Σάββατο 20 Ιανουαρίου 2024

Περί Παραδείσου.

«Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»

Ὑπό Ρουμάνου Γέροντος π. Κλεόπα Ἠλίε.

«Ἅ ὀφθαλμός οὐκ εἶδε καί οὖς οὐκ ἤκουσε καί έ­πί καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη, ἅ ἡτοίμασεν ὁ Θε­ός τοῖς άγαπώσιν αὐτόν» (Α' Κορ. 2,9).

Πατέρες καί άδελφοί,

Ἡ Ἁγία Γραφή μᾶς λέγει ὅτι «ὁ Θεός ἐφύτευσεν παράδεισον ἐν Εδέμ κατά ἀνατολάς καί ἔθετο ἐκεῖ τόν ἄνθρωπον, ὄν ἔπλασε» (Γεν. 2,8). Τί σημαίνει Εδέμ; Σ' αὐτή τήν ἐρώτησι μᾶς ἀπαντᾶ ὁ Μέγας Βασίλειος λέγοντας, ό­τι Εδέμ σημαίνει ἀπόλαυσις, εὐφροσύνη. Άλλά τί είδους εὐφροσύνη ήταν ἐκεῖ; Μόνο σωματική; Άλλά αύτό καί νά τό σκεφθή κανείς είναι άπρεπο καί έπαίσχυντο. Πρέ­πει λοιπόν νά σκεφθούμε κάτι άξιο τής άγάπης τοῦ Θεοῦ πρός τόν άνθρωπο, κάποια άπόλαυσι πού ταιριάζει μόνο στούς ἁγίους. "Ἄκουσε όμως αὐτόν πού λέγει: «κατατρύφησον τοῦ Κυρίου, καί δώσει σοι τά αιτήματα τής καρ­δίας σου» (Ψαλμ. 36,4), καί ἀλλοῦ «τά όρμήματα τοῦ πο­ταμού εύφραίνουσι τήν πόλιν τοῦ Θεοῦ» καί ποταμός τής ευφροσύνης ονομάζεται αύτός πού τρέφει καί άναπτύσει τήν ώραιότητα τών φυτευμένων λογισμών, όπως είναι γραμμένο: «ποταμός δέ εκπορεύεται έξ Εδέμ ποτίζειν τόν παράδεισον» (Γέν. 2,10).

Ό Σωτήρ μας Ίησούς Χριστός ὑπόσχεται στόν συσταυρωθέντα μέ Αύτόν άλλά μετανοήσαντα ληστή, τόν παράδεισο, στόν όποιο καί τοῦ είπε: «Αμήν λέγω σοι, σήμερον έση μετ' έμο έν τω παραδείσω» (Λουκ. 23,43). Αύτό μάς δείχνει ότι ό Θεός δέχεται τόν άνθρωπο πού με­τανοεί καί στήν τελευταία ώρα τής ζωής του, έάν έπι­στρέψη πρός Αύτόν μέ όλη του τήν καρδιά. Ό Άπόστολος Παύλος γνωρίζουμε οτι ανέβηκε μέχρι τρίτου ούρανο, επήγε στόν παράδεισο καί άκουσε άρρητα ρήματα. (Β' Κορ. 12,4).

Στόν παράδεισο ή χαρά καί εύφροσύνη είναι αιωνία. Ιδού τί λέγει ό ψαλμωδός: «Εύφρανθείησαν πάντες οι έλπίζοντες έπί σέ, εις αιώνα άγαλλιάσονται» (Ψαλμ. 5,12). Οί "Αγιοι Πατέρες τής Εκκλησίας λέγουν ότι ό παράδει­σος είναι διπλός, αισθητός καί νοητός, ορατός καί άόρατος, όπως καί ό άνθρωπος έχει ένα μέρος όρατό καί ένα άόρατο, δηλαδή σώμα καί ψυχή. ("Αγιος Ιωάννης ό Δα­μασκηνός). Μερικοί άπό τούς Πατέρας τής Εκκλησίας λέγουν ότι οί δίκαιοι στόν παράδεισο θά ομιλούν όλες τίς γλώσσες το κόσμου.

Στήν συνέχεια θά φέρουμε μερικές μαρτυρίες καί πε­ρί τής Βασιλείας τών Ούρανών. Ή Άγία Γραφή μάς λέγει γιά τήν Βασιλεία τών Ούρανών: «Ή Βασιλεία σου βασι­λεία πάντων τών αιώνων καί ή δεσποτεία σου έν πάση γε­νεά καί γενεά»" θά είναι Βασιλεία όλων τών αιωνίων άπολαύσεων (Θύρα τής Μετανοίας), όνομάζεται «πόλις το Θεο» (Έβρ. 11,10), «πόλις το Βασιλέως το Μεγάλου» καί «ούράνιος Ιερουσαλήμ» (Άποκ, 21,18). Ή βασιλεία το Θεο ούκ έστιν βρώσις καί πόσις, άλλά δικαιοσύνη, ειρήνη καί χαρά έν Πνεύματι Άγίω» (Ρωμ. 14,17) καί κα­νείς άκάθαρτος δέν θά είσέλθη σ' αύτή (Έφεσ. 5,5 καί Γαλ. 5,21). «Ού γάρ έν λόγω ή βασιλεία το Θεο, άλλ' έν δυνάμει» (Α' Κορ. 4,20), εύρίσκεται μέσα στήν καρδιά μας (Λουκ. 17,21). "Οποιος θέλει νά είσέλθη στήν Βασι­λεία τών Ούρανών θά πρέπει νά γεννηθή έξ ύδατος καί πνεύματος (Ίωάν. 3,4), νά είναι άθώος καί άκακος όπως τά μικρά παιδιά (Ματθ. 19,14), ή δικαιοσύνη του νά περισσεύη άπό έκείνη τών φαρισαίων, δηλαδή νά είναι τα­πεινός (Ματθ. 5,3), νά υποφέρη διωγμούς γιά τήν Βασι­λεία τών Ούρανών (Ματθ. 5,10), καί νά κοπιάζη σ' όλόκληρη τήν ζωή του γιά τήν έπιτέλεσι όλων τών έντολών τοϋ Θεού (Ματθ. 11,12).

Άπό τήν διδασκαλία του Αποστόλου Παύλου μα­θαίνουμε ότι τά σώματα τών δικαίων, μετά τήν κοινή ά­νάστασι, θά στολισθούν στήν Βασιλεία τών Ούρανών άπό τόν Πανάγαθο Θεό μέ τέσσερα χαρίσματα: τήν άφθαρσία, τήν δύναμι, τήν πνευματικότητα καί τήν δόξα (Α' Κορ. 15,42).

Γιά τήν άφθαρσία ό Θειος Παύλος λέγει: «σπείρεται σώμα ψυχικόν, εγείρεται σώμα πνευματικόν» (Α' Κορ. 15,44). Μέ αύτό τό χωρίο πρέπει νά καταλάβουμε ότι τά σώματα τών δικαίων είναι δοξασμένα άπό τόν Θεό μετά τήν κοινή άνάστασι καί δέν θά ρυπαίνωνται άπό τήν επή­ρεια καί έπίδρασι κανενός πάθους. Δέν θά έχουν κάτι ά­πό τίς ιδιότητες το φθαρτο σώματος, δηλ. άσθένειες, γηρατειά, αδυναμίες ή άλλα πάθη. Επίσης δέν θά αισθά­νονται πείνα, δίψα, κόπους ή άλλες βιολογικές άνάγκες το θνητο σώματος.

Τό δεύτερο χάρισμα τών δοξασμένων σωμάτων, με­τά τήν άνάστασι, θά είναι ή δόξα, όπως είναι γραμμένο: «σπείρεται έν ατιμία, εγείρεται έν δόξη» (Α' Κορ. 15,43). ΟΙ θείοι Πατέρες λέγουν ότι τά σώματα τών δικαίων θά έ­χουν δόξα καί λαμπρότητα κατά δύο τρόπους: Θά είναι διαφανή, όπως είναι τό κρύσταλλο ή τό νερό ή αύτά πού έχουν μέσα τους καί τό φως, όπως είναι ό ήλιος καί τά α­στέρια. Γιά τό πρώτο είδος τής δόξης μάς λέγει τά έξης ό άγιος Γρηγόριος ό Θεολόγος: «Τά σώματα τών μακαρίων πολιτών τής Ούρανίου Βασιλείας θά είναι φωτεινά μέ τό­ση καθαρότητα, ώστε θά είναι σ' όλους τούς οφθαλμούς τελείως ορατά καί φανερά». Γιά τό δεύτερο είδος, τήν λαμπρότητα τών αναστημένων σωμάτων, μάς όμιλε! ό Κύριος, όταν λέγει: «Τότε οί δίκαιοι έκλάμψουσιν ώς ό ή­λιος έν τή Βασιλεία το Πατρός μου». Αύτή ή άκτινοβόλος λαμπρότης θά πηγάζη άπό τήν ωραιότητα καί τόν στολισμό τής ψυχής καί τού σώματος καθενός άπό τούς δικαίους. "Ω, πόση χαρά καί άγαλλίασις θά ύπάρχη τότε, όταν θά βλέπη κανείς τόσο πλήθος λαμπροτάτων ήλίων συγκεντρωμένων σέ ένα τόπο!! Διότι,έάν ένας μόνο αι­σθητός ήλιος προκαλεί τόση χαρά στούς άνθρωπίνους ο­φθαλμούς, πόση μεγαλύτερη χαρά θά ύπάρχη όταν χιλιά­δες καί έκατομμύρια ήλιοι θά έμφανισθοϋν ένώπιον τών όφθαλμών τών άνθρώπων!! Μερικοί άπό τούς Πατέρας έ τόλμησαν νά ειπούν καί τούτο, ότι, έάν τό σώμα μόνο έ νός δικαίου θά κατέβη άπό τόν ούρανό στήν γή, θά καλύ ψη μέ τήν θεοειδή λάμψι του όλους τούς άστέρες καί τόν ήλιο. (Θύρα τής Μετανοίας κεφ.3).

Τό τρίτο χάρισμα τών άναστημένων σωμάτων στήν Βασιλεία τών Ούρανών θά είναι ή δύναμις, κατά τήν μαρ­τυρία, ή όποία μάς λέγει: «Σπείρεται έν άσθενεία, έγείρε ται έν δυνάμει» (Α' Κορ. 15,43). Μερικοί άπό τούς άγιους Θεολόγους τής Εκκλησίας μάς λέγουν ότι, τόση θά είναι ή δύναμις αύτών τών άγίων, ώστε καί ό μικρότερος άπ' αύτούς θά μπορεί νά κλονίση καί συνταράξη όλο αύτόν τόν κόσμο σάν μία έλαφρά σφαίρα, ή όποία κινείται μέ εύκολία. Αύτά τά σώματα τών άναστημένων άγίων οὔτε στήν φωτιά θά καίγωνται, οϋτε στό νερό θά πνίγωνται, οϋτε στό σπαθί όποιουδήποτε τυράννου θά κατακόπτων ται, ούτε κάποιο είδος πολεμικού όπλου θά μπορεί νά τά τραυματίση, οϋτε ή δίψα ή άλλοι κόποι θά τά νικούν πο­τέ.

Ένώ τό τέταρτο χάρισμα αύτών μετά τήν άνάστασί των, θά είναι ή πνευματικότης καί όσιότης, όπως είναι γραμμένο: «Σπείρεται σώμα ψυχικόν, έγείρεται σώμα πνευματικόν» (Α' Κορ. 15,44). Τόση έλαφρότητα, λεπτό­τητα καί εύκινησία θά άποκτήσουν τά πνευματικά σώμα­τα τών δικαίων μετά τήν άνάστασί, ώστε κανείς δέν θά τά δια κ ρίνη άπό τά άλλα πνεύματα καί τούς άγγέλους. Αύτό τό πνευματικό χάρισμα τόση έξουσία καί δύναμι θά δώση στούς δικαίους, ώστε θά μπορούν νά μετακινούνται άπό τόπο σέ τόπο μέ τήν ταχύτητα τής άστραπής. Αύτή τήν γρήγορη μετακίνησι τών άναστημένων σωμάτων τών δικαίων τήν παρομοιάζει ό Σολομών μέ τό πέταγμα τής σπίθας άπό τήν έστία τής φωτιάς (Σοφία Σολομ. 3,7), ένώ ό προφήτης Ιεζεκιήλ τήν παρομοιάζει μέ τίς άκτῖνες τής άστραπής: «Καί έν μέσω τών ζώων... καί φέγγος πυρός καί έκ το πυρός έξεπορεύετο άστραπή» (1,14), ένώ ό Ιε­ρός Αύγουστΐνος λέγει γι' αύτή τήν άστραπιαία κίνησι τών άναστημένων σωμάτων: «"Οπου θέλει τό πνεύμα, έκεῖ καί τό σώμα θά είναι παρόν. Διότι σέ στιγμές δευτερο­λέπτων θά μπορούν οί δίκαιοι μέ τά πνευματικά σώματά των νά ανεβαίνουν στόν ούρανό, νά κατεβαίνουν στόν άδη ή νά φθάνουν στά πέρατα τής γης» (Θύρα τής Μετα­νοίας).

Άλλά, επειδή στήν άρχή αύτού το λόγου μας αρχί­σαμε νά ομιλούμε γιά τόν παράδεισο, γιά νά έχουμε ύπ' ό­ψει μας τήν άνεκλάλητη δόξα καί χαρά αύτών πού άξιώ θηκαν καί θά άξιωθον αύτής τής ζωής μέ τήν χάρι το Θεο, καλό είναι νά σημειώσουμε εδώ μία ιερά ιστορία πού συνέβη σ' ένα άπό τά κοινόβια τού παλαιο καιρο.

Ζούσε σ' ένα κοινόβιο ένας εύλαβής μοναχός, ό ό­ποιος κάποτε, άκούοντας τόν στίχο τοΰ Ψαλτηρίου: «Ώς χίλια έτη, Κύριε, ή ήμέρα ή εχθές, ήτις διήλθε καί φυλακή έν νυκτί» (Ψαλμ. 89,3) δέν μπορούσε νά τόν καταλάβη. Καί έπειδή σ' αύτό τό Μοναστήρι δέν ύπήρξε κανένας έμ­πειρος διδάσκαλος νά τόν βοηθήση, έκανε έπίμονη προ­σευχή στόν Κύριο νά τού άποκαλύψη τήν έννοια τοΰ στί­χου. Πράγματι ό Κύριος ύπήκουσε τό θέλημα τών φοβου μένων Αύτόν καί μία ήμέρα, μετά τόν όρθρο, άφοΰ έφυ­γαν οι άλλοι αδελφοί γιά τά κελλιά των, αύτός έμεινε νά προσευχηθή κατά τήν συνήθειά του στήν Εκκλησία. Τό­τε, βλέπει ξαφνικά ένα πολύ ώραῖο άετό νά πετά πάνω ά­πό τό κεφάλι του μέσα στήν έκκλησία. Χάρηκε πολύ άπό τήν ώραιότητά του καί θέλησε νά τόν πιάση. Ό άετός όμως άπομακρυνόταν λίγο  λίγο καί ό μοναχός τόν άκο λουθοσε, άλλά δέν πετούσε ύψηλά, δπως οί άλλοι άετοί. Ακολουθώντας τον ό μοναχός βγήκε άπό τήν έκκλησία, άπό τό Μοναστήρι καί έφθασε σ' ένα δάσος. Έκεῖ είσήλθε σ' ένα άπόκρυφο τόπο τοΰ δάσους καί άρχισε ό άετός νά ψάλλη μία μελωδία γλυκυτάτη καί άγγελική, ώστε ό μοναχός άπορροφημένος άπό τήν γλυκειά ψαλμωδία έξέχασε όλα τά το κόσμου καί μέ τήν σκέψι καί τήν καρδιά του εύρισκόταν στόν παράδεισο. Μέ τήν χάρι τοΰ Θεοΰ δέν αισθανόταν κόπους, πείνα, κρῦο, δίψα ή άλλες ανάγ­κες το σώματος. Αισθανόταν μέσα του τόση άλλοίωσι ώστε επί 300 χρόνια άκουγε εύφραινόμένος τήν άγγελική ψαλμωδία, διότι άγγελος ήταν ό φαινόμενος άετός. Μετά ό άγγελος ύψώθηκε στούς ούρανούς, ένώ ό μοναχός επα­νερχόμενος στόν εαυτό του άπ' αύτή τήν θεωρία, επέ­στρεψε στό Μοναστήρι, νομίζοντας ότι μία μόνο ώρα θά έπέρασε άπό τότε πού έφυγε άπό τό Μοναστήρι. Φθάνον­τας έκεῖ, ό πορτάρης τόν έρώτησε άπό πού είναι. Τότε αύτός άπόρησε, διότι δέν είδε αύτόν πού έγνώριζε ώς πορτάρη καί το είπε: «Έγώ είμαι ό τάδε μοναχός δέν μέ γνωρίζεις;». Ό πορτάρης ένόμισε ότι ό επισκέπτης του θά έχασε τά μυαλά του καί τού είπε: «Πήγαινε στό δρόμο σου, διότι έμεῖς δέν έχουμε τέτοιο μοναχό. Εσένα δέν σέ είδα καμμία φορά, ούτε μπήκες ποτέ σ' αύτό τό Μονα­στήρι». Τότε ό μοναχός σαστισμένος καί ταραγμένος τοΰ είπε όλα τά τυπικά τοΰ κοινοβίου καί τά όνόματα όλων τών άδελφών. Κατόπιν πηγαίνοντας στόν ηγούμενο καί λέγοντας όλα αύτά, έκεῖνος συγκέντρωσε όλους τούς πα­τέρας, άλλά άπ' αύτούς κανένας δέν τόν έγνώριζε. Τότε ό παράδοξος μοναχός τούς είπε μέ άπορία: «Θαυμάζω καί εξίσταμαι, πατέρες, πώς έγινε αύτή ή αλλαγή γιά μία ώρα πού άπουσίασα άπό εδώ, ώστε νά άλλάξουν τά πρόσωπά σας καί νά μή γνωρίζω κανέναν άπό εσάς, ούτε καί εσείς νά γνωρίζετε έμένα. Μάρτυς μου είναι ό Θεός ότι δέν έπέ­ρασε παρά μία ώρα πού έξήλθα άπό τό Μοναστήρι μας, άφο πρίν έδιαβάσαμε τήν άκολουθία το ὅρθρου. Καί ήγούμενος ήταν ό τάδε, προεστοί οί τάδε καί άδελφοί οί τάδε». Τότε ό ήγούμενος έξετάζοντας τόν κώδικα τοϋ Μοναχολογίου, όπου ήταν γραμμένα όλα τά ονόματα τών άδελφών, έδιάβασε τά όνόματα τών μοναχών πού το έλεγε ό μοναχός καί κατάλαβε ότι είχαν περάσει 300 χρόνια. Τότε άρχισε νά έρωτά τόν μοναχό τί είδους άν­θρωπος είναι καί τί άγαθά έργα στήν ζωή του έκανε, γιά νά μάθη πώς άξιώθηκε άπό τόν Θεό μιας τέτοιας χάρι­τος. Αύτός το είπε: «Δέν γνωρίζω καμμία άρετή στόν έ­αυτό μου, παρά μόνο ότι είχα υπακοή στούς προεστούς τής Μονής, τελεία άγάπη πρός όλους καί δέν σκανδαλι­ζόμουν ούδέποτε άπό τίποτε. Ιδιαίτερα είχα πολλή άγά­πη καί ευλάβεια στήν Ύπεραγία Δέσποινα καί κάθε ήμέ­ρα έδιάβαζα στήν Εικόνα της τούς Χαιρετισμούς της». Κατόπιν τούς διηγήθηκε τήν έμφάνισι τοΰ άετοΰ καί όλη τήν ιστορία στό δάσος καί οί πατέρες κλαίγοντες άπό χα­ρά τόν κατεφίλουν καί τόν έκύτταζαν ώς ένα ούράνιο καί όχι επίγειο άνθρωπο, διότι καί τά λόγια του ήταν ούράνια καί θεια. Τότε ό ήγούμενος τού είπε: «Δόξαζε τόν Παντο­δύναμο Θεό, ό Όποιος σέ άξίωσε μιάς τέτοιας θαυμα­στής οπτασίας, τήν όποία δέν είδε άλλος μέ αύτόν τόν τρόπο σ' αύτό τόν παρόντα κόσμο καί έζησες κάτι ά­πό τήν άπερίγραπτη χαρά καί γλυκύτητα το παραδεί­σου. Άλλά γνώριζε, άδελφέ μου, ότι 300 χρόνια έπέρα σαν καί όχι μία ώρα όπως σο έφάνη. Τόση χαρά καί εύ­φροσύνη θά αίσθάνωνται οί άγιοι στόν παράδεισο όντες έ­νώπιον τής Αγίας Τριάδος, ώστε θά περνούν χιλιάδες χρόνια ώσάν μία ήμέρα γιά τόν Κύριο καί τούς άγιους Του, όπως τό λέγη ό Προφήτης Δαβίδ, τοϋ οποίου τόν στίχο μέ τήν πράξι κατενόησες». Άκούοντας αύτά ό μο­ναχός έδόξασε τόν Θεό, έκλαυσε άπό χαρά καί έζήτησε νά κοινωνήση τό Σώμα καί τό Αίμα το Κυρίου. Λαμβά­νοντας τά Άχραντα Μυστήρια, είπε τότε: «Νῦν άπολύεις τόν δολον σου, Δέσποτα...» καί αμέσως παρέδωσε τήν ψυχή του στά χέρια του Θεού» (Αμαρτωλών Σωτηρία κεφ. 21).

Πατέρες καί αδελφοί, δέν μπορώ χωρίς στεναγμούς νά γράψω αύτά, σκεπτόμενος τό μέγα έλεος καί τήν εύ σπλαγχνία το Παναγάθου Θεο μας σ' αύτούς πού Τόν αγαπούν καί έχουν ώς πρέσβεις τήν Κυρία Θεοτόκο καί τούς Αγίους Του. Ό μακάριος αύτός μοναχός αξιώθηκε νά γευθή άπό τόν παρόντα άκόμη αιώνα, αύτά πού κανείς άπό τούς άνθρώπους δέν μπορεί νά τά διηγηθή, όπως λέ­γει ό Απόστολος Παύλος, πού άρπάχθηκε μέχρι τρίτου ούρανοΰ καί ήκουσε άρρητα ρήματα (Β' Κορ. 12,4). Είθε καί έμεις οι άνάξιοι καί αμαρτωλοί νά άξιωθούμε αύτο το θείου ελέους καί εύσπλαχνίας τού Φιλανθρώπου Θεού μας.Αμήν.

Μετάφρασις ἀπό τά ρουμανικά π. Δαμασκηνός Γρηγοριάτης.

Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου