Γράφει ἡ κα Στέλλα Ν. Ἀναγνώστου- Δάλλα
Σὲ ὅσους ἰσχυρίζονται ὅτι ὁ Χριστιανισμὸς ἐπικράτησε στὴν Ἑλλάδα μὲ τὴν βία, ἔχω νὰ συστήσω νὰ μελετήσουν λίγο τὴν περίπτωση τριῶν Ἀρχαίων Ἀνθρώπων, καὶ νὰ κάνουν μία ἐπαγωγὴ ἀπὸ τὸ μέρος στὸ ὅλον. Μιλῶ γιὰ τὸν Ἅγιο Διονύσιο τὸν Ἀρεοπαγίτη, τὸν Ἅγιο Ἱερόθεο, πρῶτο ἐπίσκοπο τῆς πόλεως τῶν Ἀθηνῶν, καὶ τὴν Ἁγία Δάμαρι, πρώτη Ἀθηναία ποὺ πίστεψε στὸν Χριστό, ἀλλὰ ὄχι πρώτη Ἑλληνίδα. Τὰ πρωτεῖα κατέχει ἐπαξίως ἡ Ἁγία Λυδία ἡ Φιλιππησία.
Ὁ Ἄρειος Πάγος, ὅπου κλήθηκε νὰ μιλήσει γιὰ τὴν νέα πίστη ποὺ κήρυττε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, δὲν ἦταν χῶρος φιλοσοφικῶν συζητήσεων, οὔτε χῶρος πολιτικῶν ἀποφάσεων, ὅπως ἦταν ἡ Ἐκκλησία τοῦ Δήμου. Ἦταν δικαστήριο, καὶ μάλιστα πολὺ σοβαρῶν ποινικῶν ἐγκλημάτων, ἐγκλημάτων ποὺ συνιστοῦν βαρειὰ προσβολὴ τοῦ θείου καὶ ἠθικοῦ νόμου. Τέτοια, ποὺ ἂν μείνει ἀτιμώρητη, νὰ διασαλεύεται ἡ ἠθικὴ τάξη τῆς κοινωνίας. Ἡ λειτουργία του κρατᾶ ἀπὸ τὰ χρόνια ποὺ ἡ Ἱστορία ἦταν ἀκόμη τόσο παλιὰ καὶ ἄγραφη, ποὺ λεγόταν μῦθος, καὶ κυκλοφοροῦσε, καὶ κυκλοφορεῖ ἀπὸ στόμα σὲ στόμα μέχρις ἐμᾶς σήμερα, ἀδιάσπαστα τόσες γενιές, καὶ τόσες χιλιάδες χρόνια. Ἡ λέξη πάγος, σημαίνει βράχος, ἀπὸ τὸ ρῆμα πήγνυμι, ποὺ σημαίνει πήζω. Πολὺ συμπαγὴς γῆ δηλαδή, πέτρα. Φαίνεται πὼς ὁ Ἄρης εἶχε σκοτώσει ἕνα γιὸ τοῦ Ποσειδώνα, τὸν Ἀλιρρόθιο, ἐπειδὴ ἐκεῖνος εἶχε βιάσει τὴν κόρη του Ἀλκίππη, κι ἐκεῖ δικάστηκε ἀπὸ τοὺς θεοὺς τοῦ Ὀλύμπου. Ἦταν ὅμως καὶ τόπος ἄφεσης, ἐξιλέωσης, ἀνοχῆς, ἀποδοχῆς, καὶ ἐπανένταξης στὴν κοινωνία, ὅπως ἔγινε μὲ τὸν μητροκτόνο Ὀρέστη, μὲ τὴν ψῆφο ἄφεσης ἀπὸ τὴν θεὰ Ἀθηνᾶ. Ἦταν ὁ τόπος ὅπου οἱ Ἐρινύες- τύψεις μετατρέπονταν σὲ Εὐμενίδες, καλὲς Μοῖρες, καὶ προστάτιδες τοῦ σπιτιοῦ καὶ τῆς οἰκογένειας. Σὲ τέτοιο ἀνώτατο δικαστήριο, καὶ γιὰ τόσο σοβαρὸ θέμα κλήθηκε σὲ ἀπολογία ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, καὶ ὄχι ἀπὸ περιέργεια γιὰ μία καινοτόμο διδασκαλία.
Οἱ δικαστὲς τοῦ Ἀρείου Πάγου ἦταν διακεκριμένα μέλη τῆς Ἀθηναϊκῆς κοινωνίας, καὶ ἀσκοῦσαν τὸ ἀξίωμά τους ἰσόβια. Στὴν δίκη τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ἦταν παρόντες ὁ μετέπειτα Ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης, καὶ μᾶλλον καὶ ὁ Ἅγιος Ἱερόθεος, ὡς ἕνα ἀπὸ τὰ ἐννέα μέλη τοῦ Συμβουλίου τῆς Γερουσίας τοῦ Ἀρείου Πάγου. Καὶ κάπου ἀπὸ μακρυά, παρακολουθοῦσε κι ἡ Δάμαρις, μᾶλλον γνωστὴ ἢ συγγενής τοῦ Διονυσίου, ἀλλοιῶς δὲν θά ’χε τὸ θάρρος νὰ τὸν ἀκολουθήσει μετὰ τὸ ἀπαξιωτικὸ γιὰ τὸν Ἀπόστολο τέλος τῆς Δίκης.
Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, κανεὶς ἀπὸ τοὺς τρεῖς δὲν ἦταν ἅγιος. Κανείς τους δὲν εἶχε σκοπὸ τὴν ἁγιότητα, καὶ ἀπὸ τὶς πληροφορίες, δὲν εἶχαν περισσότερη σχέση μὲ τὴν θρησκεία, ἀπ’ ὅση εἶχε κάθε ἐπιφανὴς Ἀθηναῖος. Τότε ἦταν ἁπλῶς τρεῖς Ἀρχαῖοι ἄνθρωποι. Τρεῖς ἄνθρωποι ἀκριβῶς κατὰ τὸ πρότυπο τῆς Ἀθήνας τῶν Κλασσικῶν χρόνων, ὅπως ἦταν ὁ Μιλτιάδης, ὁ Θεμιστοκλῆς, ὁ Κίμωνας, ὁ Περικλῆς, ὁ Ἀριστείδης, ὁ Σοφοκλῆς, ὁ Πλάτωνας, ὁ Σωκράτης, ὁ Ξενοφώντας, ὁ Θουκυδίδης. Κι ἂς ἦταν πλέον μία Ἀθήνα ταπεινωμένη τοῦ 51 μ. Χ. Ἡ παλιὰ ἀρχόντισσα εἶχε ξεπέσει, ἀλλὰ δὲν εἶχε πάψει νὰ εἶναι ὁ ἡγετικὸς ἑαυτός της. Κυρίως, δὲν εἶχε πάψει νὰ γεννᾶ παιδιὰ μὲ διαυγῆ σκέψη, τίμιο ἦθος, καὶ δίψα γιὰ ὅλο καὶ περισσότερη γνώση.
Ὁ νεαρὸς Διονύσιος, μὴ ἀρκούμενος στὶς ἀπαντήσεις τῆς Φιλοσοφίας, ἀναζητοῦσε στὴν Αἴγυπτο, μία βαθύτερη, πιὸ μυστικὴ κατανόηση τοῦ κόσμου καὶ τῆς ζωῆς. Ὅταν, στὴν Ἡλιούπολη τῆς Αἰγύπτου, ἔζησε τὸν σεισμὸ καὶ τὸ «ψηλαφητὸ σκοτάδι» μετὰ τὴν Σταύρωση τοῦ Χριστοῦ, ἀναφώνησε πὼς «εἴτε κάποιος θεὸς πάσχει σωματικά, εἴτε χάνεται τὸ πᾶν». Αὐτὸ δὲν ἦταν προϊὸν ἐπιστημονικῆς διαύγειας. Ἂν ἦταν, θὰ ἦταν κοινὴ διαπίστωση κάθε σοφοῦ τῆς ἐποχῆς. Ἀντίθετα, ὅπως κάθε εἴδους θεογνωσία, ἦταν ἀποτέλεσμα φωτισμοῦ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, σὲ εὔφορο ἔδαφος, ἐκεῖ ποὺ ἤξερε καὶ προετοίμαζε ὁ Θεὸς τὴν μελλοντικὴ καρποφορία. Ἕνας τυπικὸς Ἀρχαῖος Ἕλληνας ὁ Διονύσιος, φιλομαθής, διαυγής, ἀδογμάτιστος, δεκτικός τοῦ «σπερματικοῦ λόγου», ποὺ ὅταν τὸν ἄκουσε στὴν πληρότητά του, τὸν δέχθηκε μὲ ἀνακούφιση κι εὐγνωμοσύνη, γιατί αὐτὸν ἔψαχνε χρόνια. Στὴν ἀπὸ τὸν Θεὸ προγραμματισμένη του συνάντηση μὲ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο, ἀπὸ δεύτερο φωτισμό, ἀποδέχθηκε τὸ «πλήρωμα τῆς Γνώσεως», τὴν ἀπάντηση στὴν ἀγωνιώδη ἀναζήτηση μίας νέας ζωῆς.
Ὁ Ἱερόθεος ἦταν γηραιότερος τοῦ Διονυσίου, καὶ κατεῖχε ἀνώτερη θέση στὸ δικαστήριο τοῦ Ἀρείου Πάγου. Μπορεῖ νὰ ἦταν παρὼν στὴν ἀγόρευση τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, μπορεῖ καὶ ὄχι. Δὲν ἔχουμε πληροφορία γιὰ τὸ πῶς πίστεψε στὸν Χριστό, ἀλλὰ τὸ πιθανότερο εἶναι ὅτι ἡ προσέγγισή του ἔγινε μέσῳ τοῦ Διονυσίου. Ἐκ τοῦ ἀποτελέσματος βλέπουμε ὅτι τοῦ δόθηκε ἀπὸ σεβασμὸ καὶ γιὰ τὴν σοφία καὶ πίστη του τὸ ἀξίωμα τοῦ ἐπισκόπου, καὶ ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς θεώρησε, τόσο τὸν Διονύσιο, ὅσο καὶ τὸν Ἱερόθεο, ἰσαξίους τῶν Μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ, ὥστε νὰ παραστοῦν σωματικῶς στὴν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου.
Οὔτε γιὰ τὴν Δάμαρι γνωρίζουμε πολλά. Ὅτι «ἀκολούθησε» κι αὐτή. Κι ὅτι μᾶλλον ἦταν ἡ μόνη γυναίκα ἀνάμεσα σὲ μία μικρὴ ὁμάδα ἀνδρῶν. Μᾶλλον ἀρκετὰ ἐπιφανὴς καὶ ἀξιοσέβαστη, ἴσως καὶ συγγενής, ὥστε νὰ μὴ θεωρεῖται παράταιρη ἀνάμεσά τους. Καὶ μαρτύρησε κι ἐκείνη μετὰ τὸν Ἅγιο Διονύσιο.
Κοιτάξτε τὴν ἀκολουθία: Ἀθηναῖος στὴν καταγωγή, ἀπόγονος τῶν γνήσιων Ἀρχαίων Ἑλλήνων, σπουδαγμένος στὴν Φιλοσοφία καὶ τὶς ὑπόλοιπες ἐπιστῆμες, ταξειδεμένος σ’ ὅλα τὰ κέντρα τῆς σοφίας καὶ τοῦ ἐμπορίου τοῦ τότε γνωστοῦ κόσμου, εὐσεβὴς ἀλλὰ ἀδογμάτιστος, διψασμένος γιὰ θεογνωσία ποὺ δὲν ἱκανοποιοῦσε τὸ Δωδεκάθεο, οὔτε ὁποιαδήποτε ἄλλη θρησκεία τῆς ἐποχῆς ποὺ μπόρεσαν νὰ γνωρίσουν, πρόσφορο ψυχικὸ ἔδαφος γιὰ τὴν Γνώση τοῦ Θεοῦ, ποὺ ὅταν τοὺς προσέγγισε, τὸν ἀποδέχθηκαν μὲ ἀνακούφιση καὶ ὁλόψυχα. Τόσο ὁλόψυχα, ποὺ πρόθυμα τοῦ πρόσφεραν ζωὴ καὶ θάνατο.
Τὰ ἴδια καὶ ἡ Δάμαρις. Πῶς θὰ ἔτρεχε πίσω τους ἂν ἦταν ἀλλοιῶς; Νὰ μία Ἑλληνίδα γυναίκα, σὰν ὅλες τὶς Σπαρτιάτισσες καὶ Ἀθηναῖες καὶ Ἠπειρώτισες καὶ Μακεδόνισσες καὶ Νησιώτισσες, τὶς πρίν, καὶ τὶς μετά.
Ὅποιος δυσκολεύεται νὰ καταλάβει πῶς ὁ Ἑλληνισμὸς δέχθηκε τὸν Χριστὸ σὰν διψασμένος ἀπὸ πρίν, σὰν ἕτοιμος ἀπὸ αἰῶνες, ὅπως θὰ ’λεγε κι ὁ Καβάφης, ἂς κοιτάξει τοὺς τρεῖς αὐτοὺς Ἀρχαίους Ἀνθρώπους. Μπορεῖ νὰ μὴ καταλάβει τὸ πῶς, γιατί κι αὐτὸ χρειάζεται μία κάποια φώτιση, ἀλλὰ θὰ βρεῖ τὴν ἀπαρχὴ αὐτῆς τῆς ἕνωσης ποὺ συντελέσθηκε στὴν Ἑλλάδα. Πού ἦταν χάρισμα ἀπὸ τὸν Χριστό, ἀλλὰ καὶ προαιώνια δική μας ἀνάγκη κι ἀπαντοχή. Κι ὅσοι κάνουν βήματα πρὸς τὰ πίσω, ἁπλῶς ἐπιλέγουν νὰ ἐθελοτυφλοῦν σ’ αὐτὴν τὴν ἐξέλιξη κι αὐτόβουλη ἐπιλογὴ τοῦ Ἑλληνικοῦ Πνεύματος, καὶ ὀπισθοδρομοῦν.