Ἔτσι προδίδουν οἱ ἐπίσκοποι: Μητροπολίτης Μεσσηνίας Χρυσόστομος: «Θα βαφτίσω παιδιά τεκνοθεσίας ομόφυλων ζευγαριών» (ἐδῶ)
Τοῦ Ἀδαμάντιου Τσακίρογλου
Τὸ κύριο ἐπιχείρημα ποὺ χρησιμοποιήθηκε εἶναι, ὅτι ἡ ὁμοφυλοφιλία δὲν εἶναι φυσικὴ καὶ ἔτσι ἀρνεῖται καὶ ἀντιστέκεται στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Τὸ ἐπιχείρημα εἶναι φυσικὰ ὀρθὸ καὶ κύριο, ὅμως ἔτσι ὅπως διατυπώθηκε. ἄφησε πολλὰ παραθυράκια ἀνατροπῆς του, π.χ. μὲ τὸ θέμα τῆς βάπτισης τῶν παιδιῶν ποὺ θὰ υἰοθετηθοῦν ἀπὸ τοὺς ὁμοφυλόφιλους. Ἡ ἐκκλησία διὰ στόματος μητροπολιτῶν εἶπε ὅτι ἐξετάζει τὸ θέμα καὶ θὰ μιλήσει περὶ αὐτοῦ.
Καὶ ἐμεῖς ρωτοῦμε: Τί σημαίνει, ἐξετάζει τὸ θέμα; Στὸ ἕνα μυστήριο θὰ λένε ὄχι στὴν συμμετοχὴ ὁμοφυλοφίλων καὶ στὸ ἄλλο μυστήριο θὰ λένε λένε ναί; Δὲν γνωρίζουν οἱ Ἐπίσκοποι καὶ οἱ ἱερεῖς, ὅτι ἂν βαπτίσουν τὰ παιδιὰ αὐτά, τότε θὰ ἀναγνωρίζουν ντε φάκτο τὸν ὁμοφυλοφιλικὸ γάμο, ἀφοῦ ἀπαιτεῖται ἡ ὑπογραφὴ τῶν ἀπὸ τὸ κράτος ἀναγνωρισμένων γονέων;;
Τὸ πιστοποιητικὸ βαπτίσεως ἀπαιτεῖ ξεκάθαρα τὴν ἀναφορὰ τοῦ πατρὸς καὶ τῆς μητρὸς ἀλλιῶς δὲν εἶναι ἔγκυρο.
Τί θὰ γράψουν τότε οἱ ἱερεῖς, κηδεμόνας 1 καὶ 2 (αὐτὰ ἐκκλησιαστικῶς ὡς ὀνόματα δὲν εἶναι ἀποδεκτά) ἢ δύο ἀνδρικὰ ἢ δύο γυναικεῖα ὀνόματα; Κι ὅταν στὸ τέλος, κάτω δεξιὰ τοῦ ἐγγράφου ὑπογράφουν σὰν γονεῖς δὲν σημαίνει αὐτὸ ὅτι ἀναγνωρίζονται καὶ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ὡς οἱ νόμιμοι γονεῖς; Πολλοὶ ἀπαντοῦν, ὅτι γιὰ μᾶς, σημαντικὸς εἶναι ὁ ἀνάδοχος. Ὄμως ἐδῶ ἀνταπαντοῦμε ὅτι καὶ ὁ ἀνάδοχος ἴσως νὰ εἶναι ὁμοφυλόφιλος. Ἐπιτρέπεται αὐτὸ στὴν Ἐκκλησία; Κι ἂν δὲν εἶναι ὁμοφυλόφιλος, γιὰ νὰ γίνει ἀνάδοχος, σημαίνει ὅτι ἀναγνωρίζει τὸν «γάμο» τὸν ὁποῖο ἡ Ἐκκλησία καταδικάζει (τὸ ὁμοφυλόφιλο ζευγάρι φυσικὰ δὲν θὰ θέλει ἕναν ἀνάδοχο ποὺ τοὺς καταδικάζει) καὶ ἄρα δὲν ὀρθοδοξεῖ. Τότε πῶς μπορεῖ νὰ γίνει ἀνάδοχος; Πῶς θὰ κατηχήσει τὸ παιδί (αὐτὸ σημαίνει ἀνάδοχος) ὅταν ἀναγνωρίζει ὡς δικαίωμα αὐτὸ ποὺ ἡ Ἐκκλησία καταδικάζει ὡς βλασφημία καὶ ὕψιστη ἁμαρτία;
Ἡ ὁλικὴ αὐτὴ ὅμως ἀνατροπὴ κάθε θεολογικοῦ, νομικοῦ καὶ κοινωνικοῦ οἰκοδομήματος δὲν σταματάει ἐκεῖ. Τὸ παιδὶ που πρόκειται νὰ βαπτισθεῖ, σίγουρα προέρχεται εἴτε ἀπὸ υἱοθεσία εἴτε διὰ παρένθετης μητρότητας (κατὰ κύριο κανόνα ἀπὸ τὸ ἐξωτερικό) μὲ δωρεὰ σπέρματος. Ἄρα μᾶλλον δὲν πρόκειται ποτὲ νὰ μάθει, ποιοὶ εἶναι οἱ πραγματικοί του γονεῖς καὶ συγγενεῖς αὶ γονεῖς εἶναι πάντα οἱ γεννήτορες, πατέρας και μάνα.
Ἂν αὐτὸ τὸ παιδὶ στὸ μέλλον πράγματι δὲν γίνει ὁμοφυλόφιλο, ἀλλὰ συνάψει σχέση ἢ ἀκόμα παντρευτεῖ κάποιον μὲ παρόμοιο ἱστορικό, πῶς θὰ γνωρίζει ὅτι δὲν εἶναι ἀπὸ τὴν ἴδια οἰκογένεια ἢ συγγένεια;
Διότι βάσει τοῦ νόμου (ἐδῶ) ἀπαγορεύεται ὁ γάμος
«Άρθρο 1356
Από συγγένεια εξ αίματος. Εμποδίζεται ο γάμος με συγγενείς εξ αίματος, σε ευθεία γραμμή απεριόριστα και σε πλάγια γραμμή ως και τον τέταρτο βαθμό.
Άρθρο 1357
Από αγχιστεία (ἀγχιστεία είναι ο δεσμός ανάμεσα στον ένα σύζυγο και στους συγγενείς εξ αίματος του άλλου συζύγου στον ίδιο βαθμό και την ίδια γραμμή). Εμποδίζεται ο γάμος με συγγενείς εξ αγχιστείας, σε ευθεία γραμμή απεριόριστα και σε πλάγια ως και τον τρίτο βαθμό.
Άρθρο 1360
Από υιοθεσία. Εμποδίζεται ο γάμος εκείνου που υιοθέτησε ή των κατιόντων του με αυτόν που υιοθετήθηκε. Το κώλυμα διατηρείται και μετά τη λύση της υιοθεσίας».
Οἱ παραπάνω ἀπαγορεύσεις δὲν εἶναι μόνο νομικοῦ ἀλλὰ καὶ ἐκκλησιαστικοῦ δικαίου (γιὰ ὅλες τὶς ἱεροκανονικὲς ἀπαγορεύσεις βλ. «ΤΑ ΚΑΝΟΝΙΚΑ ΚΩΛΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ» αρχιμ. Γρηγόριος Παπαθωμάς, Αθήνα, 2017).
Οἱ παραβάτες τῶν παραπάνω νόμων θεωροῦνται κοινωνικά, νομικά, ἠθικὰ καὶ ἐκκλησιαστικὰ αἱμομῖκτες. Πῶς θὰ μπορέσουν νὰ ἀποφύγουν τὴν πιθανότητα νὰ γίνουν αἱμομῖκτες, παιδιὰ ποὺ δὲν θὰ γνωρίζουν ἀπὸ ποὺ προέρχονται καὶ ποιοί εἶναι οἱ συγγενεῖς τους,
Ἔτσι βλέπουμε ὅτι ἡ ἀναγνώριση τοῦ γάμου τῶν ὁμοφυλοφίλων καὶ ἡ ἀποδοχὴ ἐκ τῆς Ἐκκλησίας τοῦ βαπτίσματος τῶν παιδιῶν τοῦ γάμου αὐτῶν, ἀνοίγει τοὺς ἀσκοὺς τοῦ Αἰόλου καὶ ἐπιτρέπει τὴν ἐπικράτηση ὄχι μόνο τῆς ὁμοφυλοφιλίας ἀλλὰ καὶ τῆς αἱμομιξίας, διαλύοντας κάθε νομικὸ καὶ κοινωνικὸ πλαίσιο ποὺ ἐπικρατεῖ στὴν κοινωνία ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς ἀνθρωπότητας. Ἐκκλησιαστικὰ δὲ σημαίνει τὴν πλήρη ἐπικράτηση τοῦ ἐωσφορικοῦ πνεύματος καὶ τὴν ὑποταγὴ τῆς Ἐκκλησίας στὸ πνεῦμα αὐτό.