Γράφει ὁ κ. Παναγιώτης Κατραμάδος, θεολόγος
Ἐν μέσῳ τοῦ θέρους συνέβη ἕνα σημαντικὸν διὰ τὰς διορθοδόξους σχέσεις γεγονός, τὸ ὁποῖον δὲν ἔλαβε τὴν κατάλληλον προσοχήν. Πρόκειται διὰ τὴν ἀνταλλαγὴν ἐπισήμου ἐπιστολογραφίας μεταξύ τοῦ Πατριαρχείου Σερβίας καὶ τοῦ Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας. Ὁ Πατριάρχης κ. Πορφύριος ἐζήτησεν ἀπὸ τὸν Πατριάρχην κ. Θεόδωρον νὰ πράξη ἀπὸ πλευρᾶς του ὅ,τι δυνατὸν προκειμένου νὰ ἐπιτευχθῆ ἡ ἀπελευθέρωσις τοῦ Μητροπολίτου Βίσγκοροντ καὶ Τσερνόμπιλ κ. Παύλου, Ἡγουμένου τῆς περιωνύμου Λαύρας Κιέβου-Πετσέρσκ. Ὁ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας ἠρνήθη κάθε βοήθειαν. Ἀπεναντίας, ἕτεροι Προκαθήμενοι, οἱ ὁποῖοι ἔλαβον ἐπίσης ἐπιστολήν, ἀπήντησαν θετικά, ὡς ὁ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων.
Αἱ ἐπιστολαὶ
Δὲν θὰ δημοσιεύσωμεν ὁλοκλήρους τὰς ἐπιστολάς παρὰ μόνον θὰ παραθέσωμεν τὰ βασικὰ σημεῖα, πρὸς διευκόλυνσιν τοῦ ἀναγνώστου.
Ὁ Πατριάρχης Σερβίας ἀρχίζει τὴν ἐπιστολὴν (22ας Ἰουλίου ἐ.ἔ. ὑπ’ἀριθμ. 801), θέτων ὡς βάσιν τὴν ὑποχρέωσιν κάθε ἀνθρώπου «νὰ ἐπισημαίνει τὶς ἀδικίες ποὺ διαπράττονται σὲ βάρος ἀτόμων καὶ τῶν θεμελιωδῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων τους», ἐξειδικεύων εἰς τὴν συνέχειαν εἰς τὸ πρόσωπον τοῦ Μητροπολίτου Βίσγκοροντ. Παραλλήλως, ὑποσημαίνων τὴν κατάστασιν εἰς Οὐκρανίαν, τονίζει ὅτι «ἡ ἑκάστοτε δικαστικὴ ἀπόφαση δὲν μπορεῖ καὶ δὲν βασίζεται σὲ κανένα νόμο ποὺ ἰσχύει ἀκόμη καὶ σὲ μέτρια νομικὰ ὀργανωμένα κράτη», διευκρινίζων ὅτι τὰ πραγματικὰ κίνητρα τῆς φυλακίσεως τοῦ Μητροπολίτου ἦσαν «οἱ φλόγες τοῦ πολέμου, καὶ …ἡ πρόθεση τῶν σημερινῶν ἀρχῶν νὰ καταλάβουν τὴ Λαύρα». Ὑπεραμύνεται τῆς ἀθωότητός του, δηλώνων ὅτι «φυλακίζεται γιατί εἶναι Ὀρθόδοξος Ἱεράρχης, πιστὸς στὴν Οὐκρανικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία του καὶ τὴν Οἰκουμενικὴ Ὀρθοδοξία». Κατακλείει τὴν ἐπιστολὴν ὄχι μόνον μὲ τὴν προσωπικήν του παράκλησιν, ἀλλὰ συνάμα καὶ μὲ τὴν «ἔκκληση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῶν Ἐπισκόπων τῆς Σερβικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας» πρὸς τὸ πρόσωπον τοῦ Ἀλεξανδρείας, διὰ νὰ συνδράμη εἰς τὴν ἀπελευθέρωσιν.
Ὁ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας ἀπήντησεν «ὅτι τασσόμεθα ἀνεπιφυλάκτως ὑπὲρ τῆς προασπίσεως τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων παντὸς συνανθρώπου, ἐφ’ ὅσον οὗτος σέβεται καὶ τηρεῖ τὴν κειμένην ἐν τῇ χώρᾳ του νομοθεσίαν, ὡς καὶ τὰ δικαιώματα τῶν συμπολιτῶν του». Ἔπειτα θέτει τὸν ἰδικὸν του «ἔμπονον προβληματισμόν», ἀναφερόμενος εἰς τὴν ὑπόθεσιν «τῆς ἀντικανονικῆς εἰσπηδήσεως τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσσίας». Ἡ γραφίς του ἔπειτα γίνεται ἐπιθετική, γράφων:
«Τὸ Πατριαρχεῖον Μόσχας καὶ ὁ νῦν Προκαθήμενος αὐτοῦ, αὐθαιρέτως καὶ αὐταρχικῶς ἀντέδρασαν εἰς ἐκκλησιαστικὴν Πρᾶξιν ἱεροκανονικῶς καθιερωθεῖσα ἀπ’αἰώνων, ἤτοι τὴν ἐκχώρησιν αὐτοκεφαλίας εἰς τὴν Ἁγιωτάτην Ἐκκλησίαν τῆς Οὐκρανίας ὑπὸ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, διὸ ληστρικῶς καὶ ἀναιδῶς εἰσέβαλαν εἰς τὴν ἐνόριον γεωγραφικῶς ποιμαντικὴν καὶ πνευματικὴν δικαιοδοσίαν ἡμῶν εἰς Ἀφρικήν, ὡς «λύκοι βαρεῖς μὴ φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου» (Πράξ.20,29), ἐπιχειροῦντες ὅπως ἐπιφέρουν τὴν ἐπικατάρατον διάσπασιν τῆς ἡμετέρας Χριστεπωνύμου ποίμνης, δηλητηριάζοντες πνευματικῶς τὰς εὐάλωτας ψυχὰς τῶν ἑκατοντάδων χιλιάδων νεοφωτίστων Ἀφρικανῶν τέκνων ἡμῶν, διὰ τὴν ἐν Χριστῷ ἀναγέννησιν…».
Κατόπιν συμπληρώνει εἰς αὐτάς τὰς αἰτιάσεις καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι «δὲν κατονομάζετε τὸν ὑπαίτιον τοῦ ἐπιθετικοῦ τούτου πολέμου», ἐννοῶν τὴν Ρωσίαν, ἀλλὰ καὶ ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἀλεξανδρείας «εὐεργέτησε τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Ρωσίας διὰ τῆς κατοχυρώσεως τοῦ αὐτοκεφάλου καθεστῶτος αὐτῆς». Προσάπτει ἐπίσης καὶ τὴν κατηγορίαν ὅτι «ἡ Ὑμετέρα ἀγάπη… σιωπῶσα ἐκκωφαντικῶς, παρὰ τὰς ἐπανειλημμένας ἐκκλήσεις τῆς ἡμετέρας Μετριότητος, τὰς ἀφορώσας ὄχι εἰς ἕνα μόνον πρόσωπον, ἀλλὰ εἰς χιλιάδας Ἀφρικανῶν Ὀρθοδόξων».
Κατακλείει μὲ τὴν ὑπόδειξιν ὅτι «οἱαδήποτε Συνοδικὴ Ἀπόφασις Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας δὲν ἐκχωρεῖ τὸ δικαίωμα εἰς ἑτέραν Αὐτοκέφαλην Ἐκκλησίαν τῆς καταστρατηγήσεως τῶν ἀπαρασαλεύτων Ἱερῶν Κανόνων, διαπράττουσα εἰσπήδησιν εἰς τὴν ἐνόριον δικαιοδοσίαν τῆς πρώτης» καὶ προειδοποιεῖ «προσευχόμενοι θερμουργῶς, ὅπως αἱ τοιαῦται ἀντιχριστιανικαὶ καὶ ἀντεκκλησιαστικαὶ ἐνέργειαι τῶν ἐκ Βορρᾶ ἀδελφῶν, δὲν κρούσουν τὴν ἐπαύριον καὶ τὰς ἰδικάς Σας θύρας δι’ εὐφαντάστων μὲν αἰτιάσεων, δραματικῶν δὲ συνεπειῶν πανορθοδόξως».
Σύγκρισις τῶν ἐπιστολῶν
Τὸ πρῶτον τὸ ὁποῖον ὀφείλει νὰ ἐπισημάνη κανεὶς εἶναι ποῖοι ὑπογράφουν τὰς ἐπιστολάς. Ἀνεξαρτήτως περιεχομένου (εἴτε αὐτὸ εἶναι ἔκκλησις εἴτε μομφὴ εἴτε ὁ,τιδήποτε ἕτερον) ἡ ἐπιστολὴ τοῦ Σερβίας ἀντιπροσωπεύει καὶ ἐκτελεῖ ἐντολὴν τοῦ συνόλου τῆς Ἱεραρχίας. Ἀντιθέτως, ἡ ἀπάντησις τοῦ Ἀλεξανδρείας εἶναι προσωπικὴ τοποθέτησις τοῦ ἰδίου. Αὐτὸ καὶ μόνον δεικνύει ποῖος καταφρονεῖ τοὺς θεσμούς, θεωρῶν ὅτι τὸ Πατριαρχεῖον εἶναι ὁ ἴδιος. Ἀκόμη καὶ ἂν ἡ Συνοδικὴ ἀπάντησις ἦτο ἐξίσου σκληρά, ὡς ἡ τοῦ Ἀλεξανδρείας, θὰ εἶχεν ὄχι μόνον ἄλλο κῦρος, ἀλλὰ καὶ ἄλλον ἐκκλησιαστικὸν ἦθος.
Τὸ δεύτερον καὶ ἐπίσης σπουδαῖον ὡς τὸ πρῶτον εἶναι ὁ τρόπος ἀντιμετωπίσεως τοῦ αἰτήματος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Σερβίας ὑπὸ τοῦ Ἀλεξανδρείας. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Σερβίας διατυπώνει ἕνα σαφὲς αἴτημα, ἀνεξαρτήτως ἂν αὐτὸ εἶναι καλὸν ἢ κακὸν διὰ τὴν Ὀρθοδοξίαν. Δυστυχῶς, ἡ ἀπάντησις τοῦ Ἀλεξανδρείας προβαίνει εἰς τρία κρίσιμα λάθη: α) ἀντίφασιν, β) ὑπεροψίαν καὶ γ) ἐκδικητικότητα.
Ἡ ἀντίφασις εἶναι πολλαπλῆ. Στηρίζει τὰ ἀνθρώπινα δικαιώματα, ἀλλὰ ὄχι τὰ δικαιώματα τοῦ ἀδίκως φυλακισθέντος. Ἐπικαλεῖται τὴν σύμφωνον γνώμην ἁπάντων τῶν Προκαθημένων, ἀλλὰ ὄχι διὰ τὸ Οὐκρανικόν, (ἐπειδὴ ἡ πλειοψηφία εἶναι ἀντίθετος). Ἀποδέχεται τὸ ἀπαρασάλευτον τῶν Ἱερῶν Κανόνων, ἀλλὰ μόνον ὅσον ἀφορᾶ εἰς τὴν εἰσπήδησιν εἰς Ἀφρικὴν (ὄχι π.χ. διὰ τὰς συμπροσευχάς).
Ἡ ὑπεροψία εἶναι ἔκδηλος. Οἱ Ἕλληνες ἀνεγέννησαν τοὺς Ἀφρικανούς, ἐνῶ οἱ Ρῶσοι τοὺς δηλητηριάζουν, ὡς νὰ κηρύττουν ἄλλον Εὐαγγέλιον. Οἱ Ἕλληνες ἐφώτισαν τοὺς Σλάβους, ἐνῶ οἱ Σλάβοι… δὲν προσέφεραν τίποτε εἰς τὴν Ὀρθοδοξίαν; Μήπως νὰ ἤλεγχεν ἔστω τὸν κατάλογον τῶν Ρώσων εὐεργετῶν; Οἱ Ἕλληνες κατωχύρωσαν τὸ αὐτοκέφαλον εἰς τοὺς Ρώσους, εἰδάλλως τὰ 300.000.000 Ρῶσοι… δὲν θὰ εἶχον ἐκκλησιαστικὴν ὑπόστασιν!
Ἡ ἐκδικητικότης εἶναι παιδαριώδης. Δὲν πρόκειται κἄν διὰ «συναλλαγήν», δηλ. τουλάχιστον νὰ ζητήση ὁ Ἀλεξανδρείας τὴν καταδίκην τῆς ρωσικῆς εἰσπηδήσεως ὡς προϋπόθεσιν τῆς δραστηριοποιήσεώς του διὰ τὴν ἀποφυλάκισιν τοῦ Μητροπολίτου Βίσγκοροντ. Ἀπαιτεῖ μόνον τὴν καταδίκην τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖον Σερβίας. Ἄλλως: ἐπιδιώκει νὰ καταστήση Δικαστὴν μιᾶς Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας μία ἄλλην Αὐτοκέφαλον Ἐκκλησίαν. Διατί; Διότι γνωρίζει ὅτι Σέρβοι καὶ Ρῶσοι ἀνήκουν εἰς τὴν αὐτὴν ὁμάδα καίτοι δὲν ἔχει τὸ θάρρος νὰ τὸ διατυπώση εὐθέως, ἀλλὰ κατεφεύγει εἰς τὰς ὑπονοίας. Ὡστόσον, τοιουτοτρόπως δὲν πράττει τίποτε τὸ διαφορετικὸν ἀπὸ τὸ νὰ προδίδη ὅτι ἡ «ἀντίπαλος» ὁμὰς εἶναι τὸ Φανάρι καὶ ὁ ἴδιος.
Ἐφ’ ὅσον θεωρεῖ ὅτι τὸ δίκαιον εἶναι πασιφανῶς μὲ τὸ μέρος τοῦ Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας, διατί δὲν θέτει μὲ παρρησίαν εἰς τὸ Πατριαρχεῖον Σερβίας τὸ αἴτημα συγκλήσεως Πανορθοδόξου; Διότι δὲν ἔχουν μάθει οἱ Προκαθήμενοι νὰ λειτουργοῦν μὲ ἐκκλησιαστικὸν τρόπον, ἀλλὰ πολιτικά. Γνωρίζει ὁ Ἀλεξανδρείας ὅτι οἱ συσχετισμοὶ εἶναι ἐναντίον τοῦ Οὐκρανικοῦ καὶ ὅτι ἂν συγκληθῆ Πανορθόδοξος θὰ τὸ ἀνατρέψη.
Ἀντιστοίχως, ἡ ἐπίκλησις τῶν Ἱ. Κανόνων καὶ τῆς Ἱ. Παραδόσεως γίνεται ἐντελῶς ἐπιλεκτικὰ διὰ τὸ θεαθῆναι. Ὁ Ἀλεξανδρείας ἐπικαλεῖται τὸ ὑποτιθέμενον δικαίωμα τοῦ Κων/λεως νὰ δίδη αὐτοκεφαλίας, ἀλλὰ δὲν ἀναφέρεται καθόλου εἰς τὸ ζήτημα τῶν χειροτονιῶν, καθὼς αὐτοκεφαλία εἰς ἀχειροτονήτους δὲν ὑφίσταται ἐξ ὁρισμοῦ! Ἀπαιτεῖ νὰ κατονομάσουν τὸν ὑπαίτιον τοῦ πολέμου εἰς Οὐκρανίαν, ὅταν ἡ ἰδία ἡ ἀντικανονικὴ Αὐτοκεφαλία τοῦ Φαναρίου ἐδημιούργησεν ἐμφύλιον ὄχι μόνον ἐντός τῆς Οὐκρανίας, ἀλλά ἐντός τῆς Ὀρθοδοξίας (ἀφήνομεν κατὰ μέρος ὅτι ὁ ἴδιος ὁ πρ. ΥΠΕΞ τῶν ΗΠΑ Χ. Κίσινγκερ ὑπέδειξεν ὡς ὑπαίτιον τὴν χώραν αὐτοῦ). Ἀναφέρει ὅτι καμία Συνοδικὴ ἀπόφασις Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας δὲν ἐπιτρέπει εἰσπήδησιν εἰς κανονικὰ ὅρια ἑτέρας, ἀλλὰ παραβλέπει ὅτι ὁ Πατριάρχης Βαρθολομαῖος μονομερῶς δημιουργεῖ ἐξαρχίας εἰς κράτη, τὰ ὁποῖα ἐκκλησιαστικὰ ἀνήκουν εἰς τὸ Πατριαρχεῖον Μόσχας. Ἐγκαλεῖ τὸν Πατριάρχην Σερβίας ὅτι δὲν παραμένει σταθερὸς ἔναντι τῆς ἀδικίας, ὅταν ὁ ἴδιος ὁ Ἀλεξανδρείας ἐδήλωνε κατηγορηματικὰ ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας ἀνήκει εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Ρωσίας καὶ αἴφνης ἐν μιᾷ νυκτὶ ἔκανε στροφὴν 180 μοιρῶν!
«Λάδι στὴ φωτιὰ»
Τονίζομεν καὶ ὑπογραμμίζομεν μετ’ ἐμφάσεως ὅτι ἡ ἐνέργεια τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας νὰ εἰσβάλη εἰς τὴν Ἀφρικὴν δὲν εἶναι ἁπλῶς ἀντικανονική, ἀλλὰ κακουργηματικὴ καὶ καταδικαστέα. Αὐτὸ ὅμως δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀποτελῆ προκάλυμμα διὰ τὸν Ἀλεξανδρείας Θεόδωρον: α) νὰ συντάσσεται ψυχῇ τε καὶ σώματι μὲ τὸ μέγιστον ἐκκλησιαστικὸν ἔγκλημα εἰς Οὐκρανίαν, πρόδρομον τοῦ πολέμου, β) νὰ ἐγκαταλείπη ἕνα ὁμολογουμένως ἀδίκως φυλακισμένον Ἱεράρχην, ὅταν ἄλλοι προάγονται, ἐνῶ θὰ ἔπρεπε τουλάχιστον νὰ εἶχον καθαιρεθῆ καὶ γ) νὰ ἐπιτείνη τὸ διχαστικὸν μῖσος εἰς τὴν Ὀρθοδοξίαν, χρησιμοποιῶν πλεῖστα ὅσα «κοσμητικὰ» ἐπίθετα διὰ ἕτερον Πατριάρχην, ὅταν ὁ ἴδιος δὲν ἀναγνωρίζει τὸ ἐλάχιστον πταῖσμα εἰς τὸν ἑαυτὸν του σχετικῶς μὲ τὰ μείζονα ἐκκλησιαστικὰ ζητήματα.
Τίποτε ὅμως δὲν θὰ ἐπαναφέρη τὴν οὐσιαστικὴν ἑνότητα, ἐὰν δὲν ἀποβάλλουν τὴν παπικὴν νοοτροπίαν, συμφώνως πρὸς τὴν ὁποίαν οἱ κατέχοντες θώκους «πρεσβυγενῶν πατριαρχείων» εἶναι εὐεργέται ὅλων τῶν (ἀχαρίστων;) ὑπολοίπων καὶ δύνανται νὰ κρατοῦν εἰς ὁμηρίαν τὸ συνοδικὸν σύστημα, συγκαλοῦντες μείζονας Συνόδους π.χ. Κρήτη, ἔχοντες μεθοδεύσει τὰ ἀποτελέσματα διὰ στερήσεως ψήφου εἰς τοὺς Ἐπισκόπους, ἀποκλεισμοῦ Ἐπισκόπων, ἀντικαταστάσεως τῆς ὑπογραφῆς Ἐπισκόπων ἀπὸ Προκαθημένους λόγῳ διαφωνίας κ.ἄ.
Ἂς ἐννοήσουν «οἱ δοκοῦντες στῦλοι εἶναι» ὅτι ἡ πολιτικὴ στήριξις καὶ ἡ προπαγάνδα τῶν συστημικῶν ΜΜΕ δὲν θὰ καταφέρνουν ἐσαεὶ νὰ διατηροῦν δέσμια τὴν Ἐκκλησίαν εἰς μία νοσηράν κατάστασιν, ἡ ὁποία καταμαρτυρεῖται ἀπὸ τὴν συνείδησιν τοῦ πληρώματος ὡς «ἐπίπλαστος πρόσκαιρος».