Παρασκευή 10 Νοεμβρίου 2023

Παῦλος Μελᾶς, ὁ πρωτοπόρος καὶ Πρωτομάρτυς τοῦ Μακεδονικοῦ Ἀγῶνος – 5ον

Γράφει ἡ Δρ. Μαρία – Ἐλευθερία Γ. Γιατράκου

5ον

Τέλος, τὸν Μάιο τοῦ 1904, συγκροτήθηκε τὸ «Μακεδονικὸ Κομιτᾶτο» μὲ πρόεδρο τὸ Δημ. Καλαποθάκη, διευθυντὴ τῆς Ἐφημερίδος «Ἐμπρός», ἐνῷ ἡ κυβέρνηση Θεοτόκη ἄρχισε νὰ προσανατολίζεται σὲ μία πιὸ ἐνεργητικὴ στάση στὴ Μακεδονία μὲ τὴν τοποθέτηση τοῦ Λάμπρου Κορομηλᾶ ὡς Γενικοῦ στὴ Θεσσαλονίκη ἄρχισε ἡ συστηματικὴ ὀργάνωση γιὰ τὴν ἄμυνα τοῦ Ἑλληνισμοῦ καὶ τὸ Γενικὸ Προξενεῖο ἔγινε κέντρο τοῦ ἀγώνα. Γιὰ τὴν ἐπιτυχία τοῦ σκοποῦ ὁ Κορομηλᾶς ζήτησε νὰ τοποθετηθοῦν μὲ ψευδώνυμο, ὡς ὑπάλληλοι τοῦ Προξενείου, ἐπίλεκτοι ἀξιωματικοὶ ποὺ ἄρχισαν νὰ μελετοῦν καὶ νὰ ὀργανώνουν τὸν τόπο κατὰ διαμερίσματα. Συγχρόνως ἄλ­λοι ἀξιωματικοί, ἐγκαταστάθηκαν σὲ διάφορα κέντρα ὡς πράκτορες, δάσκαλοι, ἔμποροι καὶ ἰατροί[32].

Συγκινεῖ ὁ παραινετικὸς λόγος τοῦ γυναικαδέλφου τοῦ Παύλου Μελᾶ, Ἴωνα Δραγούμη: «ἂν τρέξουμε νὰ σώσουμε τὴν Μακεδονία, ἡ Μακεδονία θὰ μᾶς σώσει… θὰ μᾶς λυτρώσει ἀπὸ τὸν αἰσχρὸ ὕπνο, θὰ μᾶς ἐλευθερώσει… Ἂν τρέξουμε νὰ σώσουμε τὴ Μακεδονία, ἐμεῖς θὰ σωθοῦμε». Κήρυγμα βαθιᾶς καὶ ἀκλόνητης πίστης[33]. Στὶς 22 Μαΐου 1904 ἱδρύεται τὸ Μακεδονικὸ Κομιτᾶτο, ψυχὴ τοῦ ὁποίου ἀναδεικνύεται ὁ Παῦλος Μελᾶς, ὁ ὁποῖος μαζὶ μὲ ἄλλους τρεῖς ἀξιωματικούς τοῦ Ἑλληνικοῦ στρατοῦ, ἀποστέλλεται γιὰ πρώτη φορά στὴ Μακεδονία, γιὰ νὰ προετοιμάσει «τὸ τῶν ψυχῶν ἔδαφος», νὰ ἀναπτερώσει τὸ ἠθικὸ τῶν Ἑλλήνων, οἱ ὁποῖοι ὑπέφεραν ἀπὸ τὰ ἀνηλεῆ πλήγματα τῶν κομιτατζήδων. Τί αἰσθήματα φιλοπατρίας τρικυμιώδη κατέκλυζαν τὴν ψυχή του, διαφαίνονται ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἔγραψε στὸ ἡμερολόγιό του τὴν 24ην Φεβρουαρίου 1904, ἡμέρα ἀναχώρησής του στὴ Μακεδονία. «Αὐτὰς τὰς ἡμέρας», γράφει, «μὲ πνίγει ἡ λύπη καὶ ἡ συγκίνησις. Ἀφήνω, διὰ πάντοτε, ἴσως, τὰς ὑπάρξεις τὰς ὁποίας λατρεύω ὑπὲρ πᾶν ἄλλο εἰς αὐτὸν τὸν κόσμον», δηλαδὴ τὴν σύζυγόν του Ναταλίαν καὶ τὰ δύο παιδιά του. Στὴ συνέχεια προσθέτει ὅτι πρὶν ἀναχωρήσει στὴ Μακεδονία, πῆγε στὸ νεκροταφεῖο, στὸ μνῆμα τοῦ πατέρα του. «Κάθομαι», γράφει, «ὀλίγην ὥραν παρὰ τὸν τάφον του. Αἰσθάνομαι τὴν ψυχήν του πολὺ κοντά μου. Ἐνθυμοῦμαι μὲ πόσην φωτιὰ ἀγαποῦσε αὐτὸς τὴ πατρίδα, ἐνθυμοῦμαι ὅτι ὡρκίσθην ἐπὶ τοῦ φερέτρου του ν’ ἀποθάνω ὑπὲρ αὐτῆς, ἐνθυμοῦμαι πόσον μᾶς ἐλάτρευε καὶ πόσον ὑπέφερε διὰ τὴν καταστροφὴν τοῦ 1897»[34].

Κι’ ὅταν ὕστερα ἀπὸ ἐπίπονη πορεία καὶ πολλοὺς κινδύνους καὶ ἀντίξοες καιρικὲς συνθῆκες ἔφθασε στὴ Μακεδονία, ἔστειλε τὴν 8ην Μαρτίου 1904 ἐπιστολὴν στὴ σύζυγό του, στὴν ὁποία ἔγραφε μὲ μεγάλο ἐνθουσιασμό: «Οὐδέποτε σὲ βεβαιῶ, ἐπίστευσα τόσον εἰς τὴν Θείαν Πρόνοιαν, ὅσον χθὲς τὴν νύκτα. Ὅταν ἐξεκινήσαμεν ἦτο σκότος βαθύ… Μόλις ὅμως διήλθομεν εἰς τὸ σκότος τὴν ἐπικίνδυνον τουρκικὴν ζώνην ἀμέσως ἡ σελήνη καὶ τὰ ἄστρα μᾶς ἐφώτισαν τὸν φοβερώτατον δρόμον… Ἐπιστεύσαμεν ὅλοι, μὲ ὅλην τὴν ψυχήν μας, ὅτι ὁ Θεὸς ἐκείνην τὴν στιγμὴν εὐλόγει τὸ ἔργον μας καὶ διὰ τῶν ἀστέρων του ἐφώτιζε τὸν δρόμον μας». Καὶ ἀφοῦ στὴ συνέχεια διηγεῖται μὲ λεπτομέρειες τὴν διαδρομή του ἐντὸς τοῦ μακεδονικοῦ ἐδάφους καὶ τὶς δύσκολες συνθῆκες διαβίωσής του, προσθέτει: «Ὅταν συλλογίζομαι ὅτι ἴσως μὲ βοηθήσει ὁ Χριστὸς νὰ ἐπιτύχω, νομίζω ὅτι μοῦ ἔρχεται τρέλλα. Τί χαρὰ δι’ ὅλους μας ἂν γίνει τοῦτο, καὶ προπάντων τί εὐτύχημα διὰ τὴν πατρίδα, ἡ ὁποία θ’ ἀναθαρρήσει καὶ θὰ ἰδεῖ ὅτι ἂν κινηθεῖ ὀλίγον, ναὶ μὲν δὲν μπορεῖ νὰ κάμει μεγάλα πράγματα, ἀλλ’ ἠμπορεῖ νὰ κάμει ὥστε νὰ παύσει αὐτὸς ὁ παμβουλγαρισμὸς εἰς τὰ μέρη ἐκεῖνα…»[35].

Ἐφοδιασμένος μὲ πλαστὸ διαβατήριο καὶ μὲ τὸ ψευδώνυμο «Μίκης Ζέζας» ὁ Μελᾶς μπῆκε μὲ τοὺς ἄλλους ἀξιωματικοὺς καὶ τοὺς συνοδούς τους στὸ μακεδονικὸ ἔδαφος στὶς 9 Μαρτίου 1904. Καθὼς κατευθυνόταν στὴν Πρέσπα εἰδοποιήθηκε ἀπὸ τὸ προξενεῖο τοῦ Μοναστηριοῦ νὰ ἐπιστρέψει ἐσπευσμένα στὴν Ἑλλάδα, ἐπειδὴ ἡ παρουσία τῆς ἐπιτροπῆς στὴ Μακεδονία εἶχε γίνει γνωστὴ στὶς τουρκικὲς ἀρχές. Μάταια προσπάθησε ὁ Παῦλος Μελᾶς, μέσῳ τοῦ Ἴωνα Δραγούμη, μὲ τὸν ὁποῖο συναντήθηκε στὸ Μοναστήρι στὶς 25 Μαρτίου νὰ ἐπιτύχει ἀναστολὴ τῆς ἀνάκλησης. Ἀναγκάστηκε τελικῶς νὰ ταξιδέψει στὴ Θεσσαλονίκη καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἀτμοπλοϊκῶς νὰ ἐπιστρέψει στὴν Ἀθήνα[36].

Στὴ σύντομη αὐτὴ ἔξοδό του στὴ Μακεδονία, ὁ Μελᾶς σχημάτισε τὴ γνώμη, ὑπερεκτιμώντας ἴσως τὴν ἀγωνιστικότητα τοῦ ντόπιου στοιχείου, ὅτι ὁ κίνδυνος στὴ Μακεδονία θὰ μποροῦσε νὰ ἀποτραπεῖ μόνο μὲ τὴν παροχὴ πολεμοφοδίων καὶ χρημάτων στοὺς χωρικοὺς γιὰ τὴν ὀργάνωση τῆς ἄμυνάς τους[37].

Τὸν Ἰούλιο τοῦ ἴδιου ἔτους ὁ Παῦλος Μελᾶς μπῆκε γιὰ δεύτερη φορά στὴ Μακεδονία, ὕστερα ἀπὸ πρόταση Κοζανιτῶν πρὸς τὸ Στέφανο Δραγούμη. Ἐπισκέφθηκε στὴ Σιάτιστα, ἦλθε σὲ ἐπαφὴ μὲ ντόπιους ἀρχηγοὺς καὶ ἀσχολήθηκε μὲ τὴν ἐξεύρεση ἐνόπλων καὶ τὸ σχηματισμὸ μικρῶν σωμάτων. Διαπίστωσε ὅμως ὅτι ἦταν ἀπαραίτητη ἡ ἐνίσχυση τῆς ἐπιτόπιας ἄμυνας μὲ τὴν ἀποστολὴ συγκροτημένων ἀντάρτικων σωμάτων ἀπὸ τὴν ἐλεύθερη Ἑλλάδα. Στὶς 14 Αὐγούστου 1904 ὁρίστηκε ὁ Μελᾶς ἀπὸ τὸ Μακεδονικὸ Κομιτᾶτο τῆς Ἀθήνας γενικὸς ἀρχηγὸς τῶν σωμάτων τῆς περιοχῆς Μοναστηρίου – Καστοριᾶς καὶ πραγματοποίησε τὴν τρίτη καὶ τελευταία ἀποστολή του στὴ Μακεδονία!

Ἡ παρουσία αὐτὴ τοῦ Μελᾶ στὴ Μακεδονία «ἔδωσε μία νέα διάσταση στὴ γενικότερη ἐξέλιξη τοῦ Μακεδονικοῦ ζητήματος καὶ ἀποτέλεσε τὸ προμήνυμα τῆς κύριας φάσης τῆς ἔνοπλης πάλης»[38].

Στὶς 28 Αὐγούστου 1902, ὁ Μελᾶς κι οἱ ἄνδρες του ἔφθασαν στὴ Μονὴ Μερίτσης στὰ Τρίκαλα, παρακολούθησαν τὸν ἑσπερινό, μετὰ τὸ τέλος τοῦ ὁποίου αὐτὸς καὶ οἱ ἄνδρες του παρακάλεσαν τὸν ἡγούμενο νὰ κοινωνήσουν τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, ἀφοῦ σὲ λίγο θὰ ἄρχιζε ἡ κύρια ἀποστολή τους.

Εἶναι συγκλονιστικὰ ὅσα γράφει στὴ σύζυγό του: «Οὐδέποτε μὲ τόσην κατάνυξιν, μετέλαβα. Ὁ νοῦς μου διαρκῶς ἐστρέφετο πρὸς Ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος χάριν ἡμῶν καὶ τῆς Θείας θρησκείας Του ὑπέστη τὸ μαρτύριον. Τὸ μέγεθος τῆς θυσίας Του, τὸ μέγεθος τῆς ἀποστολῆς Του μ’ ἔκαμαν νὰ αἰσθάνομαι πόσον μικροὶ καὶ πόσον μακρὰν Αὐτοῦ εὑρισκόμεθα ἀλλὰ συγχρόνως μ’ ἐνεθάρρυναν… Ἐλπίζω νὰ μᾶς βοηθήσει»[39]. Τὴν 7ην Σεπτεμβρίου κατόπιν σοβαρῶν κινδύνων πέρασε μὲ τοὺς συντρόφους του τὸν Ἁλιάκμονα καὶ προσθέτει: «Μόλις ἐπεράσαμε τὸν ποταμὸν ἔβαλα τοὺς ἄνδρες μου νὰ κάμουν τὸν σταυρόν τους καὶ νὰ εὐχαριστήσουν τὸν Θεὸν εἰς τὴν βοήθειαν τοῦ ὁποίου προπάντων χρεωστοῦμεν τὴν αἰσίαν ἄφιξίν μας». Λόγοι εὐσεβοῦς, πιστῆς, εὐγνώμονος πρὸς τὸν Θεὸν ψυχῆς.

Ὁ Παῦλος Μελᾶς σκόπευε νὰ ὀργανώσει τὴν ἄμυνα στὴν περιοχὴ Καστοριᾶς, νὰ κινηθεῖ πρὸς τὸ Πισοδέρι καὶ τὸ Ζέλοβο καὶ ἀπὸ ἐκεῖ νὰ δράσει στὴν περιοχὴ Μορίχοβου τοῦ Μοναστηριοῦ, θέλησε νὰ συναντηθεῖ μὲ τοὺς ὁπλαρχηγοὺς Παῦλο Κύρου καὶ Καούδη στὸ δάσος ἔξω ἀπὸ τὴ Σιάτιστα. Περιμένοντάς τους ἀποφάσισε, ἐπειδὴ ἔβρεχε νὰ καταλύσει μὲ τοὺς 35 συντρόφους του σὲ σπίτια τοῦ χωριοῦ.

Στὶς 13 Ὀκτωβρίου τὸ ἀπόγευμα τουρκικὸ ἀπόσπασμα ἔφτασε στὴ Σιάτιστα εἰδοποιημένο ἀπὸ τὸ Μῆτρο Βλάχο ἀρχικομιτατζὴ τῶν Κορεστίων. Μετὰ τὴν ἔφοδο ποὺ ἐπιχείρησαν οἱ Τοῦρκοι σ’ ἕνα ἀπὸ τὰ σπίτια, ὅπου βρίσκονταν μερικοὶ ἀπὸ τοὺς ἄνδρες του, ὁ Μελᾶς ἀναγκάστηκε νὰ δώσει τὸ σύνθημα τῆς μάχης. Σὲ μία παύση τῶν πυροβολισμῶν καὶ ἐνῷ εἶχε ἀρχίσει νὰ βραδιάζει βγῆκε στὴν αὐλὴ τοῦ δικοῦ του καταλύματος, γιὰ νὰ βεβαιωθεῖ ὅτι τὸ ἀπόσπασμα εἶχε φύγει. Δέχτηκε τότε πυροβολισμὸ ποὺ τὸν τραυμάτισε θανάσιμα καὶ ὕστερα ἀπὸ μισὴ ὥρα δυσβάστακτων πόνων, ξεψύχησε.

Πρὶν ἐκπνεύσει ἔβγαλε τὸν σταυρὸν ἀπὸ τὸν λαιμόν του, τὸν ἔδωσε εἰς τὸν ὑπαρχηγόν του Νικόλαο Πύρζαν μὲ τὴν ἐντολήν: «τὸν σταυρὸν νὰ τὸν δώσεις εἰς τὴν σύζυγόν μου καὶ τὸ τουφέκι εἰς τὸν Μίκην (τὸν γιό του) καὶ νὰ τοῦ εἴπης ὅτι ἔκαμα τὸ καθῆκον μου»[40].

Σημειώσεις:

[32] Βλ. ὅ.π. [33] Βλ. Ἰωάννη Φ. Ἀθανασόπουλο, ὅ.π., σελ. ιβ΄. [34] Βλ. ὅ.π., σελ. ιδ΄. [35] Βλ. ὅ.π., σελ. ιδ΄. [36] Βλ. Ἀλίκη Σολωμοῦ, Μελᾶς Παῦλος, Ἐγκυκλοπαίδεια Ὑδρία, σελ. 118. [37] Βλ. ὅ.π., σελ. 119. [38] Βλ. Ἰωάν. Φ. Ἀθανασόπουλο, ὅ.π., σελ. ιε΄. [39] Βλ. ὅ.π., σελ. ιε΄. [40] Βλ. Ἰ. Δ. Ἀθανασόπουλο, ὅ.π., σελ. ιη΄.