Ἡ φράση αὐτή ἀποδίδεται στόν Ἰωάννη Μακρυγιάννη. Ὁ Μακρυγιάννης, ἐκτός ἀπό ἰδιοφυής στρατηγός, ὑπῆρξε καί μεγάλος στοχαστής, ὅπως φαίνεται ἀπό τά Ἀπομνημονεύματά του. Γνώρισε πολύ καλά τή νοοτροπία καί τόν τρόπο σκέψης καί ἀντίδρασης τοῦ Ἕλληνα. Καί ἡ Ἱστορία φαίνεται ὅτι τόν δικαιώνει.
Καί ἡ Πυθία, ὅμως, ἀρκετούς αἰῶνες πρίν, εἶπε κάτι παρόμοιο. Συγκεκριμένα, στίς ἀρχές τοῦ 2ου π.Χ. αἰῶνα ὁ πολύπειρος Ἀρκάδας στρατηγός Φιλοποίμην διέκρινε τή διάθεση τοῦ Ρωμαίου ὑπάτου Φλαμινίκου γιά ἐμπλοκή στά ἑλληνικά πράγματα καί κατάλαβε πώς οἱ Ἕλληνες βρίσκονταν μπροστά σέ τεράστιες περιπέτειες. Γι’ αὐτό, ἀποφάσισε νά συμβουλευτεῖ τό Μαντεῖο τῶν Δελφῶν γιά τό μέλλον τῆς Ἑλλάδας. Ἡ Πυθία, τότε, τοῦ ἔδωσε τόν ἑξῆς χρησμό: «Ἀσκός κλυδωνιζόμενος, μηδέποτε βυθιζόμενος»! Ἡ ἱέρεια τῶν Δελφῶν παρομοίασε τήν Ἑλλάδα μέ φουσκωμένο ἀσκί στό φουρτουνιασμένο πέλαγος, πού κλυδωνίζεται μέν λόγῳ τῶν κυμάτων, ἀλλά πού δέν πρόκειται νά βυθιστεῖ ποτέ!
Ἡ ρήση αὐτή ἀποτελεῖ τόν ἀπόλυτο ὁρισμό τῆς Ἑλλάδας, ὁ ὁποῖος ἐδῶ καί 22 αἰῶνες ἐπιβεβαιώνεται στό ἀκέραιο.
Πράγματι, οἱ Ρωμαῖοι, ἐπιβεβαιώνοντας τούς φόβους τοῦ Φιλοποίμενα, ἦρθαν! Ἦρθαν καί οἱ Γότθοι, οἱ Ἄβαροι, οἱ Φράγκοι, οι Ἄραβες, οἱ Τοῦρκοι, οἱ Γερμανοί, οἱ Σύμμαχοι. Ἦρθαν καί προδότες, χρεοκοπίες, μνημόνια! Ἀλλά ὁ ἀσκός, σέ πεῖσμα ὅλων αὐτῶν καί πολλῶν ἄλλων, «μηδέποτε βυθίζεται!»
Πράγματι, ἡ Ἑλλάδα δέν χάνεται, ἀλλά οὔτε καί φτιάχνεται. Ἁπλῶς σέρνεται. Γιατί; Τό ἐξηγεῖ ὁ δικαστής Kelly στό Ψυχογράφημα τοῦ Ἕλληνα, πού ἔγραψε τό 1931 καί βραβεύτηκε στήν Οὐάσινγκτον ἀπό τήν ἐφημερίδα Κόσμος μέ τό πρῶτο βραβεῖο, σέ διαγωνισμό σχετικά μέ τόν καταλληλότερο χαρακτηρισμό ἑνός λαοῦ:
«Μπροστά στό δικαστήριο τῆς ἀδέκαστης Ἱστορίας ἀποκαλύφθηκε ὁ Ἕλληνας ἐξ’ ἀρχῆς κατώτερος τῶν περιστάσεων, ἄν καί κατεῖχε τά πρωτεῖα ἀπό ἄποψη διανοητική. Ὁ Ἕλληνας εἶναι εὐφυέστατος, ἀλλά ἀλαζόνας. Δραστήριος, ἀλλά ἀμέθοδος. Φιλότιμος, ἀλλά καί γεμάτος προλήψεις. Ἀνυπόμονος, ἀλλά καί πολεμιστής. Ἔκτισε τόν Παρθενῶνα καί τόν ἄφησε ἀργότερα νά μεταβληθεῖ σέ ἐρείπια. Ἀνέδειξε τόν Σωκράτη, γιά νά τόν καταδικάσει νά πιεῖ τό κώνειο. Θαύμαζε τόν Θεμιστοκλῆ καί τόν ἐξόρισε. Δημιούργησε τό Βυζάντιο καί τό ἄφησε νά πέσει στούς Τούρκους. Ἔκανε τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1821 καί διακινδύνεψε. Κάλεσε τόν Καποδίστρια καί τόν δολοφόνησε. Δημιούργησε τό 1909 καί τό λησμόνησε. Τριπλασίασε τήν Ἑλλάδα καί τήν ἐξέθεσε στόν κίνδυνο νά τή χάσει. Κόβεται τή μιά στιγμή γιά τήν ἀλήθεια καί τήν ἄλλη στιγμή μισεῖ αὐτόν πού ἀρνεῖται νά ὑπηρετήσει τό ψέμα. Παράδοξο πλάσμα, ἀτίθασο, ἡμίκακο, ἀβέβαιων διαθέσεων, σοφόμωρο καί ἐγωπαθές. Ἄν θέλετε, θαυμάστε τον. Ἄν προτιμᾶτε, λυπηθεῖτε τον. Ἄν μπορεῖτε, ταξινομῆστε τον.»
Κωνσταντῖνος Δ. Ρίζος,
Ἐπίτιμος Σχολικός Σύμβουλος Οἰκονομολόγων
(περιοδικό Σύνδεσμος – τεύχος 544)