Καθένας, ὁ ὁποῖος κάνει τὴν ἁμαρτία, κάνει καὶ τὴν ἀνομία, ἀφοῦ ἡ ἁμαρτία εἶναι ἡ ἀνομία (ἡ παράβασι δηλαδὴ τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ). Γνωρίζετε δέ, ὅτι ἐκεῖνος φανερώθηκε γιὰ ν᾿ ἀφαιρέσῃ τὶς ἁμαρτίες μας, καὶ ἁμαρτία σ᾽ αὐτὸν δὲν ὑπάρχει. Καθένας, ὁ ὁποῖος μένει σ᾽ αὐτόν, δὲν ἁμαρτάνει (δὲν θέλει τὴν ἁμαρτία καὶ δὲν τὴν κάνει σκοπὸ καὶ τρόπο ζωῆς καὶ ἕξι· ἂν δὲ ἀπὸ ἀδυναμία ἢ συναρπαγὴ πέσῃ σὲ ἁμαρτία, μετανοεῖ καὶ συντρίβεται). Καθένας, ὁ ὁποῖος ἁμαρτάνει (δουλεύει δηλαδὴ στὴν ἁμαρτία καταφρονώντας τὸ νόμο τοῦ Χριστοῦ), δὲν εἶδε (μὲ τὰ μάτια τῆς πίστεως) καὶ δὲν γνώρισε αὐτόν.
-----------------------
Πᾶς ὁ ποιῶν τὴν ἁμαρτίαν καὶ τὴν ἀνομίαν ποιεῖ, καὶ ἡ ἁμαρτία ἐστὶν ἡ ἀνομία. Καὶ οἴδατε ὅτι ἐκεῖνος ἐφανερώθη ἵνα τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν ἄρῃ. καὶ ἁμαρτία ἐν αὐτῷ οὐκ ἔστι. Πᾶς ὁ ἐν αὐτῷ μένων οὐχ ἁμαρτάνει. Πᾶς ὁ ἁμαρτάνων οὐχ ἑώρακεν αὐτὸν οὐδὲ ἔγνωκεν αὐτόν. (Α΄ Ἰω. 3, 4-6)