Κυριακή 15 Οκτωβρίου 2023

«Μὴ ἀποδιδόντες κακὸν ἀντὶ κακοῦ»

ΠΑΤΕΡΙΚΑΙ ΔΙΔΑΧΑΙ

  Ὁ Ἀπόστολος Πέτρος μᾶς συμβουλεύει: «μὴ ἀποδιδόντες κακὸν ἀντὶ κακοῦ ἢ λοιδορίαν ἀντὶ λοιδορίας, τουναντίον δὲ εὐλογοῦντες, εἰδότες ὅτι εἰς τοῦτο ἐκλήθητε, ἵνα εὐλογίαν κληρονομήσητε. (: Νὰ μὴ ἀνταποδίδετε τὸ κακὸ μὲ τὸ κακὸ ἢ τὸ χλευασμὸ καὶ τὴν εἰρωνεία μὲ τὸν ἴδιο τρόπο. Ἀντίθετα νὰ εὔχεσθε τὸ καλὸ στὸ Θεὸ γιὰ κείνους ποὺ σᾶς ἀδικοῦν καὶ νὰ τοὺς σκορπίζετε εὐλογίες, γνωρίζοντας ὅτι γι’ αὐτὸ κληθήκατε ἀπὸ τὸν Θεό, γιὰ νὰ κληρονομήσετε εὐλογία κι ὄχι κατάρα. Πῶς λοιπὸν ἐσεῖς εἶναι δυνατὸν νὰ καταριέστε τοὺς ἄλλους, ἀφοῦ ὁ Θεὸς δὲν σᾶς καταριέται; (Α΄ Πέτρ. γ΄ 9).

  Ὅταν ἀποδίδουμε κακὸ ἀντὶ κακοῦ πῶς μποροῦμε νὰ ἀγαπήσουμε τὸν πλησίον μας. Στὸ βιβλίο «Ἀνθολόγιο Ρώσων Πατέρων» ὁ Ἅγιος Δημήτριος τοῦ Ροστὼφ παρατηρεῖ:

  «Σαφὴς ἀλλὰ καὶ φοβερὴ εἶναι ἡ προειδοποίηση τοῦ Κυρίου: «Ὅποιος ὀργίζεται ἐναντίον τοῦ ἀδελφοῦ του χωρὶς σοβαρὸ λόγο, πρέπει νὰ καταδικαστῆ» (Ματθ. 5,22). Μὴν ὀργίζεσαι ἐναντίον κανενὸς ἀνθρώπου, ἔστω κι ἂν πραγματικὰ ἔχης ἀδικηθῆ ἀπ’ αὐτόν. «Γιατί ὁ ὀργισμένος ἄνθρωπος δὲν κάνει αὐτὸ ποὺ γιὰ τὸν Θεὸ εἶναι δίκαιο καὶ σωστὸ» (Ἰακ. 1:20). Γι’ αὐτό, λοιπόν, «ἡ δύση τοῦ ἥλιου ἂς μὴ σᾶς βρίσκη ἀκόμα ὀργισμένους… Διῶξτε μακριὰ σας κάθε πικρία, θυμό, ὀργή, κραυγή, κατηγορία, καθὼς καὶ κάθε ἄλλη κακία. Νὰ φέρεστε μεταξὺ σας μὲ καλωσύνη καὶ εὐσπλαγχνία, καὶ νὰ συγχωρῆτε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, ὅπως ὁ Θεὸς συγχώρησε κι ἐμᾶς διὰ τοῦ Χριστοῦ» (Ἐφ. 4:26, 31-32).

  Μὴ ὀργίζεσαι ποτὲ ἐναντίον κανενὸς καὶ γιὰ καμιὰν αἰτία, ἐκτὸς κι ἂν κάποιος θελήση νὰ σὲ χωρίση ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τὴν ἀγάπη Του. Ποιός, ὅμως, μπορεῖ νὰ τὸ κατορθώση αὐτό, ἂν δὲν τὸ θέλης ἐσὺ ὁ ἴδιος;».

* * *

  Κάποιος ἀρχαῖος σοφὸς εἶχε ἀνάμεσα στοὺς μαθητές του κι ἕνα πλούσιο ἀλλὰ ὑπερήφανο νεαρό,ὁ ὁποῖος  ἐξαιτίας ἑνὸς χλευαστικοῦ λόγου ἦταν ἕτοιμος νὰ μαλώση μέχρι αἵματος. Γιὰ νὰ τὸν θεραπεύση ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια καὶ νὰ μὴ εἶναι ἀπότομος πιά, ὁ σοφὸς τοῦ ἐπέβαλε νὰ πάη στὸν κόσμο τρία χρόνια καὶ νὰ πληρώνη καθένα ποὺ τὸν ἐπέπληττε φραστικά. Ὁ νεαρὸς ὑποτάχθηκε στὴν κρίση τοῦ δασκάλου του καὶ πῆγε στὸν κόσμο. Περπατοῦσε ἔτσι καὶ πλήρωνε ὅποιον τὸν μάλωνε.

  Ὅταν συμπληρώθηκαν τρία χρόνια, ἐπέστρεψε στὸν δάσκαλό του. Ὅμως στὴν πύλη τὸν προϋπάντησε ὁ θυρωρός, θυμωμένος ἐξαιτίας κάποιου ἄλλου, κι ἐπιτέθηκε σ’ αὐτὸν τὸν νεαρὸ καὶ τὸν μάλωσε φοβερά. Καὶ ὁ νεαρὸς ἀντὶ νὰ πικραθῆ γέλασε γλυκά. Παραξενεμένος μ’αὐτὸ ὁ θυρωρὸς τὸν ρώτησε: «Γιατί γελᾶς;» καὶ τοῦ ἀπάντησε ὁ σκληραγωγημένος νεαρός: «Τρία χρόνια πληρώνω καθένα ποὺ θὰ μὲ ἐπέπληττε ἔστω καὶ λίγο, ἀλλὰ ἐσὺ μὲ μάλωσες πιὸ δυνατὰ ἀπ’ ὅλους δωρεάν!». Καὶ ὅταν εἶδε ὁ σοφὸς τὸν διορθωμένο μαθητή, καὶ τὰ ἔμαθε ὅλα, χάρηκε πολὺ καὶ τὸν ἐπαίνεσε μπροστὰ σ’ ὅλους.

  Καὶ ἐσὺ διάβασε ἀπὸ τὴν «Ἐπὶ τοῦ Ὄρους ὁμιλία» τὸν ἑνδέκατο καὶ δωδέκατο στίχο: «Μακάριοί ἐστε ὅταν ὀνειδίσωσιν ὑμᾶς καὶ διώξωσι καὶ εἴπωσι πᾶν πονηρὸν ρῆμα καθ’ ὑμῶν ψευδόμενοι ἕνεκεν ἐμοῦ. Χαίρετε καὶ ἀγαλλιᾶσθε, ὅτι ὁ μισθὸς ὑμῶν πολὺς ἐν τοῖς οὐρανοῖς (Ματθ. 5,11-12).

* * *

  Λέγεται ὅτι κατὰ τὴ διάρκεια τῆς τελευταίας ἐποχῆς τῶν Παγετώνων, πολλὰ ζῷα πέθαιναν ἀπ’ τὸ κρύο. Οἱ σκαντζόχοιροι κατάλαβαν τὴν κατάσταση κι ἀποφάσισαν νὰ ἑνωθοῦν σὲ ὁμάδες. Ἔτσι θὰ προστατευόντουσαν καὶ θὰ ζέσταινε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο.

  Ὅμως τὰ ἄκανθα τοῦ καθ’ ἑνὸς πλήγωναν τοὺς πιὸ κοντινούς του συντρόφους. Γι’ αὐτό, γιὰ ν’ ἀποφεύγουν τὶς γρατσουνιές, ἀποφάσισαν ν’ ἀπομακρυνθοῦν ὁ ἕνας ἀπ’ τὸν ἄλλο… κι ἄρχισαν νὰ πεθαίνουν ἀπὸ τὰ κρυοπαγήματα.

  Ὅσοι ἀπόμειναν ζωντανοὶ ἔπρεπε νὰ διαλέξουν: ἢ ν’ ἀποδεχτοῦν τ’ ἀγκάθια τῶν διπλανῶν τους ἢ νὰ ἐξαλειφθοῦν ὡς εἶδος.

  Μὲ σοφία, ἀποφάσισαν νὰ ξεναγυρίσουν ὅλοι μαζί.

  Ἔτσι ἔμαθαν πώς γιὰ νὰ συμβιώσης πρέπει νὰ φᾶς πότε- πότε καὶ καμμιὰ γρατσουνιὰ ἀπὸ ἐκεῖνον πού σοῦ εἶναι πιὸ κοντινός. Ἀλλὰ παρ’ ὅλα αὐτά, τὸ πιὸ σημαντικὸ εἶναι ἡ ζεστασιὰ ποὺ μποροῦμε νὰ μοιραστοῦμε.

  Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ἔμαθαν νὰ συμβιώνουν καὶ ὡς εἶδος νὰ ἐπιβιώσουν ὥς τὶς μέρες μας».

* * *

  Στὸ Γεροντικὸ διαβάζουμε γιὰ τὴν ἀνεξικακία τῶν Γερόντων:

  «Λένε γιὰ τὸν Ἀββᾶ Ἰωάννη τὸν Πέρση οἱ Πατέρες, πὼς κάποτε πῆγαν στὴν καλύβη του κακοποιοί, μὲ φανερὴ πρόθεση νὰ τὸν σκοτώσουν. Ἐκεῖνος ὁ μακάριος ἑτοίμασε νιπτῆρα κι ἔσκυψε νὰ τοὺς πλύνη τὰ πόδια, ὅπως θὰ ἔκανε στοὺς πιὸ καλούς του φίλους. Τότε οἱ κακοποιοί, ντροπιασμένοι, τὸν ἄφησαν κι ἔφυγαν».

* * *

  Μία νύκτα πῆγαν λῃστὲς σὲ κάποιον Ἐρημίτη.

– Ἤλθαμε νὰ πάρουμε τὰ πράγματά σου, τοῦ εἶπαν ἄγρια.

– Κοπιάστε καὶ πάρετε ὅ,τι σᾶς ἀρέσει, ἀποκρίθηκε ἐκεῖνος, χωρὶς νὰ χάση τὴν ψυχραιμία του.

Ἄδειασαν στὴ στιγμὴ τὴ φτωχική του καλύβη κι ἔφυγαν βιαστικοί. Λησμόνησαν ὅμως νὰ πάρουν ἕνα μικρὸ φλασκί, ποὺ ἦταν κρεμασμένο ἀπὸ τὸ δοκάρι τῆς στέγης. Ὁ Ἐρημίτης τὸ ξεκρέμασε καί, τρέχοντας πίσω ἀπὸ τοὺς λῃστές, φώναζε, γιὰ νὰ τὸν ἀκούσουν νὰ σταματήσουν:

– Γυρίστε πίσω, ἀδελφοί, νὰ πάρετε καὶ τοῦτο.

Καὶ τοὺς ἔδειχνε ἀπὸ μακριὰ τὸ μικρὸ φλασκί.

Θαύμασαν τὴν ἀνεξικακία του ἐκεῖνοι καὶ ἐγύρισαν, ὄχι γιὰ νὰ πάρουν τὸ φλασκί, ἀλλὰ γιὰ νὰ τοῦ βάλουν μετάνοια καὶ νὰ τοῦ δώσουν πίσω ὅλα του τὰ πράγματα.

– Αὐτὸς μάλιστα, εἶναι πραγματικὰ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ἔλεγαν μεταξύ τους.