Τοῦ μακαριστοῦ Ἀρχιμανδρίτου π. Βασιλοπούλου Χαραλάμπους
Ὁ
Ἅγιος Στυλιανὸς γεννήθηκε στὴν Παφλαγονία τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, μεταξὺ τοῦ
400 καὶ 500 μ.Χ. Ἦταν εὐλογημένος ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τῆς μητέρας του ἀκόμη.
Ὅσο μεγάλωνε, τόσο μὲ τὴν Χάριν τοῦ Θεοῦ γινόταν κατοικητήριο τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος.
Ἀπὸ
τὴν παιδική του ἡλικία ἔδειξε τὰ σπάνια προτερήματα τῆς ἁγιασμένης ζωῆς
του. Ἂν καὶ ἦταν καὶ αὐτὸς παιδὶ καὶ νέος καὶ ἔφηβος, μολονότι εἶχε κι
ἐκεῖνος σάρκα, ἐν τούτοις δὲν ἄφησε τὶς ἐπιθυμίες νὰ μολύνουν τὸ
πνεῦμα καὶ τὴν ψυχή του. Ἦταν ἁγνός, ἁγνότατος. Δὲν ἄφησε, ἐπίσης, νὰ
τὸν κυριεύσει κανένα γήινο πάθος. Δὲν ἐπέτρεψε στὰ πλούτη καὶ στὴν
φιλοπλουτία νὰ κυριαρχήσουν στὴν ψυχή του καὶ νὰ τὴν ὑποτάξουν στὴν
φθορὰ καὶ στὴν ἀπώλεια.
Μὲ
τὴν δύναμη καὶ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ, πολέμησε ὅλα τὰ δολώματα τῆς φθαρτῆς
καὶ πρόσκαιρης ζωῆς. Φιλοσόφησε μὲ τὴν ἀληθινὴ σοφία τοῦ Θεοῦ καὶ εἶδε
πόσο πρόσκαιρος καὶ τιποτένιος εἶναι ὁ ὑλικὸς τοῦτος κόσμος. Ἀποφάσισε
ἔπειτα νὰ βαδίσει μὲ τὴν ἐπιθυμία τῆς ψυχῆς του. Ἡ ψυχὴ του τὸν καλοῦσε
σὲ ἀγῶνες ἠθικοὺς καὶ ὡραίους. Τὸν καλοῦσε στὴν ἄσκηση τῆς ἀρετῆς. Τοῦ
ἔδειχνε τὸν δύσκολο καὶ δύσβατο δρόμο τῆς αἰωνίας ζωῆς, τῆς παντοτινῆς εὐτυχίας.
Ἡ
ἁγνὴ καὶ πιστὴ καρδιὰ του ὑπάκουσε στὴν φωνὴ τῆς ψυχῆς του. Καὶ ἡ πρώτη
ἐνέργειά του ἤταν νὰ πουλήσει τὴν περιουσία του καὶ νὰ τὴν μοιράσει
στοὺς φτωχούς τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ ὅταν δὲν τοῦ εἶχε ἀπομείνει τίποτε πιὰ
ἀπὸ τὴν πατρικὴ κληρονομία, γεμάτος ἀνακούφιση καὶ χαρά, εἶπε:
«Πέταξα
μία βαρειὰ ἄγκυρα, ποὺ μὲ κρατούσε δεμένο κοντὰ στὶς ἐπιθυμίες τοῦ
φθαρτοῦ σώματος. Πέταξα ἀπὸ πάνω μου τὴν φθορὰ καὶ τὴν ἀπώλεια. Τώρα,
ἀνοίγεται μπροστά μου πιὸ εὐδιάκριτος ὁ δρόμος τῆς ἀληθινῆς ζωῆς.
Ἁπαλλαγμένος, λοιπόν, ὁ Ἅγιος ἀπὸ τὰ φθαρτά, ἀλλὰ καὶ συγχρόνως μὲ
εὐτυχισμένη τὴν καρδιά του, διότι μοίρασε τὰ πλούτη του σὲ φτωχοὺς
δυστυχισμένους καὶ σὲ θεάρεστα ἄλλα ἔργα, σκέφτεται πῶς θὰ ζήσει
τιμιότερα καὶ ἁγιότερα τὴ ζωή του.
Μὲ
μοναδικὴ πλέον περιουσία τὰ ἐνδύματά του, ἀρχίζει ἕνα σκληρὸ καὶ
ἀγωνιστικὸ στάδιο σύμφωνα μὲ τὴν διδασκαλία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἀφοῦ,
λοιπόν, μὲ τὶς εὐεργεσίες του ἀνέβασε ὁ μακάριος Στυλιανὸς τὸν γήινο
θησαυρό του στοὺς οὐρανούς καὶ τὸν ἀσφάλισε, πῆγε σὲ ἕνα μοναστήρι καὶ
ντύθηκε τὸ μοναχικὸ σχῆμα. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ἐκείνη, καμιὰ γήινη σκέψη,
καμιὰ ὑλικὴ παρένθεση δὲν μπορεῖ νὰ τὸν ἀπομακρύνει ἀπὸ τὴν πίστη του
καὶ τὴν προσευχή του. Τίποτε ἄλλο δὲν φροντίζει καὶ τίποτε ἄλλο δὲν
ἐπιδιώκει, παρὰ μονάχα ὅ,τι εἶναι ἀρεστὸ στὸ ἅγιο θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Ἀγωνίζεται πῶς νὰ ἀρέσει στὸν Κύριο, πῶς νὰ τελειοποιήσει τὴν ψυχή του,
πῶς νὰ κερδίσει τὸν Παράδεισο. Καμιὰ δική του θέληση, ποὺ
ἀντιστρατεύεται τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, δὲν βρίσκει θέση στὴ ζωή του. Ἡ
αὐστηρὴ ἀσκητική του ζωὴ εἶναι ἀπερίγραπτη. Ἡ ἁγιότητά του ἀρχίζει νὰ
ἀστράφτει. Ἡ ταπεινοφροσύνη του λαμποκοπάει. Ἡ ἁγνότητά του θαμπώνει. Ἡ
νηστεία του εἶναι αὐστηρότατη. Ἡ προσευχὴ του ἀληθινὴ ἐπικοινωνία μὲ
τὸν Θεό.
Οἱ
ἀγρυπνίες του εἶναι θαυμαστές. Τρεῖς στόχους ἔβαλε γιὰ σκοπό του νὰ
ἐπιτύχει ὡς μοναχός: τὴν ἀκτημοσύνη, τὴν ἁγνότητα καὶ τὴν ὑπακοή. Τοὺς
τρεῖς αὐτοὺς στόχους τοὺς πέτυχε. Καὶ στὶς τρεῖς αὐτὲς ἀρετὲς πῆρε, σὰν
νὰ ποῦμε , ἄριστα ὁ Ἅγιος Στυλιανός. Τὴν ἀκτημοσύνη του τὴν εἴδαμε. Δὲν
κράτησε γιὰ τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὴν περιουσία του τίποτε ἀπολύτως. Οὔτε
φρόντισε ν’ ἀποκτήσει ποτὲ στὴ ζωὴ του κάτι τί καὶ αὐτός. Ἔζησε μὲ
φτώχεια καὶ τελεία ἀκτημοσύνη.
Τὴν
ἁγνότητά του, ἐπίσης, καὶ τὴν ἠθικότητά του τὴν κράτησε πολὺ ψηλά.
Κρατοῦσε τὴν ψυχὴ του καθαρὴ «ἀπὸ παντὸς μολυσμοῦ σάρκας καὶ πνεύματος».
Ἀγωνιζότανε στὶς ἐπιθέσεις τοῦ ἐχθροῦ, νὰ μὴ τὸν ἀγγίξει ἡ βρωμερὴ
ἁμαρτία. Στὸ μυαλὸ του στριφογύριζαν πάντα τὰ λόγια τοῦ Κυρίου μας ποὺ
εἶπε: «Μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται».
Εὐτυχισμένοι, δηλαδὴ, καὶ καλότυχοι εἶναι ὅσοι ἔχουν καθαρὴ τὴν καρδιά
τους ἀπὸ τὴ βρῶμα τῆς ἀνηθικότητας, διότι αὐτοὶ θ’ ἀξιωθοῦν νὰ δοῦνε τὸ
Θεὸ στὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Ἡ ὑπακοὴ του στὸ Γέροντά του καὶ τοὺς
ἄλλους ἦταν παραδειγματική. Ἀγωνίστηκε σκληρὰ νὰ κόψει «τὸ δικό του
θέλημα», ποὺ στηρίζεται στὸν ἐγωισμό. Εἶναι πολὺ δύσκολο νὰ κόψη κανεὶς
τὸ θέλημά του. Αὐτὸ τὸ ξέρουν, ὅσοι ἀγωνίζονται τὸν πνευματικὸν ἀγώνα. Ὁ
Ἅγιος Στυλιανὸς πολέμησε στὸ Μοναστήρι ἐκεῖνο σκληρὰ ἐναντίον τῶν τριῶν
ἐχθρῶν, τῆς σάρκας, τοῦ κόσμου καὶ τοῦ διαβόλου. Γιὰ νὰ καταβάλει τὸν
καθένα ἀπὸ αὐτοὺς χρειάσθηκε πόλεμος πολυχρόνιος, σκληρὸς καὶ
ἀνύστακτος. Στὶς τρεῖς αὐτὲς λέξεις κρύβονται ἡρωισμοὶ καὶ παλαίσματα
ὑπεράνθρωπα.
Ἔτσι ὁ Ἅγιος Στυλιανὸς ἀποδεικνύεται λαμπρὸ ἀστέρι τῆς ἀσκητικῆς ζωῆς.
Γίνεται
παράδειγμα σὲ νεότερους καὶ παλαιότερους. Ὅλοι τὸν θαυμάζουν καὶ τὸν
προβάλλουν σὰν παράδειγμα. Τὸν ἔχουν σὰν πρότυπο μιμήσεως. Ἄλλα ἡ
αὐστηρότητα ἐκείνη τοῦ ἀσκητικοῦ βίου δὲν τοῦ εἶναι ἀρκετή, θέλει νὰ
πλησιάσει περισσότερο στὴν τελειότητα. Ἐπιθυμεῖ τώρα τὴν πλήρη μόνωση,
τὸν αὐστηρότατο ἀσκητισμό: τὸν ἀναχωρητισμό. Ἀποχαιρετάει τοὺς ἀδελφοὺς
μοναχοὺς στὸ Μοναστήρι καὶ ἀποσύρεται ὁ Ἅγιος μακριὰ, σὲ ἔρημο καὶ
ἀκατοίκητο μέρος. Ἐκεῖ στὴν ἔρημο κατασκηνώνει σ’ ἕνα σπήλαιο.
Τὸ
νέο στάδιο τῆς ἀσκητικῆς του ζωῆς εἶναι οὐράνιας τελειότητας. Οἱ μέρες
καὶ οἱ νύχτες του κυλοῦν μὲ λογισμούς, μὲ σκέψεις καὶ προσευχὲς γιὰ τὸν
Τρισυπόστατο Θεό. Ψάλλει ὁλόψυχα τὸ μεγαλεῖο τοῦ Θεοῦ. Ὑμνεῖ τὴν Ἁγία
Τριάδα. Ζεῖ ἑνωμένος μὲ τὸν Θεό! Τίποτε δὲν διασπᾶ τὴν θεϊκή του γαλήνη.
Ὅλα
ὅσα βρίσκονται γύρω του καὶ ὅσα προβάλλουν στὸν μακρινό του ὁρίζοντα
δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο, παρὰ ἀποδείξεις τοῦ Δημιουργοῦ. Μελετᾶ τὰ
δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ καὶ δυναμώνει πιὸ πολὺ ἡ πίστη του.
Καὶ
ὁ ἐρημίτης Στυλιανὸς ,ἐκεῖ στὴν ἡσυχία τῆς ἐρήμου, εἶχε τὸν καιρὸν νὰ
παρατηρεῖ τὰ δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ φιλοσοφεῖ ἐπάνω σ’ αὐτά.
Ἔβλεπε τὸν Δημιουργὸ σὲ ὅλα, διότι ἐσκέπτετο, ὅτι ἦταν ἀδύνατον νὰ γίνει
μόνος του αὐτὸς ὁ τρισμέγιστος κόσμος, τόσον ὡραῖος, σκόπιμος καὶ
ἁρμονικός. Ἔβλεπε τὸν Θεὸν στὰ ἀπειροπληθῆ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ, ποὺ
στροβιλίζονται στὸ ἀχανὲς διάστημα μὲ τόση ταχύτητα ἀλλὰ καὶ ἀκρίβεια.
Τὰ
ἔβλεπε ὅλα αὐτὰ καὶ ἀναφωνοῦσε μὲ τὸν Δαυίδ: «Οἱ οὐρανοὶ διηγοῦνται
δόξαν Θεοῦ, ποίησιν δὲ χειρῶν αὐτοῦ ἀναγγέλλει τὸ στερέωμα». Ξεσπούσε
κατόπιν σὲ δοξολογία, λέγοντας: «Ὡς ἐμεγαλύνθη τὰ ἔργα σου, Κύριε! Πάντα
ἐν σοφίᾳ ἐποίησας. Ἐπληρώθη ἡ γῆ τῆς κτίσεώς Σου»!
Δυὸ
βιβλία διάβαζε συνεχῶς στὴν ἔρημο: τὸ βιβλίο τῆς φύσεως καὶ τὸ βιβλίο
τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Ἡ καρδιά του, ἡ διάνοιά του, ἡ ψυχὴ του, ὅλη ἡ ὕπαρξή
του εἶναι ὁλόθερμα δοσμένη στὸν Θεό. Θεῖο καὶ ἱερὸ ρίγος διαπερνᾶ τὴν
ἀσκητικὴ σάρκα του, καθὼς ἡ ψυχὴ του ἐμβαθύνει στὸ κάλλος τῆς θείας
Δημιουργίας. Τὸ ἅγιο πάθος τῆς ἀγάπης τοῦ ὁσίου Στυλιανοῦ πρὸς τὸ
πανάγιο ὄνομα τοῦ Θεοῦ τὸν συγκλονίζει. Ὅλη ἡ δύναμή του εἶναι
συγκεντρωμένη στὴ θεία αὐτὴ ἀγάπη. Ἐγκαταλείπει, ἔτσι, ὁ Ἅγιος τὸ
σαρκικὸ ἐγώ του. Παύει νὰ φροντίζει γιὰ τὴν τροφή του. Τρεφόταν μὲ χόρτα
τῆς ἐρήμου. Καὶ ὅταν δὲν ὑπῆρχαν αὐτά, ὁ Θεὸς δὲν τὸν ἄφηνε. Ὁ Θεός,
ποὺ θαυματουργεῖ διὰ τοὺς Ἁγίους καὶ μέσω τῶν Ἁγίων, δὲν ἄφηνε τὸν
σεβάσμιο ὅσιο νὰ ἐξαντληθεῖ ἀπὸ τὴν πείνα. Τὸν κράτησε στὴν ζωὴ
στέλνοντάς του τροφὲς μὲ τοὺς ἀγγέλους, ὅπως ἔστελνε καὶ στοὺς ἄλλους
Ἁγίους, στὸν Προφήτη Ἠλία, τὸν Ἅγιο Μάρκο τὸν Ἀθηναῖο τὸν φιλόσοφο καὶ
λοιπούς.
Πολλὰ
χρόνια ἔζησε τὴ σκληρὴ ζωὴ τοῦ ἀναχωρητοῦ. Πάλεψε στὴν ἔρημο ἐπὶ
δεκαετίες ὁλόκληρες σκληρὰ μὲ τὸν διάβολο καὶ τὸν ἑαυτό του. Πάλεψε νὰ
ξεριζώσει τὰ πάθη του , νὰ ἀποκτήσει τὶς ἀρετὲς καὶ νὰ φθάσει στὴν
ἁγιότητα ποὺ θέλει ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος εἶπε: «Γίνεσθε Ἅγιοι , ὅτι Ἐγὼ Ἅγιος
εἰμί».
Ὁ
Δημιουργὸς ἤθελε νὰ ζήσει ἀκόμη ὁ Ἅγιος Στυλιανός, γιὰ νὰ λαμποκοπᾶ μὲ
τὴν ἀρετή του καὶ νὰ παραδειγματίζει μὲ τὴν αὐστηρότητα τῆς ἀσκητικῆς
του ζωῆς. Ἤθελε ἡ ἔμψυχος ἐκείνη στήλη τῆς ἐγκράτειας, ὁ φωτεινὸς
λύχνος τῆς ἐρήμου, νὰ λάμψει σ’ ὅλα τὰ πέρατα τῆς γῆς. Ἤθελε ὁ Θεὸς νὰ
φανοῦν οἱ ποικίλες ἀρετές του. Ὁ λύχνος, ὅμως, πρέπει νὰ βρίσκεται ψηλὰ,
γιὰ νὰ φέγγει σ’ ὅλους καὶ ὄχι νὰ κρύβεται καὶ νὰ χάνεται ἡ λάμψη του.
Ἔτσι καὶ ἐκεῖνοι, ποὺ φεγγοβολοῦν μὲ τὶς ἀρετὲς τους, τοὺς φανερώνει ὁ
Θεὸς γιὰ νὰ γίνονται φῶς στὸ δρόμο τῆς ζωῆς τῶν ἄλλων. Ἔτσι καὶ ὁ
Ἅγιος Στυλιανός, ἀφοῦ μὲ τοὺς σκληροὺς ἀσκητικοὺς ἀγώνας του στολίστηκε
μὲ τὶς ἀρετὲς καὶ ἦταν σὰν λαμπάδα, μὲ τὸ γλυκὸ καὶ ζεστὸ φῶς, ἀφοῦ
ἔφθασε σὲ ὕψη δυσθεώρητα ἀρετῆς, μποροῦσε νὰ χύσει στὸν λαὸ τὸ ἱλαρὸ
φῶς τῆς ἁγιότητάς του, πρὸς δόξαν Θεοῦ καὶ σωτηρία ἀνθρώπων. Ὁ δίκαιος
Θεὸς θὰ ἔδειχνε ἀκόμη στὸν κόσμο, πὼς ἀντιδοξάζει ἐκείνους ποὺ
λατρεύουν τὸ ὄνομά Του καὶ Τὸν δοξάζουν.
Διαδόθηκε,
λοιπόν, ἡ φήμη τοῦ Ἁγίου Στυλιανοῦ παντοῦ. Πλῆθος κόσμου ἀπὸ διάφορα
μέρη συνέρρεαν μ’ εὐλάβεια πρὸς τὸν Ἅγιον γιὰ νὰ θαυμάσουν τὴν ἁγιότητά
του καὶ ν’ ἀποκομίσουν ψυχικὰ καὶ σωματικὰ ἀγαθά. Ἡ ἁγία του μορφή, τὰ
σοφά του λόγια, οἱ προτροπὲς του ἄλλαξαν τὴν ζωὴ πολλῶν ἀνθρώπων.
Πολλοὶ ἦταν ἐκεῖνοι ποὺ γοητευμένοι ἀπὸ τὴν ἀσκητικότητά του,
ἐγκατέλειπαν τὸν κακὸ ἑαυτό τους καὶ μετανοοῦσαν καὶ ἀναγεννιόνταν
ψυχικά. Συγκινητικὲς ἦταν οἱ ἐκδηλώσεις τῶν Χριστιανῶν ποὺ τὸν
ἐπισκέπτονταν στὴν ἔρημο, ἐκεῖ στὸ ἀσκητήριό του. Ἤξερε νὰ γαληνεύει τὶς
ταραγμένες ψυχές. Κοντά του ἔτρεχαν καὶ ἄλλοι ἀσκητὲς γιὰ νὰ ἐνισχυθοῦν
μὲ τὰ λόγια του καὶ τὴν λάμψη του στὸν σκληρὸ ἀσκητικὸ βίο. Γνώριζε ὁ
Ἅγιος Στυλιανός ὅτι, γιὰ νὰ κερδίσει κανεὶς τὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν,
πρέπει νὰ ἔχει τὴν ψυχή του σὰν τὴν ψυχὴ τῶν μικρῶν παιδιῶν ποὺ εἶναι
ἀθώα. Ἤξερε, ὅτι τὰ παιδιὰ ἔχουν ἀγγελικὲς ψυχές. Γι’ αὐτὸ ἤθελε νὰ τὰ
βοηθάει, νὰ τὰ προστατεύει τὰ παιδιά. Καὶ στὴν ἁγία του ἐκείνη ἐπιθυμία,
ὁ Παντογνώστης Θεὸς τοῦ ἔδωσε τὴν Χάρη Του νὰ μπορεῖ νὰ κάνει θαύματα.
Ὁ
Θεὸς βράβευσε τὸ ἱερὸ του αἴσθημα καὶ τοῦ ἔδωσε τὴν θαυματουργικὴ
δύναμη νὰ θεραπεύει τὰ ἀσθενικὰ παιδιά. Μητέρες ἀπὸ κοντινὰ καὶ μακρινὰ
μέρη, μὲ φορτωμένα στοὺς ὤμους ἀνάπηρα καὶ ἄρρωστα παιδιὰ, ἔτρεχαν μὲ
πόνο καὶ πίστη κοντὰ στὸν Ἅγιο, γιὰ νὰ ζητήσουν τὴν θεραπεία τῶν παιδιῶν
τους. Μέρες ὁλόκληρες βάδιζαν μέσα σ’ ἔρημα μέρη, γιὰ νὰ βροῦν τὴν
δοξασμένη ἀπὸ τὸν Θεὸ ἀσκητικὴ σπηλιὰ τοῦ Ἁγίου Στυλιανοῦ. Καὶ ὅταν
ἔφθασαν ἐκεῖ, μὲ δάκρυα στὰ μάτια ἔπεφταν στὰ πόδια τοῦ Γέροντα ἀσκητῆ,
δόξαζαν τὸν Θεό ποὺ τὸν συνάντησαν καὶ τὸν παρακαλούσαν νὰ γιατρέψει τὰ
παιδιά τους. Ὁ Ἅγιος Στυλιανὸς γεμάτος καλωσύνη καὶ συμπόνοια ἔπαιρνε
τ’ ἄρρωστα νήπια στὰ χέρια του καὶ μὲ μάτια δακρυσμένα παρακαλοῦσε τὸ
Θεὸ νὰ τὰ γιατρέψει. Ὁ Δεσπότης τῶν Οὐρανῶν ἄκουγε τὴν ὁλόψυχη προσευχή
του καὶ ὁ Ἅγιος θαυματουργοῦσε. Παιδιὰ ἄρρωστα εὕρισκαν τὴν ὑγειά τους.
Παθήσεις
διαφόρων εἰδῶν ἐξαφανίζονταν. Μπροστὰ στὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ καμιὰ
ἀρρώστια δὲν μποροῦσε ν’ ἀντισταθεῖ. Μανάδες ἔκλαιγαν ἀπὸ χαρὰ ἔξω ἀπὸ
τὸ ἀσκητήριό του. Καὶ ἄλλες καταφιλοῦσαν μὲ σεβασμὸ καὶ εὐγνωμοσύνη τὸ
χέρι τοῦ Ἁγίου γέροντα, δοξάζοντας τὸν Θεόν. Δοξολογοῦσε κι’ ἐκεῖνος
ἀκατάπαυστα τὸ Ἅγιο Ὄνομά Του καὶ τὸν εὐχαριστοῦσε γιὰ τὰ θαύματα αὐτὰ,
ποὺ τὸν ἀξίωνε νὰ κάνει. Ἔπειτα, γεμάτος στοργὴ, κοίταζε τὰ ἀθώα
πλασματάκια ποὺ εἶχαν λυτρωθεῖ ἀπὸ τὴν ἀρρώστια. Ἕνα γλυκὸ χαμόγελο,
χαμόγελο ἀγγελικὸ ἄνθιζε στὸ πρόσωπο τοῦ σεβασμίου ἀσκητοῦ. Τὰ θαύματα,
ὅμως, αὐτὰ γινόταν γνωστὰ σ’ ὅλα τὰ μέρη καὶ κόσμος πολὺς ἔτρεχε στὸν
Ἅγιο Στυλιανὸ γιὰ νὰ τὸν παρακαλέσει νὰ γιατρέψει ἀπὸ κάποια ἀσθένεια τὰ
παιδιά του.
Ἔτσι
δόξαζε ὁ Ἅγιος Θεὸς τὸ ὄνομα τοῦ ὀσίου Στυλιανοῦ, ποὺ ἀφιέρωσε τὴ ζωή
του γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ δὲν ἦταν μόνο τὰ θαύματα τῆς θεραπείας
τῶν παιδιῶν ποὺ δόξαζαν τὸ ὄνομα τοῦ ταπεινοῦ Ἁγίου Στυλιανοῦ. Ὁ Ἅγιος
ἀπέκτησε φήμη ὡς θαυματουργοῦ, διότι ἔκανε τοὺς ἄτεκνους εὔτεκνους μὲ
τὴν προσευχή του. Μὲ τὴν προσευχὴ τοῦ Ἁγίου Στυλιανοῦ πολλὲς στεῖρες
τεκνοποιοῦσαν. Πολλοὶ πιστοὶ Χριστιανοὶ μὲ τὴν εὐλογία του, ἂν καὶ ἦταν
ἄτεκνοι πρωτύτερα, ἀπέκτησαν ὡραῖα καὶ γεμάτα ὑγεία παιδιά.
Πολλοὶ
μάλιστα καλοὶ Χριστιανοὶ καὶ μετὰ τὴν κοίμησή του, ἐπικαλούμενοι τὸ
ὄνομα τοῦ Ἁγίου καὶ ζωγραφίζοντας σὰν τάμα τὴν εἰκόνα του, ἀπέκτησαν
παιδιά, ἂν καὶ εἶχαν χάσει τὴν ἐλπίδα πιὰ νὰ τεκνοποιήσουν.
Ἐν
τῷ μεταξὺ, ἀπ’ ὅλα τὰ μοναστήρια πήγαιναν στὸν γέροντα ἀσκητὴ γιὰ νὰ
εὐφρανθοῦν κοντὰ του, τὸ ἄρωμα τῆς ἁγιότητάς του. Μοναχοὶ καὶ ἀσκητὲς
ζητοῦσαν ἀπὸ τὸν Ἅγιο δάσκαλο συμβουλές, γιὰ τὸ πῶς πρέπει νὰ
ἀντιμετωπίζουν τοὺς πειρασμοὺς καὶ πῶς νὰ ἐπιβάλλουν τὴν γαλήνη στὰ
κοινόβια τους. Ὅλοι τὸν ἔβλεπαν σὰν πρότυπο ἁγίας ἀσκητικῆς ζωῆς. Ἡ
προσωπικότητά του ἦταν γεμάτη ταπεινοφροσύνη καὶ ἄστραφτε ἀπὸ οὐράνιο
κάλλος.
Καὶ
ἐκεῖνος ἀκούραστος μὲ ἀγγελικὴ γαλήνη τοὺς δίδασκε, τοὺς καθοδηγοῦσε,
τοὺς γέμιζε τὴν καρδιά, τοὺς στερέωνε στὴν πίστη, τοὺς διέλυε τὶς
ἀμφιβολίες. Εἰρήνευε μὲ τὶς συμβουλές του ἀπὸ μακριὰ ὅσα μοναστήρια
εἶχαν ἐσωτερικὲς διχόνοιες. Ἔτσι ἔζησε κι ἔτσι δόξασε τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ
καὶ δοξάσθηκε ἀπὸ τὸν Οὐράνιο Πατέρα ὁ Ἅγιος Στυλιανός. Ὅταν ἔφθασε σὲ
βαθειὰ γεράματα, ἔστειλε ὁ Θεὸς τοὺς Ἀγγέλους Του καὶ πῆραν τὴν ἁγία του
ψυχή, γιὰ νὰ τὴν ἀναπαύσουν ἀπὸ τοὺς πολύχρονους κόπους, τὶς στερήσεις
καὶ τὴ σκληρότητα τῆς ἀσκητικῆς ζωῆς. Κοιμήθηκε, λοιπόν, ὁ Ἅγιος πλήρης
ἡμερῶν καὶ ἀρετῶν.
Ποῦ
τὸν ἔθαψαν, δὲν γνωρίζουμε οὔτε διασώθηκαν ἄλλα στοιχεῖα ἀπὸ τὴν
κουρασμένη καὶ ἁγιασμένη ζωή του. Ἔμεινε, ὅμως, τὸ ὄνομά του. Τὸν
σέβεται καὶ τὸν τιμᾶ ὅλη ἡ Ὀρθόδοξη Χριστιανοσύνη. Τὸν ἐπικαλοῦνται στὶς
ἀνάγκες τους καὶ προπαντός γιὰ τὰ ἄρρωστα παιδιά τους. Κτίζουν στὸ
ὄνομά του μεγαλοπρεπεῖς Ναούς. Τὰ θαύματα τοῦ Ἁγίου συνεχίζονται καὶ
μετὰ τὴν κοίμησή του. Καὶ σήμερα ὁ Ἅγιος Στυλιανὸς ἐξακολουθεῖ νὰ εἶναι
προστάτης τῶν παιδιῶν. Λένε, μάλιστα, ὅτι το ὄνομα Στυλιανὸς προέρχεται
ἀπὸ τὴν λέξη «στυλώνει» ποὺ σημαίνει «στηρίζει τὴν ὑγεία τῶν παιδιῶν».
Ὁ
Ἅγιος εἰκονογραφεῖται μὲ ἕνα νήπιο σπαργανωμένο στὴν ἀγκαλιά του, ποὺ
συμβολίζει ὅτι εἶναι ὁ προστάτης τῶν νηπίων. Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Στυλιανοῦ
ἑορτάζεται στὶς 26 Νοεμβρίου.