του ύδατος, το οποίον ανέβλυσεν εξ ακροτόμου πέτρας εις τους Εβραίους, με το «Πανακήρατον Σώμα του Θεανθρώπου Ιησού και το Ζωοποιόν και Πανάγιον Αίμα ενός Θεού». «Και τι ήτον το μάννα εκείνο, ερωτά, εμπρός εις το Πανάγιον τούτο Σώμα ; Τι ήτον το ύδωρ εκείνο εμπρός εις το Ζωήρυτον τούτο Αίμα; Εκείνα ήσαν μία σκιά, αυτά είναι η αλήθεια». Και όσοι έφαγον και έπιον απ’ εκείνα, λέγει, απέθανον εις το ύστερον. Άλλ’ όποιος τρώγει και πίνει από το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου «αφθαρτίζεται, θεοποιείται, δεν αποθαίνει, αλλά ζη εις τον αιώνα». Και επιφέρων τον λόγον του Κυρίου «οι Πατέρες υμών έφαγον το μάννα εν τη ερήμω και απέθανον εάν δε τις φάγη εκ τούτου του άρτου, ζήσεται εις τον αιώνα», επιλέγει, ότι ουδεμία σύγκρισις υπάρχει μεταξύ εκείνων και των ημετέρων, και ότι η μόνη ομοιότης, οπού υπάρχει μεταξύ μάννα και Σώματος, ύδατος και Αίματος, είναι ότι εκείνα ήσαν δια να τρώγουν και πίνουν συνεχώς οι Ισραηλίται, αυτά δε είναι δια να τρώγωμεν και πίνωμεν συνεχώς…
Με το ανωτέρω πνεύμα συνεχίζει μέχρι τέλους τον πρώτον, ως περίπου και τον δεύτερον πρόλογον, ο Άγιος Πατήρ. Εν συνεχεία παραθέτει ερμηνείαν της Κυριακής προσευχής, η οποία καταλαμβάνει 80 σελίδας, ως σχετιζομένης με το θέμα της συνεχούς Θείας Μεταλήψεως.
Το βιβλίον τούτο διήρεσεν εις τρία μέρη. Το πρώτον μέρος αποτελείται από εννέα κεφάλαια, εις τα οποία αναλύει την σημασίαν της Κυριακής Προσευχής. Το δεύτερον μέρος, από της σελίδας 94-183 και εν τρισί κεφαλαίοις, αναπτύσσει, εις μεν το πρώτον, «ότι είναι αναγκαίον να μεταλαμβάνουν οι Ορθόδοξοι συχνά το Θείον Σώμα και Αίμα του Κυρίου μας», εις δε το δεύτερον, «ότι είναι ωφέλιμος και σωτηριώδης η συνεχής των αγίων Μυστηρίων μετάληψις» και εις το τρίτον, «ότι το να αργοπορή τινάς να μεταλαμβάνη, προξενεί μεγάλην βλάβην εις αυτόν». Το τρίτον μέρος του βιβλίου, από της σελίδος 196 – 327, αποτελείται από δέκα τρεις «ενστάσεις» και τον Επίλογον. Αι «ενστάσεις» είναι τα φρονήματα, άτινα είχον οι πολέμιοι της συνεχούς θείας Μεταλήψεως, ως και τα επιχειρήματα, τα οποία προέβαλλον εναντίον των Κολλυβάδων. Αυτά χρησιμοποιεί εις την αντιρρητικήν του επιχειρηματολογίαν ο Άγιος Νικόδημος, επειδή επ’ αυτών εστηρίζοντο οι εναντιοφρονούντες, άτινα και διαλύει ως ιστούς αράχνης, δια Πατερικών κειμένων, δι Εύαγγελικών και Αποστολικών χωρίων, ως και δια των Ιερών Κανόνων Αποστολικών και Συνοδικών.
Ο αγών είναι μέγας, δια ν’ αποδείξη την μεγίστην ωφέλειαν της συχνοτέρας θείας Μεταλήψεως, εις μίαν εποχήν εκ προκαταλήψεως ηγκιστρωμένην εις αντιπνευματικάς και αντευαγγελικάς έξεις. Το «Περί συνεχούς θείας Μεταλήψεως», ως θα ίδωμεν, μόλις εκυκλοφόρησε μεταξύ των Αγιορειτών, προεκάλεσε μέγα σκάνδαλον και επηκολούθησαν θλιβεραί έριδες μεταξύ των Μοναχών, αίτινες διήρκεσαν μίαν πεντηκονταετίαν!
Τόσον το κακόν ήτο ερριζωμένον. Δεν ήτο εύκολον να πείση τις ανθρώπους κεκρατημένους τη μακρά συνηθεία να μεταλαμβάνουν δις ή τρις του έτους ή κατά τεσσαρακονθήμερον οι μετριοπαθέστεροι, ότι εν τη εξουσία αυτών ήτο να προσέρχωνται άπαξ και δις της εβδομάδος, κατόπιν αναλόγου ετοιμασίας και «της κατά δύναμιν νηστείας», ως πολλαχού γράφει ο θείος Πατήρ.
Αι «ενστάσεις», επί των οποίων απαντά δι’ Αγιογραφικών και Πατερικών κειμένων ως και δι’ ευστόχων σχολίων ο Άγιος, μας εισάγουν εις το πνεύμα των αντιλεγόντων Μοναχών. Γράφει ο Όσιος τα εξής εις το υπ’ όψιν βιβλίον:
1) Όταν έβλεπον κανένα χριστιανόν να μεταλαμβάνη συχνά, τον ονείδιζον λέγοντες, ότι τούτο είναι των ιερέων ίδιον, και «αν θέλης να κοινωνής συχνά, γίνου και συ παπάς».
2) Ότι πρέπει να κοινωνούν το ολιγώτερον εις τεσσαράκοντα ημέρας.
3) Παρερμήνευαν την σύστασιν των Πατέρων, λεγόντων να μεταλαμβάνουν συχνά οι χριστιανοί, υποστηρίζοντες ότι «τούτο το είπον οι Πατέρες δια να μη αποστραφούμεν ολοτελώς την Κοινωνίαν των θείων Μυστηρίων» και ότι, «αν τινες από πολλήν τους ευλάβειαν και φόβον κοινωνούσιν αργά, όμως με περισσοτέραν ευλάβειαν πλησιάζουν εις τα Μυστήρια και μεταλαμβάνουν».
4) Άλλοι έλεγον ότι, «η Οσία Μαρία και πολλοί άλλοι ερημίται και ασκηταί μόλις μίαν φοράν εις την ζωήν των εκοινώνησαν και ότι δεν ημποδίσθησαν εκ τούτου να αγιάσουν».
5) Έλεγον ότι «η αγία Κοινωνία, ως μέγα πράγμα και φοβερόν, χρειάζεται και ζωήν τελείαν, αγίαν και αγγελικήν».
6) Άλλοι δια να εμποδίσουν την συνεχή θείαν Μετάληψιν, επεκαλούντο το ρητόν εκ των Παροιμιών «μέλι ευρών φάγε το ικανόν, μήποτε πλησθείς εξεμέσης», όπερ διέστρεφον προς τον εαυτών σκοπόν.
7) Άλλοι, «από αθεοφοβίαν κινούμενοι, αίρεσιν ονομάζουσι το να μεταλαμβάνη τινάς συνεχώς, λέγοντες ότι, καθώς εκείνοι όπου βαπτίζονται έξω από την παράδοσιν της Εκκλησίας είναι αιρετικοί, έτσι και εκείνοι όπου μεταλαμβάνουσι συχνά είναι αιρετικοί».
8) Άλλοι προέβαλλον το ευεπίφορον εις τα συγγνωστά αμαρτήματα των συνεχώς μεταλαμβανόντων, δια να τους εμποδίσουν από την συνεχή θείαν Μετάληψιν.
9) Εις την ένστασιν ταύτην παρατηρεί κανείς τας παραδόξους σοφιστείας, ας εχρησιμοποίουν δια την υποστήριξιν των απόψεών των οι πολέμιοι της θείας Μεταλήψεως, λέγοντες «Τον καιρόν εκείνον με το να εμεταλάμβανον οι περισσότεροι, οι δε ολιγώτεροι δεν εμεταλάμβανον, δια τούτο κανονίζουσι οι θείοι Πατέρες τους ολιγωτέρους δια να μη σκανδαλίζωνται οι περισσότεροι. Τώρα όμως, επειδή οι περισσότεροι δεν κοινωνούσιν, αλλά ολίγοι τινές, πρέπει να μη μεταλαμβάνουσι και αυτοί οι ολίγοι, δια να μη κάμνουν αταξίαν εις την Εκκλησίαν και σκανδαλίζουν τους πολλούς».
10) «Ανθίστανται πάλιν από τον Τόμον της Ενώσεως και λέγουν, ότι «είναι κανών γεγραμμένος μέσα εις το Ωρολόγιον και εις ταις σύνοψαις, όπου διορίζει να μεταλαμβάνουν τρεις φορές τον χρόνον».
11) Άλλοι έλεγον, ότι «το να μεταλαμβάνη τινάς συχνά δεν είναι δόγμα πίστεως, όπου να φυλάττεται και απαραιτήτως».
12)
«Σκανδαλίζονται τινές διατί δεν τους υπακούομεν εις εκείνα όπου μας
λέγουν και μάλιστα εις τούτο όπου μας εμποδίζουν από την συνεχή
Κοινωνίαν, και προβάλλουν εις διαφέντευσίν τους τρία τινά. Πρώτον, πως οι Κανόνες και αι Εντολαί είναι υποκάτω εις την εξουσίαν των Αρχιερέων. Δεύτερον,
πως ημείς δεν πρέπει να εξετάζωμεν τους Αρχιερείς, Διδασκάλους και
Πνευματικούς εις εκείνα όπου μας λέγουν, αλλά μόνον να υπακούωμεν εις
πάντα με απλότητα. Και τρίτον, μας προτείνουσι το Αποστολικόν εκείνο ρητόν όπου λέγει «Πείθεσθε τοις ηγουμένοις ημών και υπείκετε».
13) «Μερικοί λέγουσι.
να όπου κάμνομεν την εντολήν του Κυρίου και μεταλαμβάνομεν δύο και
τρεις φοραίς τον χρόνον και αρκετόν είναι τούτο εις απολογίαν μας.»
Αφού ο θείος Διδάσκαλος μετά μεγάλης ευκολίας και ανέσεως ανατρέπει τα σαθρά ταύτα επιχειρήματα, κάμνει εν τω Επιλόγω αυτού μίαν θαυμασίαν αποστροφήν προς τους χριστιανούς και τους εχθρούς των Κολλυβάδων πλήρη αγάπης και συγκαταβάσεως. Ωσαυτώς εις όλον το υπ’ όψιν βιβλίον του, ενώ είναι αντιρρητικόν και απευθύνεται περισσότερον προς τους εχθρούς αυτού και τους ομόφρονάς των, διήκει το πνεύμα της πραότητας και επιεικείας. Και μάλιστα, προκειμένου δια τους εξ αγνοίας εμποδίζοντας Πατέρας, Ιερείς και Επισκόπους, συνιστά όπως «μετά δακρύων να τους παρακαλούμεν, δια να μας αφίνουν να μεταλαμβάνωμεν συχνά. Ει δε και μας εμποδίζουν τινές και δεν μας αφίνουν, έχομεν χρέος ως πνευματικούς μας πατέρας να τους παρακαλούμεν με θερμά δάκρυα εις τους οφθαλμούς, έως όπου τους καταπείθωμεν με κάθε τρόπον να μας αφίνουν, δια να αξιωθώμεν να λάβωμεν τον αρραβώνα του Πνεύματος εν ταις καρδίαις ημών με τελείαν πληροφορίαν…»
Ποιαν επίδρασιν ήσκησε το «Περί συνεχούς Θείας Μεταλήψεως» βιβλίον και πόσον συνετέλεσε δια την ανατροπήν ψυχοβλαβών συνηθειών και την οικείωσιν «της χαριτωμένης συνήθειας να μεταλαμβάνουν συχνά οι χριστιανοί», φαίνεται εκ της σημερινής γνώσεως, ην έχουν περί του Μυστηρίου οι Ορθόδοξοι λαοί. Τα δε βιβλία του Κ. Διαλησμά, Τιμοθέου Καλαβρύτων και το τελευταίως εκδοθέν υπό του κ. Παναγοπούλου, άτινα ασχολούνται με το θέμα τούτο, εστηρίχθησαν επί του εν λόγω βιβλίου και επί των συναφών ιδεών του Αγίου, αι οποίαι είναι εγκατεσπαρμέναι εις το «Πηδάλιόν» του, τον «Αόρατον Πόλεμον», «Πνευματικά Γυμνάσματα» και εις έτερα, αν και δεν παρακολουθούν πιστώς τα ίχνη του θείου Πατρός οι ανωτέρω συγγράψαντες περί της Θείας Μεταλήψεως.
Εν οικείω τόπω θα διαπραγματευθώμεν εκτενέστερον περί των φρονημάτων του Αγίου Νικοδήμου από γενικωτέρας απόψεως εις το θέμα της συνεχούς Θείας Μεταλήψεως, ως και περί των καταχρήσεων, αι οποίαι εσημειώθησαν μέχρι σήμερον από τους ζηλούντας την ζωήν των πρώτων χριστιανών και επιθυμούντας την αναβίωσιν των περιόδων της ανθίσεως της πνευματικής και λειτουργικής ζωής της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ Ο ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥ, 1749-1809 (Σελ. 108-116)
ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ «ΑΣΤΗΡ» ΑΛ.ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ – 1959
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ – ΜΟΡΦΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ