Παρασκευή 24 Νοεμβρίου 2023

Εἶναι προαιρετική ἤ ὑποχρεωτική ἡ ἀποτείχισις ἀπό αἱρετικούς «ποιμένας»; καί Ἀπάντησις πρός μή μεμαθηκότας

Τοῦ κ. Δημητρίου Χατζηνικολάου,

πρ. Ἀν. Καθηγητοῦ τοῦ Πανεπιστημίου Ἰωαννίνων

1. Εἰσαγωγή

    Ἀπό τήν ἀποτείχισιν τῶν Ὀρθοδόξων τοῦ πατρίου ἑορτολογίου (π.ἑ., 1924) καί ἐντεῦθεν, τίθεται συχνάκις, ὡς μή ὤφελε, τό ἐρώτημα ἐάν ἡ ἀποτείχισις ἀπό αἱρετικούς «ποιμένας» εἶναι προαιρετική ἤ ὑποχρεωτική. Ἐπειδή ἀπό τήν διδασκαλίαν καί τήν πρᾶξιν τῆς Ἐκκλησίας, προκύπτει σαφῶς καί ἀναμφιβόλως ὅτι ἡ ἀποτείχισις εἶναι ὑποχρεωτική (βλ. κατωτέρω, Τμῆμα 3), διότι δέν δυνάμεθα νά κοινωνῶμεν ταυτοχρόνως καί μέ τόν Χριστόν καί μέ τόν Διάβολον, κατά τό «οὐδεὶς δύναται δυσὶ κυρίοις δουλεύειν» (Ματ. 6:24), αὐτοί πού ἰσχυρίζονται ὅτι εἶναι δῆθεν δυνητική, κηρύσσουν αἵρεσιν, ἡ ὁποία εἶναι γνωστή ὡς «Δυνητισμός» καί οἱ ὀπαδοί της «Δυνητισταί». Τήν αἵρεσιν αὐτήν ἐκήρυξε πρό μερικῶν δεκαετιῶν ὁ ἀείμνηστος ἀρχιμανδρίτης π. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος. Τινές τῶν «Δυνητιστῶν» ἔχουν ἐκτραπῆ τόσον πολύ, ὥστε νά κατηγοροῦν τούς ἀποτειχιζομένους ὡς δῆθεν «Πρεσβυτεριανούς» (!), ὡς δῆθεν πιστεύοντας ὅτι δέν ὑπάρχει πλέον ὁρατή Ἐκκλησία μετά τήν «σύνοδον» τοῦ Κολυμβαρίου (2016) καί τήν συμμετοχήν τῆς «Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος» εἰς τό Οὐκρανικόν σχίσμα (2019), καί, ὡς ἐκ τούτου, εὑρίσκουν ἕνα ἀποτειχισμένον ἱερέα καί κοινωνοῦν μόνον μέ αὐτόν. Ἐπειδή τοιαῦται διαστροφαί δέν πρέπει νά μένουν ἀναπάντητοι, τό παρόν ἄρθρον ἔχει ὡς στόχον ν’ ἀποσαφηνίσῃ ὅτι οἱ ἀποτειχιζόμενοι πράττουν ἁπλῶς τό χρέος των, ἐνῷ οἱ ἔχοντες γνῶσιν τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων καί μή ἀποτειχιζόμενοι ἐνισχύουν τά καταχθόνια σχέδια τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.

2. Ὁ ΙΕ΄ Κανών τῆς ΑΒ΄ Συνόδου

 Οἱ «Δυνητισταί» ἑστιάζουν εἰς τόν 15ον Κανόνα τῆς ΑΒ’ Συνόδου, ἀλλά παραθεωροῦν σκανδαλωδῶς τήν ρηθεῖσαν διδασκαλίαν καί πρᾶξιν τῆς Ἐκκλησίας! Ἡ ΑΒ’ Σύνοδος συνεκροτήθη τό 861 μ.Χ. κατά τῶν λειψάνων τῆς Εἰκονομαχίας (βλ. Πηδάλιον, 11η Ἔκδ., 1993, Ἐκδ. «Ἀστήρ», σελ. 345). Ὁ Κανών ἀσχολεῖται μέ δύο κατηγορίας ἀποτειχιζομένων κληρικῶν ἀπό τούς προϊσταμένους των πρό συνοδικῆς διαγνώσεως: (α) μέ αὐτούς πού ἀποτειχίζονται προφάσει ἐγκλήματός τινος πού φέρεται νά ἔχῃ διαπράξει ὁ προϊστάμενός των, χωρίς ὅμως καί νά κηρύξῃ δημοσίως κάποιαν αἵρεσιν· καί (β) μέ αὐτούς πού ἀποτειχίζονται, ἐπειδή ὁ προϊστάμενός των ἐκήρυξε δημοσίως αἵρεσιν κατεγνωσμένην ὑπό Συνόδων ἤ Πατέρων. Ὁ Κανών λέγει ὅτι οἱ μέν πρῶτοι κάμνουν σχίσμα, οἱ δέ δεύτεροι εἶναι ἄξιοι τιμῆς. Δέν ἀσχολεῖται μέ τούς μή ἀποτειχιζομένους. Αὐτοί δέν ἐμπίπτουν εἰς τό θέμα του, τό ὁποῖον δέν εἶναι τί δέον γενέσθαι ἐν καιρῷ κηρυσσομένης αἱρέσεως. Ὅστις νομίζει ὅτι αὐτό εἶναι τό θέμα τοῦ Κανόνος καί προσ­παθεῖ νά τόν χαρακτηρίση ὡς δυνητικόν ἤ ὡς ὑποχρεωτικόν, ἐνῷ δέν εἶναι οὔτε τό ἕν οὔτε τό ἄλλο, τόν παρερμηνεύει. Δύναται κάποιος νά ἐπικαλεσθῇ τόν Κανόνα προκειμένου ν’ ἀποτειχισθῇ, ἀλλά δέν δύναται νά τόν ἐπικαλεσθῇ διά νά μή ἀποτειχισθῇ!

Εἰς τό γνωστόν βιβλίον του Τά Δύο Ἄκρα: Οἰκουμενισμός καί Ζηλωτισμός, Β’ Ἔκδ., 1997, Ἱ. Ἡσυχαστήριον Κεχαριτωμένης Θεοτόκου Τροιζῆνος (σελ. 75-76), ὁ π. Ἐπιφάνιος γράφει: «Ὁ Κανών εἶνε δυνητικός καί οὐχί ὑποχρεωτικός. … Ἀνάγνωτε τόν Κανόνα μετά προσοχῆς καί θά ἴδητε ὅτι δέν νομοθετεῖ ὑποχρέωσιν, ἀλλ’ ἁπλῶς παρέχει δικαίωμα. Οὐδαμοῦ λέγει ὅτι ὀφείλουσιν οἱ Κληρικοί νά ἀποχωρίζωνται ἀπό τοιούτου Ἐπισκόπου πρό τῆς καταδίκης αὐτοῦ, οὐδέ ὁμιλεῖ περί τιμωρίας τινός ἤ καί ἁπλῶς ἔστω μέμψεως κατά τῶν μή ἀποχωριζομένων» (ἡ ἔμφασις εἶναι τοῦ π. Ἐπιφανίου). Κατ’ ἀρχάς, ἄς σημειωθῇ ὅτι ἐπιφανεῖς κανονολόγοι θεωροῦν τόν Κανόνα ὑποχρεωτικόν. Χάριν παραδείγματος, ὁ Βαλσαμών γράφει ὅτι, ἐάν ὁ αἱρετικός προϊστάμενος ψιθυρίζῃ τά τῆς αἱρέσεώς του κρυφίως καί μετά ὑποστολῆς, τότε «οὐκ ὀφείλει τις ἐξ αὐτοῦ πρό καταδίκης ἀποσχισθῆναι» (βλ. Γ.Α. Ράλλη καί Μ. Ποτλῆ, Σύνταγμα τῶν Θείων καί Ἱερῶν Κανόνων, τ. Β΄, σ. 695, ἡ ἔμφασις προσετέθη ὑπό τοῦ γράφοντος). Ἑρμηνευομένη ἐκ τοῦ ἀντιθέτου, ἡ φράσις αὐτή σημαίνει ὅτι ὅταν ὁ προϊστάμενος κηρύττῃ δημοσίως καί ἀπροκαλύπτως αἵρεσιν, τότε ὁ ὑφιστάμενος ὀφείλει ν’ ἀποσχισθῇ ἀπό τόν αἱρετικόν προϊστάμενον.

Ὡς ἕτερον παράδειγμα, εἰς εἰδικήν μελέτην του ἐπί τοῦ ἐν λόγῳ Κανόνος, ὁ Σέρβος Κανονολόγος, Ἐπίσκοπος Δαλματίας καί Ἰστρίας καί Καθηγητής Νικόδημος Μίλας (1845-1915), γράφει: «Ἐάν ὁ Ἐπίσκοπος ἤ Μητροπολίτης ἤ Πατριάρχης ἄρξηται νά διακηρύττῃ δημοσίᾳ ἐπ’ Ἐκκλησίας αἱρετικήν τινα διδαχήν ἀντικειμένην πρός τήν Ὀρθοδοξίαν, τότε οἱ ὑποτασσόμενοι αὐτῷ κέκτηνται δικαίωμα ἅμα καί χ ρ έ ο ς νά ἀποσχινισθῶσι πάραυτα ἐκείνου» (βλ. Θεοδωρήτου Ἱερομονάχου Ἁγιορείτου, Τό Ἀντίδοτον: Ἀναίρεσις τῶν κατά τοῦ ζηλωτισμοῦ ἄρθρων τοῦ βιβλίου: ΤΑ ΔΥΟ ΑΚΡΑ τοῦ ἀρχιμ. Ἐπιφανίου Θεοδωροπούλου, 1990, σελ. 54, ἡ ἔμφασις ὑπάρχει εἰς τό πρωτότυπον).

3. Ἡ κρυσταλλίνη διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας ἐπί τοῦ θέματος

 Ὡς προανεφέρθη, ἡ προσέγγισις τοῦ θέματος θά ἦτο σκανδαλωδῶς ἀντιεπιστημονική, ἐάν περιωρίζετο εἰς τόν ρηθέντα Κανόνα καί παρέλειπε τά σχετικά ἁγιογραφικά καί ἁγιοπατερικά χωρία, τά ὁποῖα οὐδεμίαν ἀμφιβολίαν ἀφήνουν διά τήν ὑποχρεωτικότητα τῆς ἀποτειχίσεως, ὅπως βεβαίως καί αἱ ὑπόλοιποι εὐαγγελικαί ἐντολαί. Ἰδού μικρόν μόνον δεῖγμα τοιούτων χωρίων:

(i) «Τίς δέ κοινωνία φωτί πρός σκότος; τίς δέ συμφώνησις Χριστῷ πρός Βελίαλ; ἤ τίς μερίς πιστῷ μετά ἀπίστου; …διό ἐξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῶν καί ἀφορίσθητε, λέγει Κύριος, καί ἀκαθάρτου μή ἅπτεσθε» (Β´ Κορ. 6:14-18).

(ii) «Οἵτινες τήν ὑγιῆ πίστιν προσποιοῦνται ὁμολογεῖν, κοινωνοῦσι δέ τοῖς ἑτερόφροσι, τούς τοιούτους, εἰ μετά παραγγελίαν μή ἀποστῶσι, μή μόνον ἀκοινωνήτους ἔχειν, ἀλλά μηδέ ἀδελφούς ὀνομάζειν» (Μ. Βασίλειος, Patrologia Graeca ἤ ἐν συντομίᾳ P.G., τ. 160, σ. 101). Ἀξίζει νά σημειωθῇ ὅτι ὁ Ἅγιος δέν ὁμιλεῖ διά κεκριμένους αἱρετικούς, ἀλλά διά «ἑτερόφρονας»!

(iii) «Ἅπαντες οἱ τῆς Ἐκκλησίας διδάσκαλοι, πᾶσαι αἱ Σύνοδοι καί πᾶσαι αἱ θεῖαι Γραφαί φεύγειν τούς ἑτερόφρονας παραινοῦσι καί τῆς αὐτῶν κοινωνίας διΐστασθαι» (Ἅγ. Μᾶρκος Εὐγενικός, P.G., τ. 160, σ. 101). Βλέπομεν, λοιπόν, ὅτι ὅλαι αἱ θεῖαι Γραφαί, ὅλαι αἱ Σύνοδοι καί ὅλοι οἱ  Πατέρες προτρέπουν τόν πιστόν νά διακόπτῃ τήν κοινωνίαν ἀκόμη καί μέ τούς «ἑτερόφρονας»!

(iv) «Ἐχθρούς γάρ Θεοῦ ὁ Χρυσόστομος, οὐ μόνον τούς αἱρετικούς, ἀλλά καί τούς τοῖς τοιούτοις κοινωνοῦντας, μεγάλῃ καί πολλῇ τῇ φωνῇ ἀπεφήνατο» (Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, P.G. 99, σ. 1049). Ὥστε, λοιπόν, κατά τούς Ἁγίους Ἰωάννην τόν Χρυσόστομον καί Θεόδωρον τόν Στουδίτην, ἡ (ἐν γνώσει) κοινωνία μέ αἱρετικούς καθιστᾶ τόν πιστόν «ἐχθρόν τοῦ Θεοῦ»!

(v) «Τοῖς κοινωνοῦσιν ἐν γνώσει τοῖς ὑβρίζουσι καί ἀτιμάζουσι τάς σεπτάς Εἰκόνας, ἀνάθεμα» (Ζ’ Οἰκ. Σύνοδος, Πράξεις Α’ καί Ε’, βλ. Πρακτικά τῶν Ἁγίων καί Οἰκουμενικῶν Συνόδων, τόμος Γ’, σελ. 230 καί 325, Ἔκδοσις Καλύβης Τιμίου Προδρόμου, Ἱερᾶς Σκήτης Ἁγίας Ἄννης, Ἅγιον Ὄρος, Αὔγουστος 1986, καί  Συνοδικόν τῆς Ὀρθοδοξίας, Τριώδιον, Ἐκδ. «Φῶς», σελ. 161).

Ὡς γνωστόν, ὑπάρχουν πολλαί ἀκόμη δεκάδες παρομοίων χωρίων, τά ὁποῖα παραλείπομεν διά τήν οἰκονομίαν τοῦ χώρου. Ὑπάρχουν βεβαίως καί πολλά παραδείγματα ἁγίων πού ἐφήρμοσαν εἰς τήν πρᾶξιν αὐτήν τήν διδασκαλίαν. Εἶναι συνεπῶς ἀπορίας ἄξιον πῶς εἶναι δυνατόν θεολόγοι νά διατείνωνται ὅτι ἡ ἀποτείχισις εἶναι προαιρετική καί, ἔτι χειρότερον, νά ἐγκαλοῦν τούς ἀποτειχιζομένους διά Προτεσταντισμόν, ἐνῷ, συμφώνως μέ τόν ρηθέντα Κανόνα, θά ἔπρεπε νά τούς ἐπαινοῦν ὡς προστατεύοντας τήν Ἐκκλησίαν ἀπό μερισμούς πού προκαλεῖ ἡ κηρυσσομένη αἵρεσις.

4. Ἕτεραι ἀντιφάσεις καί παρανοήσεις τῶν «Δυνητιστῶν»

 Ὁ π. Ἐπιφάνιος ἀντιφάσκει πρός ἑαυτόν, διότι, ἀφενός μέν ἀναγνωρίζει ὅτι ὁ 15ος Κανών τῆς ΑΒ’ Συν­όδου δίδει τό δικαίωμα τῆς ἀποτειχίσεως («Τά Δύο Ἄκρα», σ. 75) καί ὅτι ὁ Κανών λέγει σαφῶς ὅτι οἱ ἀποτειχιζόμενοι δέν κάμνουν σχίσμα, ἀλλ’ εἶναι ἄξιοι ἐπαίνου, ἀφετέρου δέ κατακρίνει ὡς σχισματικούς ὅσους κάμνουν χρῆσιν αὐτοῦ τοῦ δικαιώματος! Διότι, κατά τόν π. Ἐπιφάνιον, τήν ἀποτείχισιν πρέπει νά τήν ἀποφασίσουν οἱ «ἀξιωματικοί» καί ὄχι οἱ στρατιῶται! («Τά Δύο Ἄκρα», σ. 59). «Ἀξιωματικούς» δέ ὁ π. Ἐπιφάνιος θεωρεῖ τούς «ἐπισκόπους», οἱ ὁποῖοι, χρώμενοι «οἰκονομίας» εἰς τό διηνεκές (!), κοινωνοῦν ἐπί πολλάς δεκαετίας μέ τήν αἵρεσιν τοῦ Οἰκουμενισμοῦ («Τά Δύο Ἄκρα», σ. 111), ἐνῷ τούς ἀποτειχισθέντας Ἐπισκόπους τοῦ π.ἑ. τούς ἐθεώρει ὡς «ἐκτός Ἐκκλησίας»! Τονίζει ἀκόμη ὁ π. Ἐπιφάνιος ὅτι πρίν ὁ πιστός ἀποκηρύξῃ τούς Οἰκουμενιστάς «ψευδεπισκόπους» (ὅρος τοῦ 15ου Κανόνος τῆς ΑΒ’ Συν­όδου), θά πρέπῃ ν’ ἀπαντήσῃ θετικῶς εἰς τό ἀκόλουθον ἐρώτημα: «Πιστεύω ὅτι σύμπασα ἡ ἀνά τήν Οἰκουμένην Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία κατεπόθη ὑπό τῆς πλάνης καί μόνον ἐγώ καί ὀλίγοι ἀκόμη ἐμείναμεν διασώζοντες τήν ἀλήθειαν;» (σ. 58). Δηλαδή, κατά τόν π. Ἐπιφάνιον, ἡ ἀποκήρυξις τῶν «ψευδεπισκόπων» δέν ἐπιτρέπεται πρίν αὐτοί προλάβουν νά καταστρέψουν τήν Ἐκκλησίαν!

Ἐάν ὁ π. Ἐπιφάνιος ἁπλῶς ἐδημιούργει μίαν νέαν αἵρεσιν καί, ὅπως ὅλοι οἱ προηγούμενοι αἱρεσιάρχαι, προσηλύτιζεν ὀπαδούς εἰς αὐτήν, ἀποσπῶν αὐτούς ἀπό τήν Ὀρθοδοξίαν, τότε τό κακόν δέν θά ἦτο τόσον μέγα ὅσον εἶναι τώρα, ἔστω καί ἄν ὁ ἀριθμός τῶν ὀπαδῶν του ἦτο μεγάλος. Διότι, ὡς γνωστόν, μέχρι τά τέλη τοῦ 19ου αἰῶνος, πρίν δηλαδή ἀναρριχηθοῦν μασόνοι εἰς ἐπισκοπικούς καί πατριαρχικούς θρόνους, ἡ Ἐκκλησία εἶχε τήν δύναμιν νά πολεμῇ καί νά νικᾶ τάς αἱρέσεις. Δυστυχῶς, ὅμως, ἡ αἵρεσις τοῦ π. Ἐπιφανίου προξενεῖ πολύ μεγαλυτέραν ζημίαν ἀπ’ ὅσην προξενοῦν αἱ ἄλλαι αἱρέσεις. Ὁ λόγος εἶναι ὅτι ἔχει ὀρθόδοξον προσωπεῖον καί συνίσταται εἰς τό ν’ ἀποτρέπῃ τόν πόλεμον τῆς Ἐκκλησίας κατά τῶν αἱρέσεων μέ «πραγματικά πυρά», δηλαδή μέ τήν ἀποκήρυξιν τῶν αἱρετικῶν «ἐπισκόπων». Ἐπιτρέπει μόνον φραστικάς καί γραπτάς διαμαρτυρίας («Τά Δύο Ἄκρα», σ. 73-74), δηλαδή μόνον τόν «χαρτοπόλεμον», ὅπως εὐστόχως ἔχει χαρακτηρίσει τάς ἀναποτελεσματικάς αὐτάς ἀντιδράσεις ὁ ἀείμνηστος Καθηγητής Ἰ. Κορναράκης. Ἔτσι, ὅμως, παθαίνουν σύγχυσιν ἀκόμη καί ἀληθινοί στρατιῶται τοῦ Χριστοῦ, οἱ ὁποῖοι ἀφοπλίζονται καί ἀκινητοποιοῦνται, ἀποδυναμώνεται καί παραλύει ὁ ἀντιαιρετικός ἀγών τῆς Ἐκκλησίας, ἐπικρατεῖ ἡ αἵρεσις καί χάνονται πολλαί ἐκλεκταί ψυχαί! Διότι ὅλοι αὐτοί εἴτε δέχονται τόν Οἰκουμενισμόν, ἐξαπατῶντες τήν συνείδησίν των μέ τάς ψευδεῖς ἀγαπολογίας τῶν Οἰκουμενιστῶν, εἴτε διαφωνοῦν μέν, ἀλλά παραμένουν εἰς κοινωνίαν μετ’ αὐτοῦ «ἄχρι καιροῦ» («Τά Δύο Ἄκρα», σ. 59). Παραμένουν «στενάζοντες» («Τά Δύο Ἄκρα», σ. 69), ὑποτασσόμενοι «ἄχρι καιροῦ» εἰς «ψευδεπισκόπους», κατά τήν αἵρεσιν τοῦ «Δυνητισμοῦ», ἡ ὁποία συνεπῶς πλανᾶ ἐκλεκτούς, ἐνῷ αἱ ἄλλαι αἱρέσεις συνήθως προσελκύουν ἀνθρώπους πού διέκειντο μᾶλλον ἀδιαφόρως πρός τήν Ὀρθοδοξίαν καί τήν ὀρθοπραξίαν.

Εἰς τήν ἔγκριτον ἐκκλησιαστικήν ἐφημερίδα Ὀρθόδοξος Τύπος τῆς 20-10-2023, ὁ θεολόγος κ. Π. Τρακάδας τονίζει ὅτι εἶναι ἀνάγκη ν’ ἀπαντήσωμεν ὀρθῶς εἰς τό θεμελιῶδες ἐρώτημα «ποία εἶναι ἡ Κανονική Ἐκκλησία». Σύμφωνοι! Ἄς λάβωμεν τήν ἀπάντησιν πού δίδουν οἱ ἅγιοι. Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος Στουδίτης λέγει: «μή θῶμεν σκάνδαλον τῇ Ἐκκλησίᾳ τοῦ Χριστοῦ, ἥτις ἐστί καί ἐν τρισίν ὀρθοδόξοις ὁριζομένη κατά τούς ἁγίους· ἵνα μή τῇ ἀποφάσει τοῦ Κυρίου καταδικασθῶμεν» (P.G. 99, σελ. 1049 C). Ὁ δέ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς λέγει: «οἱ τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας τῆς ἀληθείας εἰσί καὶ οἱ μὴ τῆς ἀληθείας ὄντες οὐδὲ τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας εἰσὶ» (Ἀναίρεσις γράμματος Ἰγνατίου Ἀντιοχείας, Ε.Π.Ε. 3). Ὥστε, λοιπόν, ἡ Ἐκκλησία εὑρίσκεται ἐκεῖ πού εὑρίσκονται Ὀρθόδοξοι, ἔστω καί ἄν αὐτοί εἶναι μόνον τρεῖς! Ὁ κ. Τρακάδας, ὅμως, διαπράττων τό γνωστόν λογικόν σφάλμα τῆς «λήψεως τοῦ ζητουμένου», λέγει ὅτι Κανονική Ἐκκλησία εἶναι αὐτή πού «ἀναγνωρίζεται καί εὑρίσκεται εἰς κοινωνία μέ τάς ὑπολοίπους Ἐκκλησίας». Τό ζητούμενον, κ. Τρακάδα, εἶναι ποῖοι εἶναι Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί! Διατί ἐσεῖς λαμβάνετε ὡς δεδομένον ὅτι αἱ «ἐκκλησίαι» τῆς «Παγκοσμίου Ὀρθοδοξίας», ὡς λέγεται, εἶναι ὄντως Ὀρθόδοξοι, παραβλέπων τό ἐξώφθαλμον γεγονός ὅτι αὐταί κηρύττουν ἀπροκαλύπτως, ἀνερυθριάστως καί εἰς παγκόσμιον ἐπίπεδον, ἔργοις καί λόγοις, τόν Οἰκουμενισμόν;

 5. Συμπέρασμα

 Ὁ λόγος διά τόν ὁποῖον ἡ Ἐκκλησία μέχρι καί τόν 19ον αἰῶνα ἐνίκα τάς αἱρέσεις εἶναι ὅτι ἔχει ἐνσωματωμένον ἕνα «αὐτόματον διορθωτικόν μηχανισμόν», ὁ ὁποῖος προκαλεῖ ἀποτελεσματικήν ἀντίδρασιν (καί ὄχι «χαρτοπόλεμον»!) τῶν ὑγιῶν μελῶν Της. Ἡ μόνη δέ κανονική καί ἀποτελεσματική ἀντίδρασις σήμερον εἶναι ἡ ἀποτείχισις ἀπό τάς ὀκτώ τοὐλάχιστον αἱρέσεις πού κηρύττουν οἱ «ἐπίσκοποι» τῆς «Παγκοσμίου Ὀρθοδοξίας», ἤτοι: (1) Οἰκουμενισμόν, ὁ ὁποῖος ἀνεθεματίσθη ὑπό τῆς Ρωσσικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Διασπορᾶς (ΡΟΕΔ) τό 1983, καί ἑπομένως ἔχει ἐφαρμογήν ὁ 15ος Κανών τῆς ΑΒ’ Συνόδου· (2) Σεργιανισμόν (πρβλ. τήν σύμπλευσιν «κυβερνήσεως» καί «ἐκκλησίας» εἰς ὅλα τά κακά πού οἱ ἴδιοι ἔχουν ἐπιφέρει εἰς τόν τόπον· (3) Οὐνιτισμόν (ἀπό 7-12-1965, ὅταν ἔγινεν ἐπισήμως «ἄρσις τῆς ἀκοινωνησίας» μέ τόν «πάπαν», ὁ ὁποῖος ἔκτοτε μνημονεύεται εἰς τά δίπτυχα τοῦ Πατρ/χείου Κων-λεως, ὅπως κατήγγειλε τό 1969 ὁ Μητροπολίτης Φιλάρετος τῆς Ρωσσικῆς Ἐκκλησίας τῆς Διασπορᾶς εἰς τήν ἀνοικτήν του ἐπιστολήν πρός τόν «ἀρχιεπίσκοπον Ἀμερικῆς» Ἰάκωβον καί οὐδέποτε διεψεύσθη, βλ. orthodoxinfo.com)· (4) Νεο-εικονομαχίαν (πρβλ. τήν ἀπαγόρευσιν τῆς θεἰας κοινωνίας, τῆς προσκυνήσεως τῶν ἱερῶν εἰκόνων κ.λπ. κατά τήν διάρκειαν τῆς «πανδημίας»)· (5) Νεο-αρειανισμόν (πρβλ. τήν νέαν αἵρεσιν, ὅτι ὁ Πατριάρχης Κων-λεως εἶναι δῆθεν «πρῶτος ἄνευ ἴσων», ὅπως εἶναι δῆθεν ὁ Πατήρ εἰς τήν Ἁγίαν Τριάδα, πού εἶναι βλάσφημος ἀντιτριαδική διδασκαλία)· (6) τήν αἵρεσιν «ὁ θάνατός σου ἡ ζωή μου», μέ τά «ἐμβόλια», τά ὁποῖα παρεσκευάσθησαν μέ κυτταρικάς σειράς φονευθέντων ἐπί τῷ σκοπῷ αὐτῷ ἐμβρύων· (7) ὅτι δῆθεν «ἡ ὁμοφυλοφιλία εἶναι θεόσδοτος» καί ἄρα δέν δυνάμεθα νά τήν καταδικάσωμεν (πρβλ. τήν δήλωσιν τοῦ «Ν. Ἰωνίας» Γαβριήλ, τόν ὁποῖον ὄχι μόνον δέν καθῄρεσαν, ἀλλά κοινωνοῦν καί μετ’ αὐτοῦ)· καί (8) τόν «Δυνητισμόν», ὁ ὁποῖος ἀπετέλεσε τόν ἀντικείμενον τοῦ παρόντος ἄρθρου. Οἱ «ἐπίσκοποι» τῆς «Παγκοσμίου Ὀρθοδοξίας» συμμετέχουν ἐπίσης εἰς πολλά σχίσματα, ἤτοι: (1) Ἑορτολογικόν· (2) Αὐστραλιανόν· (3) Οὐκρανικόν· (4) «ἐμβολιαστικόν» (πρβλ. τάς ἀνοήτους φωνασκίας «ψευδεπισκόπων» τινῶν, ὅτι ὅσοι ἀρνοῦνται τό «ἐμβόλιον» εἶναι δῆθεν «ἐκτός Ἐκκλησίας», «Ναζί» κ.λπ.)· κ.ἄ. Ἡ ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τοιούτους λύκους μέ δοράν προβάτου εἶναι θανάσιμος ἁμαρτία, ἀλλ’ ἡ αἵρεσις τοῦ «Δυνητισμοῦ» ἀκινητοποιεῖ καί ἀκυρώνει τόν ρηθέντα «αὐτόματον διορθωτικόν μηχανισμόν». Ἑπομένως, ἀντιστρέφοντες τήν βαρεῖαν κατηγορίαν πού ἀποδίδει ὁ κ. Τρακάδας εἰς τούς ἀποτειχιζομένους (Ὀρθόδοξος Τύπος, 20-10-2023, ἀρ. φ. 2467, σελ. 1), συμπεραίνομεν ὅτι μή χωριζόμενοι ἀπό τούς αἱρετικούς Οἰκουμενιστάς ἐξυπηρετοῦμεν τοῦ Οἰκουμενισμοῦ τά καταχθόνια σχέδια.

 

 

Ἀπάντησις πρὸς μὴ μεμαθηκότας

Γράφει ὁ κ. Παῦλος Τρακάδας, θεολόγος

 

  Ἦτο βέβαιον, ὡς ἔγραφον καὶ εἰς τὴν κατακλεῖδα τοῦ ἄρθρου μου, ὅτι θὰ προεξένουν μεγαλυτέρα προβλήματα, καθὼς ὁ ζῆλος ὁδηγεῖ τοὺς ἀνθρώπους νὰ ὀχυρώνωνται ὄπισθεν θέσεων καὶ ὄχι νὰ ἔχουν τὴν διάθεσιν νὰ συζητοῦν.

Ὁ ἔμπειρος Διευθυντὴς τοῦ «Ο.Τ.» εἶχε τὴν καλωσύνην νὰ μὲ ἐνημερώση σχετικῶς μὲ τὴν ἐπιστολὴν τοῦ κατὰ τὰ ἄλλα σεβαστοῦ Καθηγητοῦ κ. Δημητρίου Χατζηνικολάου. Αἰσθάνομαι τὴν ὑποχρέωσιν, ὄχι πρὸς τὸν κ. Καθηγητήν, ἀλλὰ πρὸς τοὺς ἀναγνώστας τοῦ «Ο.Τ.» ἀλλὰ καὶ κάθε εὐλαβῆ πιστόν, ὁ ὁποῖος δύναται νὰ παρασυρθῆ ἀπὸ τὰς φαινομενικῶς τεκμηριωμένας, ἀλλὰ οὐσιαστικῶς διατρήτους ἀντιρρήσεις του, νὰ διασαφηνίσω μερικὰ ζητήματα.

Ὁ κ. Χατζηνικολάου γράφει «Ἀπὸ τὴν ἀποτείχισιν τῶν Ὀρθοδόξων τοῦ πατρίου ἑορτολογίου…». Δὲν ὑπῆρξεν ὅμως καμία «ἀποτείχισις» ἀλλὰ ἀπόσχισις, δηλ. σχίσμα, ὅπου οἱ διαφωνοῦντες ἐκήρυξαν τὴν Ἐκκλησίαν ὡς αἱρετικὴν προβάλλοντες ὡς αἰτίαν τὴν ἡμερολογιακὴν μεταβολήν. Ἂν τὸ ἡμερολόγιον εἶναι ζήτημα σωτηρίας, ὅπως τὸ ἀνήγαγον οἱ ἴδιοι εἰσάγοντες κατ’ οὐσίαν νέαν αἵρεσιν, δὲν χρειάζεται κἄν νὰ τὸ ἀναπτύξωμεν. Ἂς δεχθῶμεν ὅμως ὑποθετικῶς, ὅτι ἐπρόκειτο τότε δι’ ἀποτείχισιν. Ποία ἡ κατάληξις; Ἐδημιουργήθη μία παράλληλος «Ἐκκλησία». Ἑπομένως, καὶ πάλιν δικαιώνεται ὁ π. Ἐπιφάνιος εἰς ὅσα περὶ διακοπῆς τῆς κοινωνίας γράφει, καθὼς τονίζει μετ’ ἐμφάσεως ὅτι ὁ κίνδυνος εἶναι ἡ ἀποτείχισις νὰ καταλήξη ἀνεξέλεγκτος δημιουργοῦσα σχισματικὰ μορφώματα. Ὁ κ. Χατζηνικολάου, λοιπόν, ἐπιβεβαιώνει τὸν π. Ἐπιφάνιον.

Δεύτερον σφάλμα τοῦ κ. Καθηγητοῦ εἶναι τὸ γραφὲν ὅτι «ἡ ἀποτείχισις εἶναι ὑποχρεωτική… αὐτοὶ ποὺ ἰσχυρίζονται ὅτι εἶναι δῆθεν δυνητική, κηρύσσουν αἵρεσιν, ἡ ὁποία εἶναι γνωστὴ ὡς «Δυνητισμός»…». Ποῦ εὗρεν αὐτὴν τὴν –ὡς μάλιστα τὴν ἀποκαλεῖ- «γνωστὴν αἵρεσιν»; Εἶναι καταγεγραμμένη εἰς Πρακτικὰ Οἰκουμενικῆς Συνόδου; Τὴν ἀναφέρει κάποιος Θεοφόρος Πατὴρ τῆς Ἐκκλησίας; Ἔστω ἕνα ἐγχειρίδιον αἱρέσεων;

Δὲν ὑπάρχει τοιαύτη αἵρεσις, διότι δὲν δύναται νὰ ὑπάρξη αἵρεσις «Δυνητισμοῦ» ἐπὶ Ἱ. Κανόνων, καθὼς αἱ αἱρέσεις ἀφοροῦν μόνον εἰς τὰ παραδεδομένα Δόγματα τῆς Ἐκκλησίας. Ἀκόμη καὶ ἂν κάποιος ὑποστηρίξη –προδήλως ἐσφαλμένως- ὅτι «ὅλοι οἱ Ἱ. Κανόνες εἶναι δυνητικοί», ἀκόμη καὶ τότε δὲν εἶναι αἱρετικός, χωρὶς αὐτὸ νὰ σημαίνει ὅτι ἡ Ἐκκλησία δὲν δύναται νὰ τὸν ἀφορίση καὶ νὰ τὸν ἀναθεματίση ὡς παραβάτην. Ὡστόσον, ἀπέχει παρασάγγας αὐτὸ ἀπὸ τὴν παροῦσαν ἄκριτον κατηγορίαν, τὴν ὁποίαν ὁ κ. Καθηγητὴς ἀπευθύνει εἰς τὸν μακαριστὸν π. Ἐπιφάνιον σχετικῶς μὲ τὴν ἑρμηνείαν τοῦ ἡμίσεως ἑνὸς καὶ μόνου Κανόνος κατονομάζοντάς τον ὡς τὸν μεγαλύτερον αἱρετικὸν τῆς Ἱστορίας, γράφων: «Ἐὰν ὁ π. Ἐπιφάνιος ἁπλῶς ἐδημιούργει μίαν νέαν αἵρεσιν καί, ὅπως ὅλοι οἱ προηγούμενοι αἱρεσιάρχαι… ἡ αἵρεσις τοῦ π. Ἐπιφανίου προξενεῖ πολὺ μεγαλυτέραν ζημίαν ἀπ’ ὅσην προξενοῦν αἱ ἄλλαι αἱρέσεις»! Θὰ ἠδύνατό τις νὰ καταδείξη τὸν κ. Χατζηνικολάου ὡς αἱρετικὸν καθὼς γράφων «ὁ ἀείμνηστος ἀρχιμανδρίτης π. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος», ἐγκωμιάζει… «αἱρετικόν» (!), ἀλλὰ μᾶλλον ἦτο ἐκ παραδρομῆς. Ὅπως ἐπίσης ἐκ παραδρομῆς εἶναι ἡ ὑποστήριξις τῆς ὑποχρεωτικότητος τοῦ ΙΕ΄ Κανόνος, ἐνῶ γράφει «…προσπαθεῖ νὰ τὸν χαρακτηρίση ὡς δυνητικὸν ἢ ὡς ὑποχρεωτικόν, ἐνῶ δὲν εἶναι οὔτε τὸ ἓν οὔτε τὸ ἄλλο…»!

Ὁ κ. Καθηγητὴς ἀνάγει εἰς δόγμα ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ἡμερολόγιον καὶ τὴν θεώρησιν τῆς ἐφαρμογῆς ἑνὸς καὶ μόνον συγκεκριμένου Κανόνος, ὄχι ἁπλῶς τὴν τήρησίν του, ἀλλὰ τὴν διατύπωσιν γνώμης ἐπὶ τῆς τηρήσεως. Προσ­θέτει, λοιπόν, δύο -ἐπιπλέον τοῦ ἡμερολογίου- ὑποχρεώσεις διὰ τὴν σωτηρίαν τοῦ ἀνθρώπου: τὴν ἀναγκαστικὴν ἐφαρμογὴν τοῦ ἐν λόγῳ Κανόνος, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀκλόνητον πίστιν εἰς τὴν ὑποχρεωτικότητα αὐτοῦ. Κατὰ συνέπειαν ὅποιος ἀμφισβητήσει τὴν ὑποχρεωτικότητα τοῦ Ἱ. Κανόνος εἶναι αἱρετικός, δηλ. χάνει τὸν Παράδεισον! Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀλλοίωσιν τοιουτοτρόπως τῆς Δο-γματικῆς τῆς Ἐκκλησίας, ὡς ἔπραξαν οἱ παπικοὶ εἰσάγοντες συνεχῶς νέα δόγματα, προάγεται καὶ ὁ θεολογικὸς παραλογισμός. Ἂν οἱ Ἱ. Κανόνες εἶναι δόγματα, τότε ὅστις τοὺς παραβαίνει ἐν τοῖς πράγμασι (πολὺ χειρότερον ἀπὸ τὸ νὰ ἀμφισβητήση τὴν ἐφαρμογήν των ἐν τῇ θεωρίᾳ) εἶναι αἱρετικός! Ὅστις, λοιπόν, κατέλυσεν ἔλαιον ἔστω καὶ μίαν Τετάρτην ἢ Παρασκευὴν τοῦ ἐνιαυτοῦ εἶναι αἱρετικός! Ὁ κ. Χατζηνικολάου ἐπιβεβαιώνει καὶ πάλιν διὰ τῆς ἀντιθέτου ὁδοῦ πόσον ὀρθὰ σκέπτεται ὁ π. Ἐπιφάνιος.

Ἂς ἔλθωμεν ὅμως καὶ εἰς τὸ προκείμενον: εἶναι ἢ ὄχι ὁ ΙΕ΄ Κανὼν δυνητικός; Κατ’ ἀρχάς, ἂς ἐπισημάνωμεν δύο ἀντιφάσεις τοῦ κ. Καθηγητοῦ. Ἡ πρώτη: Ἰσχυρίζεται ὅτι ὁ Κανὼν «Δὲν ἀσχολεῖται μὲ τοὺς μὴ ἀποτειχιζομένους. Αὐτοὶ δὲν ἐμπίπτουν εἰς τὸ θέμα του, τὸ ὁποῖον δὲν εἶναι τί δέον γενέσθαι ἐν καιρῷ κηρυσσομένης αἱρέσεως… Δύναται κάποιος νὰ ἐπικαλεσθῆ τὸν Κανόνα προκειμένου ν’ ἀποτειχισθῆ, ἀλλὰ δὲν δύναται νὰ τὸν ἐπικαλεσθῆ, διὰ νὰ μὴ ἀποτειχισθῆ!». Ἂν ὁ ὅμως ὁ Κανὼν εἶναι ὑποχρεωτικὸς –ὅπως θεωρεῖ ὁ κ. Καθηγητὴς- τότε δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ μὴ περιλαμβάνη τοὺς μὴ ἀποτειχιζομένους: ἐφ’ ὅσον θὰ πρέπη ὅλοι ἀνεξαιρέτως νὰ ἀποτειχισθοῦν, οἱ μὴ ἀποτειχιζόμενοι εἶναι παραχρῆμα παραβάται τοῦ Κανόνος.

Ἡ δευτέρα: Παραθέτει τὴν ἑρμηνείαν τοῦ Βαλσαμῶνος, ὅπου ὁ μέγας Κανονολόγος γράφει ὀρθώτατα ὅτι «ἐὰν ὁ αἱρετικὸς προϊστάμενος ψιθυρίζη τὰ τῆς αἱρέσεώς του… οὐκ ὀφείλει τις ἐξ αὐτοῦ πρὸ καταδίκης ἀποσχισθῆναι»». Ὁ κ. Χατζηνικολάου ἐξ αὐτοῦ συνάγει τὸ ἀντίστροφον, δηλ. ὅτι εἰς ἀντίθετον περίπτωσιν «ὀφείλει». Ἀφ’ ἑνὸς εἶναι λίαν ἐπισφαλὲς νὰ εἰκάζη κανεὶς τί θὰ ἔγραφεν ὁ Βαλσαμὼν εἰς τὴν ἀντίθετον περίπτωσιν, καθὼς θὰ ἠδύνατο νὰ χρησιμοποιήση ἄλλο ρῆμα πχ. «δύναται», «προαιρεῖται» κ.λπ. Ἀφ’ ἑτέρου, προκύπτει τὸ ἐρώτημα: διατί ἐνῶ εἰς τὸν Βαλσαμῶνα δέχεται ὁ κ. Καθηγητὴς κάτι τὸ ὁποῖον δὲν τὸ ἀναφέρει, δὲν ἀποδέχεται κάτι παρόμοιον διὰ τὸν ἴδιον τὸν Κανόνα; Ἂν ὁ ΙΕ΄ Κανὼν ἀναφέρεται εἰς τοὺς ἀποτειχιζομένους, διατί μὲ τὴν ἰδίαν λογικήν, μὲ τὴν ὁποίαν ἐξάγει συμπεράσματα ἀπὸ τὸν Βαλσαμῶνα, νὰ μὴ ὑποθέσωμεν ὅτι ὁ Κανὼν ἀναφέρεται καὶ εἰς τοὺς μὴ ἀποτειχιζομένους, καθὼς πρόκειται ἀκριβῶς διὰ τὴν ἀντίθετον περίπτωσιν; Δύο μέτρα καὶ δύο σταθμά;

Ὁ κ. Χατζηνικολάου ὅμως εἴτε δὲν παρετήρησε προσεκτικῶς τὸ σχόλιον τοῦ Βαλσαμῶνος εἴτε ἀποσιωπᾶ κάτι λίαν σημαντικόν. Γράφει ὁ Βαλσαμών: «ἐὰν ἑαυτὸν ἀποτειχίση, ἤγουν χωρίση ἀπὸ τῆς κοινωνίας τοῦ πρώτου αὐτοῦ…». Αὐτὸ τὸ «ἐὰν» δὲν ἀποδεικνύει ὅτι ὁ Βαλσαμὼν θεωρεῖ τὸν Κανόνα δυνητικόν; Ἑπομένως, δὲν ἔχει καμίαν σημασίαν τί εἰκάζη ὁ κ. Χατζηνικολάου, ὅταν ὁ ἴδιος ὁ Βαλσαμὼν καταγράφει ρητῶς τὸ σχόλιόν του ἐπὶ τοῦ Κανόνος, ὅτι οὗτος παρέχει δικαίωμα ὄχι ὑποχρέωσιν. Ὁ κ. Χατζηνικολάου μὲ τὸ νὰ προσάγη τὸν Βαλσαμῶνα ὡς ἐπιχείρημα ἐπιβεβαιώνει δι’ ἀκόμη μίαν φορὰν τὸν π. Ἐπιφάνιον.

Ὁ κ. Καθηγητὴς παραθέτει ἐπιπροσθέτως καὶ τὴν μαρτυρίαν τοῦ ὄντως διαπρεποῦς Κανονολόγου Ἐπισκόπου Νικοδήμου Μίλας. Δὲν προβληματίζει τὸν ἴδιον ἡ φράσις «κέκτηνται δικαίωμα ἅμα καὶ χρέος» (= ἀποκτοῦν δικαίωμα μαζὶ καὶ ὑποχρέωσιν); Ἂν «εἶναι ὑποχρεωμένοι», τότε πρὸς τί τὸ «ἀποκτοῦν δικαίωμα»; Ἂν ὁ Κανὼν εἶναι ὑποχρεωτικός, τότε δὲν ἔπρεπε νὰ τίθεται κἄν ζήτημα δικαιώματος. Ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον δὲν προσέχουν ὅσοι παραθέτουν τὸν Μίλας εἶναι ὅτι στὸ opus magnum του, δηλ. τὸ «Ἐκκλησιαστικὸν Δίκαιον», ἐκεῖ ὅπου ἀναφέρεται εἰς τοὺς Ἱ. Κανόνες περὶ σχίσματος, στὴ συνέχεια παραπέμπει στὸ «Σύνταγμα» τοῦ Βλάσταρη. Ἐκεῖ περὶ τοῦ ΙΕ΄ Κανόνα συμπληρώνει: «διὰ τοῦτο καὶ ἡμεῖς εὖ ποιοῦντες, τὴν τῆς παλαιᾶς Ρώμης ἀπειπάμεθα κοινωνίαν, καὶ πρό γε Συνοδικῆς διαγνώμης καὶ κρίσεως». Δὲν γράφει λοιπὸν «ὀφείλοντες» ἀλλὰ «εὖ ποιοῦντες», ὁρίζοντας μόνον δικαίωμα ὄχι χρέος. Παρομοίαν ἀναφορὰ εἰς αὐτὸ ποιεῖ καὶ ὁ Βαλσαμών.

Εἰς κάθε περίπτωσιν ὅμως ἡ γνώμη ἑνὸς ἐγκρίτου κανονολόγου (εἴτε τοῦ Βαλσαμῶνος εἴτε τοῦ Βλάσταρη εἴτε τοῦ Μίλας) δὲν ἀναιρεῖ τί γράφει ὁ ἴδιος ὁ Κανών, διότι τὸν Κανόνα ἐπεκύρωσαν οἱ Πατέρες ὄχι τὸν κανονολόγον. Ἂς παρατηρήση κανεὶς ὅτι: α) δὲν ὑπάρχει προσταγὴ εἰς τὸν ΙΕ΄ Κανόνα, ἀλλὰ διαπίστωσις σχετικῶς μὲ ὅσους ἀποτειχίζονται (ὑπὸ αὐστηρὰς βεβαίως πάντοτε προϋποθέσεις) καὶ β) δὲν ἀναφέρεται καμία ποινὴ διὰ τοὺς μὴ ἀποτειχιζομένους. Πόθεν, ἑπομένως, συνάγεται ἡ ὑποχρεωτικότης; Ποίας ποινῆς εἶναι ἄξιοι οἱ μὴ ἀποτειχιζόμενοι; Βάσει ποίου Κανόνος θὰ τιμωρηθοῦν; Ἀπὸ αὐτὰ καὶ μόνον ἀντιλαμβάνεται κανεὶς ὅτι ὁ Κανὼν δίδει δικαίωμα, ἄρα εἶναι δυνητικός, καὶ δὲν ἐπιβάλλει ὑποχρέωσιν. Εἰς ἀντίθετον περίπτωσιν θὰ ὥριζεν ἐπακριβῶς, ὡς συμβαίνει μὲ ἄλλους Ἱ. Κανόνας, τὰ ἐπιτίμια.

Ἐπιπροσθέτως, δύναται κανεὶς νὰ προσάγη ἔστω καὶ ἕνα παράδειγμα, ὅπου κατεκρίθη κάποιος συνοδικά, διότι δὲν ἀπετειχίσθη; Οἱ σημερινοὶ ἀποτειχισμένοι ἀπὸ ποῖα σχίσματα διέσωσαν τὴν Ἐκκλησίαν, ὡς γράφει ὁ Κανών; Ἐν τέλει, τί σχέσιν ἔχουν τὰ ὅσα προβλέπει ὁ Κανὼν μὲ ὅσα ποιοῦν τώρα ἔνιοι τῶν ἀποτειχισμένων, ὅταν εἰς τὴν καλυτέραν τῶν περιπτώσεων συνεχίζουν νὰ ἱερουργοῦν ἄνευ ἀδείας τοῦ Ἐπισκόπου ἐπισύροντες εἰς ἑαυτοὺς καθαίρεσιν βάσει τῶν Ἱ. Κανόνων, ἐνῶ εἰς τὴν χειροτέραν προσχωροῦν εἰς τοὺς Παλαιοημερολογίτας;

Ὁ κ. Χατζηνικολάου προβαίνει περαιτέρω καὶ εἰς παράθεσιν χωρίων ἐκ τῆς Ἁγίας Γραφῆς, Ἁγίων Πατέρων καὶ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Γνωστὸν τοῖς πᾶσι ὅτι ἡ Ἁγία Γραφὴ καὶ ἡ Ἱ. Παράδοσις βρίθουν προτροπῶν ἀποφυγῆς τῶν αἱρετικῶν, ἑτεροφρόνων, σχισματικῶν κ.ἄ. Ἀλλοίμονον! Ἦτο ποτὲ δυνατὸν νὰ ἐνεθάρρυνον οἱ Θεοφόροι Διδάσκαλοι ἔστω τὴν συναναστροφὴν μὲ «ἄνδρας λαλοῦντας διεστραμμένα» ἐμβάζοντες εἰς πειρασμὸν ἀποπλανήσεως τοὺς πιστούς; Ὡστόσον, ἀφ’ ἑνὸς δύνανται νὰ παρατεθοῦν καὶ περιπτώσεις οἰκονομίας ἀκόμη καὶ εἰς δογματικὰ ζητήματα, ὅπως ἀνεπτύξαμεν εἰς προηγούμενον ἄρθρον, ἀφ’ ἑτέρου καὶ ἐξίσου καταλυτικὸν διὰ τὴν συζήτησιν εἶναι ὅτι: ὅλα αὐτὰ τὰ χωρία ἀνεκεφαλαιώθησαν ἀπὸ συγκεκριμένους Ἱ. Κανόνας περὶ ἀποτειχίσεως. Δὲν ζῶμεν εἰς τὸ 400, 500 ἢ 600, ἀλλὰ μετὰ τὴν Πρωτοδευτέραν Σύνοδον. Ἑπομένως, ἀκόμη καὶ ἂν προσκομίση καὶ δεκάδας ἀκόμα χωρία οὐδὲν θὰ εἰσφέρη ὑπὲρ τῆς ἀποτειχίσεως καὶ αὐτὸ διότι ἢ θὰ ἀκολουθήσωμεν τὸ κανονικὸν συνειδῶς ἢ θὰ πελαγοδρομήσωμεν π.χ. ἂν θέλωμεν νὰ ὁμιλήσωμεν περὶ τῶν δύο φύσεων τοῦ Χριστοῦ, δὲν θὰ ἀρχίσωμεν τὴν συζήτησιν ἐκ τοῦ μηδενός, οὔτε θὰ ἀνατρέξωμεν εἰς ἑκατοντάδας χωρία, ἀφοῦ ἀπὸ τὴν Δ΄ Οἰκουμενικὴν Σύνοδον καὶ ἐντεῦθεν αὐτὰ ἔχουν διασαφηνισθῆ ἀπολύτως. Ἀπεναντίας ἂν ἀρχίζωμεν καὶ προσκομίζωμεν χωρία τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου ἢ τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας ὑπάρχει ὁ κίνδυνος τῆς πλάνης, διότι σωστὰ μὲν τὰ ἔγραφον οἱ Ἅγιοι, ἀλλὰ δὲν εἶχε παγιωθῆ ἡ ὁρολογία, μὲ ἀποτέλεσμα ἀκόμα καὶ αἱρετικοὶ νὰ χρησιμοποιοῦν τοὺς λόγους τους.

Ἀντιστοίχως αὐτὸ συμβαίνει καὶ μὲ τὴ διακοπὴ κοινωνίας. Τὰ δεκάδες παραθέματα τῶν Ἁγίων Πατέρων εἶναι ὀρθά, ἀλλὰ ὁδηγοῦν εἰς παρερμηνείας, ἐὰν δὲν τὰ θεωρήση κανεὶς ὑπὸ τὸ πρίσμα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου. Κλασσικὸν παράδειγμα εἶναι ἡ παράθεσις –καὶ ἀπὸ τὸν κ. Χατζηνικολάου- τοῦ Μεγάλου Βασιλείου ὄχι ἀπὸ τὰ ἰδικὰ του ἔργα ἀλλὰ ἀπὸ πολὺ μεταγενέστερα, χωρὶς νὰ γνωρίζη κανεὶς ἐκ τῶν ἀναπαραγόντων τὸ ἀρχικὸν πλαίσιον τοῦ παραθέματος. Μὲ τὴν αὐτὴν λογικὴν δύναταί τις νὰ ἐπικαλεσθῆ  τὸν ΛΑ΄ Κανόνα τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, διὰ νὰ διακόψη τὴν κοινωνίαν μὲ τὸν Ἐπίσκοπόν του, ἄνευ τῆς προϋποθέσεως τῆς αἱρέσεως, καθὼς αὐτὸς προβλέπει τὴν διακοπὴν καὶ διὰ μὴ δογματικὰ ζητήματα. Ὅμως ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἐμπειρία μετὰ ἀπὸ αἰῶνας ἔκρινεν ὡς δοκιμώτερον νὰ διατυπώση τὸν ΙΕ΄ Κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας, ἀποκλείουσα οἱανδήποτε ἑτέραν αἰτίαν πλὴν τῆς αἱρέσεως, τὴν ὁποίαν προσέτι περιορίζει ἀπὸ γενικὴν –ὡς εἰς τὸν ΛΑ΄ Κανόνα- εἰς εἰδικήν: κατεγνωσμένην καὶ κηρυττομένην δημοσίως. [Ἐμμέσως καὶ ἀπὸ τὸν ΛΑ΄ Κανόνα δύναται κανεὶς νὰ συμπεράνη ἐπίσης ὅτι ἡ δεδικαιολογημένη ἀποτείχισις εἶναι δυνητική.]

Ἂν παραμείνη κανεὶς μόνον εἰς τὸν ΛΑ΄ τότε ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ διακόψη τὸ μνημόσυνον καὶ δι’ ἄλλας αἰτίας! Διὰ τοῦτο ὀφείλει νὰ συνδυάση τοὺς Ἱ. Κανόνας, παρατηρῶν πὼς ἡ Ἐκκλησία μὲ τὴν ἐμπειρίαν τῶν σχισμάτων περιέστειλε τὴν δυνατότητα ἀκοινωνησίας. Τὸ ἴδιον δύναται νὰ πάθη κανείς, ἂν ἐξετάση ἀπόψεις Ἁγίων Πατέρων ἀπομονωμένας τόσον ἀπὸ τὰ συμφραζόμενα, ὅσον καὶ ἀπὸ τὰς ἀντιρρόπου διατυπώσεις τῶν Θεοφόρων Διδασκάλων περὶ οἰκονομίας καὶ εἰς τὰ δογματικά. Πάντως, ἡ συνοδικὴ «κονίστρα» κατέληξεν εἰς τὸν ΙΕ΄ Κανόνα.

Ὅταν τόσοι Κανόνες προφυλάσσουν τὴν ἑνότητα καὶ μόνον τὸ ἥμισυ ἑνὸς δίδει τὸ δικαίωμα διὰ διακοπὴν κοινωνίας, ὅταν οἱ Ἅγιοι Πατέρες ἔδειξαν τόσην ἀνοχὴν ἀκόμα καὶ εἰς τὰ δογματικά, ὅταν ὑπάρχουν τόσαι προειδοποιήσεις διὰ τὸ δεινὸν τοῦ σχίσματος, μεταξὺ τῶν ὁποίων ἡ γνωστή τοῦ Ἱεροῦ Χρυσοστόμου ἀλλὰ καὶ τοῦ Ἁγίου Διονυσίου Ἀλεξανδρείας εἰς τὴν Πρὸς Νοουάτον ἐπιστολὴν [(PG 10,1296 καὶ Πηδάλιον, ΛΑ΄ Ἀποστολικός, ὑποσ. 2): «ὅτι πρέπει νὰ πάθη τινάς, ὅ,τι κακὸν καὶ ἂν ἦναι, μόνον νὰ μὴ σχίση τὴν Ἐκκλησίαν, καὶ ὅτι εἶναι ἐνδοξότερον τὸ μαρτύριον, ὁπού ἤθελεν ὑπομείνη τινάς, διὰ νὰ μὴ σχίση τὴν Ἐκκλησίαν, παρὰ τὸ μαρτύριον ὁπού ἤθελεν ὑπομείνη, διὰ νὰ μὴ εἰδωλολατρήση»!], ἀντιλαμβάνεται κανεὶς πόση πνευματικὴ διάκρισις ἀπαιτεῖται. Αὐτά, ὅσον ἀφορᾶ τὸ ὅτι «ὑπάρχουν πολλαὶ ἀκόμη δεκάδες παρομοίων χωρίων».

Ὅσον πάλιν ἀφορᾶ τὸ ἐπιχείρημα ὅτι «Ὑπάρχουν βεβαίως καὶ πολλὰ παραδείγματα ἁγίων ποὺ ἐφήρμοσαν εἰς τὴν πρᾶξιν αὐτὴν τὴν διδασκαλίαν», διερωτᾶται κανείς: Εἰς τὰ 2.000 ἔτη ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας πόσα ἑκατομμύρια πιστῶν ὑπῆρξαν καὶ πόσοι ἐξ αὐτῶν ἀπετειχίσθησαν; Πόσοι ἐκ τῶν συγχρόνων ἀποτειχισμένων εὑρίσκονται εἰς τὰ μέτρα τῶν Ἁγίων; Πῶς δὲν διατυπώνεται εἰς τὸ ἐλάχιστον εἰς τὰ ὅσα γράφει ὁ κ. Καθηγητής, ἡ ἀγωνία νὰ μὴ ὁδηγηθοῦν εἰς σχίσμα, καὶ μάλιστα ὅταν ἤδη εἶναι γνωστὸν ὅτι κάποιοι μετεπήδησαν εἰς τοὺς Παλαιοημερολογίτας; Ἐκτός, ἐὰν αὐτὸς εἶναι ὁ σκοπός. Ὅμως ὁ ΙΕ΄ Κανὼν δὲν δίδει οὔτε δικαίωμα (πολλῷ μᾶλλον ὑποχρέωσιν) εἰς τὸν διακόψαντα τὴν κοινωνίαν νὰ πήξη ἕτερον θυσιαστήριον, τῶν Ἱ. Κανόνων ὁριζόντων σαφῶς ποινὰς καθαιρέσεως καὶ ἀφορισμοῦ.

Ἡ προστασία τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ πιθανὸν σχίσμα ὅπως καὶ τῶν ἰδίων τῶν ἀποτειχισθέντων ἀπὸ πιθανὴ καθαίρεσιν, εἰς περίπτωσιν κατὰ τὴν ὁποίαν δὲν συνέτρεχαν ἢ δὲν τηροῦνται αἱ προϋποθέσεις τοῦ ΙΕ΄ Κανόνος, ἀλλὰ καὶ ἡ δυνατότης ἀντὶ τῆς διακοπῆς νὰ μιμηθοῦν τὸ παράδειγμα τῶν Ἁγίων, οἱ ὁποῖοι ἔδειξαν ἀπεριόριστον ἀνοχὴν ἀκόμη καὶ εἰς δογματικὰ ζητήματα, εἶναι ὑπερεπαρκῆ, ὥστε ἡ ἀποτείχισις νὰ ἀφορᾶ ἀποκλειστικῶς εἰς Ἁγίους.

Δι’ ὅλους αὐτοὺς τοὺς λόγους ὁ π. Ἐπιφάνιος προκρίνει καὶ συμβουλεύει ὅτι «ἐφ’ ὅσον ἡ Ἐκκλησία δὲν προέβη εἰς καθαίρεσιν τῶν αἱρετικῶν, ἡμεῖς δὲν πρέπει νὰ ἀποκηρύξωμεν αὐτοὺς καὶ νὰ παύσωμεν τὸ μνημόσυνον αὐτῶν» (Δύο Ἄκρα, σ. 87).

Εἶναι ἀναληθές, ὅμως, νὰ καταλογίζη ὁ κ. Χατζηνικολάου εἰς τὸν π. Ἐπιφάνιον ὅτι ἐθεώρει τοὺς ἀποτειχισθέντας ὡς σχισματικούς. Ἀπεναντίας, ἐδέχετο τὴν διακοπὴν κοινωνίας ὡς τὸ τελευταῖον καὶ ἀκρότατον σημεῖον διαμαρτυρίας. Παραλλήλως, ἐπειδὴ ἔβλεπε καὶ διέβλεπε ὅτι οἱ ἀποτειχισθέντες δὲν παρέμεναν εἰς αὐτὸ ὑπομένοντες τὸ μαρτύριον ἕως τέλους, ἀλλὰ εἴτε παρέβαινον τὸν ΙΕ΄ Κανόνα εἴτε προσεχώρουν εἰς τοὺς Παλαιοημερολογίτας, προσεπάθει νὰ τοὺς προειδοποιήση, ἀντιλαμβανόμενος τὸ ἀδιέξοδον, εἰς τὸ ὁποῖον ὁδήγουν ἑαυτούς, ἀποθαρρύνοντάς τους ἀπὸ τὴν πρᾶξιν διακοπῆς κοινωνίας, προλαμβάνων τὰ χειρότερα.

Ἂν δὲν τοὺς ἔπεισεν ὁ π. Ἐπιφάνιος, δὲν διατηρῶ καμία ψευδαίσθησιν ὅτι θὰ τοὺς πείσω ἐγώ. Πρὶν ὅμως χαρακτηρίσουν κάποιον ὡς ἀρχιαιρεσιάρχην, ὡς νὰ εἶναι κάτι τὸ ὁποῖον ὁ καθεὶς (ὡς ἄλλη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος) δυνατὸν νὰ τὸ ἔχη «ψωμοτύρι», ἂς μελετήσουν τί γράφει καὶ ὄχι ἁπλῶς νὰ πείθωνται εἰς ὅποιον ἐγείρει τὴν ἀξίωσιν ὅτι εὗρε δῆθεν τὸ «Ἀντίδοτον» κατὰ τοῦ «Δυνητισμοῦ».

Ὅσον διὰ τὰ περὶ «πραγματικῶν πυρῶν» καὶ «χαρτοπολέμου», εὐκόλως δύναται οἱοσδήποτε νὰ κρίνη ποῖος ἀγωνίζεται, ἐὰν καὶ μόνον ἁπλῶς ἀναλογισθῆ τί ἔχει ἐπιτύχει ἕως σήμερα ἡ ἀποτείχισις: ἀπεμονώθησαν, διηρέθησαν, παρωπλίσθησαν, διέρρηξαν τὸ ἀρραγὲς ἀντιοικουμενιστικὸν μέτωπον, οὐδεὶς τοὺς λαμβάνει σοβαρῶς ὑπόψιν -πλὴν τῶν πέριξ αὐτῶν- καὶ μὴ δυνάμενοι νὰ πράξουν τί ἕτερον ἐπέστρεψαν οἱ ἴδιοι… εἰς τὸν «χαρτοπόλεμον»!

Ἂν δὲν εἶχον σπεύσει εἰς χρῆσιν τῶν ὑποτιθεμένων ἀσφαίρων «πυρῶν», τότε: θὰ εἶχον ζωντανὴν ἐνορίαν, περισσότερα πνευματικὰ τέκνα εἰς τὸν ἀγῶνα, ἄμβωνα διὰ φλογερὰ κηρύγματα, δυνατότητα νὰ προσκαλοῦνται ἀπὸ ἄλλας ἐνορίας ἢ ραδιοφωνικὰ καὶ τηλεοπτικὰ μέσα, προκειμένου νὰ ἀφυπνίζουν, νὰ καθίστανται πυρποληταὶ καρδιῶν καὶ ψυχῶν, προετοιμάζοντες στρατιάς ὀρθοφρονούντων, ὥστε νὰ διατηρῆται ἀκμαία ἡ «μικρὰ ζύμη», ἡ ὁποία κατὰ τὸ Ἱ. Εὐαγγέλιον «ὅλον τὸ φύραμα ζυμοῖ».

Ἀπεναντίας, ἂν τώρα «χάνωνται ψυχαί», ὡς ἰσχυρίζεται ὁ κ. Καθηγητής, εἶναι ἐπειδὴ στεροῦνται τὰ ἱερὰ μυστήρια καὶ ἀποκόπτονται ἀπὸ τὴν μόνην ταμιοῦχον τῆς Χάριτος, τὴν Ἐκκλησίαν. Αὐτὴ εἶναι ἡ Κανονικὴ Ἐκκλησία, τὴν ὁποίαν σπεύδει νὰ «ὑποσκελίση» ὁ κ. Χατζηνικολάου μὲ τὸ ἁγιοπατερικὸν μέν, ἀλλὰ ἐσφαλμένως χρησιμοποιούμενον ἐπιχείρημα ὅτι «ἡ Ἐκκλησία εὑρίσκεται ἐκεῖ ποὺ εὑρίσκονται Ὀρθόδοξοι, ἔστω καὶ ἂν αὐτοὶ εἶναι μόνον τρεῖς!». Πῶς εἶναι βέβαιος ὅτι αὐτοὶ οἱ τρεῖς εἶναι ἐκεῖ, ὅπου ὁ ἴδιος θεωρεῖ; Κατέχει τὸ ἀπλανὲς ὡς ἄλλη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος; Δηλαδή, οὔτε τρεῖς Ὀρθόδοξοι δὲν ὑπάρχουν πλέον π.χ. εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος; Βεβαίως καὶ ὄχι, θὰ ἀπαντήση ὁ κ. Χατζηνικολάου καὶ εἶναι εὔλογον διὰ τὸν ἴδιον νὰ τὸ πιστεύη, διότι ὅταν ἔχη φθάσει εἰς τὸ σημεῖον νὰ ἐφευρίσκη ἀνυποστάτους αἱρέσεις (π.χ. «τὴν αἵρεσιν τοῦ «Δυνητισμοῦ», «τὴν αἵρεσιν «ὁ θάνατός σου ἡ ζωή μου»!»), ὥστε «βολικά» νὰ χαρακτηρίζωνται ὅλοι ὡς αἱρετικοί, πῶς θὰ ἀντιληφθῆ ὁ δείλαιος ὅτι ταυτοχρόνως εἰσάγει καινὰ δόγματα, δηλ. μιμεῖται τοὺς αἱρετικούς;

Κάθε Ὀρθόδοξος, ὅταν μελετᾶ τὴν Ἁγίαν Γραφήν, παρατηρεῖ ὅτι οἱ Ἀπόστολοι ἐγκατέστησαν Ἐπισκόπους καὶ ἐκεῖνοι διαδόχους. Μήπως ἔσφαλον καὶ ἔπρεπε ἁπλῶς νὰ εἴπουν εἰς τοὺς πιστούς: «ἀρκεῖ νὰ εἶστε τρεῖς λαϊκοὶ γιὰ νὰ τελῆτε τὰ ἱ. Μυστήρια»; Μήπως θὰ ἔπρεπε νὰ διαγράψωμεν καὶ τὰς Οἰκουμενικὰς Συνόδους, ἐφ’ ὅσον μόνον τρεῖς ἀληθῶς πιστεύοντες δύνανται νὰ ὑποκαταστήσουν ὁλόκληρον τὴν Κανονικὴν Ἐκκλησίαν; Ἂς μελετήση πόσας ἀπὸ τὰς 1066 σελίδας ἀφιερώνει ὁ Μίλας εἰς τοὺς Ἐπισκόπους καὶ τὴν διοίκησιν τῆς Ἐκκλησίας…

Ἀλλὰ αὐτὰ συμβαίνουν, διότι ὁ κ. Καθηγητὴς καίτοι ἀναφέρεται εἰς τὴν ἀποτείχισιν ὡς τὴν «μόνη κανονικὴ καὶ ἀποτελεσματικὴ ἀντίδρασι» ἀντιλαμβάνεται τὸν ΙΕ΄ Κανόνα ὡς δικαστήριον τῶν ἀληθῶς πιστευόντων κατὰ τῶν αἱρετικῶν, οἱ ὁποῖοι (δια)σώζουν τὴν Ἐκκλησίαν ἀπὸ τὴν πλάνην, οὐχὶ ὡς «διάβημα», τὸ ὁποῖον θὰ ὁδηγήση εἰς Σύνοδον (Ἐπισκόπων), ἡ ὁποία, βεβαίως, αὐτὴ καὶ μόνον αὐτὴ θὰ κρίνη καὶ θὰ ἀποφασίση τὰ δέοντα. Διότι πῶς θὰ συγκροτηθῆ Σύνοδος, ὅταν ὁ ἴδιος γράφη ὅτι ὀκτὼ αἱρέσεις «κηρύττουν οἱ «ἐπίσκοποι» τῆς “Παγκοσμίου Ὀρθοδοξίας”»; Δὲν ὑπάρχει πλέον χῶρος διὰ Σύν­οδον καὶ ἄρα ἡ ἀποτείχισις γίνεται αὐτοσκοπός: ἡ διακοπὴ κοινωνίας διαχωρίζει τὰ πρόβατα ἀπὸ τὰ ἐρίφια, δηλ. ἡ ὑπόθεσις ἐτελεσιδίκησε!

Δὲν τὸν προβληματίζει ὅτι οἱ ἴδιοι οἱ Οἰκουμενισταὶ προτρέπουν ἀγωνιστὰς κληρικοὺς νὰ ἀποτειχισθοῦν; Προσφάτως ἐγράφη: «Φαίνεται πὼς ὁ κληρικὸς Γκοτσόπουλος παραμένει ἀμετανόητος. Ἴσως, ἡ «εὐλογημένη ἀποτείχιση» εἶναι γι’ αὐτὸν μονόδρομος.» (Ἱστοσελὶς «Φῶς Φαναρίου», 6.10.2023).

Ἐν κατακλεῖδι, δικαιώνεται διὰ πολλοστὴν φορὰν ὁ π. Ἐπιφάνιος, γράφων «σχιζόμενοι καὶ κατακερματιζόμενοι καὶ ἀλληλοσπαρασσόμενοι, ἐξυπηρετοῦμεν, ἀθελήτως μέν, ἀλλ’ ἀποτελεσματικώτατα, τοῦ Οἰκουμενισμοῦ τὰ καταχθόνια σχέδια.»

Δὲν προτίθεμαι νὰ ἐπανέλθω, διότι ὅσα ἔγραψα τὰ ἔγραψα διὰ τοὺς ἀναγνώστας. Δι’ ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἀποφανθῆ ὅτι αἱρετικὸς εἶναι ὁ π. Ἐπιφάνιος καὶ Ὀρθόδοξοι ὅσοι ἀνήγαγον εἰς δόγμα τὸ ἡμερολόγιον, ἰσχύει τὸ «οὐ μὲ πείσεις, κἄν μὲ πείσης».

https://orthodoxostypos.gr