«Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»
Ὑπό Ρουμάνου Γέροντος π. Κλεόπα Ἠλίε.
«Ἅ ὀφθαλμός οὐκ εἶδε καί οὖς οὐκ ἤκουσε καί έπί καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη, ἅ ἡτοίμασεν ὁ Θεός τοῖς άγαπώσιν αὐτόν» (Α' Κορ. 2,9).
Πατέρες καί άδελφοί,
Ἡ Ἁγία Γραφή μᾶς λέγει ὅτι «ὁ Θεός ἐφύτευσεν παράδεισον ἐν Εδέμ κατά ἀνατολάς καί ἔθετο ἐκεῖ τόν ἄνθρωπον, ὄν ἔπλασε» (Γεν. 2,8). Τί σημαίνει Εδέμ; Σ' αὐτή τήν ἐρώτησι μᾶς ἀπαντᾶ ὁ Μέγας Βασίλειος λέγοντας, ότι Εδέμ σημαίνει ἀπόλαυσις, εὐφροσύνη. Άλλά τί είδους εὐφροσύνη ήταν ἐκεῖ; Μόνο σωματική; Άλλά αύτό καί νά τό σκεφθή κανείς είναι άπρεπο καί έπαίσχυντο. Πρέπει λοιπόν νά σκεφθούμε κάτι άξιο τής άγάπης τοῦ Θεοῦ πρός τόν άνθρωπο, κάποια άπόλαυσι πού ταιριάζει μόνο στούς ἁγίους. "Ἄκουσε όμως αὐτόν πού λέγει: «κατατρύφησον τοῦ Κυρίου, καί δώσει σοι τά αιτήματα τής καρδίας σου» (Ψαλμ. 36,4), καί ἀλλοῦ «τά όρμήματα τοῦ ποταμού εύφραίνουσι τήν πόλιν τοῦ Θεοῦ» καί ποταμός τής ευφροσύνης ονομάζεται αύτός πού τρέφει καί άναπτύσει τήν ώραιότητα τών φυτευμένων λογισμών, όπως είναι γραμμένο: «ποταμός δέ εκπορεύεται έξ Εδέμ ποτίζειν τόν παράδεισον» (Γέν. 2,10).
Ό Σωτήρ μας Ίησούς Χριστός ὑπόσχεται στόν συσταυρωθέντα μέ Αύτόν άλλά μετανοήσαντα ληστή, τόν παράδεισο, στόν όποιο καί τοῦ είπε: «Αμήν λέγω σοι, σήμερον έση μετ' έμοῦ έν τω παραδείσω» (Λουκ. 23,43). Αύτό μάς δείχνει ότι ό Θεός δέχεται τόν άνθρωπο πού μετανοεί καί στήν τελευταία ώρα τής ζωής του, έάν έπιστρέψη πρός Αύτόν μέ όλη του τήν καρδιά. Ό Άπόστολος Παύλος γνωρίζουμε οτι ανέβηκε μέχρι τρίτου ούρανοῦ, επήγε στόν παράδεισο καί άκουσε άρρητα ρήματα. (Β' Κορ. 12,4).
Στόν παράδεισο ή χαρά καί εύφροσύνη είναι αιωνία. Ιδού τί λέγει ό ψαλμωδός: «Εύφρανθείησαν πάντες οι έλπίζοντες έπί σέ, εις αιώνα άγαλλιάσονται» (Ψαλμ. 5,12). Οί "Αγιοι Πατέρες τής Εκκλησίας λέγουν ότι ό παράδεισος είναι διπλός, αισθητός καί νοητός, ορατός καί άόρατος, όπως καί ό άνθρωπος έχει ένα μέρος όρατό καί ένα άόρατο, δηλαδή σώμα καί ψυχή. ("Αγιος Ιωάννης ό Δαμασκηνός). Μερικοί άπό τούς Πατέρας τής Εκκλησίας λέγουν ότι οί δίκαιοι στόν παράδεισο θά ομιλούν όλες τίς γλώσσες τοῦ κόσμου.
Στήν συνέχεια θά φέρουμε μερικές μαρτυρίες καί περί τής Βασιλείας τών Ούρανών. Ή Άγία Γραφή μάς λέγει γιά τήν Βασιλεία τών Ούρανών: «Ή Βασιλεία σου βασιλεία πάντων τών αιώνων καί ή δεσποτεία σου έν πάση γενεά καί γενεά»" θά είναι Βασιλεία όλων τών αιωνίων άπολαύσεων (Θύρα τής Μετανοίας), όνομάζεται «πόλις τοῦ Θεοῦ» (Έβρ. 11,10), «πόλις τοῦ Βασιλέως τοῦ Μεγάλου» καί «ούράνιος Ιερουσαλήμ» (Άποκ, 21,18). Ή βασιλεία τοῦ Θεοῦ ούκ έστιν βρώσις καί πόσις, άλλά δικαιοσύνη, ειρήνη καί χαρά έν Πνεύματι Άγίω» (Ρωμ. 14,17) καί κανείς άκάθαρτος δέν θά είσέλθη σ' αύτή (Έφεσ. 5,5 καί Γαλ. 5,21). «Ού γάρ έν λόγω ή βασιλεία τοῦ Θεοῦ, άλλ' έν δυνάμει» (Α' Κορ. 4,20), εύρίσκεται μέσα στήν καρδιά μας (Λουκ. 17,21). "Οποιος θέλει νά είσέλθη στήν Βασιλεία τών Ούρανών θά πρέπει νά γεννηθή έξ ύδατος καί πνεύματος (Ίωάν. 3,4), νά είναι άθώος καί άκακος όπως τά μικρά παιδιά (Ματθ. 19,14), ή δικαιοσύνη του νά περισσεύη άπό έκείνη τών φαρισαίων, δηλαδή νά είναι ταπεινός (Ματθ. 5,3), νά υποφέρη διωγμούς γιά τήν Βασιλεία τών Ούρανών (Ματθ. 5,10), καί νά κοπιάζη σ' όλόκληρη τήν ζωή του γιά τήν έπιτέλεσι όλων τών έντολών τοϋ Θεού (Ματθ. 11,12).
Άπό τήν διδασκαλία του Αποστόλου Παύλου μαθαίνουμε ότι τά σώματα τών δικαίων, μετά τήν κοινή άνάστασι, θά στολισθούν στήν Βασιλεία τών Ούρανών άπό τόν Πανάγαθο Θεό μέ τέσσερα χαρίσματα: τήν άφθαρσία, τήν δύναμι, τήν πνευματικότητα καί τήν δόξα (Α' Κορ. 15,42).
Γιά τήν άφθαρσία ό Θειος Παύλος λέγει: «σπείρεται σώμα ψυχικόν, εγείρεται σώμα πνευματικόν» (Α' Κορ. 15,44). Μέ αύτό τό χωρίο πρέπει νά καταλάβουμε ότι τά σώματα τών δικαίων είναι δοξασμένα άπό τόν Θεό μετά τήν κοινή άνάστασι καί δέν θά ρυπαίνωνται άπό τήν επήρεια καί έπίδρασι κανενός πάθους. Δέν θά έχουν κάτι άπό τίς ιδιότητες τοῦ φθαρτοῦ σώματος, δηλ. άσθένειες, γηρατειά, αδυναμίες ή άλλα πάθη. Επίσης δέν θά αισθάνονται πείνα, δίψα, κόπους ή άλλες βιολογικές άνάγκες τοῦ θνητοῦ σώματος.
Τό δεύτερο χάρισμα τών δοξασμένων σωμάτων, μετά τήν άνάστασι, θά είναι ή δόξα, όπως είναι γραμμένο: «σπείρεται έν ατιμία, εγείρεται έν δόξη» (Α' Κορ. 15,43). ΟΙ θείοι Πατέρες λέγουν ότι τά σώματα τών δικαίων θά έχουν δόξα καί λαμπρότητα κατά δύο τρόπους: Θά είναι διαφανή, όπως είναι τό κρύσταλλο ή τό νερό ή αύτά πού έχουν μέσα τους καί τό φως, όπως είναι ό ήλιος καί τά αστέρια. Γιά τό πρώτο είδος τής δόξης μάς λέγει τά έξης ό άγιος Γρηγόριος ό Θεολόγος: «Τά σώματα τών μακαρίων πολιτών τής Ούρανίου Βασιλείας θά είναι φωτεινά μέ τόση καθαρότητα, ώστε θά είναι σ' όλους τούς οφθαλμούς τελείως ορατά καί φανερά». Γιά τό δεύτερο είδος, τήν λαμπρότητα τών αναστημένων σωμάτων, μάς όμιλε! ό Κύριος, όταν λέγει: «Τότε οί δίκαιοι έκλάμψουσιν ώς ό ήλιος έν τή Βασιλεία τοῦ Πατρός μου». Αύτή ή άκτινοβόλος λαμπρότης θά πηγάζη άπό τήν ωραιότητα καί τόν στολισμό τής ψυχής καί τού σώματος καθενός άπό τούς δικαίους. "Ω, πόση χαρά καί άγαλλίασις θά ύπάρχη τότε, όταν θά βλέπη κανείς τόσο πλήθος λαμπροτάτων ήλίων συγκεντρωμένων σέ ένα τόπο!! Διότι,έάν ένας μόνο αισθητός ήλιος προκαλεί τόση χαρά στούς άνθρωπίνους οφθαλμούς, πόση μεγαλύτερη χαρά θά ύπάρχη όταν χιλιάδες καί έκατομμύρια ήλιοι θά έμφανισθοϋν ένώπιον τών όφθαλμών τών άνθρώπων!! Μερικοί άπό τούς Πατέρας έ τόλμησαν νά ειπούν καί τούτο, ότι, έάν τό σώμα μόνο έ νός δικαίου θά κατέβη άπό τόν ούρανό στήν γή, θά καλύ ψη μέ τήν θεοειδή λάμψι του όλους τούς άστέρες καί τόν ήλιο. (Θύρα τής Μετανοίας κεφ.3).
Τό τρίτο χάρισμα τών άναστημένων σωμάτων στήν Βασιλεία τών Ούρανών θά είναι ή δύναμις, κατά τήν μαρτυρία, ή όποία μάς λέγει: «Σπείρεται έν άσθενεία, έγείρε ται έν δυνάμει» (Α' Κορ. 15,43). Μερικοί άπό τούς άγιους Θεολόγους τής Εκκλησίας μάς λέγουν ότι, τόση θά είναι ή δύναμις αύτών τών άγίων, ώστε καί ό μικρότερος άπ' αύτούς θά μπορεί νά κλονίση καί συνταράξη όλο αύτόν τόν κόσμο σάν μία έλαφρά σφαίρα, ή όποία κινείται μέ εύκολία. Αύτά τά σώματα τών άναστημένων άγίων οὔτε στήν φωτιά θά καίγωνται, οϋτε στό νερό θά πνίγωνται, οϋτε στό σπαθί όποιουδήποτε τυράννου θά κατακόπτων ται, ούτε κάποιο είδος πολεμικού όπλου θά μπορεί νά τά τραυματίση, οϋτε ή δίψα ή άλλοι κόποι θά τά νικούν ποτέ.
Ένώ τό τέταρτο χάρισμα αύτών μετά τήν άνάστασί των, θά είναι ή πνευματικότης καί όσιότης, όπως είναι γραμμένο: «Σπείρεται σώμα ψυχικόν, έγείρεται σώμα πνευματικόν» (Α' Κορ. 15,44). Τόση έλαφρότητα, λεπτότητα καί εύκινησία θά άποκτήσουν τά πνευματικά σώματα τών δικαίων μετά τήν άνάστασί, ώστε κανείς δέν θά τά δια κ ρίνη άπό τά άλλα πνεύματα καί τούς άγγέλους. Αύτό τό πνευματικό χάρισμα τόση έξουσία καί δύναμι θά δώση στούς δικαίους, ώστε θά μπορούν νά μετακινούνται άπό τόπο σέ τόπο μέ τήν ταχύτητα τής άστραπής. Αύτή τήν γρήγορη μετακίνησι τών άναστημένων σωμάτων τών δικαίων τήν παρομοιάζει ό Σολομών μέ τό πέταγμα τής σπίθας άπό τήν έστία τής φωτιάς (Σοφία Σολομ. 3,7), ένώ ό προφήτης Ιεζεκιήλ τήν παρομοιάζει μέ τίς άκτῖνες τής άστραπής: «Καί έν μέσω τών ζώων... καί φέγγος πυρός καί έκ τοῦ πυρός έξεπορεύετο άστραπή» (1,14), ένώ ό Ιερός Αύγουστΐνος λέγει γι' αύτή τήν άστραπιαία κίνησι τών άναστημένων σωμάτων: «"Οπου θέλει τό πνεύμα, έκεῖ καί τό σώμα θά είναι παρόν. Διότι σέ στιγμές δευτερολέπτων θά μπορούν οί δίκαιοι μέ τά πνευματικά σώματά των νά ανεβαίνουν στόν ούρανό, νά κατεβαίνουν στόν άδη ή νά φθάνουν στά πέρατα τής γης» (Θύρα τής Μετανοίας).
Άλλά, επειδή στήν άρχή αύτού τοῦ λόγου μας αρχίσαμε νά ομιλούμε γιά τόν παράδεισο, γιά νά έχουμε ύπ' όψει μας τήν άνεκλάλητη δόξα καί χαρά αύτών πού άξιώ θηκαν καί θά άξιωθοῦν αύτής τής ζωής μέ τήν χάρι τοῦ Θεοῦ, καλό είναι νά σημειώσουμε εδώ μία ιερά ιστορία πού συνέβη σ' ένα άπό τά κοινόβια τού παλαιοῦ καιροῦ.
Ζούσε σ' ένα κοινόβιο ένας εύλαβής μοναχός, ό όποιος κάποτε, άκούοντας τόν στίχο τοΰ Ψαλτηρίου: «Ώς χίλια έτη, Κύριε, ή ήμέρα ή εχθές, ήτις διήλθε καί φυλακή έν νυκτί» (Ψαλμ. 89,3) δέν μπορούσε νά τόν καταλάβη. Καί έπειδή σ' αύτό τό Μοναστήρι δέν ύπήρξε κανένας έμπειρος διδάσκαλος νά τόν βοηθήση, έκανε έπίμονη προσευχή στόν Κύριο νά τού άποκαλύψη τήν έννοια τοΰ στίχου. Πράγματι ό Κύριος ύπήκουσε τό θέλημα τών φοβου μένων Αύτόν καί μία ήμέρα, μετά τόν όρθρο, άφοΰ έφυγαν οι άλλοι αδελφοί γιά τά κελλιά των, αύτός έμεινε νά προσευχηθή κατά τήν συνήθειά του στήν Εκκλησία. Τότε, βλέπει ξαφνικά ένα πολύ ώραῖο άετό νά πετά πάνω άπό τό κεφάλι του μέσα στήν έκκλησία. Χάρηκε πολύ άπό τήν ώραιότητά του καί θέλησε νά τόν πιάση. Ό άετός όμως άπομακρυνόταν λίγο λίγο καί ό μοναχός τόν άκο λουθοῦσε, άλλά δέν πετούσε ύψηλά, δπως οί άλλοι άετοί. Ακολουθώντας τον ό μοναχός βγήκε άπό τήν έκκλησία, άπό τό Μοναστήρι καί έφθασε σ' ένα δάσος. Έκεῖ είσήλθε σ' ένα άπόκρυφο τόπο τοΰ δάσους καί άρχισε ό άετός νά ψάλλη μία μελωδία γλυκυτάτη καί άγγελική, ώστε ό μοναχός άπορροφημένος άπό τήν γλυκειά ψαλμωδία έξέχασε όλα τά τοῦ κόσμου καί μέ τήν σκέψι καί τήν καρδιά του εύρισκόταν στόν παράδεισο. Μέ τήν χάρι τοΰ Θεοΰ δέν αισθανόταν κόπους, πείνα, κρῦο, δίψα ή άλλες ανάγκες τοῦ σώματος. Αισθανόταν μέσα του τόση άλλοίωσι ώστε επί 300 χρόνια άκουγε εύφραινόμένος τήν άγγελική ψαλμωδία, διότι άγγελος ήταν ό φαινόμενος άετός. Μετά ό άγγελος ύψώθηκε στούς ούρανούς, ένώ ό μοναχός επανερχόμενος στόν εαυτό του άπ' αύτή τήν θεωρία, επέστρεψε στό Μοναστήρι, νομίζοντας ότι μία μόνο ώρα θά έπέρασε άπό τότε πού έφυγε άπό τό Μοναστήρι. Φθάνοντας έκεῖ, ό πορτάρης τόν έρώτησε άπό πού είναι. Τότε αύτός άπόρησε, διότι δέν είδε αύτόν πού έγνώριζε ώς πορτάρη καί τοῦ είπε: «Έγώ είμαι ό τάδε μοναχός δέν μέ γνωρίζεις;». Ό πορτάρης ένόμισε ότι ό επισκέπτης του θά έχασε τά μυαλά του καί τού είπε: «Πήγαινε στό δρόμο σου, διότι έμεῖς δέν έχουμε τέτοιο μοναχό. Εσένα δέν σέ είδα καμμία φορά, ούτε μπήκες ποτέ σ' αύτό τό Μοναστήρι». Τότε ό μοναχός σαστισμένος καί ταραγμένος τοΰ είπε όλα τά τυπικά τοΰ κοινοβίου καί τά όνόματα όλων τών άδελφών. Κατόπιν πηγαίνοντας στόν ηγούμενο καί λέγοντας όλα αύτά, έκεῖνος συγκέντρωσε όλους τούς πατέρας, άλλά άπ' αύτούς κανένας δέν τόν έγνώριζε. Τότε ό παράδοξος μοναχός τούς είπε μέ άπορία: «Θαυμάζω καί εξίσταμαι, πατέρες, πώς έγινε αύτή ή αλλαγή γιά μία ώρα πού άπουσίασα άπό εδώ, ώστε νά άλλάξουν τά πρόσωπά σας καί νά μή γνωρίζω κανέναν άπό εσάς, ούτε καί εσείς νά γνωρίζετε έμένα. Μάρτυς μου είναι ό Θεός ότι δέν έπέρασε παρά μία ώρα πού έξήλθα άπό τό Μοναστήρι μας, άφοῦ πρίν έδιαβάσαμε τήν άκολουθία τοῦ ὅρθρου. Καί ήγούμενος ήταν ό τάδε, προεστοί οί τάδε καί άδελφοί οί τάδε». Τότε ό ήγούμενος έξετάζοντας τόν κώδικα τοϋ Μοναχολογίου, όπου ήταν γραμμένα όλα τά ονόματα τών άδελφών, έδιάβασε τά όνόματα τών μοναχών πού τοῦ έλεγε ό μοναχός καί κατάλαβε ότι είχαν περάσει 300 χρόνια. Τότε άρχισε νά έρωτά τόν μοναχό τί είδους άνθρωπος είναι καί τί άγαθά έργα στήν ζωή του έκανε, γιά νά μάθη πώς άξιώθηκε άπό τόν Θεό μιας τέτοιας χάριτος. Αύτός τοῦ είπε: «Δέν γνωρίζω καμμία άρετή στόν έαυτό μου, παρά μόνο ότι είχα υπακοή στούς προεστούς τής Μονής, τελεία άγάπη πρός όλους καί δέν σκανδαλιζόμουν ούδέποτε άπό τίποτε. Ιδιαίτερα είχα πολλή άγάπη καί ευλάβεια στήν Ύπεραγία Δέσποινα καί κάθε ήμέρα έδιάβαζα στήν Εικόνα της τούς Χαιρετισμούς της». Κατόπιν τούς διηγήθηκε τήν έμφάνισι τοΰ άετοΰ καί όλη τήν ιστορία στό δάσος καί οί πατέρες κλαίγοντες άπό χαρά τόν κατεφίλουν καί τόν έκύτταζαν ώς ένα ούράνιο καί όχι επίγειο άνθρωπο, διότι καί τά λόγια του ήταν ούράνια καί θεια. Τότε ό ήγούμενος τού είπε: «Δόξαζε τόν Παντοδύναμο Θεό, ό Όποιος σέ άξίωσε μιάς τέτοιας θαυμαστής οπτασίας, τήν όποία δέν είδε άλλος μέ αύτόν τόν τρόπο σ' αύτό τόν παρόντα κόσμο καί έζησες κάτι άπό τήν άπερίγραπτη χαρά καί γλυκύτητα τοῦ παραδείσου. Άλλά γνώριζε, άδελφέ μου, ότι 300 χρόνια έπέρα σαν καί όχι μία ώρα όπως σοῦ έφάνη. Τόση χαρά καί εύφροσύνη θά αίσθάνωνται οί άγιοι στόν παράδεισο όντες ένώπιον τής Αγίας Τριάδος, ώστε θά περνούν χιλιάδες χρόνια ώσάν μία ήμέρα γιά τόν Κύριο καί τούς άγιους Του, όπως τό λέγη ό Προφήτης Δαβίδ, τοϋ οποίου τόν στίχο μέ τήν πράξι κατενόησες». Άκούοντας αύτά ό μοναχός έδόξασε τόν Θεό, έκλαυσε άπό χαρά καί έζήτησε νά κοινωνήση τό Σώμα καί τό Αίμα τοῦ Κυρίου. Λαμβάνοντας τά Άχραντα Μυστήρια, είπε τότε: «Νῦν άπολύεις τόν δοῦλον σου, Δέσποτα...» καί αμέσως παρέδωσε τήν ψυχή του στά χέρια του Θεού» (Αμαρτωλών Σωτηρία κεφ. 21).
Πατέρες καί αδελφοί, δέν μπορώ χωρίς στεναγμούς νά γράψω αύτά, σκεπτόμενος τό μέγα έλεος καί τήν εύ σπλαγχνία τοῦ Παναγάθου Θεοῦ μας σ' αύτούς πού Τόν αγαπούν καί έχουν ώς πρέσβεις τήν Κυρία Θεοτόκο καί τούς Αγίους Του. Ό μακάριος αύτός μοναχός αξιώθηκε νά γευθή άπό τόν παρόντα άκόμη αιώνα, αύτά πού κανείς άπό τούς άνθρώπους δέν μπορεί νά τά διηγηθή, όπως λέγει ό Απόστολος Παύλος, πού άρπάχθηκε μέχρι τρίτου ούρανοΰ καί ήκουσε άρρητα ρήματα (Β' Κορ. 12,4). Είθε καί έμεις οι άνάξιοι καί αμαρτωλοί νά άξιωθούμε αύτοῦ τοῦ θείου ελέους καί εύσπλαχνίας τού Φιλανθρώπου Θεού μας.Αμήν.
Μετάφρασις ἀπό τά ρουμανικά π. Δαμασκηνός Γρηγοριάτης.
Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου