«Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»
ΜΥΣΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΑΦΩΝΕΣ ΣΥΝΟΜΙΛΙΕΣ
Εἶναι κρῖμα, νά εἶναι κάποιος ὀρθόδοξος χριστιανός, καί νά περιορίζεται μόνο πῶς θά ἐπιτελεῖ τυπικά καί νομικά τά χριστιανικά του καθήκοντα καί νά ἀγνοεῖ τελείως τό λεχθέν: «Ὁ Θεός ἐντός ἡμῶν ἐστιν». Νά ἀγνοεῖ πῶς θά γίνει κι αὐτός οἰκεῖος τοῦ Θεοῦ, κοινωνός θείας φύσεως καί φίλος τοῦ φιλτάτου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Καί περνοῦν τά χρόνια γιά τόν καθένα μας, σχεδόν ἄκαρπα καί ἀνέραστα. Καί τρέχουμε, ὅσοι τρέχουν ἀκόμη, στίς ἐκκλησίες καί στίς ἀκολουθίες νά πάρουν εὐλογίες, καί ταξιδεύουν ἑκατοντάδες χιλιόμετρα γιά τά ἅγια προσκυνήματα, γιά τόν ἀσπασμό ἱερῶν Λειψάνων καί τῶν θαυματουργῶν Εἰκόνων, ἀλλά ἀκόμη δέν ἔμαθαν πῶς νά γίνωνται καθημερινῶς φίλοι τοῦ Χριστοῦ καί τῶν Ἁγίων μας! Πῶς δέν ἔμαθαν, ἀφοῦ γιά εὐλογίες τρέχουν! Ναί, ἀλλά τό βαρέλι ἔχει τρυπήσει ἀπό τόν πάτο, ἐνῶ παντοῦ ἐξωτερικά εἶναι καλλωπισμένο καί φρεσκοβαμμένο. Τί σημαίνει αὐτό;
Ὑπάρχουν κρυμμένα μέσα μας καί ἐπιστημονικῶς «καμουφλαρισμένα» πάθη, τά ὁποῖα δέν ἐπιθυμοῦμε οὔτε νά τά ἀντικρύσουμε μέ εἰλικρίνεια, οὔτε πολύ περισσότερο νά ἀπαλλαγοῦμε ἀπ᾿ αὐτά! Ἐάν δεχθῆ ὁ λογισμός μας καί πιστεύσουμε ὅτι ἔχουμε κάποια πάθη τῶν ὁποίων γνωρίζουμε καί τά ὀνόματα, τότε φροντίζουμε νά τά δικαιολογοῦμε. Μᾶς συμφέρει νά τά δικαιολογοῦμε λέγοντες ὅτι «ἀπ᾿ αὐτά ἔχουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι. Δέν εἴμεθα ἐμεῖς καλλίτεροι ἀπό τούς ἄλλους. Καί τί θά εἰπῆ ὁ κόσμος ἄν μέ βλέπει νά ἐκκλησιάζωμαι ἤ νά κοινωνῶ συχνά; Θά νομίζει ὅτι τρελλάθηκα ὅτι θέλω νά γίνω καλόγερος! Καί μετά, χωρίς αὐτές μου τίς συνήθειες, θά χάσω τήν ἀξιοπρέπειά μου καί τήν κοινωνική μου ἀναγνώρισι…».
Αὐτοί καί ἄλλοι παρόμοιοι λογισμοί καθησυχάζουν τούς σημερινούς χριστιανούς μας, οἱ ὁποῖοι πλέον ἀδρανοῦν ὡς πρός τήν ἀγωνιστική διάθεσι τῆς καθάρσεως τῶν παθῶν τους. Ὁπότε στήν συνέχεια κρατοῦν μία σειρά τυπικῶν χριστιανικῶν καθηκόντων, τά ὁποῖα δέν τούς ἀναγεννοῦν ψυχικῶς καί πνευματικῶς. Ἔτσι ζοῦν, χωρίς νά ζοῦν μέ τόν Χριστό. Πιστεύουν ὅτι εἶναι πιστοί χριστιανοί, ἀποδεκτοί ἀπό τούς ἄλλους, κουβαλοῦν πρόσφορα στίς ἐκκλησίες. Τσακώνονται οἱ κυρίες ἐάν ὁ παπᾶς δέν χρησιμοποιήσει τῆς μιᾶς καί ὄχι τῆς ἄλλης τό πρόσφορο στήν Προσκομιδή. Εἶναι ἕτοιμοι νά σχολιάσουν τούς πάντες καί τά πάντα ἁπανταχοῦ τῆς οἰκουμένης. Ἀσχολοῦνται μέ ἐπουσιώδη, ἐνίοτε καί πνευματικῶς βλαβερά καί ἐπιλήψιμα ἔργα καί πράγματα. Καί γενικῶς δέν ἔχουν ποῦ νά σκοτώσουν τόν πολύτιμο χρόνο τους, πού φεύγει ἀπό τήν ζωή τους, μέ τόση ταχύτητα, σάν τόν ποτάμιον ροῦν, καί δέν ξαναγυρίζει.
Σκεπτόμενος τῶν χριστιανῶν μας αὐτή τήν παράνοια πού τούς βασανίζει, ἐπιστρέφω εὐγνωμόνως στήν προσευχή ὑπέρ τῶν ἐν τῶ κόσμῳ Ἀδελφῶν μου. Τόν παρακαλῶ νά τούς φωτίζει, οὕτως ὥστε νά ἀξιοποιοῦν τόν χρόνον τους, ὁ ὁποῖος γιά τήν παροῦσα ζωή μας εἶναι ἀτόφιο χρυσάφι.
Καί εἶναι τόση ἡ ἕλξις τῆς Χάριτος διά τῆς εὐχῆς τοῦ Ἰησοῦ, πού δέν καταλαβαίνεις πότε περνάει ἡ ὥρα. Εἶναι τόσο γλυκειά αὐτή ἡ ἕνωσις καί κοινωνία μαζί Του, πού περιμένεις πότε νά βραδυάσει, ἀμέσως νά κοιμηθῆς λίγες ὥρες καί κατά τά μεσάνυκτα νά σηκωθεῖς μέ ἀκράτητο πόθο καί ἐνθουσιασμό γι᾿ αὐτήν τήν ἀνεκλάλητον καί ἀχόρταστη συνάντησι μέ τόν Ἰησοῦ. Καί τόν αἰσθάνεσαι ὄχι μακριά σου, ἀλλά δίπλα σου. Νοερῶς τόν ἀγκαλιάζεις. Τοῦ ζητεῖς σάν ἕνα μκρό παιδάκι πρός τόν μπαμπά του ὅ,τι θέλεις Καί τό λίαν εὐχάριστο εἶναι ὅτι ἔχεις τήν βαθειά αἴσθησι ὅτι σέ ἀκούει. Ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁλόκληρος δικός σου. Δοσμένος ἀπό τόν Ἑαυτό του ἀποκλειστικά γιά σένα. Ὡσάν τρόπον τινά νά ἀφήνει κάθε ἄλλη οὐράνια καί ἐπίγεια «ἀπασχόλησί του», καί νά εἶναι μαζί σου, ὅσες ὧρες θέλεις ἐσύ νά τόν κρατήσεις κοντά σου. Δέν σοῦ δείχνει ὅτι κουράσθηκε μέ τόν διάλογο μαζί Του, ὅπως συνήθως οἱ ἄνθρωποι δέν ἀντέχουν νά συνομιλοῦν μέ κάποιον μέ τίς ὧρες. Κουράζονται. Θέλουν νά πᾶνε σπίτι τους. Νά μή βλέπουν ἄνθρωπο.
Ἐνῶ μέ τόν Χριστό, πού εἶναι κι Αὐτός Ἄνθρωπος καί τί Ἄνθρωπος. Ἀλλά καί Θεός καί τί Μέγας Θεός! Ἡ συνάντησις μαζί Του εἶναι ἔξω καί πέρα ἀπό τά ἀνθρώπινα μέτρα καί τυπικά. Ὅσο μένεις μαζί Του, τόσο τόν ἀγαπᾶς, χωρίς Ἐκεῖνος νά ἀρνεῖται νά σοῦ προσφέρεται ὁλοκληρωτικά μέ ἕνα δόσιμο παντοτεινό καί αἰώνιο! Ἀλλά καί ἐσύ φίλη μου Ψυχή, δέν κουράζεσαι νά εἶσαι γιά πάντα μαζί του σέ μία ὑπέρλογη καί μυστηριώδη περίπτυξι καί σ᾿ ἕνα πνευματικό σφικταγκάλιασμα!
Καί τότε ζεῖς σέ μία πνευματική τρέλλα. Ἡ ἀγάπη γιά τόν Ἰησοῦ φθάνει στά ὅρια τοῦ μανιακοῦ ἔρωτος. Καί ἀναφωνεῖς, χωρίς στοματικές κραυγές, ἀλλά ἔσωθεν προερχομένες καρδιακές κραυγές, ὅτι «Σέ ἀγαπῶ, Γλυκέ μου Πάτερ Ἰησοῦ. Εἶσαι τό ὡραιότερο καί γλυκύτερο Ὄνομα καί Πρᾶγμα στήν ζωή μου! Ποῦ ἤσουν τόσα χρόνια; Γιατί μοῦ κρυβόσουν, καί μόλις τώρα μετά ἀπό δεκαετίες χρόνια καλογερικῆς ζωῆς μέ ἐπισκέπτεσαι τόσο φιλικά, ἀδελφικά, πατρικά καί ὁλοκληρωτικά; Δέν μπορῶ νά σέ ξεχάσω, οὔτε ποτέ νά σέ ἐγκαταλείψω. Πές μου σέ ποιά φωτιά νά πέσω καί νά καῶ γιά τήν ἀγάπη σου, διότι Ἐσύ πρῶτος μέ κατέκαυσες μέ τήν ἄπειρη καί ἀνεκδιήγητη ἀγάπη Σου. Ποῦ θέλεις νά ὑπάγω γιά τήν ἱεραποστολή τῶν λαῶν σου ἐπί τῆς γῆς καί ἐκεῖ νά ἀφήσω τά κόκκαλά μου; Δέν ἀνήκω πουθενά ἐπί τῆς γῆς. Ἀνήκω μόνο σέ Σένα. Δέν θέλω νά ἔχω τίποτε τό ἐπίγειο δικό μου, οὔτε μία λωρίδα γῆς, οὔτε μία πέτρα δική μου γιά νά κάθομαι, οὔτε καί τά λεφτά πού πέρασαν ἐκατομμύρια ἀπό τά χέρια μου γιά τό ἔργο τῆς Ἀφρικῆς τά ἀγάπησα. Ἐσύ Δέσποτά μου Ἰησοῦ εἶσαι ὁ πλοῦτος τῆς ταπεινῆς καρδιᾶς μου, τήν ὁποία ὁ διάβολος ποικιλοτρόπως τήν ἐβασάνισε καί οἱ ἀδυναμίες μου τήν ἐκούρασαν καί τήν ἐταλάνισαν».
Γνωρίζω ὅτι, ὅσο κανείς ἄλλος ἐπί τῆς γῆς, σέ ἐλύπησα. Παρότι ὅμως σέ ἐλύπησα, δέν ἔφυγα ποτέ ἀπό κοντά σου. Ξέρω ὅτι ἡ Μητερούλα σου μέ ἀγάπησε καί ἀπό τεσσάρων μηνῶν, ὅταν ἡ εὐλαβεστάτη μητέρα μου μέ «πέταξε» μπροστά στήν εἰκόνα της στόν ναό τῆς Κοιμήσεώς της στήν Τεγέα, ἔξω ἀπό τήν Τρίπολι, Αὐτή ἡ Ἀειπάρθενος Μητερούλα σου μέ παρέλαβε ὑπό τήν προστασία της. Καί μέ ἔφερε στο Περιβόλι της. Καί αἰσθάνομαι τήν ἀγάπη καί προστασία της. Καί δέν μέ ἀφήνει νά φύγω γιά τόν κόσμο, νά ἐργασθῶ μέχρι θανάτου μου στό ἔργο τῆς ἱεραποστολῆς Σου, Κύριε πρός τά ἔθνη! Ὅπως τό ἐπιθυμοῦσα καί τό ἐπιθυμῶ μέχρι τώρα.
Ἄν ἠμποροῦσα θά ἔκανα τό πᾶν γιά νά σέ γνωρίσει καί νά σέ ἀγαπήσει ὅλος ὁ κόσμος. Ὅλοι νά σωθοῦν καί κανείς νά μή κολασθῆ καί νά μή γνωρίσει οὔτε στόν ὕπνο του τά αἰώνια βάσανα τοῦ ἅδου! Ἀλλά τί κρῖμα! Ἐμεῖς Κύριε τί εἴμεθα ἐνώπιόν σου; Αὐτό πού ἄκουσα ἀπό τά γεροντάκια τῆς Μονῆς μου, ὅταν τό 1975 ἦλθα ἐδῶ νά καλογερέψω. Τούς ἐρωτοῦσα:
-Πάτερ Ἡσύχιε, πῶς ἐπέρασες τήν ζωή σου ἐδῶ τόσα χρόνια;
-Τί νά σοῦ εἰπῶ, ἀδελφάκι μου, εἶμαι ἕνα τίποτε. Εἶμαι ἄξιος αἰωνίου κολάσεως. Ἄν θά σωθῶ μόνο μέ τίς πρεσβεῖες τῆς Μητέρας μας καί ἡγουμένης τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὅπου ἐδῶ προσωρινῶς κατοικοῦμε, τοῦ ἁγίου Νικολάου Προστάτου τῆς Μονῆς μας, τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου τοῦ Κτίτορός μας, τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας τῆς Ρωμαίας, ἡ ὁποία ἐδῶ ἔχει τό σπίτι της καί πάντων τῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας.
Αὐτοί εἴμεθα Κύριε, ὅσοι κατοικοῦμε σ᾿ αὐτόν τόν ἀκροτελεύτιο σταθμό, μετά ἀπό τόν ὁποῖο περιμένουμε τό εἰσιτήριο γά τήν Ἄνω Σιών. Ὅλοι μας ἄξιοι αἰωνίου κολάσεως! Ἄς εἶναι πληγωμένη ἡ ψυχή μας ἀπό τά βέλη τοῦ πονηροῦ. Ἄς ἐπλήγωσα κι ἐγώ τόν Ἰησοῦ μου μέ ὅλες τίς ἀναποδιές καί τίς τρέλλες μου. Δέν τόν ἐνίκησαν τά αἴσχη τῆς ζωῆς μου. Δέν τόν «ἐξώργισαν» τόσο, ὥστε νά μέ ἐγκαταλείψει γιά πάντα καί νά παύση νά μέ ἀγαπᾶ.
Ἡ ἀγαπητική σου καρδιά, ὦ Ἰησοῦ μου, μοῦ ἐνθυμίζει τόν εὔσπλαγχνο Πατέρα τῆς παραβολῆς τοῦ ἀσώτου Υἱοῦ. Εἶσαι ὁ Ἴδιος, πού ἔδωσες τήν ἄδεια στόν νεώτερο υἱό νά ξενητευθῆ εἰς χώραν μακράν, διά νά μή τοῦ στερήσεις τήν ἐλευθερία του. Ἀλλά καί δέν ἔπαυσες τά ἀπογεύματα, στεκόμενος στό μπαλκόνι τοῦ ἀρχοντικοῦ σου, νά ἀγναντεύεις μήπως καί φανῆ ὁ «προκομμένος» σου υἱός. Ἀγωνιοῦσες καί ἐσκεπτόσουν: Ποῦ νά εἶναι τώρα τό παιδί μου; Ἔχει νά φάει; Πρέπει νά γυρίσει. Ξέρει ὅτι τόν ἀγαπῶ».
Μ᾿ αὐτή τήν ἄπειρη ἀγάπη, ἐπερίμενες καί ἐμένα τόν ἄσωτο, Χριστέ μου. Καί ἔστησες καρτέρι. Καί μέ «μπλόκαρες». Ἦλθα ἐπισκέπτης στό Ὄρος μέ μία ἀλλαξιά ροῦχα καί δέν μέ ἄφησες νά γυρίσω στόν κόσμο τῆς ἀνομίας, τῆς ξεγνοιασιᾶς καί τῆς λησμοσύνης τῆς ἀγάπης σου.
Τό βλέπεις καί Ἐσύ, ὅτι τά μάτια μου τώρα τρέχουν δάκρυα χαρᾶς καί εὐγνωμοσύνης γιά Σένα! Πές μου τί νά σοῦ δώσω, Ἰησοῦ μου; Πῶς θά ἠμπορέσω νά ξεπληρώσω τό χρέος μου ἀπέναντί σου; Λυποῦμαι βαθύτατα πού σέ ἐλύπησα! Σέ ἀγαπῶ κι ἄς εἶμαι ὁ μεγαλύτερος ἁμαρτωλός! Γνωρίζω ὅτι Ἐσύ πρῶτα μέ ἀγάπησες, χωρίς ἐγώ νά ἀνταποκριθῶ στό ἐλάχιστον ἀπέναντί σου! Πόσα δέν σοῦ χρεωστῶ! Ὅλα Χριστέ μου σοῦ τά δίνω. Δέν θέλω νά κρατήσω τίποτε δικό μου. Πάρε καί τά μυαλά μου γιά νά σέ σκέπτωνται, καί τήν φωνή μου νά σέ τραγουδάει στά παρεκκλήσια σου, πάρε τά χέρια μου νά κουβαλᾶνε ἀγάπη γιά τούς Ἀδελφούς μου. Πάρε τά πόδια μου καί πήγαινέ τα ὅπου θέλεις Ἐσύ. Στίς ἐσχατιές τῆς γῆς. Καί ἐκεῖ νά μείνω γιά πάντα ἄν θέλεις Ἐσύ. Γιά τό ἔργο Σου, γιά τήν ἀγάπη σου, γιά τήν ὑπερτάτη σταυρική Θυσία σου, γιά τήν σωτηρία τοῦ κόσμου, πού τόσο πολύ μᾶς ἀγάπησες. Πάρε με καί στεῖλε με ὅπου θέλεις. Μαζί σου πηγαίνω παντοῦ, χωρίς νά φοβᾶμαι ἀρρώστειες, ληστές, κλιματολογικές συνθῆκες, διωγμούς καί πειρασμούς! Καί ἄς πεθάνω ἐκεῖ, ὅπου ἐσύ θελήσεις σάν τό…παλιάλογο στό ἀμπέλι, ὅπως ἔλεγαν παλιά οἱ ἄνθρωποι τοῦ χωριοῦ μου!
Μέ συγκινεῖ ἡ ἀγάπη σου Ἰησοῦ μου. Δέν ἠμπορῶ νά φύγω ἀπό κοντά σου. Μά τί κουβάδες μέλι κουβαλᾶ τό Ἅγιο Ὄνομα Σου! Καί μέ πόση εὐκολία μᾶς νικᾶς καί μᾶς τραβᾶς κοντά σου! Μόνον ἄν θελήσεις Ἰησοῦ, γίνεται ὅλος ὁ κόσμος ἕνας ἐπίγειος παράδεισος. Εἶσαι τόσο μέγας καί θαυματουργός! Ἔχεις τόση δύναμι, ἀλλά καί τόση ἀγάπη, ἡ ὁποία μᾶς κάνει νά στεκώμεθα ἐξεστηκότες καί ἄφωνοι ἐνώπιόν Σου!
Μον. Δαμασκηνός Γρηγοριάτης. 14-1-2019
Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου