«Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»
Καί πάλι θα μᾶς διηγηθῆ τώρα ὁ μοναχός Γελάσιος μία ἄλλη θαυμαστή ἱστορία ἀπό τήν ζωή του:
Μιά φορά εἶχα ἀρρωστήσει πολύ. Τότε ἔμενα στό Αντιπροσωπεῖο τῶν Καρυῶν. ῾Ο Ἀντιπρόσωπος ἐκάλεσε τόν Ἰβηρίτη Μοναχό π. Παγκράτιο, πού ἦταν ἰατρός. Ἐκεῖνος μοῦ εἶπε:
-Θά σοῦ βάλω μία ἔνεσι καί ἀμέσως θά σηκωθῆς ἐπάνω.
-Γιατρέ μου, δέν θέλω οὔτε ἔνεσι, οὔτε τίποτε. ῎Αφησέ με, τοῦ εἶπα.
-Πάτερ μου, λέγει ὁ Ἀντιπρόσωπος στόν ἰατρό, εἴμεθα καί Καλόγεροι. Πάρε τίς ἐνέσεις σου καί πήγαινε στό καλό, ἀφοῦ δέν θέλει τό Καλογέρι.
Ἐκεῖ λοιπόν πού ἤμουν ξαπλωμένος, βλέπω νά κατεβαίνῃ ἕνας νέος ντυμένος στά ἄσπρα πού κρατοῦσε ἀνθοδέσμη, μία ἀγκαλιά δενδρολίβανο. ῏Ηλθε δίπλα μου καί μοῦ λέγει:
-Σήκω ἐπάνω, δέν ἔχεις τίποτα, εἶσαι καλά. Τότε ἐγώ ἔλεγα μέ τόν νοῦ μου:
-Τί ἄνθρωπος εἶναι αὐτός πού μέ διατάζει νά σηκωθῶ; ῞Εως ὅτου ὅμως νά σηκωθῶ, τόν ἔχασα ἀπό μπροστά μου. ῞Οταν σηκώθηκα, αἰσθανόμουν τόν ἑαυτόν μου τελείως καλά. Μ᾿ ἔπιασε κρύος ἰδρῶτας. ῾Η φανέλλα μου κόλλησε ἐπάνω μου καί βρωμοῦσε φοβερά. ῎Εβγαλα τήν φανέλλα, σκουπίσθηκα καί πῆγα στό Γέρο Γεδεών ζητῶντας φαγητό.
-Βρέ ἐσύ ἐπέθαινες καί τώρα γυρεύεις φαγητό;
-Ναί, ἐπέθαινα, τοῦ εἶπα, ἀλλά ἦλθε ἕνας νέος καί μοῦ εἶπε: «Σήκω ἐπάνω, εἶσαι καλά», καί ἐγώ ἀμέσως σηκώθηκα.
-῾Ο ῞Αγιος Τρύφων θά σέ ἔκανε καλά, νά τόν δοξάζῃς καί νά τόν εὐχαριστῇς.
Δόξα σοι ὁ Θεός. ῞Οταν ἔβλεπα ἐγώ τέτοια πράγματα, ἐδυνάμωνε ἡ πίστις μου καί ἔβλεπα τό χέρι τοῦ Θεοῦ νά μέ σκεπάζῃ.
ΑΛΛΕΣ ΘΕΙΕΣ ΕΠΙΣΚΕΨΕΙΣ....
Καί πάλι ὁ Γέρο Γελάσιος θά μάς κάνει συντροφιά μέ μία ἄλλη θαυμαστή ἐμπειρία τῆς μοναχικής του ζωῆς στό μοναστήρι μας.
Μία ἄλλη φορά, ὡς δόκιμος, ἀνέβηκα στόν ῎Αθωνα γιά τήν πανήγυρι τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Χριστοῦ. Μπροστά μου ἐπήγαινε μέ ζῶα ὁ ἰατρός τῆς Λαύρας π. Ἀθανάσιος Παυλίδης, μέ τόν μοναχό Γεδεών κι ἐγώ τούς ἀκολουθοῦσα ξυπόλυτος. Θέλεις ἀπό εὐλάβεια; Δέν ξέρω τί νά εἰπῶ. Αὐτοί ὄντας μακρυά ἀπό ἐμένα περί τά 200 μέτρα, στάθηκαν νά ξεκουρασθοῦν κάτω ἀπό ἕνα πεῦκο. Ἐγώ καθώς ἀνέβαινα κοντά σέ ἕνα ρεματάκι, αἰσθάνθηκα μία πολύ δυνατή εὐωδία. Λέγω μέ τόν νοῦ μου: Θά εἶχε στόν ντορβᾶ του κολώνια ὁ ἰατρός καί θά τοῦ χύθηκε.῎Ας πάω νά τόν εἰδοποιήσω:
-Γιατρέ, κοίταξε μέσα στόν ντορβᾶ σου, μήπως σοῦ χύθηκε τό μπουκαλάκι μέ τήν κολώνια, διότι στό τάδε μέρος μυρίζει κολώνια.
-Ἐγώ δέν ἔχω, παιδάκι μου, στό δισάκι μου κολώνιες. Ἐκεῖ πού αἰσθάνθηκες εὐωδία, ἔχω ἀκούσει, ὅτι ὑπάρχουν Λείψανα ῾Αγίων Πατέρων.
-Τέτοια εὐωδία, Γέροντα, δέν αἰσθάνθηκα πάλι. Στό γυρισμό, ἐπῆγα πάλι ἐκεῖ, ἀλλά δέν αἰσθάνθηκα τίποτε.
-Ἀνάλογα μέ τήν ψυχική κατάστασι πού εὑρίσκεται κανείς, τά αἰσθανεται αὐτά, μοῦ εἶπε ὁ π. Ἀθανάσιος, ὁ Γέροντάς μου. Ἀπο Αγιορείτικα Μηνύματα.
-Ποιούς ῾Αγίους εὐλαβεῖσθε περισσότερο, π. Γελάσιε;
Τώρα τούς εὐλαβοῦμαι ὅλους. Μιά φορά τί ἔπαθα. ῏Ηλθε ὁ οἰκονόμος, Γέρο Εὐθύμιος στό ἀρχονταρίκι νά φάῃ, διότι δέν πρόλαβε στήν τράπεζα. Τοῦ ἔβαλα νά τρώγῃ καί ἐγώ ἐπῆγα στήν αἴθουσα ἀναμονῆς, γιά νά κάνω κομβοσχοίνι. ῎Ελεγα: «῞Αγιε Νικόλαε, βοήθησέ μας, ῞Αγιε Γρηγόριε βοήθησέ μας..» ῞Οταν εἶπα: «῞Αγιε Ἀθανάσιε Χριστιανουπόλεως (σημερινή Γορτυνία Ἀρκαδίας), πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν», τί τά θέλες παιδάκι μου, ἔσπασαν τά τζάμια τοῦ ντουλαπιοῦ, ὅπου εἴχαμε ἐκεῖ μέσα τήν εἰκόνα τοῦ ῾Αγίου. Τό γιατί, ἄκουσέ το:
Ἐκείνη τήν ἡμέρα ἦταν ἡ μνήμη του καί ἦλθε ὁ Ἐκκλησιαστικός νά πάρῃ τήν εἰκόνα του γιά νά τήν βάλῃ στό προσκυνητάρι τῆς ἐκκλησίας. Ἐγώ τότε τοῦ εἶπα: «῎Εε βέβαια, Μωραῒτης αὐτός, Μωραῒτες καί ἐσεῖς, γι᾿ αὐτό τοῦ κάνετε ἐπίσημη Ἀκολουθία μέ εἰκόνα καί κόλλυβα. Ἐνῶ τόσοι ῞Αγιοι Μικρασιᾶτες ὑπάρχουν καί δέν τούς τιμᾶτε, ὅπως τόν ῞Αγιο Ἀθανάσιο».
-Σιῶπα, μωρέ Γελάσιε, μοῦ εἶπε ὁ π. Δαβίδ· αὐτός ἦταν ῞Αγιος ἀπό κοσμικός.
Βλέπεις γιά νά μιλήσω περιφρονητικά γιά τόν Ἅγιο αὐτῆς τῆς εἰκόνας ἔγινε θρύψαλα τό τζάμι τοῦ ντουλαπιοῦ μπροστά μου γιά νά διορθώσω τήν γλῶσσα μου. Γι᾿ αὐτό στούς ῾Αγίους νά μή λέμε μεγάλες κουβέντες, διότι μᾶς ἀκοῦνε.
Μον. Δαμασκηνός Γρηγοριάτης
Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου