Το συνταρακτικό γεγονός που θα διηγηθούμε συνέβη στην περιοχή Narymsk της Ρωσίας, στο βόρειο τμήμα της επαρχίας του Τόμσκ, το 1932 ή το 1933. Στο μέρος αυτό είχαν εγκατασταθεί οικογένειες εξόριστες από το κομμουνιστικό καθεστώς.
Κάποτε κάποιοι από τους εξορίστους έφτιαχναν ένα σταύλο για τα άλογα. Αυτοί έδωσαν εντολή σε μία γυναίκα που ζούσε εκεί δίπλα, ονόματι Μαρία Ιβάνοβνα, να τους μαγειρεύει, ενώ οι ίδιοι τής έφερναν τα τρόφιμα που θα μαγείρευε. Όταν έφτασε η Μεγάλη Τεσσαρακοστή, αυτοί που δούλευαν τής έφεραν να τους μαγειρέψει κρέας.
Η γυναίκα τούς απάντησε:
–Τώρα είναι Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Είστε πιστοί άνθρωποι! Πώς μπορείτε να τρώτε κρέας μέσα στη νηστεία; Δεν μου πάει να σας το μαγειρέψω.
Ο επικεφαλής της είπε:
-Δεν είναι δική σου δουλειά αυτό. Μαγείρεψε! Οι άνδρες δουλεύουν και εσύ πρέπει να τους ταΐσεις. Εάν δεν θέλεις το κρέας, μην το τρως εσύ!
Οι άνδρες ήλθαν να φάνε. Ήταν δέκα. Η Άννα είχε φτιάξει σούπα με κρέας. Μαγείρεψε το κρέας όπως την διέταξαν, αλλά η ψυχή της ήταν στενοχωρημένη. «Πώς μπορείτε να το φάτε; Ξέρετε, είναι περίοδος νηστείας τώρα».
Η γυναίκα έφυγε από την κουζίνα. Πάνω από το τραπέζι είχε κρεμάσει μία εικόνα του Χριστού. Οι άνδρες ένιωσαν άβολα. Μόνο ο Ιβάν φάνηκε «τολμηρός». Πήρε μία πετσέτα που κρεμόταν πάνω σε έναν πάγκο και γέλασε:
–Θα δέσουμε τα μάτια του Θεού και έτσι δεν θα δει ότι τρώμε κρέας. Έτσι δεν θα είναι αμαρτία!
Έτσι έδεσαν τα μάτια της εικόνας. Η οικοδέσποινά τους δεν είδε τίποτε από αυτά που έκαναν. Μετά το γεύμα, ο έξυπνος τύπος άρχισε να λύνει τα μάτια της εικόνας, λέγοντας:
-Να! Ο Θεός δεν είδε τίποτε!
Η Άννα Ιβάνοβνα τον είδε.
-Τί κάνεις, Ιβάν; Έχασες τα λογικά σου; Γρήγορα να ζητήσεις συγχώρεση;
Τον μάλωσε όσο μπορούσε, αλλά ο Ιβάν μόνο γέλασε:
–Εάν υπάρχει Θεός, ας με τιμωρήσει. Κοίταξε: μας έχουν πάρει τα πάντα, μας έχουν εξορίσει και ο Θεός δεν έχει τιμωρήσει κανέναν! Πού είναι λοιπόν ο Θεός; Δεν πιστεύω πια ότι Αυτός υπάρχει.
Όταν γύρισε σπίτι του, είπε στην γυναίκα του, την Ευδοκία, τί είχε κάνει.
–Πω, πω! Τί έκανες; Ζήτα συγχώρεση, μετανόησε!, του είπε εκείνη κατατρομαγμένη.
Όμως αυτός επανέλαβε τα ίδια:
«Εάν πραγματικά υπάρχει Θεός, ας με τιμωρήσει».
-Πώς μπορείς να λές τέτοιες ανοησίες; Η γυναίκα του άρχισε να κλαίει.
-Μην κλαίς, Ευδοκίτσα μου. Εάν είναι να υποφέρω, θα υποφέρω. Τουλάχιστον θα γνωρίζω ότι υπάρχει Θεός.
Η γυναίκα του σηκώθηκε το πρωί και άρχισε να κάνει δουλειές στην κουζίνα. Αυτός την ακολούθησε και προσπάθησε να ανάψει την λάμπα πετρελαίου, ανάβοντας ένα σπίρτο. Η γυναίκα του εξεπλάγη.
-Γιατί ανάβεις την λάμπα, Ιβάν; Ο ήλιος έχει ανέβει, έχει φωτίσει για τα καλά.
-Τί εννοείς; Είναι σκοτάδι!
Το σπίρτο έκαιγε στα δάχτυλά του, αλλά δεν το έβλεπε. Μετά πήρε ένα δεύτερο σπίρτο. Η γυναίκα του πήρε το σπίρτο, το άναψε μπροστά στα μάτια του και τον ρώτησε: «βλέπεις τώρα;». Όμως αυτός ψαχούλευε γύρω από το τραπέζι όπου ήταν η λάμπα. Δεν έβλεπε τίποτε, ούτε το σπίρτο ούτε τον ήλιο.
Μαύρη νύχτα είχε πέσει στα μάτια του. Η γυναίκα του άρχισε να τρέμει και να θρηνεί: ο άνδρας της είχε τυφλωθεί! Ο Ιβάν κατάλαβε: ο Κύριος του είχε πάρει την όραση. Άρχισε να κλαίει. Αυτό σήμαινε ότι υπήρχε Θεός!
-Γρήγορα να πάμε στο νοσοκομείο, του είπε η γυναίκα του.
-Γιατί να πάμε στο νοσοκομείο; απάντησε ο Ιβάν. Ο Θεός με έχει τιμωρήσει. Το νοσοκομείο δεν θα βοηθήσει.
Η Ευδοκία έπεσε γονατιστή μπροστά στις εικόνες για να ικετεύσει για τον άνδρα της.
-Γιατί κλαις; είπε ο Ιβάν. Μόνος μου το ζήτησα. Η τιμωρία έχει έλθει.
Την επόμενη νύκτα είδε ένα όνειρο. Ο Κύριος ήλθε κατευθείαν από την εικόνα την οποία είχε χλευάσει ο Ιβάν και του είπε:
–Εσύ μου έδεσες τα μάτια και εγώ σου έδεσα τα μάτια.
40 μέρες αργότερα, τα μάτια του έγιναν καλά. Η γυναίκα του Ιβάν προσευχόταν με μεγάλη θέρμη. Και ο Ιβάν έγινε ένας μεγάλος κήρυκας της Ορθόδοξης πίστης.
Κάποτε κάποιοι από τους εξορίστους έφτιαχναν ένα σταύλο για τα άλογα. Αυτοί έδωσαν εντολή σε μία γυναίκα που ζούσε εκεί δίπλα, ονόματι Μαρία Ιβάνοβνα, να τους μαγειρεύει, ενώ οι ίδιοι τής έφερναν τα τρόφιμα που θα μαγείρευε. Όταν έφτασε η Μεγάλη Τεσσαρακοστή, αυτοί που δούλευαν τής έφεραν να τους μαγειρέψει κρέας.
Η γυναίκα τούς απάντησε:
–Τώρα είναι Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Είστε πιστοί άνθρωποι! Πώς μπορείτε να τρώτε κρέας μέσα στη νηστεία; Δεν μου πάει να σας το μαγειρέψω.
Ο επικεφαλής της είπε:
-Δεν είναι δική σου δουλειά αυτό. Μαγείρεψε! Οι άνδρες δουλεύουν και εσύ πρέπει να τους ταΐσεις. Εάν δεν θέλεις το κρέας, μην το τρως εσύ!
Οι άνδρες ήλθαν να φάνε. Ήταν δέκα. Η Άννα είχε φτιάξει σούπα με κρέας. Μαγείρεψε το κρέας όπως την διέταξαν, αλλά η ψυχή της ήταν στενοχωρημένη. «Πώς μπορείτε να το φάτε; Ξέρετε, είναι περίοδος νηστείας τώρα».
Η γυναίκα έφυγε από την κουζίνα. Πάνω από το τραπέζι είχε κρεμάσει μία εικόνα του Χριστού. Οι άνδρες ένιωσαν άβολα. Μόνο ο Ιβάν φάνηκε «τολμηρός». Πήρε μία πετσέτα που κρεμόταν πάνω σε έναν πάγκο και γέλασε:
–Θα δέσουμε τα μάτια του Θεού και έτσι δεν θα δει ότι τρώμε κρέας. Έτσι δεν θα είναι αμαρτία!
Έτσι έδεσαν τα μάτια της εικόνας. Η οικοδέσποινά τους δεν είδε τίποτε από αυτά που έκαναν. Μετά το γεύμα, ο έξυπνος τύπος άρχισε να λύνει τα μάτια της εικόνας, λέγοντας:
-Να! Ο Θεός δεν είδε τίποτε!
Η Άννα Ιβάνοβνα τον είδε.
-Τί κάνεις, Ιβάν; Έχασες τα λογικά σου; Γρήγορα να ζητήσεις συγχώρεση;
Τον μάλωσε όσο μπορούσε, αλλά ο Ιβάν μόνο γέλασε:
–Εάν υπάρχει Θεός, ας με τιμωρήσει. Κοίταξε: μας έχουν πάρει τα πάντα, μας έχουν εξορίσει και ο Θεός δεν έχει τιμωρήσει κανέναν! Πού είναι λοιπόν ο Θεός; Δεν πιστεύω πια ότι Αυτός υπάρχει.
Όταν γύρισε σπίτι του, είπε στην γυναίκα του, την Ευδοκία, τί είχε κάνει.
–Πω, πω! Τί έκανες; Ζήτα συγχώρεση, μετανόησε!, του είπε εκείνη κατατρομαγμένη.
Όμως αυτός επανέλαβε τα ίδια:
«Εάν πραγματικά υπάρχει Θεός, ας με τιμωρήσει».
-Πώς μπορείς να λές τέτοιες ανοησίες; Η γυναίκα του άρχισε να κλαίει.
-Μην κλαίς, Ευδοκίτσα μου. Εάν είναι να υποφέρω, θα υποφέρω. Τουλάχιστον θα γνωρίζω ότι υπάρχει Θεός.
Η γυναίκα του σηκώθηκε το πρωί και άρχισε να κάνει δουλειές στην κουζίνα. Αυτός την ακολούθησε και προσπάθησε να ανάψει την λάμπα πετρελαίου, ανάβοντας ένα σπίρτο. Η γυναίκα του εξεπλάγη.
-Γιατί ανάβεις την λάμπα, Ιβάν; Ο ήλιος έχει ανέβει, έχει φωτίσει για τα καλά.
-Τί εννοείς; Είναι σκοτάδι!
Το σπίρτο έκαιγε στα δάχτυλά του, αλλά δεν το έβλεπε. Μετά πήρε ένα δεύτερο σπίρτο. Η γυναίκα του πήρε το σπίρτο, το άναψε μπροστά στα μάτια του και τον ρώτησε: «βλέπεις τώρα;». Όμως αυτός ψαχούλευε γύρω από το τραπέζι όπου ήταν η λάμπα. Δεν έβλεπε τίποτε, ούτε το σπίρτο ούτε τον ήλιο.
Μαύρη νύχτα είχε πέσει στα μάτια του. Η γυναίκα του άρχισε να τρέμει και να θρηνεί: ο άνδρας της είχε τυφλωθεί! Ο Ιβάν κατάλαβε: ο Κύριος του είχε πάρει την όραση. Άρχισε να κλαίει. Αυτό σήμαινε ότι υπήρχε Θεός!
-Γρήγορα να πάμε στο νοσοκομείο, του είπε η γυναίκα του.
-Γιατί να πάμε στο νοσοκομείο; απάντησε ο Ιβάν. Ο Θεός με έχει τιμωρήσει. Το νοσοκομείο δεν θα βοηθήσει.
Η Ευδοκία έπεσε γονατιστή μπροστά στις εικόνες για να ικετεύσει για τον άνδρα της.
-Γιατί κλαις; είπε ο Ιβάν. Μόνος μου το ζήτησα. Η τιμωρία έχει έλθει.
Την επόμενη νύκτα είδε ένα όνειρο. Ο Κύριος ήλθε κατευθείαν από την εικόνα την οποία είχε χλευάσει ο Ιβάν και του είπε:
–Εσύ μου έδεσες τα μάτια και εγώ σου έδεσα τα μάτια.
40 μέρες αργότερα, τα μάτια του έγιναν καλά. Η γυναίκα του Ιβάν προσευχόταν με μεγάλη θέρμη. Και ο Ιβάν έγινε ένας μεγάλος κήρυκας της Ορθόδοξης πίστης.
Το περιστατικό καταγράφεται στο εξαιρετικό βιβλίο του Πρωθιερέα Βαλεντίν Biryukov, «On Earth We’re Just Learning How to Live», μετάφραση (στα αγγλικά) Αδελφότητας Αγίου Γερμανού της Αλάσκας.